Η Νικαράγουα, οι Σαντινίστας, οι γυναίκες και η «επανάσταση των ποιητών»

Δεν ήταν μία εύκολη νίκη, αλλά η κατάληξη μιας μακρόχρονης και σκληρής παλλαϊκής πάλης,

| 20/07/2019

Το πρωινό  της Πέμπτης, 19 Ιουλίου 1979, οι εννέα διοικητές του Μετώπου  Εθνικής Απελευθέρωσης Σαντινίστας ( Frente Sandinista de Liberación Nacional- FSLN) μπαίνουν στην πρωτεύουσα της Νικαράγουας, Μανάγκουα.  Εκατοντάδες χιλιάδες έχουν βγει στους δρόμους να τους υποδεχτούν.  Ευφορία, ελπίδες, γέλια, τραγούδια. Πείσμα και αποφασιστικότητα. Οι κοκκινόμαυρες σημαίες των Σαντινίστας το φόντο στο κυριολεκτικά οργιαστικό σκηνικό που επικρατούσε και όπου το όνειρο άρχιζε να παίρνει μορφή.

Δεν ήταν μία εύκολη νίκη, αλλά η κατάληξη μιας μακρόχρονης και σκληρής παλλαϊκής πάλης, που στοίχισε τη ζωή σε 50.000 ανθρώπους. Σε συνδυασμό με τον καταστροφικό σεισμό του 1972, η πάλη τόσων ετών άφησε πίσω της 80.000 ανάπηρους, 600.000 άστεγους, 150.000 χιλιάδες εκπατρισμένους (είτε πρόσφυγες είτε σε εξορία) και  40.000 ορφανά, σε πληθυσμό 2,8 εκατομμυρίων ανθρώπων! Δεν ήταν μόνο το ανθρώπινο κόστος. Η νίκη σήμανε την οριστική ανατροπή και απομάκρυνση (μέσω της διαφυγής εννοείτε) του δικτάτορα Αναστάσιο «Τατσίτο» Σομόσα Ντεμπάιλε.  Διέφυγε στη Βραζιλία, αλλά στην ύστατη προσπάθεια να αντισταθεί στην προέλαση των Σαντινίστας βομβάρδισε ισοπεδώνοντας σχεδόν όλες τις πόλεις.  Ενώ όταν πλέον συνειδητοποίησε ότι αντάρτες κατεβαίνουν από τα βουνά για να καταλάβουν την πρωτεύουσα, άδειασε το θησαυροφυλάκιο και δραπετεύοντας την τελευταία στιγμή, άφησε τη χώρα χωρίς ρευστό, χρυσό και ένα δάνειο ύψους 1,9 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Το νήμα του αιματηρού κουβαριού, γιατί περί κουβαριού πρόκειται, της νίκης των Σαντινίστας αρχίζει δεκαετίες πίσω ενώ συνεχίζει να ξετυλίγεται μέχρι σήμερα.

Η έμπνευση για τη σύσταση του Μετώπου των Σαντινίστας δεν ήταν άλλη από τον Αουγκούστο Σέζαρ Σαντίνο.  Ο Σαντίνο, ηγέτης των ανταρτών, θεωρείτο από τις ΗΠΑ «πράκτορας του μπολσεβίκικου Μεξικού»,  που επιδίωκε μαζί με άλλους «πράκτορες» να καταλάβει τη Νικαράγουα. Απέστειλε λοιπόν 5.000 πεζοναύτες για την προστασία της. Ο Σαντίνο,  υιοθετώντας ιδέες και την μαυροκόκκινη σημαία από τον Μεξικανό Ρικάρντο Φλόρες Μαγκόν, και την ταξική ανάλυση του Φαραμπούντο Μαρτί από το Ελ Σαλβαδόρ, με 200 παλικάρια του, έκαναν βάσεις τα βουνά της Νικαράγουας, το 1927 και άρχισαν τον ανταρτοπόλεμο στους πεζοναύτες των ΗΠΑ και τους πάνοπλους γηγενείς συνεργούς τους. Το 1933 ο στόχος επιτεύχθηκε και κατόρθωσε να διώξει τον αμερικανικό στρατό. Ωστόσο δολοφονήθηκε από την Εθνική Φρουρά, που είχε επικεφαλής τον Αναστάσιο Σομόσα Γκαρσία, τον πατήρ, στενών συνεργατών των Αμερικανών, μετά τη συνάντηση ειρήνης που είχε με τον τότε πρόεδρο, Χουάν Μπατίστα. Η Εθνική Φρουρά θα τον απαγάγει και θα τον δολοφονήσει άνανδρα στις 21 Φεβρουαρίου 1934. Δύο χρόνια και κάτι μετά, ο Σομόσα πατήρ ηγήθηκε πραξικοπήματος με τη στήριξη φυσικά των ΗΠΑ. Από τις 9 Ιουνίου του 1936, η δυναστεία Σομόσα, κυβέρνησε είτε διαδοχικά είτε με μαριονέτες τη Νικαράγουα.

Από την άλλη πλευρά, ο Σαντίνο δεν θα πέθαινε πραγματικά… Το 1960, στο όνομά του, ο Κάρλος Φονσέκα Αμαδόρ, ο Σίλβιο Μαγιόργκα Ντελγκάδο και ο Τομάς Μπόρχε θα συστήσουν το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο που λίγο καιρό μετά θα μετονομαστεί σε FSLN. Στοιχείο που, κατά συντριπτικό τρόπο, συνέβαλε στη σύστασή του Μετώπου από μία σειρά οργανώσεις, ήταν η επικράτηση της κουβανικής επανάστασης την προηγούμενη χρονιά και η κατάπνιξη στο αίμα, από την Εθνοφρουρά, των φοιτητικών και αντιδικτατορικών αγώνων του 1959-60. Λίγο αργότερα το επαναστατικό τους οπλοστάσιο θα εμπλουτιστεί με την γκεβαρική θεωρία των «εστιών» (φοκίσμο).  Μέχρι το 1978, στο εσωτερικό του Μετώπου ξεπήδησαν διαφορετικές λογικές για τη συνέχιση της επαναστατικής του δράσης παρότι επισήμως παρέμενε ως κατευθυντήρια η τακτική του  «Παρατεταμένου Λαϊκού Πολέμου».  Ήδη από το 1969 το πρόγραμμα του Μετώπου άλλαξε  υιοθετώντας το πρόγραμμα της μετεξέλιξης της αντιδικτατορικής πάλης σε αντιιμπεριαλιστική, με προοπτική το σοσιαλισμό ενώ το 1975, λόγω της πίεσης που ασκούνταν στο μέτωπο από την καταστολή της Εθνικής Φρουράς, ένα κομμάτι των οργανώσεων πόλεων αμφισβήτησε τη λογική του Παρατεταμένου Πολέμου και επικεντρώθηκε στη συγκρότηση της νέας εργατικής τάξης, αποτελούμενης από τους εργάτες των εργοστασίων και τους μισθωτούς αγρότες. Λίγο αργότερα, μια τρίτη τάση, βασικός εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο Ντανιέλ Ορτέγκα και ο αδερφός του, πρότεινε τακτικές προσωρινές συμμαχίες (ακόμη και με τη δεξιά αντιπολίτευση), για τη δημιουργία ενός λαϊκού μετώπου ενάντια στον Σομόσα, η οποία σταδιακά επικράτησε.

Μετά την θριαμβική είσοδο στη Μανάγκουα, ακριβώς 40 χρόνια πριν, και παρά το γεγονός ότι η χώρα είχε σχεδόν καταστραφεί, οι Σαντινίστας, εγκαθίδρυσαν εννεαμελές  Επαναστατικό Διευθυντήριο  με πενταμελές εκτελεστικό όργανο για την ανοικοδόμηση-(Junta de Reconstrucciónas) καθώς και ένα Συμβούλιο Επικρατείας, με συμμετοχή πολιτικών κομμάτων και λαϊκών οργανώσεων ως νομοθετικό όργανο.  Στόχος η υλοποίηση του πολιτικού προγράμματος που είχε ως κύριους άξονες την εθνικοποίηση της περιουσίας του Σομόσα, των συνεργατών του και των ολιγαρχών, αγροτικές μεταρρυθμίσεις, βελτίωση των συνθηκών εργασίας, ελεύθερη δυνατότητα συμμετοχής σε σωματεία για όλους τους εργαζόμενους, βελτίωση των κοινωνικών υπηρεσιών, δημιουργία προγραμμάτων στέγασης, μεταρρύθμιση της Παιδείας, κατάργηση των βασανιστηρίων και της θανατικής ποινής, προστασία των δημοκρατικών ελευθεριών, ισότητα των φύλων, μη συμμαχική εξωτερική πολιτική και δημιουργία ενός «λαϊκού στρατού» υπό την ηγεσία του FSLN και του Ουμπέρτο Ορτέγκα.

Από όλη αυτή την περίοδο υπάρχουν δύο δομικά στοιχεία τα οποία διαφοροποιούν, σχετικά, την επανάσταση των Σαντινίστας από ότι είχε γνωρίσει ο κόσμος μέχρι το 1979. Ο καθοριστικός και πρωταγωνιστικός ρόλος της γυναίκας και των ποιητών της.

Παρότι η παρουσία των γυναικών σε κάθε πολεμική σύγκρουση και ειδικά σε επαναστάσεις και αντάρτικες οργανώσεις είναι αδιαμφισβήτητη, ωστόσο είναι μονίμως υποφωτισμένη εάν όχι υποβαθμισμένη και μονίμως…στα «μετόπισθεν».  Οι εικόνες όμως των γυναικών στην πρώτη γραμμή της μάχης και σε πολύ μεγάλο αριθμό στις τάξεις των ανταρτών ταυτόχρονα με την ανάδυσή τους σε κάθε βαθμίδα του Μετώπου έκαναν πολλά κεφάλια να γυρίσουν με έκπληξη.

Από τα μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα, είχε ήδη συσταθεί η «Ένωση Γυναικών για την αντιμετώπιση της Εθνικής Κρίσης» η οποία κατόπιν μετονομάστηκε σε «Ένωση Νικαραγουανών Γυναικών Luisa Amanda Espinosa», που θα επιφορτιστεί με το διττό ρόλο του αντάρτικου αγώνα αλλά και της προώθησης των φεμινιστικών ζητημάτων εντός του σαντινίστικου κινήματος και της κοινωνίας. Ο ρόλος των γυναικών είναι κομβικός ρόλος  πριν και μετά την επικράτηση της επανάστασης. Ειδικά οι γυναίκες της υπαίθρου,  θα αναλάβουν σχεδόν αποκλειστικά το βάρος της αγροτικής μεταρρύθμισης αλλά και των μαχών (κατά τη διάρκεια του βρώμικου πολέμου με τους Κόντρας τη δεκαετία ’80 πάνω από το 30% των μάχιμων ήταν γυναίκες) .  Με την επανάσταση των Σαντινίστας έγινε  καταφανές, ότι στη Νικαράγουα η θέση της γυναίκας είναι άλλη και η ισοτιμία γίνεται στην πράξη και κατοχυρώνεται στα μέτωπα αγώνα, μέσα στην κοινωνία και σε αυτό δεν μπορούν να υπάρξουν πλέον αμφισβητήσεις.  Δεν είναι αποτέλεσμα καλών προθέσεων ή διακηρύξεων ή ακόμη και νομικής κατοχύρωσης, αλλά διαδικασία επίπονη και πολύχρονη που το βάρος το σηκώνουν οι ίδιες οι γυναίκες.

Το δεύτερο δομικό στοιχείο είναι οι ποιητές της με κύριο πρωταγωνιστή τον Ερνέστο Καρδενάλ, που έγινε και ο πρώτος υπουργός πολιτισμού.  Ο Καρδενάλ, από τα μέσα της δεκαετίας ’60 συνεργαζόταν στενά με ηγεσία του FSLN , ενόσω ήδη είχε συστήσει ένα ολόκληρο «εργαστήριο» ποιητικής και καλλιτεχνικής  δημιουργίας στα νησιά Solentiname στη λίμνη Μανάγκουα, όπου είχε περάσει σχεδόν όλη η διανόηση της Λατινικής Αμερικής, μεταξύ αυτών ο Χούλιο Κορτάσαρ, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες κά   Από τη δεκαετία εβδομήντα, μετά το ταξίδι του στην Κούβα, ο Καρδενάλ, ενστερνίζεται την ιδέα του «νέου ανθρώπου» του Τσε Γκεβάρα, και επιχειρεί να την υλοποιήσει. Έτσι η πνευματική εργασία γίνεται όπλο ενώ στο χορό μπαίνουν και η Τζιοκόντα Μπέλι και ο Λισάρντο Τσάβες Αλφάρο. Η δημιουργία γίνεται η «μεταμφίεση» για την επαναστατική δράση και επιτρέπει στους καλλιτέχνες και διανοούμενους να συνεργάζονται και να αγωνίζονται με τους Σαντινίστας. Ο συγγραφέας Σέρχιο Ραμίρες, αφήνει το Πανεπιστήμιο για να εργαστεί δίπλα στον Κάρλος Τίνερμαν, ο οποίος θα γίνει κατόπιν ο πρώτος υπουργός Παιδείας, και όλοι μαζί συστήνουν την «ομάδα των Δώδεκα», που εγκαταστάθηκε στην Κόστα Ρίκα και άρχισε να οργανώνει άοπλες πορείες και το συντονισμό μεταξύ εξεγερμένων εργατών και φοιτητών, υπό την επιρροή του «Κινήματος των Ενωμένων Ανθρώπων» του FLSN.

Ίσως το πιο απτό παράδειγμα του αγγίγματος των «ποιητών» είναι η καμπάνια κατά του αναλφαβητισμού και μεταρρύθμισης της Παιδείας υπό τον Τίνερμαν υπό την καθοδήγηση του Πάουλου Φρέιρε. Η εθνική εκστρατεία εναντίον του αναλφαβητισμού συνέδεσε τους νέους από τις πόλεις με τις αγροτικές κοινότητες που περιθωριοποιήθηκαν από τη δυναστεία των Σομόσα. Σχεδόν εκατό χιλιάδες άνθρωποι προσφέρθηκαν να ταξιδέψουν στην υπανάπτυκτη ύπαιθρο της Νικαράγουας ως μέλη του Λαϊκού Στρατού Αλφαβητισμού (EPA – Ejército Popular de Alfabetización). Όταν ξεκίνησε το πρόγραμμα, λιγότεροι από τους μισούς Νικαραγουανούς μπορούσαν να διαβάσουν. Πέντε μήνες αργότερα, όλοι εκτός από ένα εναπομείναν 12% ήταν εγγράμματοι.

Όλα έμοιαζαν μαγικά, ήταν μαζικά και προπαντός ΔΕΝ ΗΤΑΝ αμερικανικά…  Η προσοχή των ΗΠΑ αμέσως στράφηκε στη Νικαράγουα, δεν μπορούσαν επ’ουδενί να αποδεχτούν μία «δεύτερη Κούβα». Με χρήματα που προέρχονταν από το εμπόριο ναρκωτικών, (σκάνδαλο Ιράν- Κόντρας) εξόπλισαν τις αντεπαναστατικές ομάδες των Κόντρας, οι οποίες εφορμούσαν από τη γειτονική Ονδούρα και την Κόστα Ρίκα, δολοφονώντας χωρικούς, καταστρέφοντας σχολεία και νοσοκομεία. Στις 15 Μαρτίου 1982,  σύμφωνα με αποχαρακτηρισμένα έγγραφα της CIΑ, ήταν η πρώτη μέσα του «μυστικού πολέμου» των ΗΠΑ. Την ίδια μέρα ο Ντανιέλ Ορτέγκα θα κηρύξει τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Μια σειρά ελευθεριών και δικαιωμάτων άρθηκαν, όπως για παράδειγμα η ελευθερία οργάνωσης συγκεντρώσεων, το άβατο της ιδιωτικής κατοικίας, η ελευθερία του τύπου, της έκφρασης και της απεργίας κ.ά. Δύο χρόνια μετά με τον πόλεμο να μαίνεται στο βορρά, διενεργήθηκαν το 1984 εκλογές, σε ένα κλίμα λογοκρισίας και διάχυτων συγκρούσεων. Το FSLN επικράτησε με 67%, εκλέγοντας 61 από τους 96 συνολικά βουλευτές της Εθνοσυνέλευσης -παρόλα αυτά δεν άρθηκε η κατάσταση ανάγκης.

Ο πόλεμος με τους Κόντρας συνεχίστηκε, ένας πόλεμος που απορροφούσε το 62,5% του εθνικού προϋπολογισμού ετησίως. Σε αυτό το πλαίσιο, κατέστη σαφής η αδυναμία της επανάστασης. Όταν οι Σαντινίστας ήρθαν στην εξουσία, κατάσχεσαν τις περιουσίες που ελέγχονταν από τους πιο σημαντικούς ολιγάρχες –συμπεριλαμβανομένων των Σομόσα– αλλά αρνήθηκαν να εθνικοποιήσουν πολλές σημαντικές επιχειρήσεις στη χώρα. Η στρατηγική, η οποία σχετιζόταν με την τάση Tercerista στο εσωτερικό του κόμματος, η οποία πριν από την επανάσταση είχε υποστηρίξει τη στρατηγική συμμαχία μεταξύ των εργατών, των αγροτών, και των φιλελεύθερων καπιταλιστών για τη δημιουργία ενός δημοκρατικού πολιτικού συστήματος, ως μέρος μιας αναμενόμενης μακράς μετάβασης προς τον σοσιαλισμό. Μόλις βρέθηκε στην εξουσία, το FSLN δημιούργησε μια μικτή οικονομία. Χωρίς την ικανότητα να οργανώνει την παραγωγή σε εθνική κλίμακα, η κυβέρνηση ήταν εξαρτημένη από τους βιομηχάνους για να επενδύσουν στην εγχώρια παραγωγή. Αρχικά, ο προσανατολισμός βοήθησε να αποφευχθεί μαζική φυγή κεφαλαίων όπως έγινε μετά την Κουβανική Επανάσταση. Εντούτοις, έθεσε σοβαρούς περιορισμούς και τελικά αναχαίτισε το μετασχηματιστικό δυναμικό της επανάστασης.

Η ταφόπλακα, τρόπον τινά, μπήκε το 1985. Ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Ρόναλντ Ρήγκαν, κήρυξε εμπάργκο,  κατηγορώντας την κυβέρνηση του FSLN για διακινδύνευση της ασφάλειας των Αμερικανών στην περιοχή. Ταυτόχρονα συντελέστηκε η στροφή στην πολιτική της ΕΣΣΔ και των άλλων σοσιαλιστικών κρατών απέναντι στη Νικαράγουα. Περιορίστηκε και εξαλείφτηκε βαθμιαία, όχι μόνο η βοήθεια, αλλά και γενικά οι οικονομικές ανταλλαγές.

Η Νικαράγουα έμεινε μόνη. Στις εκλογές του 1990, η ενωμένη συντηρητική αντιπολίτευση επικράτησε οριακά, έναντι των Σαντινίστας, κάτω από το βάρος της οικονομικής καταστροφής και των εκβιασμών των ΗΠΑ.

Οι οριστικά μεταλλαγμένοι Σαντινίστας, θα επιστρέψουν στην εξουσία με εκλογές  και από το 2007 ο Ντανιέλ Ορτέγκα είναι και πάλι πρόεδρος. Τίποτα δεν είναι ίδιο πια. Το μόνο που δεν έχει αλλάξει είναι η πολιτική των ΗΠΑ έναντι της Νικαράγουας…