Θερινά διαβάσματα ΙΙ

Καμπρέ, Σαρραζέν, Βενσάν

| 02/10/2016

Συνεχίζουμε την βιβλιοκριτική μας με τρία ακόμη αναγνώσματα ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει, μάλλον, το «Confiteor» του Ζάουμε Καμπρέ, χωρίς, βεβαίως τα υπόλοιπα να υστερούν.

[hr]

Ζάουμε Καμπρέ, «Confiteor» (Εκδ. Πόλις)

[hr]

Είναι λίγες οι φορές που όταν διαβάζεις ένα μυθιστόρημα καταλαβαίνεις πως έχεις ένα βιβλίο πολύ σημαντικό για τους καιρούς μας. Το «Confiteor» του Καταλανού συγγραφέα Ζάουμε Καμπρέ – σε θεσπέσια μετάφραση του Ευρυβιάδη Σοφού – μοιάζει με ένα ιστορικό παλίμψηστο λογοτεχνικού ύφους. Φαινομενικά, αναφέρεται στην μακροχρόνια σχέση δύο άσπονδων φίλων, του πανεπιστημιακού καθηγητή Αντριά και του ικανού βιολιστή Μπερνάτ αλλά είναι τέτοιες οι παρεκβάσεις και οι αναφορές σε ιστορίες του παρελθόντος ώστε, πέραν των άλλων, θαυμάζει κανείς την απίστευτη μαεστρία του Καμπρέ που ως δεινός τεχνίτης του λόγου συνταιριάζει απολαυστικά όλο αυτό τον ωκεανό εικόνων. Και συναισθημάτων, καθώς αυτό το πέραν των 700 σελίδων πυκνογραμμένο μυθιστόρημα αφηγείται έντονες καταστάσεις ταλαντευόμενο από την σκληράδα στην τρυφερότητα.

Καταλύτης στην υπόθεση ένα βιολί κατασκευασμένο τον 18ο αιώνα που αλλάζει αρκετούς ιδιοκτήτες και βάφεται στο αίμα για να καταλήξει στον Αντριά, κληρονομιά από τον παλαιοπώλη πατέρα του. Πιο πριν είχε εμφανισθεί στην Ολλανδία επί Γερμανικής Κατοχής και αμέσως μετά στο κολαστήριο του Άουσβιτς στην κατοχή ενός ταγματάρχη γιατρού των SS που έκανε πειράματα βασανίζοντας μικρά παιδιά. Υπάρχει, όμως και μια ακόμη ιστορία που διαδραματίζεται στην Ισπανία, τον Μεσαίωνα, τότε που η απάνθρωπη καθολική Auto-da-fé σκόρπιζε τον τρόμο και τον όλεθρο στους «αιρετικούς». Οι συγκρίσεις είναι δικές σας.

Το έργο πήρε στον συγγραφέα οκτώ χρόνια να το τελειώσει. Εργο ζωής που ευτύχησε να το δει τυπωμένο και μεταφρασμένο σε 15 γλώσσες με πωλήσεις πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα! Είναι τέτοια η πλοκή του «Confiteor», γραμμένη ως μακροσκελές γράμμα του Αντριά στον Μπερνάτ, που από το πρώτο ενικό περνάει ακαριαίως στο δεύτερο και ενίοτε στο τρίτο στην ίδια φράση χωρίς διακριτικά. Σε αντίθεση με τον έτερο εικονοκλάστη του λόγου, τον Ούγγρο Λάσλο Κρασναχορκάι, του οποίου το «Πόλεμος και Πόλεμος» απολαύσαμε πέρυσι – σε αντίθεση με τον σεναριογράφο του σκηνοθέτη Μπέλα Ταρ, που αρέσκεται στο μακροπερίοδο λόγο με πολλά κόμματα που λειτουργούν σαν ανάσες – ο Καμπρέ ανοίγει διαρκώς στην ίδια φράση παρενθέσεις και αναφορές μέσα στις οποίες ανοίγει έτερες έτσι ώστε τούτο το μπαρόκ οικοδόμημα να στηρίζεται σε λεπτές ισορροπίες, σε διαλόγους που μάλλον χάνεται επ’ ολίγον ο αναγνώστης όμως η εγρήγορση του πνεύματός του βάζει τα πρόσωπα και τις καταστάσεις στην σωστή τους θέση. Καθόλου τυχαίο πως ο συγγραφέας έχει ασχοληθεί με όλα τα είδη του γραπτού λόγου – μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμιο, θεατρικά έργα, εφηβική λογοτεχνία, σενάρια για τον κινηματογράφο και για τηλεοπτικές σειρές – ούτως ώστε να μεταφέρεται αυτήν του η εμπειρία στον ποταμό του «Confiteor». Παράλληλα με την σχέση των δύο φίλων που ο ένας ζηλεύει τον άλλον για την ζωή του, βιώνεται από τον Αντριά ένας απελπισμένος έρωτας με την Σάρα – η οικογένεια της οποίας εμπλέκεται με το φημισμένο βιολί – και που έχει δυσάρεστο τέλος.

Η παραληρηματική επιστολή προσφέρεται ιδιοχείρως στο φίλο του Μπερνάτ και αυτός με τη σειρά του την εκδίδει ως δική του διαπράττοντας το αμάρτημα της λογοκλοπής διότι βαθύτερος πόθος του είναι να αναδειχθεί σαν συγγραφέας. Όμως, όλο το «Confiteor», (ήγουν, ομολογώ, εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου), αποτελεί ένα γαϊτανάκι εξαπάτησης μεταξύ φίλων και συντρόφων ερωτικών και μη. Ο Καμπρέ, ούτως, δηλώνει και το γράφει παραστατικά πως οι σχέσεις και η ζωή των ανθρώπων, οι περιστάσεις στις οποίες εμπλέκονται, προκύπτουν από καθαρές συμπτώσεις, από παρεξηγήσεις και από τυχαία γεγονότα. Αυτήν την ενεργειακή και συναισθηματική δύνη μεταλλάσσει σε μεγάλη τέχνη το «Confiteor».

Παράλληλα και μέσα από αυτά, το μυθιστόρημα του Καταλανού κάνει αναφορές στη σκέψη και την φιλοσοφία – στον πολιτισμό και την τέχνη, στην μουσική, καθώς συνθέσεις του Μπραμς, του Μπετόβεν και του Μπάρτοκ «ακούγονται» στις σελίδες του αλλά και στοχασμοί αποτυπώνονται σχετικά με τα όρια της γλώσσας – Wittgenstein – τη κοινοτοπία του Κακού – Hannah Arendt – με παραθέσεις από Vico και Isaiah Berlin. Η αλήθεια είναι πως τον Καμπρέ τον απασχολεί πολύ το Κακό στις διάφορες ιστορικές περιόδους. Με τούτο το εξαιρετικό φιλοσοφικό πόνημα προσπάθησε όχι να το εξορκίσει αλλά να καταλάβει το γιατί θέλγει τόσο πολύ το γένος των ανθρώπων.

%ce%b4%ce%b9%ce%b1%ce%b2%ce%b1%cf%83%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%b11

[hr]

Αλμπερτίν Σαρραζέν, «Ο Αστράγαλος» (Εκδ. Πατάκη)

[hr]

Η Αλμπερτίν Σαρραζέν χάθηκε πολύ νωρίς, πριν κλείσει τα τριάντα. Παρ’ όλα αυτά άφησε μερικά γραπτά πίσω της σημαντικότερο των οποίων είναι «Ο Αστράγαλος», σε περιεκτική μετάφραση της Σώτης Τριανταφύλλου. Μια εξαιρετικά δύσκολη παιδική ηλικία – την κακοποιούσε ένας θείος της – και παραβατική εφηβεία ώσπου την κλείνουν για έξι χρόνια στο αναμορφωτήριο. Με την εμπειρία του εγκλεισμού σε μια τόσο τρυφερή ηλικία, η Σαρραζέν αναπτύσσει δεσμούς με τον μικρόκοσμο των απατεώνων και κακοποιών, ζει και δουλεύει δίπλα τους, μπαινοβγαίνει στις φυλακές και σε μια απόδρασή σπάει τον αστράγαλό της και γνωρίζει τυχαία τον Ζυλιέν που την μεταφέρει σε ασφαλές μέρος. Έρωτας φουντώνει ανάμεσά τους, σφοδρός, χωρίς να είναι κτητικός καθώς σε αυτό τον παράλληλο κόσμο δεν υφίστανται περιορισμοί.

Στον «Αστράγαλο» η Αλμπερτίν Σαρραζέν περιγράφει την ιστορία της, μια ιστορία επιβίωσης σε ένα περιβάλλον επικίνδυνο και χωρίς καμιά εμπιστοσύνη. Με το βιβλίο αυτό η συγγραφέας παραλληλίστηκε με τον Ζενέ και λατρεύτηκε από την νεολαία της εποχής του ‘65 – μια γενιά πού εντρυφούσε στον Γκί Ντεμπόρ και τρία χρόνια μετά θα τράνταζε το Παρίσι και τον κόσμο ολόκληρο.

Η τύποις αυτοβιογραφία της γεννημένης στο Αλγέρι λογοτέχνιδας εκθέτει μια πινακοθήκη παραβατών, έναν περίκλειστο κόσμο που αναπνέει κάτω από τη μύτη των οργάνων της τάξης, αποφεύγει να αντιπαρατεθεί μαζί τους και συνήθως καταλήγει στην φυλακή. Σε αυτό το πρωτόγνωρο για τους καθωσπρέπει ανθρώπους περιβάλλον, η Ανν – η ηρωίδα – βρίσκει καταφύγιο μέχρι να αναρρώσει και αυτήν ακριβώς την περίοδο εξιστορεί στο βιβλίο της.

Αν διαβάστηκε πολύ – μεταφράστηκε σε 16 γλώσσες – είναι γιατί πέρα από το πρωτόγνωρο θέατρο της παρανομίας που αναφέρει είναι το ύφος της, ο τρόπος που παραθέτει τις λέξεις και τις φράσεις της – με μια ανάσα, χωρίς στολίδια, ανιχνευτικό, χωρίς σεμνοτυφίες και σοβαροφάνεια. Παντρεύει την αργκό των παρανόμων με την πιο πλούσια καθαρεύουσα, όπως σημειώνει στον πρόλογό της η Patti Smith. Και ο πρώτος εκδότης της, Jean – Jacques Pauvert, στην εισαγωγή του γράφει: «Πώς να περιγράψεις μια νεαρή προσωπικότητας σε διαρκή μεταμόρφωση, μετά από πολλά χρόνια εγκλεισμού και προσποίησης; Έχοντας υποστεί βιασμό στα δέκα της χρόνια, πόρνη στα δεκάξι, η Αλμπερτίν ήξερε τα πάντα για τη ζωή χωρίς να ξέρει τίποτα. Και ήθελε τόσο να μάθει. Και μάθαινε τόσο γρήγορα… Αυτό θυμάμαι κυρίως, αυτήν την ακόρεστη βουλιμία».

Η εικοσάχρονη Ανν θέλει να ζήσει τη ζωή της όσο πιο ελεύθερα γίνεται και η φτώχια της προσφέρεται γι’ αυτό. Διαβάζει συνεχώς και γράφει. Πίνει και καπνίζει μαζί με τους άλλους όχι για εκτόνωση αλλά για ευθυμήσει, να ξεδώσει – μπροστά μας παρελαύνουν Gitanes και Gauloises και δεκάδες διαφορετικά ποτά – είναι και αυτό μια ανάγκη να απαλύνει το άγχος από το συνεχές κυνηγητό των μπάτσων. Όμως, είναι η τρελή αγάπη της για το Ζιλιέν που την κατατρύχει, οι μακροχρόνιες απουσίες του και η αίσθηση της προδοσίας: « Κάθισε στον πάγκο δίπλα μου, προτού ακόμα τον αναγνωρίσω εντελώς, προσπαθώ βιαστικά να συγκολλήσω, να ξαναβρώ το νήμα της πραγματικότητας, αλλά το κεφάλι μου αδειάζει μέσα από τα μάτια, κοιτάζω τον Ζυλιέν χωρίς να μπορώ να του πω τίποτα. Και όλες οι ερωτήσεις, όλες οι αγωνίες και υποσχέσεις συγχωνεύονται και πραγματοποιούνται μέσα σε αυτό το δευτερόλεπτο που κοιταζόμαστε».

Η Αλμπερτίν Σαρραζέν έγραψε τον «Αστράγαλο» στην φυλακή. Στις 10 Ιουλίου του 1967 πέθανε από περιπλοκές στο χειρουργείο κατά την διάρκεια επέμβασης στο συκώτι. Ήταν μόλις 29 χρονών.

%ce%b4%ce%b9%ce%b1%ce%b2%ce%b1%cf%83%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%b14

[hr]

Ζιλ Βενσάν, «Τρεις ώρες προτού χαράξει» (Εκδ. Καστανιώτη)

[hr]
Από παράδοση αριστερός, ο Γάλλος συγγραφέας, Ζιλ Βενσάν, συνεχίζει την διερεύνηση των νέων κοινωνικών καταστάσεων και αν στο «Ντζεμπέλ» (2014) βυθιζότανε στον άγριο πόλεμο της Αλγερίας και στο «Φιλί του θανάτου» (2015) έριχνε – με αφορμή την δολοφονία του Λόρκα – φως σε σκοτεινές πλευρές του Ισπανικού Εμφύλιου, τώρα με το «Τρεις ώρες προτού χαράξει» – σε άψογη μετάφραση της Ρίτας Κολαΐτη – συνδυάζει με άνεση τρεις φαινομενικά άσχετες μεταξύ τους ιστορίες σε ένα εκρηκτικό φινάλε.

Με θέατρο τη σύγχρονη Γαλλία, είναι ο νεαρός, αλγερινής καταγωγής, Καμέλ, που όντας προσηλυτισμένος τζιχαντιστής επιστρέφει εκπαιδευμένος από το Πακιστάν για να γίνει μάρτυρας του Αλλάχ παίρνοντας ζωές στα τυφλά, είναι η 35χρονη Σαμπρίνα γεμάτη χολή και εμμονές που σχεδιάζει να καθαρίσει ένα παιδόφιλο στην είδηση πως ο διαβόητος παιδεραστής του Βελγίου Μαρκ Ντιτρού πρόκειται να αποφυλακιστεί και, είναι, τέλος, ένας άρτι απολυμένος μεσήλικας εργάτης, ο Γκρεγκόρ, που σχεδιάζει να απαγάγει το αφεντικό του θεωρώντας το υπεύθυνο για το κλείσιμο του πτηνοτροφείου που δούλευε επί δεκαετίες.

Καθώς εκτελούνται άνθρωποι, σφάζονται παιδεραστές και ο ιδιοκτήτης της φάρμας πουλερικών μετρά ώρες ζωής αν δεν ενδώσει στις απαιτήσεις του απαγωγέα του, καλούνται οι γνωστοί μας από τα προηγούμενα μυθιστορήματα του Βενσάν, η αστυνόμος Αϊσά Σαντιά – με αλγερινές ρίζες – και ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Σεμπαστιέν Τουρέν να λύσουν όσο πιο γρήγορα γίνεται το μυστήριο για να μην εξελιχθεί σε τραγωδία με την εμπλοκή της αντιτρομοκρατικής και έτερων αστυνομικών. Ο συγγραφέας συνδέει τα τρία αυτά επεισόδια με έναν κοινό προορισμό όπου συγκλείνουν όλοι και καταγράφει ώρα την ώρα τις εξελίξεις μέχρι το μοιραίο συναπάντημα.

Γράφει όλα αυτά με το γνωστό, ηθελημένα τραχύ, απροκάλυπτο ύφος του, εφόσον μιλά για τη σημερινή άγρια αστική κοινωνία με κομμένες πλέον τις όποιες γέφυρες επικοινωνίας. Ως ενεργός παρατηρητής καταγράφει γεγονότα και συναισθήματα και ενίοτε παρεμβαίνει μέσω των χαρακτήρων του σχολιάζοντας.

Περισσότερο δίνει βάρος στον μαχητή του Ισλάμ χωρίς, βεβαίως, να υποτιμά τους υπόλοιπους ήρωες, ενεργούς μέχρι το τέλος. Με το ξεδίπλωμα της ίντριγκας, ο Γκρεγκόρ οργισμένος: «Τώρα το πάνω χέρι το’ χουν Κινέζοι, Γιάνκιδες, Βραζιλιάνοι. Τύποι στο Μαϊάμι ή στη Σανγκάη, αραχτοί σε ξαπλώστρες με κασκέτα του μπέϊζμπολ, τι νομίζεις; Αυτοί κυβερνάνε σήμερα τον κόσμο. Εμάς, με τα συνδικάτα, τις απεργίες και τις κωλοπαντιέρες, κανείς δεν μας λογαριάζει». Αλλά και η αστυνόμος Σαντιά θυμάται, λόγω συγγένειας, τον έφηβο Καμέλ να της αφηγείται το συμβάν μόλις έφτασε στο κλαμπ, την πόρτα που έφαγε λόγω της μελαμψής επιδερμίδας του. Τον ακούει να της περιγράφει την περίπολο των μπάτσων, τα λόγια κάτω από τα πηλίκια, σκληρά και προσβλητικά σαν χίλιοι πόλεμοι της Αλγερίας… για κείνο τον αστυνομικό μαγκρεμπίνικης καταγωγής, συμπατριώτης του, για τον τρόπο που άγγιζε τα μπούτια των κοριτσιών, που έβγαζε τα χαρτονομίσματα, που χανόταν πίσω από ένα τοίχο με την γκόμενα… Τα λόγια του Καμέλ, η οδύνη του, βαθιά και βουβή». Εν κατακλείδι, η Γαλλία του Διαφωτισμού και των ατομικών δικαιωμάτων, η Γαλλία του Ζιλ Βενσάν, μοιάζει να νοσεί βαριά παραδομένη σε αυτόν τον ανελέητο καπιταλιστικό νεοφιλελευθερισμό.

%ce%b4%ce%b9%ce%b1%ce%b2%ce%b1%cf%83%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%b13

Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Βιολογία στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Παράλληλα, έπαιξε ως μουσικός παραγωγός σε πολλά ραδιόφωνα για πολλά χρόνια και έγραψε ως μουσικός κριτικός σε μια σειρά περιοδικά. Αυτό συνεχίζει μέχρι και σήμερα.