Γιελένα Βλαντίμιροβνα Μαγιακόφσκαγια: Η «ντότσκα»* δεν είναι πια εδώ...

«Εφυγε» η μοναχοκόρη του ποιητή της Επανάστασης

| 04/04/2016

Την 1η Απρίλη «έφυγε» από την ζωή, λίγο πριν συμπληρώσει τα 90 της χρόνια, το μοναχοπαίδι και η μοναχοκόρη του Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι, καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και συγγραφέας, Πατρίτσια Τόμπσον. ‘Η, Γιελένα Βλαντίμιροβνα Μαγιακόφσκαγια, όπως προτιμούσε η ίδια να την φωνάζουν. Η Γιελένα ήταν ο καρπός του έρωτα του ποιητή της Επανάστασης, με την εμιγκρέ, Ελιζαβέτα Πετρόβνα ΕϊμπερτΕλλη Τζονς η αμερικανική εκδοχή του ονόματός της- με την οποία ο Μαγιακόφσκι γνωρίστηκε κατά την διάρκεια του ταξιδιού του στις ΗΠΑ το 1925.

Η Ελιζαβέτα γεννήθηκε στις 13 Οκτώβρη του 1904 στην Ρωσία, σε πάμπλουτη οικογένεια εκρωσισμένων Γερμανών, η οποία έφυγε στις ΗΠΑ μετά την Επανάσταση του Οχτώβρη, μαζί με άλλους γαιοκτήμονες και «τιτλούχους» του τσαρικού καθεστώτος. Γνωρίζοντας ήδη από μικρή ξένες γλώσσες – αποτέλεσμα της μόρφωσης που είχαν την δυνατότητα να προσφέρουν στα παιδιά τους οι Ρώσοι τσιφλικάδες προεπαναστατικά – η Ελιζαβέτα εργάστηκε αρχικά ως διερμηνέας στην Αμερικανική Επιτροπή Βοήθειας (APA), όπου γνωρίστηκε με τον μελλοντικό της σύζυγο, τον Αγγλο, Τζον Τζόνσον, τον οποίο παντρεύεται το 1923.

μαγιακοφσκι2

Το 1925, το τρομερό παιδί του ρωσικού Φουτουρισμού, ο ποιητής και εικαστικός, Νταβίντ Μπουρλιούκ, κάτοικος, τότε, της Νέας Υόρκης, γνωρίζει στην Ελλη Τζονς – πλέον – τον αδερφικό του φίλο και αχώριστο σύντροφο στην προεπαναστατική, φουτουριστική περιπέτεια, Β. Μαγιακόφσκι, ώστε να τον βοηθήσει ως διερμηνέας.

Ερωτεύτηκαν αμέσως, αλλά η σχέση τους, αντικειμενικά, κράτησε λίγους μήνες. Στις 15 Ιουνίου του 1926 γεννιέται η Γιελένα. Ο Σοβιετικός ποιητής και η εμιγκρέ διερμηνέας αποφασίζουν να κρατήσουν κρυφό και τον δεσμό τους και την γέννηση του παιδιού. Το αποτέλεσμα ήταν, ο Μαγιακόφσκι, να δεί το παιδί του μόνο μια φορά, που θα ήταν και η τελευταία, το 1928, στην Νίκαια της Γαλλίας. Εκεί, ο Μαγιακόφσκι ζήτησε από την Ελλη να ξανασυναντηθούν – κατ’ άλλες εκδοχές, της είπε να σμίξουν σαν οικογένεια και να ζήσουν μαζί – αλλά εκείνη θεώρησε ότι θα ήταν καλύτερα για όλους να μην συμβεί αυτό ποτέ.

Репродукция фотографии "Элли Джонс с дочерью Патрицией (дочь Маяковского)"

Η Ελλη, ωστόσο, δεν «διέγραψε» ποτέ τον Μαγιακόφσκι από την ζωή της και δεν έκρυψε από την κόρη της αυτή την σχέση που θα την σημάδευε για πάντα. Η Γιελένα κατέγραψε σε έξι κασέτες τις αναμνήσεις της μητέρας της για τον θρυλικό μπαμπά της. Η Ελλη «έφυγε» το 1985.

«Ντότσκα»…

Η Γιελένα πήγε για πρώτη φορά στην Ρωσία το 1991. Ταξίδεψε μέχρι το χωριό της μητέρας της και βρήκε το σπίτι που γεννήθηκε. Η Ελλη είχε κρατήσει τα πάντα από την πατρίδα της (φωτογραφίες, περιγραφές, ακόμη και την διαρρύθμιση του σπιτιού) με αποτέλεσμα η Γιελένα να βρει ακόμη και το παιδικό δωμάτιο της Ελλης. Φυσικά, επισκέφθηκε και το Κρατικό Μουσείο Β. Β. Μαγιακόφσκι στην Μόσχα. Συγγραφέας τουλάχιστον 20 βιβλίων, σκόπευε να ολοκληρώσει και την αυτοβιογραφία της με τον χαρακτηριστικό τίτλο, «Ντότσκα» (σσ. «κορούλα» στα ρωσικά), όπως την προσφωνούσε ο μπαμπάς της. Δεν πρόλαβε.

μαγιακοφσκι1

Το καλοκαίρι του 2015, σε συνέντευξή της στο ρωσικό πρακτορείο TASS διηγήθηκε, με λανθάνον χιούμορ, πώς δημοσιοποίησε το γεγονός ότι ήταν η κόρη του Μαγιακόφσκι: «Ηταν στην Νέα Υορκη. Εντελώς τυχαία συνάντησα τον Γιεβγκένι Γιεφτουσένκο (σσ. επιφανής Σοβιετικός – Ρώσος ποιητής) και, μαζεύοντας κουράγιο, τον πλησίασα και του συστήθηκα: “Γεια, είμαι η κόρη του Μαγιακόφσκι”. Αυτός: “Δείξτε μου την ταυτότητά σας”. Τότε εγώ τεντώθηκα σε όλο το ύψος μου που μου είχε κληρονομήσει ο πατέρας και τότε, ο Γιεφτουσένκο, κοιτάζοντας προς τα πάνω, αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι, ναι, κάτι υπάρχει. Εχοντας εκδώσει ήδη ένας βιβλίο για τον πατέρα μου, περίμενα δέκα χρόνια να κατηγορηθώ για πλαστοπροσωπία. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου βρέθηκα στην Μόσχα, όπου για μια ακόμη φορά πείστηκα ότι ο Μαγιακόφσκι δεν με απαρνήθηκε, ως κόρη του. Εκεί, στο μουσείο, σε ένα σημειωματάριό του, είδα μια σημείωση που είχε γράψει ο ίδιος με την λέξη: “Κορούλα”. Εκλαψα».

μαγιακοφσκι5

Από τον πατέρα της είχε μόνο μερικά γράμματα και δυο σκίτσα. Η Ελλη της διηγήθηκε ότι το ένα από αυτά τα σκίτσα το ζωγράφισε μετά από έναν τσακωμό τους. «Ο πατέρας ζωγράφισε τον εαυτό του σφόδρα απογοητευμένο, κάτω από τα τεράστια, όμορφα μάτια της μαμάς».

Η Ελλη φοβήθηκε ότι η Γιελένα θα χάσει την «ρωσικότητά» της, γι’ αυτό και της έλεγε τα πάντα για τα παιδικά της χρόνια και την μάθαινε ρωσικά. Ωστόσο, επειδή τα παιδιά κορόϊδευαν την Γιελένα όταν μιλούσε ρωσικά και επειδή θεώρησε ότι ο δρόμος προς την Ρωσία θα ήταν γι’ αυτήν κλειστός για πάντα, αποφάσισε ότι δεν τα χρειαζόταν.

Σε λίγους μήνες η Γιελένα θα συμπλήρωνε τα 90 της χρόνια και με αυτή την αφορμή, το Μουσείο Μαγιακόφσκι σκόπευε να διοργανώσει μια περιοδική έκθεση με προσωπικά της αντικείμενα. Το ζήτημα όμως είναι… πού θα διοργανωνόταν αυτή η έκθεση, αφού, το Μουσείο – διάσημο για τον τρόπο παρουσίασης των εκθεμάτων του – παραμένει κλειστό από το 2013 για «ανακαίνιση».

Τότε, οι αρμόδιες αρχές είχαν υποσχεθεί ότι το Μουσείο θα άνοιγε το 2015. Επιπλέον, υπήρξαν πολύ έντονες διαμαρτυρίες λόγω των φόβων για έξωση του Μουσείου από το ιστορικό του κτίριο, ώστε να χρησιμοποιηθεί για εμπορικές χρήσεις – όπως συνηθίζεται ευρέως στην μετασοβιετική Ρωσία – αλλά και για την ασφάλεια των μοναδικών συλλογών του. Οι οποίες, μαζί με την εκπληκτική βιβλιοθήκη του, βρίσκονται διάσπαρτες σε διάφορα σημεία της Μόσχας. Ενας εκ των δημιουργών της σεναριακής αντίληψης της έκθεσης του Μουσείου, ο Ταράς Πολιάκοφ, είχε πει τότε ότι το κλείσιμο του Μουσείου αποτελεί «αιτία πολέμου» με την κυβέρνηση, αφού υπάρχει ο φοβος, ότι αυτό που τελικά θα προκύψει μετά τις εργασίες, δεν θα είναι μόνο η απαραίτητη και θεμιτή τεχνική συντήρηση ενός κτιρίου στο οποίο δεν πάτησε τεχνίτης από την διάλυση της ΕΣΣΔ, αλλά η αλλοίωση αυτού του εντελώς διαφορετικού εκθεσιακού «κόσμου».

Το μουσείο που θα λάτρευαν οι ντανταϊστές

Διότι, πρόκειται για ένα από τα καταπληκτικότερα μουσεία του κόσμου. Για μια απτή απόδειξη των εκπληκτικών αποτελεσμάτων που μπορούν να προκύψουν από το αρμονικό «δέσιμο» της μορφής με το περιεχόμενο. Για μια μουσειογραφική και μουσειολογική σύλληψη και εφαρμογή που αποτελεί αντικείμενο μελέτης και εκπαίδευσης στη διεθνή μουσειολογική πρακτική. Για μία εκθεσιακή δομή που από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής της επηρεάζει τη μουσειολογική αντίληψη σε όλο τον κόσμο.

μουσειο1

Το Κρατικό Μουσείο Μαγιακόφσκι στη Μόσχα, στεγάζεται στο σπίτι με αριθμό 6 στην οδό Λουμπιάνσκι, στο κέντρο της ρωσικής πρωτεύουσας, όπου ο Μαγιακόφσκι έζησε από το 1919 και στο οποίο αυτοκτόνησε το 1930.
Ο,τι ξέρετε ή φαντάζεστε για ένα «κλασικό» μουσείο με γυάλινες προθήκες τακτικά και σε σειρά τοποθετημένες που περικλείουν, επίσης τακτοποιημένα και σε σειρά, τα εκθέματα… ξεχάστε το. Αν υπήρχε μία περίπτωση στο εκατομμύριο, οι Ρώσοι φουτουριστές, ή οι Γερμανοί ντανταϊστές να συμπαθήσουν ένα μουσείο , αυτό θα ήταν σίγουρα το Κρατικό Μουσείο Μαγιακόφσκι .

Τα χιλιάδες εκθέματα απλώνονταν – κυριολεκτικά – σε ένα, φαινομενικά, «άναρχο» «σύμπαν», τοποθετημένα σε κατασκευές που παραπέμπουν σε θεατρική σκηνογραφία. Η έκθεση είναι ουσιαστικά ένα ελεύθερο πεδίο στο οποίο ο επισκέπτης μεταφορικά «βυθίζεται» και «κολυμπάει» ακολουθώντας μια ροή που «σκαρφαλώνει» σε τέσσερις ορόφους. Το κεντρικό «νεύρο» της έκθεσης είναι η μνημειακή σκάλα που οδηγεί στους ορόφους του πρώην κοινόκτητου διαμερίσματος (σσ. διαμέρισμα το οποίο μοιράζονται περισσότερες από μία οικογένειες ή νοικοκυριά), σε ένα μικρό δωμάτιο του οποίου έζησε και δημιούργησε μέχρι το θάνατό του ο ποιητής. Στόχος των δημιουργών της έκθεσης ήταν, μέσω της γεωμετρίας της δομής της, της έντονης ενέργειας που εκπέμπουν οι χρωματισμοί και της «μεταφοράς», μέσω της εκθεσιακής δομής, των συναισθημάτων του ποιητή, να γίνει δυνατό από τον επισκέπτη να νιώσει, σα να τη βιώνει, την πνοή της εποχής εκείνης, να κατανοήσει το θρίαμβο και την τραγωδία της ζωής και του θανάτου του Μαγιακόφσκι . Στόχος ο οποίος είχε επιτευχθεί και με το παραπάνω.

μουσειο2

Η εκθεσιακή δομή άρχισε να «χτίζεται» το 1987 και εγκαινιάστηκε το 1989, δύο χρόνια μόλις πριν τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Το ίδιο το μουσείο όμως έχει τις απαρχές του στη δεκαετία του ’30. Στις 23 Δεκεμβρίου του 1937 το Λαϊκό Κομισαριάτο Διαφώτισης αποφασίζει τη δημιουργία Κρατικής Βιβλιοθήκης – Μουσείου Μαγιακόφσκι , η οποία εγκαινιάζεται το 1938 στο διαμέρισμα που ζούσαν το ζεύγος Μπρικ (Λίλη και Οσιπ) με τον Μαγιακόφσκι στην πάροδο Γκεντρικόφ. Ενα από τα βασικά επιτεύγματα της πρώτης φιλολογικής – επιστημονικής ομάδας που δούλεψε σε αυτό το πρώτο μουσείο ήταν η έκδοση των 13 τόμων των απάντων του Μαγιακόφσκι . Ενεργητική συμμετοχή στη ζωή του μουσείου είχαν δημιουργοί όπως ο Παστερνάκ, ο Γεβτουσένκο, ο Αραγκόν, ο Χικμέτ, ο Πολ Ελυάρ κ.ά.

Την περίοδο του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, το Μουσείο Μαγιακόφσκι ήταν το μοναδικό, στη Μόσχα, που δεν διέκοψε τη λειτουργία του ούτε για μια μέρα. Οι 16 εργαζόμενοι σε αυτό υποδέχονταν τους επισκέπτες, τους ξεναγούσαν, συνέχιζαν την επιστημονική – μουσειολογική δουλειά και, ταυτόχρονα, εφοδίαζαν και διόρθωναν τον ιματισμό των μαχητών του κοντινού τάγματος του Κόκκινου Στρατού. Ολοι τους τιμήθηκαν με το μετάλλιο «Για την Αμυνα της Μόσχας».

Το 1987 ξεκίνησε η πλήρης επανέκθεση του μουσείου . Το πνεύμα της επανέκθεσης το δίνει η Σβετλάνα Στριζνιόβα, πρώην διευθύντρια του Μουσείου από το 1981: «Η έκθεση δεν είναι το μέρος που ο άνθρωπος πρέπει να κάθεται και να μελετά. Γι’ αυτό υπάρχουν οι βιβλιοθήκες και τα αρχεία. Η έκθεση είναι το μέρος όπου πρέπει να “μαίνονται” οι αισθήσεις, όπου ο άνθρωπος πρέπει να έχει “αιχμαλωτιστεί” από το χρόνο, τον άνθρωπο, τη μοίρα του, την τραγωδία ή τον θρίαμβό του, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει να εμφανιστεί κάποια εσωτερική αισθηματική και αισθητική ανάγκη που να οδηγεί στα βιβλία του, αφού δεν γίνεται να διαβαστούν χιλιάδες χειρόγραφα και εκατοντάδες ντοκουμέντα που μπορούν να τοποθετηθούν στην έκθεση. Αλλωστε, για να υπάρξει κάποιο συμπέρασμα είναι απαραίτητη η προσεκτική και σοβαρή μελέτη αυτών των ντοκουμέντων και όχι απλώς η θέασή τους στη βιτρίνα».

Παρά και ενάντια στα προβλήματα που δημιούργησε η καπιταλιστική παλινόρθωση, όπως π.χ. το ναυάγιο των σχεδίων για επέκταση του μουσείου σε διπλανά κτίρια, η ζωή του Μουσείου Μαγιακόφσκι «βράζει»: Ξεναγήσεις, θεματικές διαλέξεις, ποιητικές και μουσικές βραδιές, θεατρικές παραστάσεις λαμβάνουν χώρα σχεδόν καθημερινά.

«Πρωτόγονο ανάλογο του “Κέντρου Πομπιντού”»…

Οταν το 2013 αποφασίστηκε η «ανακαίνιση», ο Ταράς Πολιάκοφ, που ως επικεφαλής του τμήματος εκθέσεων του Μουσείου το 1987 επεξεργάστηκε την αρχική ιδέα/σενάριο της επανέκθεσης, σε ανάρτησή του σε διαδικτυακό «φόρουμ» επισκεπτών του Μουσείου Μαγιακόφσκι, κατήγγειλε ότι πρόκειται για απόφαση «καταστροφής αυτής της μοναδικής έκθεσης». Σημειώνει ότι «η έκθεση εξαρχής δεν δημιουργήθηκε σαν συλλογή αντικειμένων, αλλά σαν μοναδικό έργο τέχνης με μουσειακό χαρακτήρα, προκαλώντας τους πιο αναπάντεχους συνειρμούς, μέσω του σπασίματος όλων των μουσειακών κανόνων. Στη δημιουργία της συμμετείχαν γνωστοί Μοσχοβίτες εικαστικοί, με το αποτέλεσμα να μην είναι μόνο μια νέα έκθεση, αλλά μια νέα μουσειακή μεθοδολογία. Για μια ακόμη φορά υπογραμμίζω: Πάνω σε αυτήν δουλεύουν πολλά μουσεία , ανάμεσά τους και της πρωτεύουσας».

μουσειο4

«Στόχος των σύγχρονων “Ηρόστρατων”» προσθέτει ο Πολιάκοφ, «είναι να φτιάξουν ένα πρωτόγονο ανάλογο του “Κέντρου Πομπιντού”: Να απλωθούν στο χώρο του μουσείου , ελεύθερου από τις μοναδικές μουσειακές εγκαταστάσεις, βάση των οποίων αποτελούν μνημειακά αντικείμενα. Τίποτα καινούργιο δεν μπορούν να σκεφτούν. Τέτοιο μουσείο ονειρεύονταν εκείνοι που μέχρι τώρα εξακολουθούν να μισούν τη σημερινή έκθεση. Οι εχθροί του μουσείου το ονειρεύονταν αυτό 20 χρόνια και φαίνεται ότι το όνειρό τους πραγματοποιείται».

Ως «εκτελεστές» αναφέρει κάποιους «εξωγήινους» (σσ με την πολιτισμική σημασία του Μουσείου) 35 – 40 ετών «με αμφισβητήσιμες, συχνά επί πληρωμή, σπουδές Ιστορίας της Τέχνης, που ενώ δεν έχουν να επιδείξουν τίποτα θετικό στον τομέα της κουλτούρας, ωστόσο διαθέτουν θράσος, αυτοπεποίθηση και ασυλία».

Το «τρίπτυχο» του παλινορθωμένου ρωσικού καπιταλισμού…

* ρωσ.: «κορούλα»

Γεννήθηκε – και αυτή είναι μία από τις ελάχιστες βεβαιότητες που έχει – το 1970. Πουλούσε την εργατική του δύναμη επί χρόνια στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό Τύπο. Μέχρι που του έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι ήταν το μόνο πράγμα που φοβόταν. Τώρα «αναρρώνει» στο Περιοδικό. Ελπίζει, για πάντα.