Όταν (κι) ο φωτογραφικός φακός αποτελούσε όπλο

Με αφορμή την φωτογραφία της κατοχής και της Αντίστασης

| 12/10/2016

12 Οκτώβρη. Το 1944, η Αθήνα ξεπάστρεψε τους ναζιστές. Απλά και ηρωικά. ΕΛΑΣίτικα. Σε αυτό το κείμενο ωστόσο δεν θα συνομιλήσω με την ιστορία. Δεν έχω τέτοια πρόθεση.

Θυμάμαι σε εκείνη την αναπάντεχη ερώτηση του «τι έγινε τότε», φίλοι και συμμαθητές να μένουν αποσβολωμένοι κοιτώντας την κάμερα ντροπιασμένοι, απαντώντας κάτι το παντελώς άσχετο και εγώ να αναρωτιέμαι, πλέον, προς τι μια τέτοια ντροπή όταν είναι γνωστό πως ο ανθρώπινος νους δεν είναι φτιαγμένος να συγκρατεί ημερομηνίες και στοιχεία. Αυτά είναι άλλωστε για γραφειοκρατικά κατάστιχα. Ο ανθρώπινος νους είναι δημιουργός και ως εκ τούτου αντιγραφειοκράτης, συγκροτημένος με βιώματα που τα περνάει από κόσκινο για να τα απορρίψει ή να τα επιβεβαιώσει. Κάθε τύπου βιώματα. Ακόμη και αφηγημένα. Άσχετοι, λοιπόν, δεν ήταν οι συμμαθητές μου. Δίχως να εννοώ τους δασκάλους που τους επιτρέπουν να κατέχουν απλώς μια κιμωλία, άσχετοι ήταν όλοι όσοι κατείχαν στα χέρια τους όλη την εκπαιδευτική διαδικασία. Και ποτέ δεν τέθηκε από αυτούς στην θέση του παραπάνω ερωτήματος, ένα πιο ενδεικτικό ερώτημα: «Γιατί έγινε τότε». Το «γιατί» επιζητεί το «επειδή» και το «επειδή» απορρίπτει την σαφήνεια και επιζητεί την αλήθεια. Και όσοι δημιουργούν γνώσεις, ψεύδονται.

Υπάρχει ένα πλέγμα ερωτημάτων: Μπορεί ένα ιστορικό γεγονός του παρελθόντος να μεταφερθεί ως βίωμα στους ανθρώπους του παρόντος ώστε να αποκτά στο νου, στο συναίσθημα και στον συλλογισμό τους την δυναμική που είχε στους ανθρώπους που το ζήσανε; Μήπως είναι αδύνατο κάτι τέτοιο με οποιοδήποτε άλλο τρόπο πέρα ίσως από την χρήση της τέχνης; Μήπως τα εργαλεία της τέχνης είναι πιο επιδραστικά στον ψυχισμό του ανθρώπου, πιο βιωματικά και ως εκ τούτου πιο επιτελικά και αποτελεσματικά; Ή μεταπλάσει την ίδια την ιστορία μέσω της αφήγησης που αφαιρεί και προσθέτει μέσα από ένα υποκειμενικό πρίσμα; Μήπως εν τέλει η ιστορία είναι ακριβώς αυτό; Το αποτέλεσμα μιας αφήγησης; Ερωτήματα που μπορούν να ευνοήσουν πλήθος μεταφυσικών απαντήσεων. Η Susan Sontag κάπου γράφει: «[Η φωτογραφία] είναι μια γραμματική, μια ηθική της όρασης, μπορούμε να χωρέσουμε ολόκληρο τον κόσμο στο κεφάλι μας». Ίσως υπάρχει κάπου μια απάντηση, λοιπόν, κάπως αξιόπιστη. Ή ένα όχημα για να την βρούμε.

Δίστομο. Μπαίνω στη πόλη. Άδεια και αδιάφορη. Στο μυαλό μου μια εικόνα. Σημαίνουσα. Το πορτραίτο μιας νεαρής γυναίκας με ένα μαύρο μαντήλι στα μαλλιά. Επιμένω να την βρω σαν να είμαι σίγουρος πως είναι εκεί τριγύρω. Αυτό μου λέει μια ανάμνηση μου. Μια συλλογική, καλύτερα, ανάμνηση και έτσι προφανώς δική μου. Η έκφραση του προσώπου της κοπέλας παραμένει. Οι ναζί εκτέλεσαν την μητέρα της. Δεν είμαι σίγουρος πως και γιατί το γνωρίζω. Κάψανε έπειτα όλο το χωριό. Ούτε αυτό. Ο φωτογράφος Dmitri Kessel, μου δημιούργησε μια μνήμη δημοσιεύοντας στο περιοδικό «Life» με τίτλο «What the Germans did to Greece» την φωτογραφία της. Συνεπώς αυτός μου μετέφερε τον τρόμο. Πότε ακριβώς συνέβη; Επίσης μου διαφεύγει. Γνωρίζω την ηθική του βλέμματος της και της στάσης της μονάχα. Μια ποιότητα που η οποιαδήποτε ημερομηνία αδυνατεί να συγκρατήσει. Τώρα είμαι κάτοχος της ιστορίας.

kessel_life

Ο Σπύρος Μελετζής, ανέβηκε στα βουνά με 320 φιλμ και φωτογράφισε το ΕΑΜικό αντάρτικο. Διαμέσου των κατοχικών ημερών έκανε και… έκθεση φωτογραφίας στις απελευθερωμένες περιοχές της χώρας και την θαύμασαν γέροι, γυναίκες και παιδιά. Ο Λεωνίδας Μπαλάφας, είχε την ίδια αποστολή στην Ήπειρο. Ένοπλος φωτογράφος. Με φιλμ κλεμμένο από τον εχθρό, από ιταλικό βομβαρδιστικό. «Δεν πούλησα ποτέ φωτογραφίες. Αν τις πουλήσω είναι σαν να εκπορνεύω τα συναισθήματά μου…» θα πει. Από την άλλη, η Βούλα Παπαιωάννου και ο Δημήτρης Χαρισιάδης, βρισκόταν στην Αθήνα και δούλευαν για έντυπα του εξωτερικού. Στις δικές τους εικόνες βλέπουμε πείνα, πόνο και θάνατο. Ο μισός πληθυσμός της πρωτεύουσας έχει ήδη πεθάνει από την πολιορκία που οι ναζί επέβαλαν. Οι φωτογράφοι παρατήρησαν και συγκράτησαν την γενοκτονία, γιατί δεν ανέχτηκαν να αποφύγουν την ευθύνη τους. Πως και οι ίδιοι είναι μέρος της ιστορίας. Ο φωτογραφικός φακός ήταν όπλο, μια αυτόβουλη μηχανή που σκοτώνει φασίστες.

papaioannou-2

Οι τέσσερις παραπάνω φωτογράφοι είχαν διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες όπως και διαφορετικές επαγγελματικές σχέσεις με το μέσο. Διαβάζω την άποψη της ιστορικού της φωτογραφίας Νίνας Κασσιανού που λέει πως «οτιδήποτε επενδύσεις πάνω στη φωτογραφία είτε αλήθεια, είτε ψέμα, αυτό αποτελεί ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας της συγκεκριμένης εποχής. Αποκτά ιστορικότητα είτε έτσι, είτε αλλιώς. Είναι πολιτική η προσέγγιση των γεγονότων σε περίοδο πολέμου και εξαρτάται από τι πολιτικές προωθείς». Αν βγάλουμε σήμερα τις λεζάντες και διώξουμε την επιρροή των κειμένων και τις παραθέσουμε όλες δίπλα δίπλα θα μπορέσουμε όπως είπε ο Μπαλάφας να μην «σταθούμε στην φλούδα της φαινομενικότητας, αλλά να περάσουμε στο πετσί των (φωτογραφιζόμενων) ανθρώπων». Θα δούμε μια ξεκάθαρη πολιτική προσέγγιση των γεγονότων. Θα δούμε το πιο σαφέστατο φωτογραφικό βιβλίο του ελληνικού λαού. Οι φωτογράφοι δημιούργησαν ασυνήθιστα για τις συνθήκες και αισθητικά άριστα ντοκουμέντα ανθρωπιάς και αλήθειας, ιστορικής κλίμακας. Σαν να γνώριζαν από καιρό το γνωστό παιχνίδι της απόκρυψης, της αναθεώρησης, της μετάλλαξης που προκαλεί η στείρα εκπαίδευση του μέλλοντος. Δημιούργησαν ντοκουμέντα που καθιστούν γελοία και ανάξια κάθε αναφορά σε ημερομηνίες και σε ερωτήσεις τύπου “τι έγινε τότε”.

«Συνάντησα μια Ρουμελιώτισσα γερόντισσα, που κουβαλούσε εφόδια για τους αντάρτες. Όταν τη ρώτησα, πώς μπορεί να είναι ζαλωμένη με ένα τόσο βαρύ φορτίο, πήρα μια απάντηση: “Αγώνας είναι αυτός συναγωνιστή, άμα κερδίσουμε, τα κερδίζουμε όλα. Άμα τα χάσουμε, τα χάνουμε όλα”. Τότε είδα αυτήν τη γερόντισσα, σα γίγαντα μπροστά μου και άρχισα να σκέφτομαι ότι οι φωτογραφίες που έπρεπε να τραβήξω, έπρεπε να έχουν την αγωνία, την πίστη, την ελπίδα και τη λεβεντιά αυτού του λαού», λέει ο Μελετζής.

10 Ιούνη του 1944. Οι ναζί καίνε το Δίστομο και σφαγιάζουν το πληθυσμό του. Το κορίτσι με το μαύρο μαντήλι μοιάζει πλέον με μητέρα όλων μας. Θρηνεί τα παιδιά, τον ελληνικό λαό, την ανθρωπότητα. 12 Οκτώβρη του 1944. Η Αθήνα απελευθερώνεται από τους ΕΛΑΣίτες. Υπάρχει φωτογραφία, υπάρχει ανάμνηση. Η εικόνα υπερβαίνει την σχολαστικότητα ενός μαθήματος ιστορίας γιατί κατέχει μερίδιο της ιστορίας. Δεν διδάσκεται. Βιώνεται.

Γεννημένος το 1984 στην Λάρισα, εγκλωβισμένος για κάποια χρόνια στην Ιταλία, αντί να μάθει να ξυπνάει στις αίθουσες δικαστηρίων έμαθε να βρίσκεται στις αίθουσες κινηματογράφου καθώς και πίσω από φωτογραφικές μηχανές. Έκτοτε γράφει για ταινίες και για σινεμά (καθώς και για ό,τι άλλο σκέφτεται) και φωτογραφίζει για φωτορεπορτάζ και για ευχαρίστηση. Είναι μέλος του ΔΣ της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ), της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) και της Επιτροπής κρίσης και αξιολόγησης του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ).