Καλλιτέχνες στα χαρακώματα: Το «όπλο» του πολιτιστικού μποϊκοτάζ

Από την Ν. Αφρική, μέχρι το Σίδνεϋ, το Αμπού Ντάμπι, και την Παλαιστίνη, ο πολιτισμός δίνει τις δικές του μάχες

| 15/05/2019

Τι κοινό μπορεί να έχει η Eurovision του 2019 με το καθεστώς του Απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική; Τι μπορεί να συνδέει το σχεδιαζόμενο μουσείο Γκουγκενχάιμ στο Άμπου Ντάμπι με την Μπιενάλε του 2014 στο Σίδνεϋ; Και τι ενώνει Βρετανούς μουσικούς και Ιρλανδούς σεναριογράφους του ’60 με σύγχρονους κοινωνικούς ανθρωπολόγους και τον Ρότζερ Γουότερς; Με αφορμή το πρόσφατο κάλεσμα για μποϊκοτάζ της Eurovision στο Ισραήλ, ιχνηλατούμε κινήματα πολιτιστικού μποϊκοτάζ που έκαναν τη διαφορά.

 

«Είμαστε εδώ να μιλήσουμε για τη Νότια Αφρική, δεν μας αρέσει αυτό που συμβαίνει εκεί (πείτε το)/ Είναι ώρα για δικαιοσύνη, είναι ώρα για την αλήθεια (διαδώστε τη)» τραγουδούσε το 1985 μια πληθώρα μουσικών, από ρόκερ μέχρι ράπερ  ̶  από τον Μπρους Σπρίγκστιν, τον Λου Ριντ, τον Μάιλς Ντέιβις, τον Μπομπ Ντίλαν, τον Ριγκο Σταρ, τους U2 και κάποιους από τους Rolling Stones, μέχρι τον Άφρικα Μπαμπάτα, τον Μπιγκ Γιουθ και τον Ρούμπεν Μπλέιντς. Ήταν το μουσικό βίντεο «Sun City – Artists United Against Apartheid», μια ιδέα του Στιβ Βαν Ζαντ, στο οποίο εικόνες από το θέρετρο Sun City στο μπαντούσταν Μποφουτσβάνα εναλλάσσονταν με σκληρές εικόνες βίας και καταστολής του ρατσιστικού καθεστώτος της Ν. Αφρικής εναντίον των μαύρων.

Σε αντίθεση με το μουσικό βίντεο «We Are The World», που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά με σκοπό να μιλήσει γενικά και αόριστα εναντίον της φτώχειας στην Αφρική, το «Sun City» έβαζε μπουρλότο στο καθεστώς του Απαρτχάιντ, «δείχνοντας» ξεκάθαρα την αιτία του προβλήματος. Έτσι, οι καλλιτέχνες τραγουδούσαν: «Καταλάβαμε ότι μόνο ένα πράγμα μπορούμε να κάνουμε/ πρέπει να πούμε/ δεν θα παίξουμε στη Νότια Αφρική/ όχι, όχι, όχι». Το βίντεο κατάφερε να συγκεντρώσει πάνω από ένα εκατ. δολάρια για πρότζεκτ κατά του Απαρτχάιντ.

«Δεν έχει Τέχνη για τους ρατσιστές»

Η κορύφωση του πολιτιστικού μποϊκοτάζ κατά του Απαρτχάιντ μπορεί να ήρθε τη δεκαετία του ’80, συμβαδίζοντας με τις μεγάλες εξεγέρσεις στις περιοχές των μαύρων και τις μεγάλες απεργίες εκείνη την περίοδο, όμως ανάλογα καλέσματα υπήρχαν ήδη από τη δεκαετία του ’40 και, τη δεκαετία του ’60, πήραν συγκεκριμένη μορφή.

«Δεν ζητάμε από εσάς, τους Βρετανούς πολίτες, κάτι ιδιαίτερο. Σας ζητάμε μόνο να μην υποστηρίζετε το Απαρτχάιντ αγοράζοντας νοτιοαφρικανικά προϊόντα»: αυτή τη φράση σηματοδότησε επίσημα την ίδρυση του βρετανικού κινήματος για καταναλωτικό, αρχικά, μποϊκοτάζ το 1959. Την επόμενη χρονιά, και μετά τη δολοφονία 69 άοπλων διαδηλωτών στο Σάρπβιλ, το μποϊκοτάζ πλέον θα βρυχόταν ως καμπάνια για την πλήρη οικονομική, πολιτική και πολιτιστική απομόνωση της Νότιας Αφρικής.

Όταν το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο συνειδητοποίησε τη δύναμη και του πολιτιστικού μποϊκοτάζ, άρχισε να καλεί καλλιτέχνες να συμμετέχουν σε αυτό, δηλαδή να μη συμμετέχουν σε συναυλίες και παραστάσεις στη χώρα.

Το 1961, λοιπόν, η Ένωση Βρετανών Μουσικών αποφάσισε ότι τα μέλη της δεν θα δίνουν συναυλίες στη Νότια Αφρική. Το 1963, σαράντα πέντε Βρετανοί θεατρικοί συγγραφείς δημοσίευσαν διακήρυξη η οποία ανέφερε πως στα συμβόλαιά τους εφεξής θα υπήρχε ρήτρα απαγόρευσης συναυλιών σε οποιοδήποτε χώρο παρατηρούνταν φυλετικές διακρίσεις. Το 1964, είκοσι οκτώ Ιρλανδοί θεατρικοί συγγραφείς ανακοίνωσαν ότι απαγόρευαν να παιχτούν τα έργα τους σε κοινό μόνο λευκών στη Ν. Αφρική. Ακολούθησε, το 1965, η Ένωση Βρετανών Σεναριογράφων που καλούσε για απαγόρευση της διανομής βρετανικών ταινιών στη Ν. Αφρική, ενώ το Συνδικάτο Βρετανών Ηθοποιών Equity καλούσε τα μέλη του να υπογράψουν διακήρυξη εναντίον τού να εργαστούν στην Ν. Αφρική.

Το 1981, το διοικητικό συμβούλιο της Ένωσης Ηθοποιών και Καλλιτεχνών της Αμερικής, πια, που αριθμούσε 240.000 μέλη, αποφάσισε ομόφωνα ότι τα μέλη του πρέπει να συμμετέχουν στο μποϊκοτάζ. Ήταν έναν μόλις χρόνο μετά το ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, που καλούσε σε πολιτιστικό και ακαδημαϊκό μποϊκοτάζ στο καθεστώς του Απαρτχάιντ.

Σε πείσμα όσων θεωρούν μη επιδραστικό το πολιτιστικό μποϊκοτάζ, το αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο Fox λογόκρινε το πολιτικό κομμάτι της μεγάλης συναυλίας που δόθηκε στις 11 Ιουνίου 1988 στο Γουέμπλεϊ, με αφορμή τα 70ά γενέθλια (18 Ιουλίου) του φυλακισμένου ακόμα τότε Νέλσον Μαντέλα. Τη συναυλία παρακολούθησε ένα κοινό περίπου 600 εκατομμυρίων σε 67 χώρες, και θεωρείται από τις πιο σημαντικές εκδηλώσεις μουσικού ακτιβισμού κατά του Απαρτχάιντ.

Το 1991, οι «Los Angeles Times» θα περιέγραφαν το πολιτιστικό μποϊκοτάζ κατά του Απαρτχάιντ ως «μία από τις πιο αποτελεσματικές κυρώσεις που έχουν επιβληθεί ποτέ στους Νοτιοαφρικανούς».

Eurovision: Με έμπνευση από το Απαρτχάιντ

Στη χώρα μας έγινε περισσότερο γνωστό μάλλον τώρα, με το κάλεσμά του για μποϊκοτάζ στη Eurovision, που φέτος διεξάγεται στο Ισραήλ. Ωστόσο, το κίνημα BDS (Boycott, Divestment and Sanctions / Μποϊκοτάζ, Αποεπένδυση και Κυρώσεις) μετρά ήδη δεκατέσσερα χρόνια δράσης.

Μια σχετική νίκη του σημειώθηκε, για παράδειγμα, το 2014, στην Μπιενάλε του Σάο Πάολο (Βραζιλία), όταν η πλειοψηφία των καλλιτεχνών που συμμετείχαν απείλησαν με μποϊκοτάζ εφόσον έγινε γνωστό ότι υπήρχε χρηματοδότηση από το προξενείο του Ισραήλ. Ακόμα και οι επιμελητές της έκθεσης (μία εξ αυτών, μάλιστα, η Ισραηλινή Γκαλίτ Εϊλάτ φέρεται να υποστηρίζει το BDS) πήραν αποστάσεις από το διοικητικό συμβούλιο της Μπιενάλε, που την είχε επιδιώξει. Η Μπιενάλε διεξήχθη κανονικά μόνο εφόσον στη λίστα των χορηγιών διευκρινίστηκε ότι κάθε προξενείο χρηματοδοτεί μόνο τους καλλιτέχνες της χώρας του.

«Αντλώντας έμπνευση από το κίνημα κατά του Απαρτχάιντ», όπως αναφέρει στην ιστοσελίδα του, το παλαιστινιακό BDS καλεί «σε μη βίαιη πίεση στο Ισραήλ, μέχρι το αυτό να συμμορφωθεί με το Διεθνές Δίκαιο»: να σταματήσει να είναι δύναμη κατοχής και αποικιοκρατίας, να γκρεμίσει το Τείχος, να αναγνωρίσει ως ισότιμους τους Άραβες-Παλαιστίνιους πολίτες, καθώς και το δικαίωμα των Παλαιστινίων προσφύγων να επιστρέψουν στα σπίτια και την περιουσία τους (Ψηφίσματα 194, 224, 338, 446 του ΟΗΕ).

Αρκεί μια ματιά στα Ψηφίσματα του ΟΗΕ και στον χάρτη για να διαπιστωθεί πως η Γάζα είναι η μεγαλύτερη «φυλακή» του κόσμου και πως, στη Δυτική Όχθη, οι Ισραηλινοί έχουν περικλείσει, μέσω επέκτασης των εποικισμών τους, τους Παλαιστίνιους σε νησίδες γης που μοιάζουν με Μπατουστάν.

Στο στόχαστρο του κινήματος, που γεννήθηκε το 2005 από την παλαιστινιακή κοινωνία των πολιτών (συνδικάτα, πολιτικούς φορείς, οργανώσεις γυναικών, προσφύγων κ.λπ.) βρίσκονται καλλιτέχνες και πολιτιστικά γεγονότα που συνδέονται με ή/και χρηματοδοτούνται από το κράτος του Ισραήλ. Εξ ου και το μποϊκοτάζ στη Eurovision. Κατά το BDS, το Ισραήλ χρησιμοποιεί τη Eurovision ως μέρος μιας επίσημης στρατηγικής branding, «που παρουσιάζει το “πιο χαριτωμένο πρόσωπο του Ισραήλ” ώστε να ξεπλύνει τα εγκλήματα πολέμου του Ισραήλ ενάντια στους Παλαιστινίους και να αποστρέψει την προσοχή από αυτά».

Και ο αξιωματούχος του Ισραηλινού υπουργείου Εξωτερικών Νισίμ Μπετ Σεετρίτ, πάντως, παραδεχόταν στη «Haaretz» τον Σεπτέμβριο του 2005: «Βλέπουμε τον πολιτισμό ως εργαλείο hasbara (προπαγάνδας και ανάλυσης πολιτικής) πρώτου βαθμού, και δεν διαφοροποιούμε μεταξύ hasbara και πολιτισμού». Επιπλέον, το 2009, λίγο μετά τη σφαγή στη Γάζα, ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής για ζητήματα πολιτισμού του ΥΠΕΞ Αριέ Μεκέλ έλεγε στους «New York Times»: «Θα στείλουμε διάσημους συγγραφείς στο εξωτερικό, θεατρικές ομάδες, εκθέματα. Έτσι, θα δείξουμε το πιο όμορφο πρόσωπο του Ισραήλ, ώστε να μη μας συνδέουν μόνο με πόλεμο».

Το BDS καλεί επίσης σε μποϊκοτάζ όλων των ισραηλινών και διεθνών εταιρειών, των αθλητικών και ακαδημαϊκών θεσμών που στηρίζουν το Ισραήλ ως δύναμη κατοχής. Καλεί επίσης σε αποεπένδυση όσους φορείς στηρίζουν ισραηλινές και διεθνείς εταιρείες που συνεργούν στην κατοχή, αλλά και τις κυβερνήσεις να επιβάλλουν κυρώσεις.

Ποιος φοβάται το μποϊκοτάζ;

Όσο και αν κάποιοι υποστηρίζουν πως δεν έχει ιδρώσει το αυτί του Ισραήλ με το κάλεσμα σε μποϊκοτάζ της Eurovision, τα γεγονότα μάλλον οδηγούν σε διαφορετικό συμπέρασμα.

Έτσι, στον αγώνα του «λουστραρίσματος» της εικόνας του Ισραήλ ρίχτηκε και ο Εβραιοκαναδός δισεκατομμυριούχος Σίλβαν Άνταμς, που, σύμφωνα με δημοσιεύματα, χρηματοδοτεί την παρουσία της Μαντόνα στη Eurovision με περίπου 885.000 ευρώ. Ο Άνταμς έχει χρηματοδοτήσει στο παρελθόν και άλλα μεγάλα events, προκειμένου το βλέμμα της διεθνούς κοινής γνώμης να αποστραφεί από ζητήματα που ανακινεί με το μποϊκοτάζ το BDS.

Επιπλέον, στις 10 Μαΐου εντοπίστηκε ιστοσελίδα-μαϊμού για το μποϊκοτάζ της Eurovision, στην οποία το BDS αποδίδεται ως “Beautiful, Diverse, Sensational” («Όμορφο, Διαφορετικό, Μαγευτικό), με τα επίθετα να αναφέρονται στο Ισραήλ. Σύμφωνα με το Reuters, πίσω από την ιστοσελίδα βρίσκεται η ισραηλινή κυβέρνηση.

Πόσο, τελικά, φοβάται το μποϊκοτάζ το Ισραήλ; Για να απαντήσουμε, θα γυρίσουμε επτά χρόνια πίσω, σε μια σπάνια ξεκάθαρη δήλωση: «Το Ισραήλ έχει ευλογηθεί με πολύ ταλέντο και παράγει πολλά εξαιρετικά προϊόντα», έλεγε στην εφημερίδα «Maariv» το 2012  ο (τεθνεώτας) πρώην πρόεδρος του Ισραήλ Σιμόν Πέρες. Και συνέχιζε: «Για να εξάγεις, χρειάζεσαι καλά προϊόντα, αλλά χρειάζεσαι και καλές σχέσεις. Οπότε, γιατί να κάνουμε ειρήνη; Γιατί, αν η εικόνα του Ισραήλ χειροτερεύσει, θα αρχίσει να υποφέρει από μποϊκοτάζ. Υπάρχει ήδη ένα πολιτιστικό μποϊκοτάζ εναντίον μας –δεν επιτρέπουν το Habimah Theatre στο Λονδίνο- ενώ έχουν αρχίσει και εμφανίζονται σημάδια ενός μη διακηρυγμένου οικονομικού μποϊκοτάζ».

«We Don’t Need No Roger Waters»

Δεν φοβάται, βέβαια, μόνο το Ισραήλ το μποϊκοτάζ, αλλά και όσοι συμμετέχουν στο μποϊκοτάζ φοβούνται άλλου τύπου συνέπειες, αν τουλάχιστον κρίνουμε από τον πόλεμο που φαίνεται να έχει ήδη δεχθεί ακόμα και το πρώην μέλος του θρυλικού συγκροτήματος των Pink Floyd και εκ των λαλίστερων υποστηρικτών του μποϊκοτάζ Ρότζερ Γουότερς. Κι αν υφίσταται συνέπειες ένας Γουότερς, τι πρέπει να περιμένουν οι λιγότερο διάσημοι από αυτόν;

Ο Γουότερς, λοιπόν, που συμμετέχει στο BDS από το 2011, έχασε τον Οκτώβριο του 2016 τέσσερα εκατ. δολάρια, γιατί η American Express αρνήθηκε να χρηματοδοτήσει την περιοδεία του στη Β. Αμερική εξαιτίας αντιϊσραηλινών δηλώσεων του μουσικού σε προηγούμενο φεστιβάλ στο οποίο συμμετείχε ως χορηγός η εταιρεία. Τον επόμενο μήνα, και η Citibank θα διέκοπτε τη σχέση της με τον Γουότερς. Τον Ιούνιο του 2017, μια ιστοσελίδα με το όνομα «We Don’t Need No Roger Waters» (την οποία λάνσαρε το Ίδρυμα για την Πολιτική και τη Μελέτη του Διεθνούς Αντισημιτισμού) απηύθυνε κάλεσμα για μποϊκοτάζ του μουσικού εξαιτίας της συμμετοχής του στο BDS, ενώ τις συναυλίες του στη Γερμανία μποϊκόταρε ο γερμανικός οργανισμός δημόσιων τηλεοπτικών δικτύων ARD.

Φυσικά, δεν είναι μόνο ο Γουότερς. Σε ένα ακόμα παράδειγμα «αντι-μποϊκοτάζ», ο κυβερνήτης της Ν. Υόρκης Άντριου Κουόμο υπέγραφε τον Ιούνιο του 2016 εκτελεστικό διάταγμα, εντέλλοντας τους κρατικούς φορείς να μποϊκοτάρουν ιδρύματα και εταιρείες που υποστηρίζουν το BDS «γιατί θέλουμε να ξέρει το Ισραήλ ότι είμαστε μαζί του». Επίσης, τον Οκτώβριο του 2017, οι κάτοικοι του Ντίκινσον (Τέξας), που είχαν πληγεί ιδιαίτερα από τον τυφώνα Χάρβεϊ, στις αιτήσεις που συμπλήρωναν για κρατική αποζημίωση, τους ζητήθηκε να βεβαιώσουν ότι «δεν θα μποϊκοτάρουν το Ισραήλ». Κι αυτό γιατί ο νόμος που είχε περάσει ο κυβερνήτης του Τέξας Γκρεγκ Άμποτ απαγόρευε σε όλους τους κρατικούς φορείς να συνάπτουν συμβόλαια με ή να επενδύουν σε εταιρείες και πρόσωπα που μποϊκοτάρουν το Ισραήλ.

Η κοινωνική ανθρωπολόγος Αν Στόλερ, ως μέλος του BDS «Ανθρωπολόγοι για το Μποϊκοτάζ των Ισραηλινών Ακαδημαϊκών Ιδρυμάτων», στην ομιλία της στο ετήσιο συνέδριο της Ένωσης Αμερικανών Ανθρωπολόγων, στις 4 Δεκεμβρίου 2014, ανέφερε επίσης ότι οι συνέπειες μπορεί να εκτείνονται από τις υποτροφίες για τους φοιτητές μέχρι τη δουλειά και την προαγωγή για τους πανεπιστημιακούς, αν περάσουν τα όρια της «κόσμιας διαφωνίας».

Σε κάθε περίπτωση, όπως έγραφε η Γκαλίτ Εϊλάτ στο περιοδικό «Frieze» (8/12/2017), «το να κάνεις μποϊκοτάζ σημαίνει πως εκείνοι που μπορούν να δράσουν θα πρέπει –σε κάποιες περιπτώσεις– να θυσιάσουν κάποια από τα προνόμιά τους για να διασφαλίσουν κάποια δικαιώματα σε εκείνους που δεν μπορούν να δράσουν»

Επίπλαστη άγνοια

Τι είναι, όμως, αυτό που κρατάει τόσο πολλούς πολίτες από το να διαμαρτυρηθούν ανοιχτά για την πολιτική του Ισραήλ; Το ερώτημα αυτό έθεσε η ανθρωπολόγος Στόλερ στην προαναφερθείσα ομιλία της. Γιατί πολλοί αναρωτιούνται «αν γνωρίζουν αρκετά» για την υπόθεση, ενώ δεν θα είχαν τόσους ενδοιασμούς σε άλλες περιπτώσεις; Μπορεί να φοβόμαστε τις συνέπειες, αλλά έτσι αποδεικνυόμαστε «προοδευτικοί, εκτός από το θέμα της Παλαιστίνης», τόνισε.

«Η επίπλαστη άγνοια», κατέληγε η Στόλερ, «είναι η υπάρχουσα εκείνη κατάσταση στην οποία επενδύει η αποικιοκρατική διακυβέρνηση. Η “μαθημένη άγνοια”, όπως το έθεσε κάποτε ο Πιερ Μπουρντιέ, είναι αυτό που οι άνθρωποι κρύβουν από τον εαυτό τους (…) Και είναι κάτι περισσότερο από αυτό: Η άγνοια και η αδιαφορία είναι σφιχταγκαλιασμένες σε μια υπό εξέλιξη επιχείρηση, ένα βεβιασμένο αποτέλεσμα που ενώνει και καθιστά πιο εύκολο το να γνωρίζεις και να μην γνωρίζεις, να σε αφορά κάτι και να μη σε αφορά».

 Μπιενάλε Σίδνεϋ 2014 – «Δεν κάνουμε Τέχνη πάνω στη δυστυχία των προσφύγων»

Ήταν Μάρτιος του 2014 όταν το αδιανόητο για κάποιους είχε συμβεί: Ο Λούκα Μπεντζιόρνο Νετίς, διευθυντής της χορηγού της Μπιενάλε του Σίδνεϋ Transfield Holdings και γιος του ιδρυτή του θεσμού στην πόλη, Φράνκο, είχε παραιτηθεί από πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Μπιενάλε, ως συνέπεια της διακοπής κάθε σχέσης των καλλιτεχνών με την εταιρεία. Μετά την παραίτησή του, ο Νετίς έγραψε στο twitter: «Εύχομαι ο ουρανός τώρα να γίνει γαλανός για τη 19η Μπιενάλε του Σίδνεϋ».

Στο πολιτιστικό μποϊκοτάζ της Μπιενάλε είχε καλέσει περίπου ενάμιση μήνα πριν ο καθηγητής Τέχνης Ματ Κίεμ, με ανοιχτή επιστολή του, στην οποία τόνιζε ότι η εταιρεία Transfield Holdings πλουτίζει από τη δυστυχία των προσφύγων, καθώς «τρέχει» τα φρικτά κέντρα κράτησής τους στα νησιά Μάνους και Ναουρού.

Σημειώνεται ότι η Transfield Holdings είναι η δεύτερη μεγαλύτερη μέτοχος στο Transfield Fund, στο οποίο ανήκει και η Transfield Services. Η τελευταία είχε υπογράψει συμβόλαια συνολικού ύψους 2,1 δισ. δολαρίων για να παρέχει υπηρεσίες πρόνοιας και βασικών υποδομών σε αυτά τα κέντρα κράτησης. «Αυτό σημαίνει», έγραφε ο Κίεμ, «ότι η Μπιενάλε χρηματοδοτείται από τα κέρδη από την υποχρεωτική κράτηση». Και κατέληγε: «Μια δυναμική αντίδραση φέτος είναι ο καλύτερος τρόπος για να διασφαλίσουμε ότι οι μελλοντικές Μπιενάλε δεν θα χρηματοδοτούνται από την καταδίκη άλλων στη δυστυχία».

Αυτό που ουσιαστικά αποπειράθηκε να κάνει η εταιρεία, σύμφωνα με υποστηρικτές του μποϊκοτάζ σε άρθρο τους στον «Guardian», ήταν «άσκηση στο ξέπλυμα μέσω πολιτιστικής δραστηριότητας, σε επίπεδο πόλης». Σημειώνεται ότι η Transfield χρηματοδοτούσε την Μπιενάλε 41 ολόκληρα χρόνια.

Την επιστολή Κίεμ ακολούθησε επιστολή 28 καλλιτεχνών, στην οποία τόνιζαν: «Δεν θα δεχθούμε την υποχρεωτική κράτηση των αιτούντων άσυλο, γιατί είναι ηθικά απαράδεκτο και παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα (…) Ως δίκτυο καλλιτεχνών, εργατών της τέχνης και ηγετικού πολιτιστικού θεσμού, δεν θέλουμε να σχετιστούμε με τέτοιες πρακτικές».

Η επιτυχία του μποϊκοτάζ, το οποίο στήριζε και ο RISE, ο μοναδικός οργανισμός προσφύγων και πρώην κρατουμένων στην Αυστραλία, αύξησε την αισιοδοξία των υποστηρικτών του ότι θα διακόψουν σχέσεις με την Transfield και όσα ιδρύματα, πανεπιστήμια και λοιποί φορείς χρηματοδοτούνται από αυτή, ώστε να ασκηθεί περαιτέρω πίεση για την κατάργηση αυτών των κέντρων κράτησης. Τα κέντρα αυτά χρηματοδοτεί η Αυστραλία και μεταφέρει εκεί όλους τους αιτούντες άσυλο και τους πρόσφυγες που φθάνουν με βάρκες στις ακτές της, επιμένοντας ότι δεν θα μετεγκατασταθούν ποτέ στην Αυστραλία. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της, η συγκεκριμένη πολιτική είναι πολύ αποτελεσματική, γιατί έχουν μειωθεί δραματικά οι αφίξεις με βάρκες…

Είναι τόσο φριχτές οι συνθήκες σε αυτές τις «ανοιχτές φυλακές», όπως έχουν χαρακτηριστεί, που είναι ενδεικτικό ότι σε ρεπορτάζ του, τον Σεπτέμβριο του 2018, το BBC αναφερόταν σε «απόπειρες αυτοκτονίας και τρομακτικές πράξεις αυτοτραυματισμού» των παιδιών προσφύγων στο Ναουρού. Οι ειδικοί μιλούσαν ξεκάθαρα για «κρίση ψυχικής υγείας».

Μόλις τον περασμένο Φεβρουάριο, δόθηκε μάχη για να εγκριθεί τελικά από το αυστραλιανό Κοινοβούλιο η μεταφορά ασθενών προσφύγων από τα νησιά αυτά στην ενδοχώρα της Αυστραλίας, εφόσον η κυβέρνηση του Ναουρού είχε απαγορεύσει τη μεταφορά φαρμάκων εκεί, βασισμένη σε ιατρικές τηλεδιαγνώσεις (!). Αρχικά, ήθελαν να τους μεταφέρουν πρώτα στο Νησί των Χριστουγέννων! Τα τελευταία δημοσιεύματα, ωστόσο, κάνουν λόγο για μόνο έναν ασθενή να έχει μεταφερθεί στην Αυστραλία…

Οι διαμαρτυρίες στην Αυστραλία είχαν αρχίσει από το 2002, από το κολαστήριο στη Woomera: σε ένδειξη διαμαρτυρίας, πρόσφυγες που κρατούνταν εκεί έραβαν τα στόματά τους, προσπαθούσαν να κρεμαστούν ή έκαναν απεργία πείνας. Έπειτα, τον Δεκέμβριο του 2013, σε συνάντηση που είχε οργανώσει η συλλογικότητα Beyond Borders, ακούστηκαν προτάσεις για μποϊκοτάζ, αποεπένδυση και κυρώσεις.

Όπως ήταν αναμενόμενο, το πολιτιστικό μποϊκοτάζ στην Μπιενάλε επιχειρήθηκε να απονομιμοποιηθεί ηθικά ως «ανούσιο» -αφού δεν θα άλλαζε τη μεταναστευτική πολιτική της Αυστραλίας- και οι καλλιτέχνες παρουσιάζονταν ως «αχάριστοι». Οι ίδιοι οι διοργανωτές της Μπιενάλε αρχικά στήριξαν την Transfield, λέγοντας ότι «το μόνο σίγουρο είναι ότι, χωρίς τον ιδρυτικό εταίρο μας, η Μπιενάλε δεν θα υπάρχει» και ότι «η αφοσίωσή μας στην οικογένεια Νετίς –και τους εκατοντάδες χιλιάδες που ωφελούνται από την Μπιενάλε- πρέπει να πρέπει να σταθεί πάνω από αμφίβολους ισχυρισμούς»… Ο υπουργός Πολιτισμού της Νέας Νότιας Ουαλίας, Τζορτζ Σουρής, με άρθρο του στη «Sydney Morning Herald» εκφράστηκε εντελώς απαξιωτικά: «Εάν υπήρξε ποτέ μία περίπτωση που μια φωνασκούσα μειοψηφία έκοψε τη συλλογική της μύτη για να πληγώσει το πρόσωπό της προκειμένου να μην αλλάξει κάτι, τότε είναι αυτή».

Η πληρωμένη απάντηση ήρθε από τον καθηγητή Τέχνης Κόλιν Ρόουντς, που είπε στη «Sydney Morning Herald»: «Όταν συμμετέχεις σε κάτι που πιστεύεις και θέλεις να αλλάξεις, είναι αναπόφευκτο ότι κάποιοι θα διαφωνήσουν. Το να τους εξοργίζεις είναι ένας τρόπος να προκαλέσεις την προσοχή και να κάνεις τους ανθρώπων να μιλήσουν».

Πολιτισμός στις πλάτες σκλάβων; – Το μποϊκοτάζ στο Μουσείο Γκουγκενχάιμ στο Άμπου Ντάμπι

Πρόκειται για ένα από τα πιο μεγαλεπήβολα –ματαιόδοξα, για άλλους- έργα: Στο Νησί Σααντιγιάτ, το Άμπου Ντάμπι των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, κατασκευάζει το μεγαλύτερο «πολιτιστικό κέντρο» (όπως αποκαλείται) της Μέσης Ανατολής. Εκτός από εμπορικά καταστήματα, κατοικίες και χώρους αναψυχής, το έργο περιλαμβάνει παράρτημα του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, του Μουσείου του Λούβρου και του Μουσείου Γκουγκενχάιμ. Ένα πολιτιστικό κέντρο, που, όμως, φέρεται να χτίζεται από σύγχρονους σκλάβους…

Η αντίδραση ήρθε από κάπου που πολλοί δεν θα το περίμεναν, όταν αρκετοί καλλιτέχνες και ακτιβιστές ίδρυσαν ήδη από το 2010 τη συλλογικότητα Gulf Labor Coalition (GLA) και το παρακλάδι της για άμεση δράση Global Ultra Luxury Faction (GULF), με σκοπό την προστασία των εργαζομένων στον Περσικό Κόλπο.

Τέσσερις ημέρες, λοιπόν, αφότου ο διευθυντής του Μουσείου Γκουγκενχάιμ Ρίτσαρντ Άρμστρονγκ ανακοίνωνε στο Euronews (24/4/2019) ότι οι εργασίες για την κατασκευή του μουσείου στο Άμπου Ντάμπι θα ολοκληρωθούν σε τέσσερα χρόνια από την ημερομηνία έναρξής τους (με την τελευταία, όμως, να μην έχει οριστεί ακόμα για ένα σχέδιο που έχει ανακοινωθεί εδώ και δεκατρία χρόνια),  ο GLC έδινε στη δημοσιότητα ανανεωμένο το κάλεσμα προς τους καλλιτέχνες «να παγώσουν οποιαδήποτε συνεργασία τους [με το μουσείο], περιλαμβανομένης της πώλησης έργων τους, μέχρι το μουσείο να ανταποκριθεί σε ερωτήματα που αφορούν τις συνθήκες εργασίας».

Η οργάνωση εξαρχής υποστήριζε αυτό που αναφέρεται στην προαναφερθείσα επιστολή, ότι το παράρτημα του μουσείου στο Άμπου Ντάμπι «χτίζεται στην πλάτη της εκμετάλλευσης και της κακομεταχείρισης εργατών και της επιβάρυνσής τους με χρέος».

Τα δημοσιεύματα τους επιβεβαιώνουν: «Οι μετανάστες που χτίζουν το πολιτιστικό κέντρο στα ΗΑΕ δουλεύουν σε συνθήκες φυλακής» έγραφε, για παράδειγμα, ο «Guardian» τον Απρίλιο του 2015, ενώ για συνθήκες σχεδόν «σκλαβιάς» έκανε λόγο ο Ρόμπερτ Φισκ στην «Independent». Επιπλέον, η οργάνωση Human Rights Watch, σε έκθεση 82 σελίδων (2015), διαπίστωνε ότι στο Νησί Σααντίγιατ κάποιοι εργοδότες παρακρατούν τους μισθούς των εργατών που κατασκευάζουν το παράρτημα του Μουσείου του Λούβρου και του Πανεπιστημίου της Ν. Υόρκης, τους κατάσχουν τα διαβατήρια και τους στεγάζουν σε άθλια καταλύματα.

Η επιστολή των καλλιτεχνών συνέχιζε: «Πριν συμφωνήσουμε να συμμετέχουμε με τη δουλειά μας στη συλλογή, εσείς μπορείτε να διασφαλίσετε ότι οι εργάτες δεν υφίστανται κακομεταχείριση, ότι λαμβάνουν δίκαιες αμοιβές, ότι δεν επιβαρύνονται με χρέος που προκύπτει από τα έξοδα για την πρόσληψή τους (σσ: πληρώνουν υπέρογκα ποσά σε εταιρείες για να τους βρουν δουλειά), ότι τους παρέχεται αξιοπρεπής διαμονή και συνθήκες διαβίωσης και ότι έχουν το δικαίωμα να εκφράσουν τέτοια παράπονα ή να καταγγείλουν κακομεταχείριση, ατομικά ή συλλογικά;»

Την ξεκάθαρη διαφωνία της για την κατασκευή του παραρτήματος του Γκουγκενχάιμ στο Άμπου Ντάμπι, η οργάνωση την είχε εκφράσει και αλλιώς: την Πρωτομαγιά του 2015 έκανε κατάληψη στο Μουσείο Γκουγκενχάιμ στη Ν. Υόρκη και στις 8 Μαΐου της ίδιας χρονιάς, στη Συλλογή Peggy Guggenheim στη Βενετία (Μπιενάλε Βενετίας). Επίσης, τον Απρίλιο του 2016, σε μια ιδιαίτερα εντυπωσιακή διαμαρτυρία, πρόβαλλε φωτεινά συνθήματα στην πρόσοψη του κτιρίου του, όπως «Υπερπολυτελής τέχνη, υπερχαμηλοί μισθοί», «Κάθε μέρα είναι Πρωτομαγιά» και «1%», και το σύνθημα «Διαρρήξατε την εμπιστοσύνη» με τα πρόσωπα των μελών του διοικητικού συμβουλίου του μουσείου να εναλλάσσονται στο φόντο.

Κι ενώ οι καλλιτέχνες, σε ένδειξη καλής θέλησης, είχαν συμφωνήσει να σταματήσουν για ένα διάστημα τις κινητοποιήσεις, το Μουσείο Γκουγκενχάιμ, με e-mail του διευθυντή τους προς καλλιτέχνες, κριτικούς, εφόρους και διευθυντές μουσείων σε όλο τον κόσμο, ανακοίνωσε, στις 16 Απριλίου 2016, ότι διακόπτει τις συνομιλίες με το GLC και το χαρακτήριζε σαν μια ομάδα που «συνεχίζει να αλλάζει τις απαιτήσεις της» και χρησιμοποιεί «εσκεμμένα ανακρίβειες».

Ανακρίβεια, ωστόσο, σίγουρα δεν ήταν η απαγόρευση εισόδου στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα , τον Μάρτιο του 2015, του καθηγητή Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης και  μέλους του GLC Άντριου Ρος, ο οποίος είχε δημοσιεύσει σειρά επικριτικών άρθρων για τις συνθήκες εργασίας στην περιοχή. Ο καθηγητής ενημερώθηκε πριν επιβιβαστεί στην πτήση του προς τα ΗΑΕ, όπου θα επισκεπτόταν το παράρτημα του Πανεπιστημίου της Ν. Υόρκης και θα συνέχιζε την έρευνά του για τα εργασιακά, ότι η είσοδος στη χώρα του είχε απαγορευτεί για «αδιευκρίνιστους λόγους ασφαλείας»…

Οι Αρχαίοι Έλληνες, ο Φουκώ και η μεγάλη πρόκληση

Το μποϊκοτάζ είναι ένα μέσο μη βίαιης άσκησης πίεσης από τα κάτω προς τα πάνω. Και σίγουρα είναι διαφορετικά τα μποϊκοτάζ που γίνονται εναντίον κρατών ή πολυεθνικών εταιρειών, που διαθέτουν μεγάλη δύναμη, από εκείνα εναντίον ινστιτούτων, οργανισμών και άλλων φορέων. Το πώς και σε ποιες περιπτώσεις εφαρμόζεται το μποϊκοτάζ διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη μαζικότητα και την αποτελεσματικότητά του. Το σίγουρο είναι πως, κάθε φορά που υπάρχει κάλεσμα σε μποϊκοτάζ, ανοίγει μια μεγάλη δημόσια συζήτηση για το εκάστοτε φλέγον θέμα που αποτελεί το αντικείμενό του, κι αυτό από μόνο του είναι πολύ σημαντικό.

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι το πολιτιστικό χωρίς οικονομικό μποϊκοτάζ είναι αναποτελεσματικό. Άλλοι θεωρούν ότι το πολιτιστικό μποϊκοτάζ συχνά πλήττει και αυτούς που κλήθηκε να υποστηρίξει, γιατί επιβάλλει τη σιωπή των καλλιτεχνών. Ωστόσο, το τελευταίο χρησιμοποιείται ως επιχείρημα από εκείνους που θεωρούν ότι η Τέχνη δεν πρέπει να είναι πολιτική, «προκειμένου να ενώνει». Αν, όμως, δεν είναι πολιτική, τότε πώς έχει τη δυναμική να θέτει σε τροχιά κάποια κοινωνική και πολιτική αλλαγή, ώστε «να ενώνει»; Μπορεί η Τέχνη να λειτουργεί ως «εξαίρεση», επάνω και πέρα από οποιοδήποτε πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο; Οι καλλιτέχνες είναι όντα που ζουν και δημιουργούν σε πολιτικό και κοινωνικό κενό;

Εκείνο που σίγουρα χρειάζεται να απαντήσουμε, όπως είπε στην ομιλία της η Στόλερ, είναι εάν θα αποδεχτούμε την πρόκληση «να επιδιώξουμε αυτό που ο Φουκώ έμαθε από τους Αρχαίους Έλληνες, και που ίσως μάθουμε κι εμείς: δηλαδή ότι η παρρησία, η αλήθεια, πρέπει να μετατρέπεται σε λόγο χωρίς φόβο στην αγορά του δημόσιου χώρου – ένας λόγος χωρίς φόβο που μπορεί να μετρηθεί μόνο με τις απρέπειες που αγκαλιάζει, τις υπερβάσεις για τις οποίες κατηγορείται, τη δυσαρέσκεια που προκαλεί και τα ρίσκα που είναι διατεθειμένος κάποιος να αναλάβει».