«Κωμωδία», των Γιάννη Στίγκα, Νικόλα Ευαντινού

Όλα ανάποδα, όλα ίδια

| 03/05/2021

Η κωμωδία αφήνει το γέλιο να αιωρείται και τη σκέψη να πετά. Η Κωμωδία είναι η τελευταία ηρωική πράξη του ανθρώπου πριν τον θάνατο και μετά τον θάνατο το άφθαρτο επίγραμμα του. Η Κωμωδία σώζει την τραγωδία και καβαλά τον χρόνο, τραντάζει τον χώρο και ορίζει την πορεία από κάτω προς τα πάνω. Όλα ανάποδα, όλα ίδια. Από το έσχατο σημείο της κόλασης στην κορυφή του παραδείσου και από τις εικόνες που πεθαίνουν σε αυτές που τις κρατάνε ζωντανές. Η πορεία της ανόδου απαιτεί πίστη, απελπισία και βουτιά στις υγρές, γυάλινες, εισόδους. Ο,τι χάνεις, το βρίσκεις στην άλλη πλευρά του καθρέφτη, σε αυτή που καίει την αλαζονεία και τη ματαιοδοξία σου, εκεί που τα είδωλα στέκουν όρθια, το ένα απέναντι στο άλλο, κι αν πλησιάσουν εκτοξεύονται στον γκρίζο, κίτρινο, ουρανό. Η πορεία-μαρτύριο, βασανιστήριο, γνωστό μυστήριο, αποκτά τον θείο χαρακτήρας της όταν δεν ζητάς τίποτα, όταν δεν περιμένεις τίποτα, όταν βλέπεις τον θάνατο μπροστά σου και περνάς απέναντι! Εκεί που το μικρό γίνεται μεγάλο, εκεί που το μεγάλο γίνεται μικρό, εκεί που ο θάνατος δικαιώνεται ξανά και ξανά. Τη Θεία Κωμωδία την έγραψε άνθρωπος, την «Κωμωδία» (εκδόσεις Αγρα) την έγραψαν άνθρωποι, ο Γιάννης Στίγκας και ο Νικόλας Ευαντινός. Από δω και πέρα θα τους αποκαλούμε μάρτυρες και φορείς ποίησης λυτρωτικής.

Ναι, η «Κωμωδία» των Στίγκα, Ευαντινού ακολουθεί την προκαθορισμένη αντίστροφη πορεία, αλλά ο ένας γίνεται δύο και οι δύο εκατομμύρια. Ο Δάντης και το φανταστικό ταξίδι, ο Δάντης και το πραγματικό ταξίδι. Ο Δάντης με τον Βιργίλιο και τη Βεατρίκη, ο Στίγκας και ο Ευαντινός με τα κάτοπτρα και τους εαυτούς τους. Αν στη Θεία Κωμωδία κάθε ένα από τα τρία μέρη κλείνει με τη λέξη άστρα, στην «Κωμωδία» είναι ο Καθρέφτης. Και τα δύο «μιλάνε» με το φως και τα δύο αποκαλύπτονται με το φως, μόνο που στην περίπτωση των Στίγκα, Ευαντινού ο καθρέφτης μιλά με καθρέφτη, οι εικόνες με εικόνες και το γυάλινο όριο κρατά τα κατοπτρικά νερά. Και ναι, οι δύο ποιητές ακολουθούν τον ποιητή, τον Δάντη και τη σειρά που όρισε: Κόλαση-Καθαρτήριο-Παράδεισος.  Η ειδοποιός διαφορά είναι ο χρόνος που χωρίζει τις εποχές. Ο μεσαίωνας και ο 21ος αιώνας. Το έπος το αντρειωμένο και το έπος που κρατά την ταπεινότητα του. Ο Δάντης περιμένει την ευτυχία, τον Παράδεισο και οι Στίγκας, Ευαντινός αναρωτιούνται στο τέλος «πού είναι τελικά τα ουράνια;». Ο Παράδεισος αναζητείται, η αγωνία περιμένει την ολοκλήρωση της τήξης και η μία και μοναδική απορία φτιάχνει τη είσοδο του Παραδείσου, ας τη διαβούμε.

Η αρχή είναι το τέλος και το πρώτο βήμα η κόλαση. Εκεί, στο προαύλιο αυτής, ο Γιοχάννες Χούβερκραφτεν μας καλωσορίζει. Πριν με το μεγάλο ταξίδι μας θυμίζει ότι το παρελθόν μένει στο παρελθόν και το μέλλον στο μέλλον. Οι δυο ταξιδιώτες πρέπει να προλάβουν τον χαμένο χρόνο κι ας μην έχουν καμία προοπτική. Στο τέλος, στην αρχή, θα τους ξαναβρεί ο Γιοχάννες. Στον χώρο προσκυνήσεως όλα καίνε και όλα είναι ακινητοποιημένα στους -30 βαθμούς κελσίου. Γυμνοί και υποψιασμένοι εισέρχονται οι ποιητές, έτοιμοι να δεχτούν τα καυστικά υγρά της κάθαρσης, έτοιμοι να πονέσουν για να περπατήσουν από τη μία και μοναδική οδό, το Καθαρτήριο. Εκεί χωρίζονται και ενώνονται, εκεί τα ποιήματα του ενός γίνονται ποιήματα του άλλου και εκεί που οι γέφυρες γκρεμίζονται, ουράνιες, κάθετες, κλίμακες υψώνονται. Το χωμάτινο βλέμμα του ενός γίνεται θεμέλιο του άλλου και μαζί πορεύονται στον τόπο εξαγνισμού. Τον τόπο όμως δεν τον βρίσκουν, τον δημιουργούν με τα ποιήματα τους, με τα 95 σκαλοπάτια τους.

Η ποίηση των Στίγκα, Ευαντινού είναι «κατοπτρική», εικόνες απέναντι σε εικόνες, λόγος απέναντι σε λόγο. Το καθημερινό υψώνεται στο αιώνιο και το αιώνιο αγγίζει το καθημερινό. Για την ευταξία και τη συνεννόηση με τον αναγνώστη φτιάχνουν το δικό τους αλφαβητικό λεξικό εννοιών και από την Αγάπη φτάνουν στην Ωμότητα. Στην εκμάθηση της νέας αλφαβήτας οι Γώγου, Καρούζος, Καρυωτάκης, Γκόρπας, Αναγνωστάκης, Βαρβέρης, ο Γκάτσος, ο Μπέργκμαν, ο Ροτ, ο Ρεμπώ, ο Βάρναλης, ο Ροτ, ο Πίντσον, ο Καζαντζάκης περνούν, προσπερνούν, ρίχνουν μια ματιά και αφήνουν την καταγγελία, την κουκκίδα να γίνει μαύρο σημάδι, το φως να λάμψει στο σκοτάδι και την απόλυτη ελευθερία να περπατήσει ξυπόλητη. Οι Στίγκας, Ευαντινός βλέπουν πίσω από τη δημιουργία, κρατούν το μετείκασμα της και όταν φτάνουν στον Παράδεισο ξέρουν τι πρέπει να θυσιάσουν και τι πρέπει να ρωτήσουν. Ο Γιοχάννες Χούβερκραφτεν μας καλεί να δοκιμάσουμε την ανεξήγητη πίκρα, την ανεξίτηλη και να αφεθούμε στην άφατη χαρά του ταξιδιού-εξερεύνηση, όπως ο Χ. Κορτάσαρ.

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε αθλητική δημοσιογραφία και παρά την αγάπη και την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, συνεχίζει να ασχολείται με το αθλητικό ρεπορτάζ. Έχει εργαστεί σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικούς σταθμούς, κάνοντας βιβλιοπαρουσιάσεις