«Βασικό πρόβλημα» της ΕΕ η μακροχρόνια ανεργία

Αποκαλυπτικά στοιχεία του ιδρύματος Μπέρτελσμαν

| 12/06/2016

Ο βαθιά συστημικός χαρακτήρας της ανεργίας, ανεξάρτητα αν, αντικειμενικά, επιδεινώνεται σε περιόδους κρίσης, η οποία είναι επίσης δομική νομοτέλεια του καπιταλισμού, αντανακλάται, χωρίς φυσικά να διαπιστώνεται ως τέτοιος, και στην έρευνα του γερμανικού ιδρύματος Μπέρτελσμαν (Bertelsman Stiftung) στις 28 χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Οπως προπκύπτει από την ιδιαίτερα αναλυτικά καταγραφή, η μακροχρόνια ανεργία εξελίσσεται από την έναρξη της οικονομικής κρίσης σε βασικό πρόβλημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε συνολικούς αριθμούς, το 2015, επί συνόλου 22 εκατομμυρίων ανέργων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σχεδόν τα 11 εκατομμύρια, δηλαδή οι μισοί, είναι επισήμως μακροχρόνια άνεργοι και έχουν μάλιστα διπλασιαστεί από το 2008 οπότε ξέσπασε η κρίση. Σχεδόν το ένα τρίτο ήταν άνεργοι περισσότερο από δύο χρόνια.

Τα στοιχεία δείχνουν ότι η έκταση της «κρίσης απασχόλησης» – όπως είναι η συστημική απόδοση της ανεργίας – είναι σαφώς μεγαλύτερη από αυτήν που δείχνουν οι επίσημοι αριθμοί, διότι δεν συμπεριλαμβάνονται στις στατιστικές οι παραιτημένοι (σσ. αυτοί που έχουν παραιτηθεί από τις εργασίες τους και όχι οι απολυμένοι εννοείται) και όσοι επιμορφώνονται.

Ιδίως στις χώρες του νότου, όπως η Ελλάδα, η Ισπανία και η Κροατία, η μακροχρόνια ανεργία είναι ανησυχητικά υψηλή, αφού  κυμαίνεται στο 18% , στο 11% και στο 10,4%  αντίστοιχα, δηλαδή σαφώς πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ο οποίος είναι 4,3%.

Το ίδρυμα εκτιμά ότι η κατάσταση αυτή αποτελεί πραγματικό κίνδυνο, αφού έχει ως συνέπεια τον κοινωνικό αποκλεισμό και τη φτώχεια, με αποτέλεσμα «να αμφισβητείται συνολικά η πολιτική και η οικονομία της αγοράς εξαιτίας της έλλειψης προοπτικής για του πολίτες αυτούς».

Η μακροχρόνια ανεργία, δηλαδή η αναζήτηση εργασίας πάνω από 12 μήνες,  «δημιουργεί υψηλό κόστος για τα άτομα και την κοινωνία, και έχει ως συνέπεια την ακύρωση του ανθρώπινου κεφαλαίου και των μορφωτικών επενδύσεων, ενώ τα συρρικνούμενα ποσοστά απασχόλησης μειώνουν την αποτελεσματικότητα της αγοράς εργασίας και την αναπτυξιακή δυναμική μιας οικονομίας. Η έκταση της κρίσης απασχόλησης είναι μάλιστα σαφώς μεγαλύτερη απ’ αυτήν που δείχνουν οι επίσημοι αριθμοί».

Πάντως, μπορεί ο νότος να παρουσιάζει μεγαλύτερα ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας, σε αντίθεση με τις σκανδιναβικές χώρες, την Αυστρία, τη Γερμανία και την Βρετανία, ωστόσο, η έρευνα δείχνει ότι στην περίπτωση της Γερμανίας, το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων μεταξύ του συνόλου των ανέργων είναι πάνω από 40%.

Πιο αναλυτικά, το 2014, η μέση διάρκεια της ανεργίας, εντός της ΕΕ των 28, των 13 μηνών είναι στο ίδιο επίπεδο με εκείνο που παρατηρήθηκε το 1994. Η διάρκεια της ανεργίας κορυφώθηκε στους 18 μήνες το 2006. Κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, το ποσοστό της μακροχρόνιας ανεργίας ήταν, για μεγάλο χρονικό διάστημα, συγκριτικά χαμηλό (συνήθως κάτω από 30%) στην Αυστρία, τη Δανία, τη Φινλανδία και τη Σουηδία. Ωστόσο, ξεπέρασε το 40% σε αρκετές χώρες της Δυτικής Ευρώπης, ανατολικής και νότιας όπως η Γερμανία, το Βέλγιο, η Ελλάδα, η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Σλοβενία, η Σλοβακία, η Πολωνία, η Τσεχική Δημοκρατία, η Ουγγαρία, οι χώρες της Βαλτικής, η Ρουμανία και η Βουλγαρία. Στην Ιρλανδία και την Ισπανία, τα ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας έφθασαν επίσης σε υψηλά επίπεδα τα τελευταία είκοσι χρόνια.

Είναι προφανές λοιπόν ότι η κρίση κλιμακώνει αυτό που ήδη υπήρχε. Και αυτό που υπήρχε, δηλαδή η ανεργία και τα μεγάλα ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας, έχουν την ίδια αιτία με την κρίση: Τον καπιταλισμό.