Αυτόπτης μάρτυρας σε χρόνια δίχως έλεος

Δυο εξαιρετικά αναγνώσματα με αναφορές στην ιστορία του 20ου αιώνα

| 23/04/2018

Δυο βιβλία που αν και δεν συμπίπτουν εντελώς χρονικά αναφέρονται στην ίδια πολιτικά περίοδο – «Ο αυτόπτης μάρτυρας», του γερμανόφωνου συγγραφέα, εβραϊκής καταγωγής, Έρνστ Βάις, στον μεσοπόλεμο και περισσότερο στην δεκαετία του ’30 και τα «Χρόνια δίχως έλεος», του γνωστού μας Βίκτορ  Σερζ, λίγο πριν, κατά την διάρκεια και αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Τώρα, ο Βίκτορ Σέρζ, αρκετά γνωστός στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό είχε πέρυσι την τιμητική του με την έκδοση τόσο αυτού εδώ του μυθιστορήματος- στις εκδόσεις Θύραθεν και σε ωραία μετάφραση Ιωάννας Αβραμίδου- αλλά άλλων  όπως, το «Έτος Ένα της ρώσικης επανάστασης» (εκδ. Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο)- το οποίο και παρουσιάσαμε- για να μην παραλείψουμε επανεκδόσεις σαν το εξαιρετικό «Υπόθεση Τουλάγεφ», (εκδ. Θύραθεν) και τις «Αναμνήσεις ενός επαναστάτη», (εκδ. Ακυβέρνητες Πολιτείες). Τα «Χρόνια» γράφτηκαν από 1945 έως και 1947, ήγουν το έτος θανάτου του στο Μεξικό όπου διέσωζε τα χειρόγραφα του «Τουλάγεφ» και των «Αναμνήσεων» και έτσι δεν πρόλαβε δυστυχώς την έκδοσή των τριών τους. Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερα μέρη που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν αυτόνομα αν δεν εμπλέκονταν σε όλα σχεδόν οι δυο βασικοί χαρακτήρες του έργου: ο Ντ. ή Σάσα και η Ντάρια. Στο πρώτο εμφανίζονται ως σοβιετικοί πράκτορες στο Παρίσι λίγο πριν το ξέσπασμα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου με τον Ντ. να στέλνει μια επιστολή παραίτησης στα ανώτερα κλιμάκια, λόγω ψυχικής κόπωσης. Η ουσία είναι πως διαφωνεί με το σταλινικό καθεστώς που έχει μετατραπεί σε πεδίο τρόμου και καταπίεσης για ολόκληρο τον σοβιετικό λαό. Οργανώνει την φυγή του στην Αμερικάνικη Ήπειρο αφήνοντας πίσω την κομμουνίστρια και τέως συντρόφισσά  του, Ντάρια που διστάζει ακόμη να αποστασιοποιηθεί . Στο δεύτερο μέρος, η τελευταία ανακαλείται από την εξορία της στο Καζακστάν για να συμμετάσχει στην άμυνα του Λένινγκραντ ενάντια στους Ναζί. Στο επόμενο κεφάλαιο εμφανίζεται, λίγο πριν την κατάρρευση του εχθρικού στρατού, στα μετόπισθεν των γραμμών του, κατάσκοπος και σαμποτέρ καθώς δουλεύει σε νοσοκομείο γερμανικής πόλης και στο φινάλε επιλέγει να διαφύγει στο Μεξικό για να συναντήσει τον παλιό της φίλο Ντ. χαμένο κάπου σε ένα αγρόκτημα έχοντας την αίσθηση πως το μακρύ χέρι των σταλινικών δεν θα φθάσει ποτέ εκεί. Βέβαια, ο Σέρζ, δεν συνηθίζει ως γνωστόν να περιγράφει απλά τα γεγονότα- λειτουργεί, πάντοτε, με έντονη λογοτεχνικότητα. Όμως, εκεί όπου στο «Έτος Ένα της ρώσικης επανάστασης»  προτάσσει τον συνεπή κομμουνιστή που δρα ως συλλογικό όν απέναντι στο πέρασμα της ιστορίας και μάλιστα την συνδιαμορφώνει υπό την καθοδήγηση που κόμματος, την «ραχοκοκαλιά της εργατικής τάξης», στο εν λόγω μυθιστόρημα φαίνεται να αμφισβητεί εμφαντικά πλέον το σοβιετικό καθεστώς καθώς την τελευταία νύχτα της ζωής του αναρωτιέται: «Πώς έγινε και εμείς – εξεγερμένοι, ενωμένοι, ενθουσιώδεις, νικηφόροι- φέραμε τα’ αντίθετα από αυτά που θέλαμε;». Αυτό το ερώτημα πλανιέται νοερά σε όλη την διάρκεια της αφήγησης χωρίς, βεβαίως, να αφήνει ούτε λεπτό τον αγώνα ενάντια στον Χίτλερ. Ο συγγραφέας εστιάζει περισσότερο στον ψυχισμό των ηρώων του, στους φόβους και την απογοήτευσή τους και την αίσθηση της ματαίωσης εν μέσω ενός ζοφερούς σκηνικού που κορυφώνεται στο τρίτο κομμάτι στην σχεδόν κατεστραμμένη από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς γερμανική πόλη. Έχει προηγηθεί ο ζόφος του πολιορκημένου Λένινγκραντ- και εδώ, οι χιλιάδες θάνατοι λόγω των μαχών που αυξάνονται συνεχώς λόγω φοβερού κρύου και πείνας με την Ντάρια να περπατά στα χαλάσματα και να σκέφτεται το μέλλον μετά το τέλος του πολέμου, «Μόνο εμείς ξέρουμε τον εφιάλτη όπου παγιδευτήκαμε, την άσχημη όψη της εξασθενημένης μας δύναμης, κι ότι μόνη μας ελπίδα είναι μια ανάσταση νεκρών: των αχρηστεμένων ιδεών και των τουφεκισμένων ιδεολόγων…». Τα πρόσωπα κουβαλούνε τεράστιες αντιφάσεις, υπερασπίζονται κάτι που δεν πιστεύουν πια, απέναντι στις ορδές του Ναζισμού- δίνουν την ζωή τους έχοντας γνώση πως το αύριο της νίκης δεν φέρει ελπίδα. Όπως δεν έχουν ελπίδα και οι κάτοικοι των διαλυμένων γερμανικών πόλεων όπου κυριαρχεί ένα θέατρο παραλόγου όπου, «το παρόν διέγραφε το παρελθόν τόσο αδυσώπητα  και το ίδιο αυτό παρόν παρατεινόταν τόσο απλά, τόσο ανελέητα, που δεν σου άφηνε περιθώριο να περιμένεις ένα διαφορετικό μέλλον. Η γραμμική πορεία του χρόνου είχε θολώσει, το ημερολόγιο είχε χάσει κάθε νόημα , τα καθημερινά σημεία αναφοράς της ύπαρξης είχαν εξαλειφθεί.» Στο τελικό κεφάλαιο η Ντάρια συναντά τον Ντ. στην συμμετοχικά οργανωμένη φάρμα του στα βουνά του Μεξικού. Μαζί κάνουν απολογισμούς και θλίβονται για την αγωνιστική αποστρατεία τους ώσπου η επίσκεψη ενός περίεργου αμερικάνου ερευνητή ανατρέπει τα πάντα. Αλλά ο ουσιαστικός επίλογος έχει γραφτεί στο προηγούμενο κομμάτι όπου ο Σερζ δηλώνει μέσω της Ντάρια: «Θα μας προσφέρει η νίκη μια μικρή σταγόνα ισονομίας, μια μικρή σταγόνα ανθρωπιάς μέσα σ’ έναν ωκεανό γεμάτο πτώματα; Ή μήπως τις πιο άψογα οργανωμένες μυστικές και ορατές δυνάμεις καταστολής;». Το βιβλίο περιέχει το κείμενο ανάλυσης του James L. Hoberman συν ένα απόσπασμα από τις «Αναμνήσεις ενός Επαναστάτη».


Σε διαφορετικό αισθητικό κλίμα «Ο αυτόπτης μάρτυρας» (Εκδ. Σκαρίφημα)- σε στρωτή μετάφραση Αλέξανδρου Κυπριώτη- του Έρνστ Βάις, που έγραψε το 1938 όντας αυτοεξόριστος στο Παρίσι για να εκδοθεί  23 χρόνια μετά την αυτοκτονία του, το 1940. Εβραϊκής καταγωγής, γεννήθηκε το 1882 στο Μπρνο στην Μοραβία της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας και σημερινής Τσεχικής Δημοκρατίας, από ευκατάστατους εβραίους γονείς. Μικρός έχασε τον πατέρα του και δέθηκε με την μητέρα του ενώ σπούδασε γιατρός και ειδικεύθηκε χειρουργός. Δούλεψε σε νοσοκομείο στην Βιέννη αλλά έπαθε φυματίωση και άρχισε να ταξιδεύει στην προσπάθειά του να γιατρευτεί. Συσχετίσθηκε, το 1913, με την χορεύτρια, ηθοποιό και μυθιστοριογράφο Ραχήλ Ζανζάρα. Πήρε μέρος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως στρατιωτικό γιατρός στο Ανατολικό Μέτωπο και έλαβε παράσημο για επίδειξη γενναιότητας και θάρρους. Μετά το τέλος της σφαγής έμεινε στην Πράγα όπου γνωρίστηκε με τον Κάφκα, τον Λέο Περούτς και άλλα εκλεκτά μέλη του περίφημου κύκλου της Πράγας. Σταμάτησε να εργάζεται στο νοσοκομείο το 1920 μετακόμισε στο Βερολίνο και, έκτοτε, δημοσίευσε πολλά μυθιστορήματα επηρεασμένος από τον Κάφκα και τον Φρόϊντ. Επέστρεψε στην Πράγα για να περιποιηθεί την ετοιμοθάνατη μητέρα του και ύστερα λόγω του Ναζιστικού καθεστώτος αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι με δυσκολίες επιβίωσης και με ουσιαστική βοήθεια από τον Τόμας Μαν και  τον Στέφαν Τσβάιχ. Απέτυχε να πάρει υποτροφία για τις ΗΠΑ και ξεκίνησε να γράφει τον «Αυτόπτη μάρτυρα». Τον Ιούνιο του 1940 ταυτόχρονα με την εισβολή των χιτλερικών στην Πόλη του Φωτός ο Βάις έβαζε  δραματικό τέλος στην ζωή του. Λίγους μήνες αργότερα αυτοκτονούσε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν  στην ισπανική μεθοριακή πόλη Πορτμπού. Στην εποχή του, ο συγγραφέας, εμφορούμενος από την πολιτισμική αισθητική της mitteleuropa, δεν έτυχε θετικής δημοσιότητας και ευρύτερης αποδοχής. Διαδόθηκε αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό του και μάλιστα με την επιμονή του Τόμας Μαν που ενώ δεν τον γνώριζε προσωπικά εκτιμούσε πολύ τον λογοτέχνη και για τούτο πίεσε τον αμερικανό εκδότη του- στα 1950- να τυπώσει στα αγγλικά το «Γκέοργκ Λέταμ. Γιατρός και δολοφόνος» (1931) που είχε κάνει αίσθηση στην εποχή του. Ούτως με την ανατύπωση διαφόρων  έργων του κυκλοφορεί για πρώτη φορά το 1963 «Ο αυτόπτης μάρτυρας» που είναι πλέον το δημοφιλέστερο βιβλίο του. Μυθιστόρημα ενηλικίωσης και μαθητείας, θα λέγαμε, ο ήρωας ακολουθεί κατά κάποιο τρόπο την πορεία του συγγραφέα από τα μικρά του και τις μεγάλες δυσκολίες του να σπουδάσει ψυχιατρική έως την άνοδο του Ναζισμού στην εξουσία. Και αν η συμμετοχή του στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο έχει εφιαλτικό αποκορύφωμα τις περιγραφές σύγκρουσης σώμα με σώμα με γυμνή ξιφολόγχη, είναι η πρώτη επαφή του με τον Χίτλερ και ύστερα από λίγα χρόνια η παρακολούθηση συγκεντρώσεων του τελευταίου και οι διαγνώσεις του πάνω στον ψυχοσύνθεση του φύρερ, είναι αυτό που βρίσκεται στην καρδιά του μυθιστορήματος. Ήδη από το 1918 είχε νοσηλεύσει έναν αυστριακό στρατιώτη ονόματι Α.Χ. που έπασχε από υστερική τύφλωση και την αντιμετώπισε με επιτυχία καθορίζοντας τοιουτοτρόπως την μοίρα εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων. Στην πραγματικότητα ο Χίτλερ όντως νοσηλεύθηκε εκείνη  την εποχή αλλά η αιτία δεν είναι γνωστή. Ούτως, επαγγελματίας γιατρός καταγράφει παράλληλα με την ζωή του την κατάσταση της Γερμανίας στα 20’s, με την μεγάλη οικονομική και ηθική κρίση, τις πολιτικές διαμάχες και  την ανερχόμενη δημοτικότητα του προαλειφομένου δικτάτορα. Αυτόπτης μάρτυρας σε μια ομιλία του ο γιατρός: « Εκείνος μιλούσε, εγώ υποτασσόμουν. Μας καθήλωνε  με τον λόγο του, έξυπνους και τρελούς, γυναίκες και άνδρες, νέους και γέρους. Δεν έλεγε να τελειώσει, ένα τέταρτο της ώρας, μισή ώρα, τρεις, τέσσερεις ώρες το ίδιο, ποτέ κάτι άλλο, αιωνίως σε κύκλους, σκάλιζε, μέχρι που έφθανε στο μεγαλύτερο βάθος. Όχι επτά φορές, αλλά εβδομήντα επτά φορές επαναλαμβανόταν και όμως δεν του ήταν ποτέ αρκετό». Αστός δημοκράτης, ο Βάις θεωρεί εαυτόν αυτόπτη μάρτυρα του  πολιτικού και ταξικού αγώνα και δεν είναι τυχαίο πως επαναλαμβάνει συχνά στο κείμενο αυτήν του την ιδιότητα, υπονοώντας, μάλλον ασυνείδητα, πως ενώ η φιλελεύθερη αστική τάξη έβλεπε με φόβο την ραγδαία άνοδο του  Ναζισμού- πέρα από καταγγελίες-  δεν έκανε και πολλά πράγματα για να την αποτρέψει. Τόσο η στάση αυτή όσο και η έντονη κοινωνική αστάθεια που χαρακτήριζε την τότε γερμανική κοινωνία κάνουν το μυθιστόρημα του Ερνστ Βάις πιο επίκαιρο από ποτέ. Μεγάλη βοήθεια προσφέρει στην ανάγνωση η εξαιρετική εισαγωγή του μεταφραστή  Αλέξανδρου Κυπριώτη όπως και οι καίριες σημειώσεις του.

Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Βιολογία στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Παράλληλα, έπαιξε ως μουσικός παραγωγός σε πολλά ραδιόφωνα για πολλά χρόνια και έγραψε ως μουσικός κριτικός σε μια σειρά περιοδικά. Αυτό συνεχίζει μέχρι και σήμερα.