Επιστολές αναγνωστών / Αναδημοσιεύσεις απόψεων

Ο πολιτισμός στην εποχή της Cosco...

Μερικές λανθάνουσες πλευρές του επίσημου, «πολιτιστικού» απολογισμού του πρωθυπουργικού ταξιδιού στην Κίνα

| 08/07/2016

Απροσχημάτιστη «δήλωση» συνέχειας της ίδιας αντιδραστικής πολιτικής στον πολιτισμό που ακολούθησαν όλες οι κυβερνήσεις μέχρι σήμερα, καθώς και συνέπειας στην εφαρμογή της καταστροφικής υπαγωγής του πολιτισμού στις κάθε φορά ανάγκες και τα συνολικότερα συμφέροντα του κεφαλαίου, όπως έχει δρομολογήσει η Ευρωπαϊκή ‘Ενωση από το Μάαστριχτ και «κωδικοποίησε» στην Στρατηγική της Λισαβόνας για την «ανταγωνιστικότητα», συνιστά ο «πολιτιστικός» απολογισμός της επίσκεψης του πρωθυπουργού, Α. Τσίπρα στην Κίνα.

Το υπουργείο Πολιτισμού εκτιμά, ότι «η Ελλάδα, στο σταυροδρόμι ανατολής και δύσης, συνεχίζοντας τη μακραίωνη παράδοση της αρμονικής συνύπαρξης και του γόνιμου διαλόγου με διαφορετικούς πολιτισμούς, αποτελεί τη φυσική γεωγραφική και πολιτιστική γέφυρα μεταξύ Κίνας και Ευρώπης». «Στο πλαίσιο αυτό», συνεχίζει, «η καλλιέργεια στενών σχέσεων στην πολιτιστική κληρονομιά και τη σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία, παράλληλα με την ανάπτυξη του εμπορίου και των επενδύσεων με τρόπο που ο πολιτισμός και η οικονομία να αλληλοτροφοδοτούνται, αποτελεί απαραίτητο παράγοντα για την οικοδόμηση μιας στρατηγικής σχέσης αμοιβαίας κατανόησης, αλληλοσεβασμού και ισότιμης συνεργασίας μεταξύ των δύο λαών».

Ουσιαστικά πρόκειται για το γνωστό «εργαλείο» της «πολιτιστικής διπλωματίας», της χρησιμοποίησης, ουσιαστικά, του πολιτιστικού τομέα και της πολιτιστικής κληρονομιάς, πιο συγκεκριμένα, ως ενός ακόμα πεδίου αγοραίας κερδοφορίας, «συμπληρωματικού» των βασικών, όπως η ενέργεια, οι εμπορικές συμφωνίες και οι ιδιωτικοποιήσεις. Πρόκειται για συνέπεια της ριζικής αλλαγής που επήλθε από την δεκαετία του ’90 στην «πρόσληψη» του πολιτιστικού τομέα από τον καπιταλισμό, ο οποίος δεν βλέπει πλέον απολύτως κανέναν λόγο να εξαιρέσει την πολιτιστική κληρονομιά και την σύγχρονη δημιουργία από την κόλαση της αγοραίας οικονομίας του. Δηλαδή, δεν πρόκειται μόνο για το πολιτιστικό «παρελκόμενο» (καλλιτεχνικές ανταλλαγές κλπ) των διακρατικών συμφωνιών, αλλά για ξεχωριστό τομέα από τον οποίο το κεφάλαιο προσδοκά τεράστια κέρδη.

Στο παραπάνω πλαίσιο, όπως προκύπτει πάντα από το σχετικό δελτίο Τύπου του ΥΠΠΟ, «εξετάζονται οι κατάλληλοι τρόποι συνεργασίας στον τομέα της λεγόμενης πολιτιστικής βιομηχανίας, που μπορεί έχει σημαντικά οφέλη και για τις δύο πλευρές»...

Βέβαια ενυπάρχει και σήμερα η «παραδοσιακή» χρήση του πολιτισμού από τα αστικά κράτη ως «ενισχυτικού» «συγκολλητικού» των εμπορικών συμφωνιών. Όπως το έθεσε ο υπουργός Πολιτισμού, Αριστείδης Μπαλτάς, στον Κινέζο ομόλογό του, Luo Shugang, «η σχέση των δύο χωρών οφείλει να είναι εξίσου βαθιά ή και βαθύτερη στο επίπεδο του πολιτισμού σε σχέση με το στενά οικονομικό και το εμπόριο, αν θέλουμε να μην αποδειχτεί ευκαιριακή και να έχει πραγματικές προοπτικές για επιτυχία και μακροχρόνια διάρκεια».

Αλίμονο…

Μάλιστα, για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία για το πώς εκλαμβάνει τον πολιτισμό η «πρώτα φορά Αριστερή» κυβέρνηση, στην Σαγκάη, ο υπουργός Πολιτισμού απηύθυνε χαιρετισμό στο forum ελληνοκινεζικής επιχειρηματικότητας που διοργάνωσε το Enterprise Greece, λέγοντας ότι ο πολιτισμός «συχνά συνοδεύει μορφές οικονομικής δραστηριότητας, ενώ από αρχαιοτάτων χρόνων το εμπόριο αποτέλεσε το βασικό μέσο γνωριμίας ανθρώπων διαφορετικής προέλευσης και κουλτούρας, συμβάλλοντας καθοριστικά στην ανάπτυξη των πολιτισμών όλου του κόσμου».

Φυσικά, οι παραπάνω «πονηρούτσικες» και αντιδιαλεκτικές ιστορικές «συγκρίσεις» της αρχαιότητας με τον καπιταλισμό πείθουν μόνο τους αφελείς. Διότι σήμερα, δεν υπάρχει πολιτιστικός τομέας, κυρίως οι βιομηχανοποιημένοι, που να μη συνδέεται με την καπιταλιστική αγορά, με την «συμβολή» του «πολιτιστικού – δημιουργικού τομέα» στον διαχρονικό στόχο του κεφαλαίου για φθηνή, μέχρι εξαθλίωσης, εργατική δύναμη και εξαφάνιση κάθε εναπομείναντος εργασιακού δικαιώματος, σε συνδυασμό με την δημιουργία υπάκουων και απολύτως ελεγχόμενων συνειδήσεων.

Τα υπόλοιπα εμπίπτουν στην ουσία του αποφθέγματος του Κινέζου φιλόσοφου, Λάο Τσε, για να είμαστε και εντός «κλίματος»: «Τα ειλικρινή λόγια δεν είναι ωραία. Τα ωραία λόγια δεν είναι ειλικρινή»…

Γεννήθηκε – και αυτή είναι μία από τις ελάχιστες βεβαιότητες που έχει – το 1970. Πουλούσε την εργατική του δύναμη επί χρόνια στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό Τύπο. Μέχρι που του έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι ήταν το μόνο πράγμα που φοβόταν. Τώρα «αναρρώνει» στο Περιοδικό. Ελπίζει, για πάντα.