Ασφυκτικοί κλοιοί ή θραυσμένες συνειδήσεις

Σκέψεις με αφορμή την ταινία "Κλοιός" του Κώστα Κουτσομύτη

| 21/10/2015

                   

 Ν’ αποφύγουμε αυτό, ν’ αποφύγουμε τ’ άλλο,

                                                             Να μην διακινδυνέψουμε, -πού πήγε η ζωή μας;

Γ. Ρίτσος.

(Aπόσπασμα από το ποίημα «Προφυλάξεις», Συλλογή «Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη»)

freedom

Στην ταινία του Κώστα Κουτσομύτη, «Ο κλοιός» (1987), εκτυλίσσεται για λίγα μόλις δευτερόλεπτα μια σκηνή που βλέποντάς την, δίχως πολλές διεργασίες και χωρίς καμία προσπάθεια, ανοίγονται στο νου μου εικόνες που σχετίζονται με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Νομίζω πως από την ακόλουθη περιγραφή του στιγμιότυπου αυτού, θα γίνει γρήγορα κατανοητός ο λόγος που τονίζω αυτό το “άκοπο” των συναγόμενων συμπερασμάτων.

Η ταινία εν ολίγοις πραγματεύεται την πρώτη αεροπειρατεία σε επιβατικό αεροπλάνο που έλαβε χώρα στην Ελλάδα (και μια από τις πρώτες σε παγκόσμιο επίπεδο!) το Σεπτέμβριο του 1948 από έξι νεαρούς αριστερούς σπουδαστές, με απώτερο σκοπό την αποβίβασή τους στη Γιουγκοσλαβία προκειμένου, με άλλους συντρόφους τους, να περάσουν στο μέτωπο του Γράμμου, στις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος. Για όποιον αναζητά περισσότερες λεπτομέρειες, η ταινία διατίθεται δωρεάν στο διαδίκτυο. Η σκηνή στην οποία αναφέρομαι, διαδραματίζεται εντός του αεροπλάνου εν εξελίξει της αεροπειρατείας, όταν ο αρμόδιος υπουργός και στρατιωτικός –μην λησμονούμε την ιστορική περιόδο μέσα στην οποία τοποθετείται το σκηνικό: ο εμφύλιος βρίσκεται στο αποκορύφωμά του-  πληροφορείται για την εν λόγω αεροπειρατεία και τις βλέψεις των ιθυνόντων. Η δοθείσα εντολή μεταφέρεται ως εξής: «Να το φέρει πίσω (το αεροπλάνο) πάση θυσία!». Κι ο  υπεύθυνος τον ρωτάει σχεδόν τυπικά: «Στρατηγέ μου, πάση θυσία;», για να έρθει η εμφατική επιβεβαίωση ως απάντηση «Καμία τύψις!», διότι «κάνουμε πόλεμον και αυτό προέχει» και κανένα πολιτικό, ούτε ανθρώπινο, κόστος ή καμία κοινή γνώμη λογαριάζεται όταν μια ενέργεια μπορεί να δράσει παραδειγματικά και κατασταλτικά για προσεχείς εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες. Απαντώνται άραγε ομοιότητες με σημερινές καταστάσεις;

Προηγουμένως πιστεύω πως αξίζει να προχωρήσουμε σε μια σύντομη σκιαγράφηση των χαρακτήρων που εμφανίζονται και των αντιδράσεων που συνακόλουθα αυτοί εκδηλώνουν. Θα ξεκινήσω με μια ιεραρχία-κλιμάκωση, ανάλογη μ’ εκείνη που ακολουθείται και στην ταινία: απ’ αυτόν που προστάζει μέχρι αυτούς που οφείλουν σταδιακά να υπακούσουν. Ο παρασημοφορημένος λοιπόν υπουργός εντέλει τους κατωτέρους του να επιστρέψουν, ακολουθώντας τήν προγραμματισμένη τους πορεία, μην υποκύπτοντας στο αίτημα των έξι αριστερών (“συμμορίται” τους αποκαλούν) να μεταφερθούν στη γειτονική Γιουγκοσλαβία και, μετά την ασφαλή έξοδο των ίδιων, οι υπόλοιποι επιβάτες να καταλήξουν στον προορισμό τους (το δρομολόγιο είχε αφετηρία την Αθήνα και προορισμό τη Θεσσαλονίκη).

αεροπειρα

Η άμεση διαταγή δίνεται στον υπεύθυνο του Πύργου Ελέγχου, ο οποίος στιγμιαία μόνο μοιάζει να προβληματίζεται από αυτό το οποίο μόλις άκουσε, η μετέπειτα κίνησή του όμως θα μπορούσε να συνοψιστεί στον ακόλουθο συλλογισμό: η εντολή προέρχεται από ψηλά και άρα πρέπει οπωσδήποτε (βλ. πάση θυσία) να συνετιστούμε με το πνεύμα αυτής. Έτσι, η διαταγή μεταβιβάζεται αμέσως στον ασυρματιστή του αεροπλάνου, ο οποίος με τη σειρά του τη μεταβιβάζει στον κυβερνήτη. Εδώ παρατηρούνται διαφορετικές αντιδράσεις στο άκουσμα της υπόδειξης, που, βάσει της νομιμοφροσύνης που διέπει την αναγκαίως ακολουθούμενη ιεραρχία, απαραίτητο είναι να τηρηθεί. Ο ασυρματιστής απλώς ενοχλημένος από την είδηση ενημερώνει τον πιλότο, ο οποίος με στεντόρεια φωνή προβαίνει στην απολύτως εύλογη ερώτηση, ρητορική βέβαια, καθώς απάντηση δεν αναμένεται: «Τι πάει να πει πάση θυσία; Εδώ κινδυνεύουμε!». Μα ποιος νοιάζεται για στέρηση  ζωών, τη στιγμή που  κινδυνεύει να απολεσθεί το γόητρο του ενός αντιπάλου, όταν αυτός ελλείψει επιλογής –όπως θεωρεί- πειθήνια και ανήμπορα υποτάσσεται στις βουλές της άλλης πλευράς, αντιμετωπίζοντας το ενδεχόμενο να εξαφανιστούν κάποιοι άνθρωποι· όταν μάλιστα το ζητούμενο είναι ακριβώς αυτό: να πάψουν να αντηχούν οι ενοχλητικές φωνές, να σβηστούν τα ενοχλητικά πραττόμενα και να μην αποτελούν αφορμές για μετέπειτα αντιδράσεις τα ήδη πεπραγμένα; Κι οι παράπλευρες απώλειες γίνονται αποδεκτές στο όνομα του σκοπού αυτού, είναι κι αυτές μέσα στα πλαίσια του παιχνιδιού, στο οποίο όλοι συμμετέχουμε ηθελημένα ή μη, αποτελούν αυτό το “πάση θυσία”.

Όχι τυχαία, πολύ συνοπτικά περιέγραψα τη συμπεριφορά των εμπλεκομένων στην παραπάνω σκηνή. Κι αυτό επειδή και σήμερα αναλογικά συναντάμε τα ίδια τυπικά γνωρίσματα, όταν έχουμε να κάνουμε με την υποχρέωση τήρησης εντολών από ισχυρότερες πηγές. Και σήμερα λοιπόν πολλοί στο άγγελμα μιας διαταγής –είτε χωρίς δεύτερη σκέψη, είτε με μικρές εσωτερικές αμφιβολίες, που μάλλον γρήγορα εξανεμίζονται- προχωρούν στην εκτέλεση αυτής, σαν άλλης θείας επιταγής. Ακόμη κι όταν συνοδεύεται από την φράση που μου τριβελίζει το μυαλό : “πάση θυσία”.

Αλήθεια, κάθε φορά που τόσο αθώα και τόσο ανώδυνα χρησιμοποιούμε την έκφραση τούτη, έχουμε ποτέ συνειδητοποιήσει τι μπορεί να κρύβει από πίσω της αυτή η θυσία με οποιοδήποτε κόστος προκειμένου να επιτευχθεί εκείνο που “πρέπει”, το επιβεβλημένο, εκείνο που έχει οριστεί άνωθεν; Η απάντηση είναι για την πλεοινότητα ημών αυτονόητη… και για όποιον ακόμη δεν κατάλαβε αρνητική.

Η θυσία με την αρχέγονη ήδη έννοιά της περιλαμβάνει προσφορές που εκτείνονται από την απλή καταστροφή αντικειμένων της καθημερινότητας μέχρι τη θανάτωση ζώων ή ανθρώπων. Κι όλα αυτά προκειμένου να αποκτηθεί η εύνοια των θεών ή να εκδηλωθεί η ευγνωμοσύνη των θνητών για τα προσφερόμενα καλά. Έχουμε συνεπώς να κάνουμε με μια εκούσια απώλεια είτε κάποιου άψυχου πράγματος είτε κάποιου ζωντανού οργανισμού, σε κάθε περίπτωση με μια απώλεια, η οποία θα κοστίσει ψυχικά τουλάχιστον σ’ εκείνον που θυσιάζει. Και τώρα ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια μπερδεμένη κατάσταση, στην οποία δύσκολα μπορούμε να διαχωρίσουμε τον θυσιαστή από τον θυσιαζόμενο. Εννοείται, πως αυτός που θυσιάζει, προβαίνει στην εν λόγω πράξη για να πραγματώσει κάποιον στόχο, τον οποίο θεωρεί ανώτερο και άρα σπουδαιότερο να επιτευχθεί, συγκρινόμενος με ό,τι έχει επιλεχθεί ως θυσία, κι επομένως ενεργεί με πλήρη επίγνωση και συνείδηση. Ωστόσο, για να έχει νόημα μια θυσία, θα πρέπει αυτό το οποίο θυσιάζεται να είναι επίσης ενδεδυμένο με μια αξία και σημασία. Κι εδώ έρχεται η έννοια της απώλειας, της στέρησης κάτι – κάποιου που στοιχίζει.

Στην εποχή μας μπορεί να μην θυσιάζουμε –έκδηλα έστω- ζώα ή ανθρώπους, αλλά εκείνο που αλόγιστα, πασιφανώς και ενίοτε και ενσυνείδητα, θυσιάζουμε είναι οι ιδέες μας. Στο μυαλό μου υφίσταται ένα πραγματικό αιματοκύλισμα αξιών. Αναρωτιέμαι αναπόφευκτα βέβαια αν υπάρχει κάτι ανώτερο από τα ιδανικά μας, χάριν του οποίου τα τελευταία αξίζει να θυσιαστούν. Θα έλεγε κανείς πως οι αξίες, ως κάτι θεωρητικό, μη απτό,  είναι το λιγότερο -έστω το λιγότερο που θα έπρεπε να μας απασχολεί- τη στιγμή που τώρα χάνονται τόσο απλά, ανεμπόδιστα κι εύκολα ζωές. Πράγματι εύκολα! Από τον χαμό ανθρώπων εξαιτίας του πολέμου στη Συρία και του πνιγμού χιλιάδων εξ αυτών στα νερά της Μεσογείου ή κατά τη διάρκεια του πολύμηνου και πολύπαθου ταξιδιού τους προς την διαρκώς αναζητούμενη ελευθερία, μέχρι και το χαμό ανθρώπων λόγω της συνεχώς αυξανόμενης φτωχοποίησης των μεσαίων αστικών στρωμάτων (μήπως κι εδώ όμως δεν έχουμε να κάνουμε μ’ έναν πόλεμο, οικονομικό -τουλάχιστον προς το παρόν- αυτή τη φορά;), θα λέγαμε πως η ανθρώπινη ζωή έχει ευτελιστεί, δεν παρουσιάζει πλέον καμία αξία. Μέχρι και αυτή ισοπεδώθηκε και με τις ακολουθούμενες πρακτικές εξακολουθεί να ισοπεδώνεται, χωρίς να παρατηρούνται ευοίωνα σημάδια βελτίωσης. Θεωρώ όμως πως, αν δεν είχαμε απωλέσει όλα αυτά τα σημαίνοντα για τον καθένα υψηλά ιδεώδη, δεν θα φτάναμε σήμερα στο σημείο να μετράμε ανθρώπινες ζωές. Στο όνομα της επιτυχίας ή του νομιζόμενου επιθυμητού αποτελέσματος και της επερχόμενης κατάκτησης, τα ιδανικά μας πάνε περίπατο.

Και για να επανέλθω στη σύνδεση με την ταινία,η οποία έδωσε και την αφορμή για τις σκέψεις που μου γεννήθηκαν, μοιάζουμε στις μέρες που ζούμε να βρισκόμαστε μέσα σ’ έναν κλοιό που όλο και στενεύει απειλητικά. Τόσο απειλητικά που ασφυκτιούμε, που οι ανάσες μας λιγοστεύουν, που αναζητάμε μανιωδώς ένα κλαρί να πιαστούμε για να ανέβουμε ψηλότερα και να ξεφύγουμε από τα τείχη του. Η λύση όμως –η οριστική- μήπως βρίσκεται όχι στη διαφυγή, αλλά στο σπάσιμο, στο γκρέμισμα των τειχών;

H-1h-aeropeirateia-egine-apo-ellhnes

Στην εποχή του εμφυλίου της ταινίας, ο κλοιός μέρα τη μέρα σφίγγει αργά και σταθερά, έτσι που τα έξι εκείνα παλικάρια παίρνουν τη δύσκολη και παράτολμη απόφαση, κάνοντας το μεγάλο άλμα, να ξεφύγουν από την καθημερινότητα της εμφυλιοπολεμικής κοινωνίας με τις διώξεις, τα βασανιστήρια, τις στερήσεις δικαιωμάτων και ελευθεριών και την εν γένει μη υποφερτή επιβίωση. Προσπάθησαν να δραπετεύσουν από την “πάση θυσία” υποταγή και να βαδίσουν με βάση τα κελεύσματα της συνείδησής τους. Στην εποχή τη δική μας, σαφές είναι πως δεν αντιμετωπίζουμε τα τότε δεδομένα. Η κοινωνία μας, παρόλη την εξέλιξη που θα έπρεπε να έχει σημειώσει σε κοινωνικό επίπεδο, εμφανίζει καταστάσεις μέσα από τι οποίες ολοένα και ξεθωριάζουν τα σημάδια  αυτής της υποτιθέμενης εξέλιξης, μέχρι να σβήσουν παντελώς.

Δεν θα αναφερθώ στα δεινά του πολέμου· είναι αυτονόητα σε όλους. Γεγονότα όμως (και σκοπίμως θα κάνω λόγο επιλεκτικά μόνο για ορισμένα τρανταχτά γεγονότα των καιρών μας), όπως το μαστίγωμα ανθρώπων ως τιμωρία για τις ελευθεριακές τους σκέψεις (Σαουδική Αραβία), η φίμωση του τύπου από την κρατική εξουσία  με ρητή απαγόρευση μετάδοσης των ειδήσεων -για συγκεκριμένα τουλάχιστον ζητήματα- υπό την απειλή επιβολής ποινών σε περίπτωση ανακολουθίας προς την επιβαλλόμενη γραμμή (Τουρκία), η πλήρης ασυδοσία των αστυνομικών δυνάμεων στη διαχείριση των ανθρώπων και των τρόπων αντίδρασής τους (πλήθος παραδειγμάτων από Αμερική μέχρι Ουγγαρία, δε νομίζω πως ξεφεύγει κάποια χώρα απ’ τον κανόνα της βίαιης καταστολής), η αποσιώπηση, το κουκούλωμα υποθέσεων σχετικά με την κακοποίηση ανηλίκων από ανθρώπους της εκκλησίας και μάλιστα σε ιδρύματα προορισμένα για την προστασία αυτών (για να έρθουμε πιο στενά και στα καθ’ ημας, που πρόσφατα μόλις πληροφορηθήκαμε δημόσια, ενώ πριν, όσο τα βλέπαμε, απλά κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας πως δεν υπάρχουν) κι αμέτρητες ακόμη περιστάσεις, αποδεικνύουν πως εξακολουθούμε να επιβιώνουμε μέσα στον ίδιο κλοιό. Και όλα αυτά με τον πιο ξεδιάντροπο τρόπο, όντας περιβελημένοι με το πέπλο της δήθεν δημοκρατίας. Μόνο που το πέπλο της έχει καταντήσει διάτρητο…

Για να αντιδράσουμε σε μια κατάσταση ανεπιθύμητη και αδιέξοδη, ώστε να ξεφύγουμε από αυτή, δεν είναι ανάγκη να φθάσουμε σε σημείο δυσφορίας και απελπισίας. Ωστόσο, ακόμη κι αν καταλήγουμε εκεί, πάντα διαθέτουμε και θα διαθέτουμε στην ιστορική μας πραγματικότητα παραδείγματα ανθρώπων που κατάφεραν χάριν της εμμονής στα ιδανικά τους αυτό που δεν γινόταν, αυτό για το οποίο υπήρχαν απαγορεύσεις, αυτό το οποίο αν επιχειρείτο θα επέρχονταν ανεπανόρθωτα δυσμενείς και τραγικές συνέπειες. Τα  παράτολμα εγχειρήματα, ακόμη κι αν αρχικά δεν πιστεύουμε πλήρως στην επίτευξή τους, πρέπει να επιχειρούνται· γι’ αυτό άλλωστε λέγονται και εγχειρήματα. Δεν πρόκειται για θεωρίες επί χάρτου, για μια ουτοπική θεώρηση, αλλά για μια απτή, καταγεγραμμένη, βιωμένη πραγματικότητα. Το ερώτημα είναι τι προτιμάμε: θυσίες επιβαλλόμενες μέσα σε κλοιό ή ελευθερία με δυνατότητα κρίσης; Γιατί πάντα έχουμε την επιλογή να μετράμε και να καθορίζουμε τη ζωή μας για να μην την ψάχνουμε μετά. Γιατί πάντα έχουμε την επιλογή της μη θυσίας.