Ανανέωση αδειών διδασκαλίας ή εργασία και βιοεξουσία;

| 22/05/2019

Αναδημοσιεύουμε από την Πρωτοβουλία Εργαζομένων και Ανέργων στην Ιδιωτική Εκπαίδευση

Ο νόμος παραπέμπει πάντοτε στη ρομφαία. Αλλά μια εξουσία που έχει καθήκον να επιφορτιστεί με τη ζωή θα χρειαστεί συνεχείς, ρυθμιστικούς και διορθωτικούς μηχανισμούς. Ζητούμενο εφεξής δεν είναι να λειτουργήσει ο θάνατος στο πεδίο της ανώτατης αρχής αλλά να κατανεμηθεί το έμβιο σε ένα πεδίο αξίας και χρησιμότητας. Μια τέτοια εξουσία οφείλει να χαρακτηρίζει, να μετρά, να αποτιμά, να ιεραρχεί παρά να εκδηλώνεται με τη φονική της λαμπρότητα.

(Μισέλ Φουκώ – Ιστορία της Σεξουαλικότητας, τόμος 1: Η Βούληση για Γνώση)

Πέρα από τα εργασιακά, τις εξελίξεις γύρω από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, καθώς και την προσφυγή της ΟΕΦΕ στο ΣτΕ ενάντια στον υπολογισμό του ωρομισθίου των εργαζομένων σε ΚΞΓ και ΦΜΕ, ένα θέμα που απασχολεί όσες/ους διδάσκουν στα φροντιστήρια είναι η υποχρεωτική ανανέωση των αδειών διδασκαλίας τους ώστε να είναι ικανές/οί να εργαστούν ξανά από τη νέα ακαδημαϊκή περίοδο 2019–2020. Σύμφωνα με την εγκύκλιο του υπουργείου παιδείας οι καθηγητές/τριες σε ΦΜΕ και ΚΞΓ που απέκτησαν άδεια διδασκαλίας πριν το 2012 οφείλουν να καταθέσουν τα δικαιολογητικά τους στον ΕΟΠΠΕΠ μέχρι τις 31 Αυγούστου 2019.

Ευθύς εξαρχής προκύπτει το ερώτημα γιατί αναγκάζονται όλοι οι «παλιές/οί» καθηγήτριες/τές να μπουν σε αυτή τη διαδικασία. Η αθώα απάντηση θα ήταν είτε για να εναρμονίζονται όλες οι άδειες διδασκαλίες με αυτές που αποκτήθηκαν μετά το 2012, είτε για να ελέγχεται η γνησιότητά τους, δεδομένου ότι με σύμφωνα με τον νόμο 4415/2016, πρέπει με τις ατομικές συμβάσεις εργασίας να κατατίθενται και οι άδειες διδασκαλίας, προς αποφυγήν περιστατικών παράτυπης εργασίας, μιας και παρατηρούνται περιστατικά απασχόλησης είτε φοιτητών/τριών, είτε καθηγητών/τριών ξένων γλωσσών που δεν έχουν επάρκεια μετά την κατάργησή της.

Το πιο κρίσιμο όμως σημείο της υποχρεωτικής ανανέωσης της άδειας διδασκαλίας είναι ότι πέρα από τα τυπικά δικαιολογητικά όπως στοιχεία ταυτοποίησης, πτυχίο πανεπιστημίου ή πιστοποίηση γλωσσομάθειας, απαιτείται από τις/ους εκπαιδευτικούς να προσκομίσουν πιστοποιητικά υγείας από παθολόγο και ψυχίατρο. Και αν η γνωμάτευση παθολόγου ήταν ούτως ή άλλως υποχρεωτική, η γνωμάτευση ψυχιάτρου έχει γίνει απαραίτητη μόνο τα τελευταία χρόνια.

Πέρα από ενδεχόμενα νομικά ζητήματα προσωπικών δεδομένων που προκύπτουν (για παράδειγμα, δεν γνωρίζουμε πού τηρούνται και από ποιους ελέγχονται οι ιατρικές μας γνωματεύσεις, ούτε ότι δεν χρησιμοποιούνται για στατιστικούς λόγους), η απαίτηση εκ μέρους του υπουργείου παιδείας να αποδείξουμε ότι είμαστε κλινικά και ψυχικά υγιείς για να διδάξουμε ουσιαστικά αποτελεί προειδοποίηση ότι αν κριθούμε «άρρωστοι/ες» δεν θα έχουμε το δικαίωμα να δουλέψουμε σε φροντιστήρια.

Η λογική της σύγχρονης καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης που αποσκοπεί στην πλήρη καθίζηση της εργατικής μας δύναμης ορίζει ότι όλοι και όλες είμαστε αναλώσιμοι/ες. Το κεφάλαιο θεωρεί ότι όποιες ελάχιστες πλέον παροχές σε υγεία, ασφάλιση και παιδεία μάς προσφέρονται είναι αφαιρέσιμες και μας χορηγούνται μόνο υπό τον όρο ότι είμαστε χρήσιμες/οι ως εργαζόμενες/οι. Το κεφάλαιο θεωρεί ότι δεν έχει καμία υποχρέωση περίθαλψης απέναντι σε όσους/ες βρεθούν εκτός εργασίας. Με άλλα λόγια, όσες/οι δεν εργαζόμαστε δεν χρήζουμε «επισκευής» σε περίπτωση ασθένειας γιατί δεν παράγουμε κέρδος για τα αφεντικά. Και επειδή στην παρούσα συνθήκη της κρίσης, της καταστροφής θέσεων εργασίας και της αυξανόμενης ανεργίας κάποιος/α από εμάς μπορεί να καταλήξει άνεργος/η, οι σύγχρονες τεχνικές διακυβέρνησης ορίζουν ότι θα πρέπει ο καθένας και η καθεμία από εμάς να «αυτοελέγχεται», ώστε να μπορούμε ανά πάσα στιγμή να προσφέρουμε τις υπηρεσίες μας στον εργοδότη. Έτσι κυριαρχεί η πρακτική της βιοεξουσίας που καθορίζει τα πρότυπα της σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής κανονικότητας, τα οποία σπεύδουμε να υπακούσουμε ώστε να ανήκουμε σε αυτή την κοινωνία και να εργαζόμαστε.

Στην περίπτωση των αδειών διδασκαλίας, ποιες ακριβώς σωματικές ή ψυχικές ανεπάρκειες θα ήταν ικανές να μας στερήσουν το δικαίωμα στην εργασία; Πώς ακριβώς ορίζεται το πρότυπο του/ης υγιούς εκπαιδευτικού το οποίο πρέπει να ικανοποιούμε; Πόσο διαφέρει η λογική των ιατρικών πιστοποιητικών από τα εταιρικά πρότυπα συμπεριφοράς που ορίζουν οι εργοδότες στα φροντιστήρια ή τα ιδιωτικά σχολεία, με τo κλίμα των οποίων πρέπει να εναρμονιζόμαστε ώστε να μην απολυθούμε; Πόσο απέχει η αντίσταση στις εργοδοτικές αυθαιρεσίες από το να χαρακτηριστούμε ψυχικά ασθενείς;

Πόσο αθώα και τυπική είναι εν τέλει η απαίτηση του κράτους να αποδείξουμε τη σωματική και ψυχική μας «υγεία»; Είναι τόσο αθώα όσο οι αδιάκριτες ερωτήσεις ψυχιάτρων σε συναδέλφισσές μας, όπως αν κάνουν χρήση ουσιών ή γιατί δεν έχουν κάνει ακόμα παιδιά. Είναι τόσο αθώα όσο ο εξευτελιστικός εξαναγκασμός των αναπληρωτών/τριών εκπαιδευτικών των δημόσιων σχολείων να προσκομίζουν πιστοποιητικά παθολόγου και ψυχιάτρου κάθε Σεπτέμβρη που προσλαμβάνονται σε σχολείο και η μεταχείρισή τους ως δυνητικά ασθενών λόγω της διαρκούς μετακίνησής τους από νομό σε νομό κάθε χρονιά, τη στιγμή που οι μόνιμες/οι εκπαιδευτικοί δεν υποχρεούνται να αποδεικνύουν ότι είναι υγιείς. Είναι τόσο αθώα όσο η χαρτογράφηση των μετακινήσεων των ανέργων από τις σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις κατά την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης στη Γερμανία ώστε να αποφασίζεται η χορήγηση επιδομάτων ανεργίας, με τα στοιχεία που καταγράφονταν να καταλήγουν τελικά στα χέρια των Ναζί, οι οποίοι έστελναν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης όσους ανέργους θεωρούνταν τεμπέληδες και απρόθυμοι να ψάξουν για δουλειά.

Είναι, εν κατακλείδι, ένα βήμα που οδηγεί στην υποταγή μας στις βιοπολιτικές τεχνικές της διαχείρισης της εργατικής τάξης εν μέσω καπιταλιστικής κρίσης.