Ουφ! Η «ανάπτυξη» του κινηματογράφου και της πολιτιστικής κληρονομιάς «ανακουφίστηκε»...

... και οι έμποροί τους επίσης

| 04/04/2018

Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την «ανάπτυξη» του ελληνικού κινηματογράφου και της πολιτιστικής κληρονομιάς: Το φάντασμα του «όχι». Όλες οι δυνάμεις και οι εκδοχές της γερασμένης ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας – μαζί με την κλασική Δεξιά – οι κρατικοί φορείς και οι κάθε φορά «πρόθυμοι» του μηντιακού και κινηματογραφικού μικροσύμπαντος, ενώθηκαν σε μια ιερή συμμαχία για να κυνηγήσουν αυτό το φάντασμα: Το υπουργείο Πολιτισμού και το υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και το ΕΚΟΜΕ (Εθνικό Κέντρο Οπτικοακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας), τα αφεντικά του τουρισμού και του κινηματογράφου, οι «προοδευτικοί» και οι «αριστερούληδες» που, όμως, φρίττουν ακόμη και στην ιδέα της δημόσιας διαχείρισης… του οξυγόνου, καθώς και τα συστημικά, κρατικά, φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ.

Ποια φωνή που τόλμησε να ψελλίσει έστω μισή λέξη προβληματισμού – ακόμη χειρότερα, αντίθεσης – στο κυρίαρχο, αντιδραστικό «αφήγημα» της «ανάπτυξης» (και) του ελληνικού κινηματογράφου, μέσω των γυρισμάτων ξένων παραγωγών (και) στους αρχαιολογικούς χώρους, δεν έχει κατηγορηθεί για όλα τα θανάσιμα αμαρτήματα, αν όχι σχεδόν για προδοσία;

Το μίσος και η λύσσα, η νοσηρή χλεύη και η μηδενιστική απαξίωση που χαρακτήρισαν τις επιθέσεις εναντίον του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου διότι γνωμοδότησε, οριακά, κατά της παραχώρησης του αρχαιολογικού χώρου του Σουνίου για το γύρισμα μια τηλεοπτικής σειράς του BBC, ήταν μακράν δυσανάλογα της πραγματικότητας αυτής της γνωμοδότησης και των εξαιρετικά πεπερασμένων ορίων του οργάνου που την έλαβε.

«Ευτυχώς» όμως! Η τάξις αποκαταστάθηκε! Το ΚΑΣ έδωσε το «πράσινο φως» να γίνουν τα γυρίσματα στο Σούνιο στις 12 Απριλίου και η ψυχροπολεμική «Μικρή Τυμπανίστρια» του Τζον Λε Καρέ, σε σκηνοθεσία του Παρκ Τσαν Γουκ, θα «σώσει» τον ελληνικό κινηματογράφο και θα προβάλλει – όπως άλλωστε ξέρουμε όλοι ότι το είχε ανάγκη – τον Ναό του Ποσειδώνα, στην Υφήλιο! Πάλι καλά που υπάρχει το BBC και ο Γουκ, αλλά, πιο πολύ ακόμη, πάλι καλά που υπάρχει ο γενικός γραμματέας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας Λευτέρης Κρέτσος, αλλά και η Λυδία Κονιόρδου (που ο Ποσειδώνας να κόβει έσοδα από τα εισιτήρια και να τους τα δίνει χρόνια), αλλά και η κυβέρνηση εν γένει, που κούνησαν το δάχτυλο αυστηρά στους αρχαιολόγους, οι οποίοι δεν εννοούν να κατανοήσουν ότι η πολιτιστική κληρονομιά δεν μπορεί να υπάρξει δίχως το BBC και το Χόλιγουντ.

Οι… «θιγμένοι» «film friedly»…

Και να έκανε το ΚΑΣ κάποια «επανάσταση»… Ούτε καν εξέγερση! ‘Αλλωστε, δεν είχε περάσει καιρός που έδωσε την έγκρισή του να μετατραπεί σε πασαρέλα το Ηρώδειο, ή που παραχώρησε την ίδια την Ακρόπολη στο BBC για την ίδια παραγωγή. Διότι το ΚΑΣ, όπως και το σύνολο των γνωμοδοτικών συμβουλίων και των «ανεξάρτητων» αρχών και θεσμών, είναι αντικειμενικά, δηλαδή πέρα από τις προθέσεις των κάθε φορά μελών που τα απαρτίζουν, το «δημοκρατικό» άλλοθι του αστικού κράτους. Χειραγωγούνται και μόνο από το γεγονός ότι καλούνται να υπερασπίζουν ένα θεσμικό πλαίσιο κομμένο και ραμμένο στις ανάγκες των αστών. Οι στιγμές που αυτά τα συμβούλια και αυτές οι αρχές ορθώνουν το ανάστημά τους είναι σπάνιες και συνήθως οφείλονται στην εκάστοτε συγκυρία της σύνθεσής τους ή σε μια ανάκαμψη και πίεση του κινήματος.

Το μόνο που έκανε το ΚΑΣ, στην προκειμένη περίπτωση, ήταν να προβληματιστεί πάνω σε ορισμένες, τεχνικού τύπου, παραμέτρους του αιτήματος, όπως – σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο – η μεγάλη χρονική έκταση (η κινηματογράφηση θα γινόταν αυθημερόν από τις 7 το πρωί ως τις 7 το βράδυ), ο μεγάλος αριθμός προσώπων (ως και 120 άνθρωποι θα στέκονταν σε σημεία ελέγχοντας τη ροή των επισκεπτών και σταματώντας την για λίγο όταν χρειαζόταν) και ο βαρύς εξοπλισμός. Παράμετροι οι οποίοι, όπως έκρινε η πλειοψηφία του συμβουλίου, θα δυσχέραιναν υπέρμετρα τη λειτουργία του αρχαιολογικού χώρου και μάλιστα σε μια περίοδο αιχμής. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Αν υπήρχαν και κάποιες βαθύτερες ιδεολογικές διαφωνίες, είτε δεν εκφράστηκαν, είτε υπονοήθηκαν πολύ γενικά. Για παράδειγμα ειπώθηκε πως το περιεχόμενο της ταινίας δεν συνάδει με τον χώρο. ‘Οντως δεν συνάδει – πώς αλλιώς μπορεί να συμβαίνει με ένα αίτημα να γυριστεί στον Ναό του Ποσειδώνα ψυχροπολεμικό κατασκοπευτικό έργο βασισμένο σε μυθιστόρημα του Τζον Λε Καρέ, με Παλαιστίνιους «τρομοκράτες» – αλλά αναλόγως δεν συνάδει ούτε με την Ακρόπολη, που όμως η παραχώρησε είχε γίνει νωρίτερα.

Κι όμως! Ξεσηκώθηκε «τσουνάμι» αντιδράσεων. «H άρνηση του ΚΑΣ να χορηγήσει άδεια γυρισμάτων στο BBC και στον διεθνούς φήμης σκηνοθέτη Παρκ Τσαν Γουκ στο Σούνιο, για τη μίνι σειρά The Little Drummer Girl, αναδεικνύει για μία ακόμα φορές τις παθογένειες που έχουμε ως χώρα» δήλωσε «βαρύγδουπα» ο κυρ Κρέτσος.

«Μετά από την πολυετή οικονομική κρίση που ισοπέδωσε την οπτικοακουστική παραγωγή της χώρας μας, που άφησε χιλιάδες εργαζόμενους στη βιομηχανία του θεάματος άνεργους, και τους υπόλοιπους να δουλεύουν υπο-αμοιβόμενοι, σε άθλιες εργασιακές συνθήκες, και την ίδια στιγμή που ολόκληρος ο ελληνικός λαός κάνει υπερπροσπάθεια για να υπερβούμε όλοι μαζί την περίοδο της επιτροπείας, με μία μόνο αξιολόγηση να μας χωρίζει από την οριστική έξοδο από τα μνημόνια, το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο αρμενίζει σε δικές του ήρεμες θάλασσες σαν να μην έχει συμβεί όλα αυτά τα χρόνια απολύτως τίποτα» συνέχισε απτόητος. Προσθέτοντας ότι «δεν εξηγείται αλλιώς η σπουδή να απορριφθεί, με συνοπτικές διαδικασίες, και χωρίς να εξεταστούν εναλλακτικές, συμβιβαστικές λύσεις (όπως, για παράδειγμα, η δυνατότητα να γίνουν γυρίσματα νωρίς το πρωί ή σε ώρες μη αιχμής λύσεις που πρότεινε, προς τιμήν της, η μειοψηφία) το αίτημα ενός, κατά τεκμήριο, σοβαρότατου φορέα, και ενός δημιουργού που τιμά τον τόπο μας επιλέγοντάς τον για την παραγωγή της σειράς του».

«Ατυχή» χαρακτήρισε την γνωμοδότηση του ΚΑΣ η υπουργός Πολιτισμού, Λυδία Κονιόρδου. Προανήγγειλε μάλιστα ήδη από το Σάββατο ότι η εταιρεία παραγωγής… επανήλθε με καινούργια πρόταση η οποία και συζητήθηκε τελικά την Μ. Τρίτη στο ΚΑΣ, για να «λυθεί το ζήτημα». «Πρέπει να δημιουργήσουμε κατάλληλες συνθήκες, να εναρμονιστούμε με ό,τι συμβαίνει στις άλλες χώρες έτσι ώστε η χώρα μας να γίνει film friedly για τον κινηματογράφο» είπε η υπουργός.

Ακόμη πιο «θιγμένο» και από το BBC εμφανίστηκε το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. Το οποίο «απεφάνθη» ότι η γνωμοδότηση του ΚΑΣ «δημιουργεί εμπόδια στην προσπάθεια να γίνει επιτέλους πράξη η προσέλκυση διεθνών παραγωγών». Και το «τερμάτισε», όσον αφορά το δέσιμο της πολιτιστικής κληρονομιάς στο «άρμα» των αναγκών του κεφαλαίου του οπτικοακουστικού τομέα, λέγοντας, ανερυθρίαστα: «Ένα από τα βασικά συγκριτικά πλεονεκτήματα μιας χώρας, σαν την Ελλάδα, είναι οι αρχαιολογικοί και ιστορικοί χώροι της (δεκαοχτώ από τους οποίους προστατεύονται από την UNESCO). Οφείλει, λοιπόν, να τους αξιοποιήσει, να τους αναδείξει και να τους προβάλει μέσα από την οπτικοακουστική βιομηχανία, εκμεταλλευόμενη στο έπακρο τη χρησιμότητά τους στο χτίσιμο του branding μιας χώρας φιλικής προς τις κινηματογραφικές παραγωγές.»!

Όπερ σημαίνει, ότι για το ΕΚΚ, αυτοί οι ιστορικοί και αρχαιολογικοί χώροι προφανώς έχουν «ανάγκη» «προβολής» από την οπτικοακουστική βιομηχανία και δεν είναι η βιομηχανία που, στην πραγματικότητα, θέλει να «ξεζουμίσει» την λάμψη της πολιτιστικής κληρονομιάς για να πουλήσει όσο πιο πολλά ποπ – κορν μπορεί στα multiplex.

Η μοναξιά των αρχαιολόγων

Οι μόνοι που υπερασπίστηκαν – για μια ακόμη φορά – την αλήθεια και τον ορθολογισμό ήταν οι αρχαιολόγοι. Αν και αυτό δεν εμπόδισε τον παρουσιαστή της πρωινής ενημερωτικής εκπομπής της ΕΡΤ-1 την περασμένη Τρίτη το πρωί να «αποφανθεί» ότι οι αρχαιολόγοι «ζητάνε και τα ρέστα»…

Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων λοιπόν, σε ανακοίνωσή του κατήγγειλε «την αήθη επίθεση κυβερνητικών παραγόντων και μερίδας των Μ.Μ.Ε., που παραλείπουν (…) ή διαστρεβλώνουν (…) επισημαίνοντας ότι η σημασία και υπεραξία των μνημείων της πολιτιστικής μας κληρονομιάς δεν προβάλλεται μέσα από κινηματογραφικές παραγωγές, αλλά αντίθετα τα μνημεία προσθέτουν κύρος και αίγλη σε παραγωγές, που όχι λίγες φορές έχουν αποδειχθεί πολύ κατώτερες της σημασίας των χώρων που χρησιμοποιούν ως σκηνικό.

»Η για άλλη μια φορά απροβλημάτιστη στοχοποίηση του Κ.Α.Σ. προδίδει αδιαφορία και περιφρόνηση απέναντι στο βασικό γνωμοδοτικό όργανο του ΥΠ.ΠΟ.Α. Με αχαρακτήριστη ευκολία και εμφανή πρόθεση να δημιουργήσουν ευρύτερες αντιδράσεις στην κοινωνία, βάλουν ευθέως ενάντια στον «συνήθη ύποπτο», την Αρχαιολογική Υπηρεσία, τους αρχαιολόγους και εν τέλει στους ίδιους τους θεσμούς που διαφύλαξαν και ανάδειξαν τα μνημεία και τους χώρους, που σήμερα όλοι επιθυμούν την “αξιοποίησή τους”.

»Ο Σ.Ε.Α. επισημαίνει ότι η σύνδεση των μνημείων με την σύγχρονη τέχνη, και δη τον κινηματογράφο, αποτελεί έναν από τους τρόπους προσέγγισης της κοινωνίας στον αρχαιολογικό πλούτο της χώρας, και κατ’ επέκταση στόχο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Αυτό όμως οφείλει να γίνεται με γνώμονα την ασφάλεια και τη φύλαξη των αρχαιολογικών χώρων, την επισκεψιμότητα και τις βασικές λειτουργίες των αρχαιολογικών χώρων και των μουσείων. Δεν σημαίνει την a priori αποδοχή κάθε αιτήματος που κατατίθεται, όπως κατατίθεται. Είναι ανάγκη να γίνει κατανοητό ότι η σοβαρότητα μιας Κρατικής Υπηρεσίας δεν μετράται στην ευκολία με την οποία εγκρίνει κάθε αίτημα και σε όποιο τίμημα απλώς και μόνο για να είναι «αρεστή», αλλά στη σαφήνεια των όρων που θέτει, ώστε το εγχείρημα να είναι όντως επωφελές από κάθε άποψη».

Επίσης ο ΣΕΑ κάλεσε την υπουργό Πολιτισμού, Λυδία Κονιόρδου, «να υπερασπιστεί το κύρος της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και του ΥΠ.ΠΟ.Α. και να απόσχει από δηλώσεις που δίνουν έδαφος στους καθ’ έξιν και κατ’ επάγγελμα επικριτές του» (σσ. όλη ανακοίνωση του ΣΕΑ, ΕΔΩ).

Στο βάθος… ΕΕ

Φυσικά, πίσω από την εξοργιστική διαστρέβλωση της πραγματικότητας, την επίδειξη αρχοντοχωριατισμού και «μαυρογιαλουρισμού» της κυβέρνησης, του αστικού πολιτικού συστήματος εν γένει και των μηντιακών «παπαγάλων» τους, κρύβεται η Ευρωπαϊκή Ένωση. Αναφέρει, για παράδειγμα, το ΕΚΚ, εξόχως αποκαλυπτικά, στην ίδια ανακοίνωση: «Τον Νοέμβριο του 2017, σε εκδήλωση του European Film Commissions Network στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η κ. Petra Kammerevert, ευρωβουλευτής και πρόεδρος της Επιτροπής Πολιτισμού και Παιδείας, δήλωσε: “Το 2018 θα είναι Έτος Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Δεν ήταν εύκολο να το κερδίσουμε. Οι αρχαιολογικοί χώροι πολιτιστικής κληρονομιάς θα έπρεπε να αξιοποιούνται περισσότερο στις ταινίες διότι εκεί αναδεικνύονται με εκπληκτικό τρόπο και δημιουργούν συναισθηματικούς δεσμούς με το κοινό”.».

Η πλήρης εμπορευματοποίηση και της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι παλιός στόχος του κεφαλαίου της ΕΕ και ο κινηματογράφος είναι το πιο ύπουλο εργαλείο για την επίτευξή του, αφού, όπως έδειξε και το παράδειγμα του Σουνίου, ακόμη και καλών προθέσεων άνθρωποι και προοδευτικά μυαλά έπεσαν στην καλοδουλεμένη και καλοστημένη παγίδα του αφελούς – στην καλύτερη περίπτωση – και βαθιά χυδαίου και αντιδραστικού «αφηγήματος» της «προβολής» της χώρας και του πολιτισμού της, μέσα από μια παραγωγή του BBC.

Αυτό εξηγεί και την πολιτικά υστερική σύνδεση που έκανε η κυβέρνηση, μεταξύ μιας αρνητικής γνωμοδότησης του ΚΑΣ για τεχνικούς, ουσιαστικά, λόγους… με την κρίση στον οπτικοακουστικό τομέα και την «έξοδο» από τα μνημόνια. ‘Ενα λογικό «άλμα» το οποίο, όμως, πατά ακριβώς στον παραπάνω στόχο του ξεπουλήματος, κυριολεκτικά και μεταφορικά, της πολιτιστικής κληρονομιάς, μέσω της αγοραίας «αξιοποίησής» της.

Διότι δεν υπάρχει αναφορά της ΕΕ στον πολιτισμό που να μην εμπεριέχει, άμεσα ή έμμεσα, ή που να μην διαπνέεται από το αγοραίο «πνεύμα» της Συνθήκης του Μάαστριχτ και της Στρατηγικής της Λισαβόνας. Με την οποία, ο μέχρι τότε εξαιρούμενος, από τις οικονομικές, εργασιακές και λοιπές κατευθύνσεις, πολιτιστικός τομέας – στο όνομα της προστασίας του από την πλήρη εμπορευματοποίηση, που είχε κατακτηθεί από την κινηματική πρωτοπορία της διανόησης, της τέχνης και των επιστημών της πολιτιστικής κληρονομίας, ως μέρος του ακμάζοντος λαϊκού κινήματος των μεταπολεμικών δεκαετιών – δέθηκε στο «άρμα» της καπιταλιστικής «ανταγωνιστικότητας», αποτελώντας ακόμη ένα πεδίο κερδοφορίας του κεφαλαίου, ακόμη ένα πεδίο εφαρμογής των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων στις πλάτες των δημιουργών, των μνημείων, των εργαζομένων στην προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς και, φυσικά, στο σύνολο της κοινωνίας.

Πώς εκφράζονται στον εγχώριο αστικό πολιτικό λόγο τα παραπάνω; «Δεν είμαι αντίθετη με τη συνεργασία του Δημοσίου με τον ιδιωτικό φορέα» έλεγε πριν ένα χρόνο η Λυδία Κονιόρδου, ενώ ο Σταύρος Μπένος, πρόεδρος του διαβόητου «Διαζώματος» (σσ. του πλέον εμβληματικού φορέα – «γέφυρα» για την ιδιωτικοοικονομική διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς) «αναρωτιόταν»: «Γιατί οι τράπεζες να μην αναλάβουν ένα θέατρο;».

Βέβαια, αυτή η κυβέρνηση ακολουθεί και διευρύνει τον ίδιο επικίνδυνο δρόμο που άνοιξαν οι προηγούμενες. Άλλωστε, οι παραχωρήσεις αρχαιολογικών χώρων και μνημείων στο κεφάλαιο είχαν λάβει χαρακτηριστικά «τσουνάμι» τις δύο προηγούμενες δεκαετίες, δίχως την πρόφαση της κρίσης. Από την δεκαετία του ’90, πολύ πριν την πρόσφατη παραχώρηση στο Κωστέτσο δηλαδή, η Ακρόπολη και το περιβάλλον της παραχωρούνταν για επιδείξεις μόδας – ακόμη και μόνο μ ενώ πολυεθνικές και μεγάλες εταιρίες έκαναν τις δεξιώσεις τους σε μνημεία με κρατική άδεια.

Τον Δεκέμβριο, μάλιστα, του 2007, είχαμε μια ποιοτική κλιμάκωση της αγοραίας επίθεσης στην πολιτιστική κληρονομιά, με το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο να παραχωρεί, κατά πλειοψηφία, προς χρήση για 50 χρόνια(!) τμήμα της ακρόπολης του Ιτς Καλέ στο Κάστρο των Ιωαννίνων, στο Πολιτιστικό Ιδρυμα του Ομίλου Πειραιώς, για τη δημιουργία τεχνολογικού μουσείου αργυροχρυσοχοΐας!

Τότε, η εύλογη ερώτηση που τέθηκε από μέλος του ΚΑΣ (σσ. πάντα «περίεργο» αυτό το συμβούλιο…) για το αν μπορεί το ΥΠΠΟ να παραχωρεί κάστρα σε ιδιώτες (με τη σημείωση ότι «θα μας ζητάνε και την Ακρόπολη»!), αποκάλυψε και τον τρόπο που αλληλοσυμπληρώνεται ο δικομματισμός στην άσκηση της αντιδραστικής πολιτικής για τον πολιτισμό. Ετσι, το θεσμικό πλαίσιο που αφήνει τέτοια δυνατότητα είναι ο ν. 2557/97 του ΠΑΣΟΚ, με βάση τον οποίο έγιναν και οι άλλες παραχωρήσεις στο ίδρυμα. Ακόμη και ο τότε νομικός σύμβουλος του ΥΠΠΟ, που προήδρευε της συνεδρίασης, επιφυλάχτηκε για το αν η σχετική διάταξη αφορά και σε μνημεία του κράτους, καταψηφίζοντας τελικά την παραχώρηση!

«Περσινά ξινά σταφύλια»; Δυστυχώς, όχι. Και τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα. Γιατί αυτή η συστημική και συστηματική επίθεση – όλο και πιο έντονη και χυδαία όσο περνάει ο καιρός – εναντίον της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, συνδέεται πλέον και με τις μνημονιακές υποχρεώσεις που ανέλαβε το ελληνικό αστικό πολιτικό σύστημα, τα κόμματά του και οι κυβερνήσεις του έναντι των δανειστών. Ας θυμηθούμε το Ελληνικό. Δεν υπάρχει λιθάρι που να μην έχει υποθηκευτεί. Δεν υπάρχει μνημείο που να μην είναι εν δυνάμει εμπόρευμα. Και αυτή η μικρή περιπέτεια της παραχώρησης του Σουνίου στο BBC διδάσκει ακριβώς αυτό: Πως τα αφεντικά και οι πολιτικοί τους υπηρέτες – σοσιαλδημοκράτες, «υπερ-πατριώτες», νεοφιλελεύθεροι και οι εκδοχές τους, μαζί με τα ελεγχόμενα ΜΜΕ – έχουν σκοπό να το πάνε μέχρι τέλος.

Το ερώτημα είναι, αν θα τους αφήσουμε.

Γεννήθηκε – και αυτή είναι μία από τις ελάχιστες βεβαιότητες που έχει – το 1970. Πουλούσε την εργατική του δύναμη επί χρόνια στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό Τύπο. Μέχρι που του έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι ήταν το μόνο πράγμα που φοβόταν. Τώρα «αναρρώνει» στο Περιοδικό. Ελπίζει, για πάντα.