Αντρέ Μπρετόν: Ο ταξιδιώτης της «απόλυτης πραγματικότητας»

Ενας αμήχανος φόρος τιμής σε ένα ανυπότακτο πνεύμα

| 02/10/2015

Η αυθεντική τέχνη στις μέρες μας συνδέεται στενά με την επαναστατική κοινωνική δράση: Αποβλέπει στην υπονόμευση και στην καταστροφή της καπιταλιστικής κοινωνίας (Α. Μπρετόν, 1926)

Στις 28 Σεπτεμβρίου του 1966 έφυγε από τη ζωή ένα από τα πλέον εκρηκτικά πνεύματα του 20ού αιώνα. Ο ποιητής που αναγνώριζε την ποίηση μόνο ως κοινωνικό αγαθό. Ο διανοούμενος που υπονόμευσε τα χυδαία θεμέλια κάθε ακαδημαϊσμού. Ο κοινωνικός αγωνιστής που μπόλιασε το κομμουνιστικό κίνημα με τις ατίθασες εξερευνήσεις του Σουρεαλισμού, για τη χειραφέτηση της ανθρώπινης διάνοιας από τα δεσμά της κυρίαρχης κουλτούρας και τον ίδιο το Σουρεαλισμό, έχοντας ως πρόταγμα την ταξική απελευθέρωση.

Ο Αντρέ Μπρετόν δεν «χωρά» σε καμία ιδιότητα αν και η πλέον διαδεδομένη, αυτή του ιδρυτή του Σουρεαλισμού, του σημαντικότερου και ανθεκτικότερου καλλιτεχνικού κινήματος στην ιστορία της σύγχρονης τέχνης, θα αρκούσε για να του «κρατήσει» μια περίοπτη θέση στο «Πάνθεον» της διαρκούς περιπέτειας του ανθρώπου να κατακτήσει νέες «κορφές» σε όλα τα πεδία της δράσης του.

Για οποιονδήποτε άλλον, ίσως. Όχι όμως γι’ αυτόν.

Όχι για έναν αεικίνητο αμφισβητία κάθε «αυθεντίας», η δράση τού οποίου αποτελεί μια ατέρμονη «παρέλαση» τολμηρών ρήξεων και συγκρούσεων, κάθε φορά που ένιωθε ότι μια υπό διαμόρφωση κατάσταση θα μπορούσε να αποτελέσει τροχοπέδη στην αναζήτηση νέων ορίων της ανθρώπινης νόησης και δράσης.

Φυσικά, μια ανήσυχη ιδιοσυγκρασία όπως του Μπρετόν, δεν θα μπορούσε να είναι «αναμάρτητη». Κατηγορήθηκε για «δογματισμό» και «εκκαθαρίσεις» στο εσωτερικό του κινήματος, καθώς και για «απολυτότητα» στις κάθε φορά θέσεις του. Δεν υπάρχει όμως, κινηματική δράση, καλλιτεχνική, κοινωνική και –τελικά– πολιτική, που να απέφυγε αυτές τις οδυνηρές κρίσεις. Ιδίως, όταν ο λόγος γίνεται για τα ευρωπαϊκά καλλιτεχνικά κινήματα του μεσοπολέμου. Αυτή, μάλιστα, είναι και η αντίφασή τους, αντικειμενική και συναρπαστική εν τέλει, δεδομένης και δηλωμένης της πρόθεσής τους να  σπάσουν κάθε δόγμα, κάθε καταστολή και κάθε απολυτότητα.

Γεννημένος το 1896, ο Μπρετόν είναι ένα από τα οργισμένα «παιδιά» της «κρεατομηχανής» του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ένα από τα εξαγριωμένα αποτελέσματα ενός ασύλληπτου, μέχρι τότε, μακελειού, το οποίο κατέστησε σαφές, στους περισσότερο υποψιασμένους επιζώντες, ότι τελικά επρόκειτο για την, κάθε άλλο παρά ηρωική, ματωμένη κατάληξη των πάλαι ποτέ απελευθερωτικών αιτιάσεων της πτώσης της Βαστίλης. Τα ξεκοιλιασμένα πτώματα των στρατιωτών, παιδιών της εργατικής τάξης, στα βομβαρδισμένα αμπριά, οι εξαθλιωμένοι, ανάπηροι και τραυματίες συνάδελφοί τους που βγήκαν μισότρελοι από αυτή την κόλαση, δεν ήταν παρά οι ζωντανές «αλυσίδες» που «έσερνε» το «φάντασμα» του Διαφωτισμού στα αποκαΐδια των «αξιών» τής, εξακολουθητικά πάντως επηρμένης, μπουρζουαζίας.

Όσοι ποιητές μπήκαν, νεότατοι και απροετοίμαστοι, σε αυτό το «χορό» του θανάτου και μπόρεσαν να φτάσουν μέχρι το τέλος, κοιτώντας στα μάτια τη φρίκη για να μην την ξεχάσουν, χωρίς να τους συντρίψει, όπως συνέβη σε άλλες τρυφερές ψυχές σαν του Γκέοργκ Τρακλ, βγήκαν από αυτόν ποτισμένοι με οργή και τυφλό μίσος για ό,τι συνδεόταν μαζί του.

image80

Γράφει ο Μωρίς Ναντώ: «Ο Μπρετόν, ο Ελυάρ, ο Αραγκόν, ο Περέ, ο Σουπώ, επηρεάστηκαν βαθιά από τον πόλεμο. Πήγαν στο μέτωπο υποχρεωτικά και με τη βία. Γύρισαν αηδιασμένοι. Από δω και μπρος δεν θέλουν νά ‘χουν καμιά σχέση μ’  έναν πολιτισμό που έχει χάσει πια κάθε λόγο ύπαρξης. Και ο απόλυτος μηδενισμός που τους κατέχει δεν περιορίζεται μόνο στην τέχνη, αλλά επεκτείνεται σ’ όλες τις εκδηλώσεις αυτού του πολιτισμού. Γιατί αυτή η κοινωνία που τους έστειλε έτσι ανέμελα στο θάνατο, τούς περιμένει, αν καταφέρουν να γλιτώσουν, και στο γυρισμό: Με τους νόμους της, την ηθική της, τις θρησκείες της».

Χρόνια αργότερα ο Μπρετόν έγραφε: «Λέω πώς το κοινό αρχικά στοιχείο ανάμεσα στη σουρεαλιστική στάση και τη στάση του Λωτρεαμόν και του Ρεμπώ, αυτό που συνέδεσε μια για πάντα τη μοίρα μας με τη δική τους, είναι η ΗΤΤΟΠΑΘΕΙΑ του πολέμου. Στα δικά μας τα μάτια, το πεδίο ήταν ελεύθερο μόνο για μια Επανάσταση, ασύλληπτα ριζική, απίστευτα καταπιεστική, που θα απλωνόταν σε κάθε τομέα».

Αυτή η Επανάσταση, αδιαμόρφωτη ακόμη στα μυαλά και τις καρδιές αυτών των τρομερών παιδιών, θα ατσαλωνόταν, στα πρώτα της σκιρτήματα, με τον τρόπο ενός ταύρου που έχει αμολυθεί σε υαλοπωλείο. Αυτό που ο Ναντώ χαρακτηρίζει ως «το πραγματικά δολοφονικό όπλο για την παραδοσιακή ποίηση και τέχνη», «κατασκευάζεται» στην Ελβετία. Εκεί, το 1916, ένας νεαρός Ρουμάνος ποιητής, πρόσφυγας στην Ζυρίχη, ο Τριστάν Τζαρά, μαζί με τον Γερμανό Ρ. Χούλζενμπεργκ και τον Αλσατό Ζαν (Χανς) Αρπ, ανοίγουν ένα λεξικό στην τύχη και βαφτίζουν το κίνημά τους Νταντά.

Ήταν η «ληξιαρχική» πράξη «γέννησης» ενός πρωτόγνωρου φαινομένου στην ιστορία της τέχνης, που είχε για όνομα τις πρώτες συλλαβές που ψελλίζουν τα μωρά – κατά μία εκδοχή – και «σύνθημα» την «αποφασιστική πρόταση» του Τζαρά: «Η σκέψη διαμορφώνεται στο στόμα»! Μια φράση που κατάφερε ένα «θανατηφόρο χτύπημα στο φιλοσοφικό ιδεαλισμό» και άνοιξε «τις πόρτες στον αυτοματισμό», όπως σημειώνει ο Ναντώ. Αυτό σε επίπεδο τέχνης. Άνοιξε, όμως, και τις πόρτες –που αργότερα θα διάβαιναν πιο μαζικά και οργανωμένα οι σουρεαλιστές της δυτικής Ευρώπης και οι Ρώσοι μπολσεβίκοι φουτουριστές –για να συναντηθεί η τέχνη με την κοινωνική/πολιτική δράση, με τις συνειδητές συλλογικότητες της εργατικής τάξης και τα κόμματα της πρωτοπορίας της. Έτσι, όπως σημειώνει ο Μάριο ντε Μικέλι, οι Γερμανοί ντανταϊστές ενώθηκαν με τους Σπαρτακιστές, πολεμούν δίπλα στην Ρόζα Λούξεμπουργκ και τον Καρλ Λίμπκνεχτ, πεθαίνουν μαζί με τους επαναστατημένους εργάτες στα οδοφράγματα του Βερολίνου και της Κολωνίας. Ο ντανταϊστής ποιητής, ζωγράφος και εκδότης Baargeld ήταν ο ιδρυτής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρηνανίας.

Ο Μπρετόν ήταν, όπως πάντα, ακριβώς στο «μάτι» του «κυκλώνα». «Το τέλος του 1919», διηγείται, «ο Τζαρά φθάνει στο Παρίσι σαν ένας Μεσσίας. Στις πρώτες λέξεις που πρόφερε, μου φαίνεται ότι ανακάλυψα σ’ αυτόν μια πλουσιότατη εσωτερική ζωή και εγώ δέχθηκα αμέσως τις πιο παρακινδυνευμένες προτάσεις του».

«Στην πραγματικότητα», γράφει ο ντε Μικέλι, «η παρισινή ομάδα που αποτελούνταν από τους Πικαμπιά, Αραγκόν, Ελυάρ, Περέ και άλλους, είχε ξεκινήσει ήδη από καιρό την πορεία της. Ο Μπρετόν από το ’17 είχε διαβάσει τα πρώτα τεύχη του περιοδικού Dada της Ζυρίχης κοντά στον Απολιναίρ και στις αρχές του ’19, το περιοδικό Litterature, που διεύθυνε ο ίδιος με τον Σουπώ, είχε ενδιαφερθεί για το κίνημα (…)».

Ο απόλυτος μηδενισμός του Νταντά, η ολοκληρωτική άρνηση ακόμη και της ίδιας της έννοιας της τέχνης, ακόμη… και του εαυτού του, ήταν μεν ο πλέον σίγουρος δρόμος προς το σύντομο κλείσιμο του ιστορικού του κύκλου, αποτέλεσε, δε, το «κουκούλι» όπου επωάστηκε η συγκλονιστική συνέχεια της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας. Το πιο φωτεινό – και φωτισμένο – κομμάτι της ήταν ο Σουρεαλισμός. Η καρδιά, η ψυχή και το μυαλό του Σουρεαλισμού, ήταν ο Μπρετόν. Κατά μία έννοια, αυτός πήρε από το «χέρι» το  «νήπιο» Νταντά και το εξέλιξε σε οργισμένο έφηβο.

Yvan_Goll,_Surréalisme,_Manifeste_du_surréalisme,_Volume_1,_Number_1,_October_1,_1924,_cover_by_Robert_Delaunay


Ή μπορεί και όχι. Στον πρόλογο των «Μανιφέστων του Σουρεαλισμού» («Δωδώνη» 1983), τα οποία μετέφρασε και σχολίασε, η Ελένη Μοσχονά σημειώνει: «Δεν αληθεύει όμως, η άποψη ότι ο Μπρετόν ίδρυσε τον σουρεαλισμό μετά την αποτυχία του Νταντά, ότι δηλαδή αρχικά επεδίωξε να καταλύσει τις αξίες για να επιτύχει, ακόλουθα, μια ποιητική και καλλιτεχνική αναγέννηση. Αντίθετα, εφάρμοσε την μέθοδο του σουρεαλισμού πριν επιδοθεί στη ντανταϊστική δραστηριότητα. Στην πραγματικότητα, ο Αντρέ Μπρετόν, δεν υπήρξε ποτέ ντανταϊστής. Αισθανόταν ότι έμελλε να γίνει φορέας μιας μεγάλης προσπάθειας που θα απαιτούσε την συνένωση των καλύτερων στοιχείων της πρωτοπορίας της εποχής του. Το Νταντά στο Παρίσι δεν είναι πια Νταντά, είναι η αρχή του σουρεαλισμού. Ο Μπρετόν διέβλεπε όμως, ότι το Νταντά εκφυλιζόταν σε φάρσα, γι’ αυτό, στα 1922, προσπάθησε να οργανώσει ένα “διεθνές συνέδριο γαι τον προσδιορισμό των κατευθυντήριων γραμμών για την άμυνα του σύγχρονου πνεύματος”, στο Παρίσι. Το συνέδριο δεν πραγματοποιήθηκε και αυτό υπήρξε η αφορμή της ρήξης με τον Τζαρά, με τον οποίο θα επανασυνδεθεί μόνο την εποχή του δεύτερου Μανιφέστου και τότε αφού ο Τζαρά θα έχει μεταστραφεί στις απόψεις του Μπρετόν».

Όπως και νά ‘χει, «αυτό που δεν μπόρεσε να πετύχει ο ντανταϊσμός εξαιτίας της ίδιας του της φύσης, προσπάθησε να το πετύχει ο σουρεαλισμός» γράφει ο ντε Μικέλι. «Ο ντανταϊσμός έβρισκε την ελευθερία του στη σταθερή πρακτική της άρνησης. Ο σουρεαλισμός προσπαθεί να βρει σ’ αυτήν την ελευθερία τις θεμελιώδεις αρχές μιας “θεωρίας”. Είναι το πέρασμα από την άρνηση στη θέση. Πολλές από τις θέσεις του ντανταϊσμού παραμένουν στο σουρεαλισμό, πολλές χειρονομίες του, πολλές καταστροφικές τάσεις του, το γενικό νόημα της εξέγερσής του, μέχρι και οι προκλητικές του μέθοδοι. Αλλά όλα αυτά αποκτούν μια διαφορετική φυσιογνωμία».

Ο Μπρετόν καθοδηγεί το κίνημα σε δαιδαλώδεις πνευματικές, ιδεολογικές αναζητήσεις, χωρίς να χάνει, ούτε να ρισκάρει, τη φρεσκάδα και το απόλυτο πλεονέκτημά του, κληρονομιά του Νταντά: Τον αιφνιδιασμό και την έκπληξη. Οι αναζητήσεις αυτές που «σφραγίζουν» την ακμή του σουρεαλισμού και εν γένει της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας στην πλέον γόνιμη περίοδό τους, μεταξύ του 1923 και του 1935, θα «προσωποποιηθούν» σε δύο εμβληματικά ονόματα: Μαρξ και Φρόυντ. «Ο Μαρξ σαν θεωρητικός της κοινωνικής ελευθερίας και ο Φρόυντ σαν θεωρητικός της ατομικής ελευθερίας». Έλεγε ο Μπρετόν το 1935: «Εμείς, εδώ και πολύ καιρό, έχουμε διακηρύξει την προσχώρησή μας στο διαλεκτικό υλισμό, του οποίου υιοθετούμε όλες τις θέσεις: Προτεραιότητα της ύλης ως προς τη σκέψη, αποδοχή της εγελιανής διαλεκτικής σαν επιστήμης των γενικών νόμων της κίνησης τόσο του εξωτερικού κόσμου όσο και της ανθρώπινης σκέψης, υλιστική αντίληψη της ιστορίας (…) αναγκαιότητα της κοινωνικής επανάστασης, σαν κατάληξης του ανταγωνισμού που εκδηλώνεται σε ένα ορισμένο στάδιο της ανάπτυξής τους, ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας και τις υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής (πάλη των τάξεων). Από τη σύγχρονη ψυχολογία, ο σουρεαλισμός αντλεί ουσιαστικά ό,τι τείνει να δώσει μια επιστημονική βάση στις αναζητήσεις για την καταγωγή και τις μεταβολές των ιδεολογικών εικόνων. Με αυτή την έννοια, απέδωσε ο σουρεαλισμός ιδιαίτερη σημασία στην ψυχολογία των διαδικασιών του ονείρου, έτσι όπως την ερμήνευσε ο Φρόυντ».

Ο Σουρεαλισμός θα στραφεί στην πολιτική δράση το 1925, ένα χρόνο μετά τη δημοσίευση του Πρώτου Μανιφέστου από τον Μπρετόν. Δυο χρόνια αργότερα, ο ίδιος, μαζί με το βασικό πυρήνα του κινήματος, τους Αραγκόν, Ελυάρ και Περέ, προσχωρούν στο γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Το 1930, σε μια κίνηση που δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση, το εκδοτικό όργανο του κινήματος, η «Σουρεαλιστική Επανάσταση» μετονομάζεται σε «Ο Σουρεαλισμός στην υπηρεσία της επανάστασης». Στο πρώτο τεύχος δημοσιεύεται ένα τηλεγράφημα προς το Διεθνές Γραφείο για την επαναστατική λογοτεχνία στην Μόσχα, με το οποίο οι σουρεαλιστές δήλωναν πίστη στην τρίτη Διεθνή.

The_Elephant_CelebesΘα ήταν λάθος –και ο συνοπτικός χαρακτήρας του αφιερώματος αυτού ενέχει τον κίνδυνο να το μεγενθύνει αντικειμενικά– να εκληφθεί η πορεία του σουρεαλιστικού κινήματος ως μία «ευθεία», μία πνευματική και πολιτική περιπέτεια μιας παρέας που απλά κάποια στιγμή μεγάλωσε και έπαψε να είναι οργισμένη. Είτε σε σχέση με το άμεσο καλλιτεχνικό και πολιτικό περιβάλλον τους είτε μεταξύ τους, οι σουρεαλιστές δοκιμάζονταν συνεχώς ως κίνημα.

Ο Μπρετόν θα έδινε μάχες για να πείσει τους συντρόφους στο Κομμουνιστικό Κόμμα ότι ο σουρεαλισμός δεν είναι αστικό, πολύ περισσότερο αντεπαναστατικό μόρφωμα. Την ίδια ώρα, άνοιγε συνεχώς νέα «μέτωπα» με τους συνοδοιπόρους του στην τέχνη, τόσο για τις πολιτικές επιλογές του, όσο και για το μείζον ζήτημα, που τον απασχολούσε μέχρι το τέλος, δηλαδή το ρόλο που μπορεί και πρέπει να παίξει η τέχνη στην υπόθεση του επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1930, στο κίνημα έχουν διαμορφωθεί δύο εντελώς διακριτές τάσεις. Η μία έχει «επικεφαλής», σχηματικά, τον Αραγκόν, ο οποίος, ενώ ταξίδεψε στην ΕΣΣΔ ως εκπρόσωπος των σουρεαλιστών στο 2ο Διεθνές Συνέδριο Επαναστατών Συγγραφέων στο Χάρκοβο, επέστρεψε κομμουνιστής, δηλώνοντας πάντα σουρεαλιστής. Η άλλη τάση εκφράζεται απόλυτα από τον Νταλί, ο οποίος, την ώρα που ο βασικός πυρήνας των σουρεαλιστών αναζητά τρόπους σύνδεσης του ονείρου με την επανάσταση, εκείνος καταθέτει στην ομάδα τη θεωρία του της «παρανοϊκο-κριτικής».

Ο Αραγκόν, μετά από μία εξαιρετικά πολύπλοκη και ταραχώδη διαδικασία που αποτελεί από μόνη της ξεχωριστό κεφάλαιο στην ιστορία του σουρεαλισμού, αλλά και της λογοτεχνίας εν γένει του 20ού αιώνα, θα αποχωρήσει τελικά από το κίνημα, προκαλώντας ισχυρό πλήγμα σε αυτό, αφού, όχι μόνο χάνει ένα από τα ιδρυτικά μέλη του, αλλά και έναν σπουδαίο καλλιτέχνη που απολάμβανε ήδη διεθνούς φήμης και αναγνώρισης.

Η οργανωτική σχέση του Μπρετόν με το Κομμουνιστικό Κόμμα λαμβάνει τέλος το 1933, αλλά η κοσμοθεωρία του, όπως και του Ελυάρ, ο οποίος έφυγε μαζί του, αλλά και του Αραγκόν, που παρέμεινε, δεν άλλαξε στο παραμικρό. Ήταν λοιπόν αναμενόμενο ότι οι Σουρεαλιστές τάχθηκαν αταλάντευτα ενάντια στο φασισμό του Φράνκο. Τον Ιούνιο του 1936, σε μια συνέντευξή του στο Λονδίνο, ο Μπρετόν έλεγε μεταξύ άλλων: «Η αληθινή ποίηση περικλείεται σε ό,τι δεν συμβαδίζει μ’ αυτήν την ηθική, μια ηθική που, για να διατηρήσει την επιβολή και το κύρος της, δεν ξέρει να κάνει τίποτα άλλο από το να φτιάχνει τράπεζες, στρατόπεδα, φυλακές, εκκλησίες και μπορντέλα».

TrotskyRiveraandBreton

Το 1938 μεταβαίνει στο Μεξικό για μια σειρά διαλέξεων πάνω στη ζωγραφική. Στο σπίτι του ζωγράφου Ντιέγκο Ριβιέρα γνωρίζεται με τον Τρότσκι. Το αποτέλεσμα αυτής της γνωριμίας θα είναι το μανιφέστο «Για μια ανεξάρτητη επαναστατική τέχνη».

Ακολουθεί ταξίδι στις ΗΠΑ όπου διαμένει σε ινδιάνικους καταυλισμούς.

Η επιστροφή του στο Παρίσι μετά τον πόλεμο θα βρει την «παλιά φρουρά» του κινήματος να έχει εντελώς διαφορετικούς προσανατολισμούς. Ο Ελυάρ έχει επιστρέψει στις γραμμές του ΚΚ και μαζί με τον Αραγκόν και τον Πικάσο αποτελούν την πρωτοπορία της κομματικής, πλέον, διανόησης.

Ακόμη και ο Τζαρά, ο νους και η καρδιά του Νταντά, εκείνος που επέμενε στην απόλυτη και βίαιη διανοητική άρνηση και στην καταστροφική επιθυμία μέχρι το 1920, από το 1947 είναι στέλεχος επίσης του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Για τον Μπρετόν όμως, δεν υπάρχει καμία περίπτωση οργανωτικής επανασύνδεσης με το ΚΚ, πολύ περισσότερο που οι τροτσκιστικές και, λίγο αργότερα, αναρχικές αναζητήσεις του τον φέρνουν σε ανοιχτή ρήξη με τους παλιούς του συντρόφους. Η προσπάθεια άλλων σουρεαλιστών να λειτουργήσουν ως «γέφυρα» κάνει τα πράγματα χειρότερα.

Συνεχίζει να μάχεται. Θα παραμείνει μέχρι το τέλος ένας κοινωνικός ακτιβιστής, ένα επαναστατικό και επαναστατημένο ον, παλεύοντας ενάντια στην αδικία όπου την έβρισκε. Είτε υπερασπιζόμενος Ισπανούς αγωνιστές είτε αποδοκιμάζοντας την ιμπεριαλιστική επέμβαση στην Αλγερία.

Ο Μπρετόν παρέμεινε μέχρι το τέλος σουρεαλιστής. Εξάλλου, όπως είχε πει και ο ίδιος, ο σουρεαλισμός, ως κίνημα, είχε πεθάνει, αλλά ο σουρεαλιστικός άνθρωπος ζει.

Άλλωστε, ποιος δεν βλέπει όνειρα;

Τελευταία του δουλειά ήταν η οργάνωση της σουρεαλιστικής έκθεσης στο Παρίσι το 1965.

Στις 28 Σεπτεμβρίου του 1966 πεθαίνει.

Με τα προκλητικά γέλια, όμως, εκείνων των πιτσιρικάδων του 1916 στο «Cabaret Voltaire» της Spielgasse αρ. 1 της Ζυρίχης και των παρισινών καφέ του 1922 που έβγαζαν τη γλώσσα στο σαπισμένο αστικό κόσμο, να αντηχούν ακόμα…

cabaret-voltaire


Βιβλιογραφία

1) «Αντρέ Μπρετόν – Μανιφέστα του Σουρρεαλισμού», Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Ελένης Μοσχονά, «Δωδώνη» 1983
2) Μάριο Ντε Μικέλι, «Οι πρωτοπορίες της τέχνης του εικοστού αιώνα», «Οδυσσέας» 1983
3) Αντρέ Μπρετόν, «Τί είναι ο Σουρεαλισμός», «Ελεύθερος Τύπος» 1983
4) Maurice Nadeau, «Η ιστορία του σουρρεαλισμού», «Πλέθρον» 1978
5) Τζούλιο Κάρλο Αργκάν, «Η μοντέρνα τέχνη» , «Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης» 2002

Γεννήθηκε – και αυτή είναι μία από τις ελάχιστες βεβαιότητες που έχει – το 1970. Πουλούσε την εργατική του δύναμη επί χρόνια στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό Τύπο. Μέχρι που του έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι ήταν το μόνο πράγμα που φοβόταν. Τώρα «αναρρώνει» στο Περιοδικό. Ελπίζει, για πάντα.