Κώστας Καρυωτάκης

«Κράτησε τα όνειρά σου˙ οι συνετοί δεν έχουν έτσι ωραία σαν τους τρελούς»

| 19/10/2015

Ο Κώστας Καρυωτάκης θα μπορούσε να είναι ο Άγνωστος Στρατιώτης της ελληνικής ποίησης. Ίσως είναι ο πρώτος που «έπεσε» στο πεδίο της λησμονιάς. Όχι όμως αφού προχώρησε ο χρόνος. Στη συνοδοιπορία με αυτόν συντελέστηκε η συλλογική αμνησία. Χρειάστηκε να περάσουν χρόνια, ίσως μέχρι τη στιγμή που τον επαναφέρει (;) ο Σεφέρης, για να πάρει τη θέση που του ανήκει στην νεοελληνική ποίηση. Την επηρέασε και τη διαμόρφωσε όσο λίγοι. Μείζονος σημασίας ποιητής και όπως έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος γι’ αυτόν Κάποιες βραδινές ώρες, που η πικρία και η μοναξιά δεσπόζουν στην ψυχή μας, τα Ελεγεία και οι Σάτιρες δεν θα λείψουν ποτέ από τη ζωή μας. Μαζί μ’ αυτές θα ζει για πάντα ο Καρυωτάκης.

 

Βιογραφικό σημείωμα Κ.Κ

Ο Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1896 στην Τρίπολη. Δευτερότοκο παιδί του νομομηχανικού Γεωργίου Κ. Καρυωτάκη και της Κατήγκως Αθ. Σκάγιαννη. Εχει μια αδελφή ένα χρόνο μεγαλύτερή του, τη Νίτσα, και το 1899 θα αποκτήσει έναν αδελφό, τον Θάνο. Λόγω των μεταθέσεων του πατέρα του, περνά τα παιδικά του χρόνια σε διάφορες πόλεις: Λευκάδα, Αργοστόλι, Λάρισα, Καλαμάτα.

Τον Αύγουστο του 1910 μνημονεύεται σε διαγωνισμό διηγήματος της Διαπλάσεως των Παίδων. Το 1912 βρίσκεται στα Χανιά, έως το Σεπτέμβριο του 1913. Έρχονται οι πρώτοι στίχοι. Αρχή συνεργασίας με λαϊκά περιοδικά. Την ίδια χρονιά ερωτεύεται τη Χανιώτισσα Άννα Σκορδύλη. Ο δεσμός τους θα συνεχιστεί τουλάχιστον ως το 1922. Τον Σεπτέμβριο φθάνει στην Αθήνα για να σπουδάσει Νομικά.

Το 1914 παραθερίζει στα Χανιά. Επιστρέφοντας στην Αθήνα πιάνει δωμάτιο στην Νεάπολη. Αρχή φιλίας με τον Αγι Λεβέντη. Τον επόμενο χρόνο η Άννα Σκορδύλη παντρεύεται, ενώ ξεκινά η φιλία του με τον Χαρίλαο Σακελλαριάδη. Τον Μάρτιο του 1915  δύο ποιήματά του δημοσιεύονται στην εφημερίδα Ακρόπολη με επαινετικά σχόλια του Βλάση Γαβριηλίδη. Τον Ιανουάριο του 1916 απαγγέλλει τρία ποιήματά του στο σύλλογο Αρμονία. Τον Μάρτιο δίνει διάλεξη περί Ερεντιά στο σύλλογο εμποροϋπαλλήλων Αθηνών. Τον Νοέμβριο κατατάσσεται στη Φοιτητική Φάλαγγα. Ο πατέρας του απολύεται ως αντιβενιζελικός. Τον Δεκέμβριο του 1917 παίρνει το πτυχίο του στη Νομική.

Το 1918 επιστρατεύεται, μα εγγράφεται στη Φιλοσοφική και παίρνει αναβολή. Τον Φεβρουάριο του 1919 εκδίδει την ποιητική συλλογή Ο πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων. Τον Ιούνιο η πρώτη πρωτότυπη συνεργασία στο Νουμά. Τον Αύγουστο, στην στήλη αλληλογραφίας του Νουμά δημοσιεύεται ανώνυμα Ο Μιχαλιός με τίτλο Στρατός. Ένα μήνα μετά εκδίδει με τον Αγι Λεβέντη το σατιρικό περιοδικό Η Γάμπα. Τον Οκτώβριο κατάσχεται ο τίτλος και τον Νοέμβριο αναλαμβάνει υπηρεσία στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης. Τον Φεβρουάριο του 1920 στρατεύεται και τον Μάιο βραβεύεται στον Φιλαδέλφειο διαγωνισμό για την ανέκδοτη συλλογή Τραγούδια της Πατρίδας, ποιήματα της θα περιληφθούν στα Νηπενθή. Το Νοέμβριο μετατίθεται στη Νομαρχία Αρτης. Τρία ποιήματά του συμπεριλαμβάνονται στην ανθολογία του Τέλλου Αγρα, Οι Νέοι. Τον Αύγουστο του 1921 εκδίδει τα Νηπενθή. Τον Απρίλιο του επόμενου έτους τον ερωτεύεται η Μαρία Πολυδούρη. Τον Οκτώβριο θα του προτείνει να παντρευτούν, αν και της έχει πει πως πάσχει από σύφιλη.

Το 1924 ταξιδεύει στο εξωτερικό, στην Ιταλία και τη Γερμανία. Τον Δεκέμβριο του 1927 κυκλοφορεί η τελευταία του συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες. Τον Φεβρουάριο του 1928 αποσπάται στην Πάτρα και τον Ιούνιο στην Πρέβεζα. Από κει στέλνει απελπισμένα γράμματα σε συγγενείς και φίλους περιγράφοντας την αθλιότητα που κυριαρχεί στην πόλη. Στις 21 Ιουλίου 1928 αυτοκτονεί.

κκ4

Καρυωτακισμός

Το ποιητικό έργο του Καρυωτάκη δεν είναι μεγάλο. Είναι όμως μοναδικό. Όχι επειδή φέρει το όνομά του, αλλά επειδή το όνομά του είναι αυτό που διαμόρφωσε τον χαρακτήρα και την ταυτότητα του. Ο ιδιωματισμός «καρυωτακισμός» δεν είναι τυχαίος. Είναι το σήμα κατατεθέν ενός λόγου που έχει νεύρο, γέλιο, θλίψη, καρδιοχτύπι, οργή, δάκρυα και αίμα. Ο λόγος ο ανθρώπινος που γεννήθηκε στον κόσμο του ποιητή και έγινε ξεχωριστός γιατί ο Καρυωτάκης έβαλε όλη του την ψυχή σε αυτόν. Δεν κράτησε καν το μολύβι της καρδιάς του. Όχι αυτό που τρύπησε τη σάρκα του, αλλά αυτό που τον βάραινε από τότε που «γεννήθηκε» στον κόσμο.

Το άχθος του κόσμου τούτου ήταν που ενέπνευσε και βασάνισε τον Καρυωτάκη. Έρωτας, αγάπη, θάνατος, μοναξιά, φιλία. Σταθερές και διαχρονικές ποιητικές θεματικές. Ο Καρυωτάκης όμως απέφυγε την ενσωμάτωση στο κοινό και το τετριμμένο. Με ποιον τρόπο; Αναμετρήθηκε με την εποχή και τον εαυτό του μέσα σε αυτήν. Με ένα σχεδόν δυστοπικό περιβάλλον που τον «έπνιγε». Το πείσμα όμως για να μην τον σκεπάσει η βαρβαρότητα τον οδήγησε στη σύγκρουση. Κι αν ηττήθηκε, δεν άφησε λαφυραγωγούς να συλήσουν τα ποιητικά του «όπλα». Αυτά που δεν κράτησε για τον εαυτό του, ούτε δίστασε στιγμή να τα χρησιμοποιήσει. Όχι για να σωθεί, αλλά για να μην ξεχαστεί.

Η εξέλιξη του ποιητικού λόγου σε προσωπικό και στο τέλος ξεχωριστό, νέο ποιητικό λόγο, δεν είναι εύκολη. Ποτέ δεν είναι. Ακόμη κι αν το ταλέντο προϋπάρχει η κατάρα του πρέπει να νικηθεί. Γιατί αυτό είναι. Κατάρα, διότι πρέπει να το αποδεικνύεις συνέχεια και ο Καρυωτάκης θέλοντας και μη μπήκε σε αυτή τη διαδικασία. Σε αυτή τη βάση σμιλεύτηκε ο λόγος του.

Στο σκοτάδι δουλεύει…

Η πρώτη του συλλογή, Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων (1919), περιλαμβάνει μόλις δέκα ποιήματα. Ανώριμος ακόμη, όμως στο σκοτάδι δουλεύει και προετοιμάζει τον… Καρυωτάκη. Τα «καρυωτακικά» ίχνη είναι ελάχιστα. Η γνώση της γαλλικής τον βοηθά να αφομοιώνει τα γαλλόφωνα αναγνώσματα. Ειδικά τον Μπωντλέρ. Εδώ, έχει ενδιαφέρον η χρήση των υπότιτλων που δεν είναι απλώς συμπλήρωμα των τίτλων. Συμπυκνώνουν το ποίημα. Η αγάπη του για τη φύση, η ανάγκη της φυγής, η τρυφερότητα και η απεικόνιση της ομορφιάς είναι μερικά από τα στοιχεία που διακρίνονται στην πρώτη «επίσημη» ποιητική προσπάθεια.

…και ακούει δυο Φωνές

kk1Στη δεύτερη συλλογή, Νηπενθή (1921), το «καρυωτακικό» τοπίο γίνεται αδρό. Αρχίζει να διαμορφώνεται το «ποιητικό πρόσωπο» του Κ.Κ. Δεν πειθαρχεί εύκολα στο μέτρο. Δείχνει όμως ότι μπορεί άνετα να το κάνει. Είναι πιο λυρικός, σατιρικός και αυτοαναφορικός. Εδώ, όμως, πρέπει να σταθούμε στον πρόλογο. Ή καλύτερα  κάτι «Σαν πρόλογος». Πρόκειται για κείμενο του Μπωντλέρ και δεν είναι τυχαίο ότι το χρησιμοποιεί ως προμετωπίδα του ο Καρυωτάκης. Η επιρροή του Γάλλου ήταν μεγάλη και διαβάζοντάς τον ανακαλύπτουμε την ταυτότητα του Καρυωτάκη. Το σημείο μηδέν για τον διαχωρισμό του ποιητικού υποκειμένου από την ανθρώπινη μήτρα. Δύο φωνές το έλκουν. Αυτές που κατοικούν σε κάθε καλλιτέχνη. Η Γη και το Όνειρο. Και τις ακούς όταν είσαι στο σκοτάδι. Τις βλέπεις «στο μελανότερο της αβύσσου». Κι αν αμφιβάλλεις η Φωνή σε παρηγορεί και λέει: «Κράτησε τα όνειρά σου˙ οι συνετοί δεν έχουν έτσι ωραία σαν τους τρελούς».

Η τρέλα η αχαλίνωτη. Αυτή που αφήνεις να σε χειραγωγήσει και να σε κατευθύνει. Ο Καρυωτάκης δεν αποτελεί εξαίρεση. Τα όνειρά του όμως όσο κι αν τον ανύψωναν, άλλο τόσο τον έστελναν πίσω στην άβυσσο. Ίσως γι’ αυτό ήθελε να μείνει πίσω η ποίησή του. Για να δουν όλοι την άοκνη προσπάθεια του να αποδείξει ότι αυτός, ο «τρελός», έχει θέση στους συνετούς.

Στα «Νηπενθή»  παρατηρούμε την ικανότητά του να εικονοποιεί, τις πρώτες λεπτές αποχρώσεις της σάτιρας τους, τον «εξπρεσιονισμό της νοσταλγίας», την «υποταγή» της φύσης στα ανθρώπινα μέσω της μεταμορφωτικής δύναμης της γλώσσας. Σε άτιτλο ποίημά του γράφει για τα ουρανιά μάτια σας. Αδιαφορεί για τον συντακτικό ορθολογισμό. Η ποιητική συμμετρία τον νοιάζει. Η δύναμη των ποιητικών μονολόγων (ποιημ. Υπνος). Τέλος, μας αφήνει τα πρώτα ίχνη της οριστικής φυγής.

 

Προετοιμάζει την κληρονομιά του

kk2Η τρίτη και τελευταία συλλογή, Ελεγεία και Σάτιρες (1927), αποτελεί τη μετάβασή του από τη νεανική ηλικία στην ποιητική ωριμότητα. Κι αν το ποιητικό πρόσωπο δεν ήταν ευκρινές ή αποδεκτό στην εποχή του, ο Γιώργος Σεφέρης, στο εισαγωγικό του σημείωμα στην «Έρημη Χώρα» του Έλιοτ, υποδεικνύει τη διάθεση που όλοι γνώρισαν και πήραν από τον Καρυωτάκη.

Όμως η αποφασιστική επίδραση στο έργο του Ελιοτ, και η πιο γόνιμη, στάθηκε η επίδραση του Λαφόργκ, πικρά συναισθήματα κάτω από μια χιουμοριστική απάθεια, λεπτομέρειες κοινότοπες με μια ροπή να γίνουν συγκλονιστικές, δίψα του απόλυτου που καταλήγει σε μηδενισμό, εικόνες ρεαλιστικές εναρμονισμένες με την αίσθηση μιας ψυχικής απομόνωσης, ποίηση γελωτοποιού, όπου οι επιστημονικοί όροι και οι λόγιες εκφράσεις χρησιμοποιούνται για να καλύψουν μια αμλετική αναποφασιστικότητα, μουσική γεμάτη παρατονισμούς όπως και η ψυχολογία. Κάτι αναγνωρίσαμε κι εμείς από τη διάθεση αυτή με τον Καρυωτάκη.

 

Πλέον, αρχίζει να κάνει την εμφάνισή της η υπαρξιακή οντολογία. Η σάτιρά του έχει στόχο την άρχουσα τάξη δίχως όμως να είναι στρατευμένος. Μάλιστα, εμπλουτίζει και βαθαίνει τις δυνατότητες της νεοελληνικής σάτιρας.

Ο Καρυωτάκης προετοιμάζει την κληρονομιά του. Τους στίχους που θα αφήσει. Μόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι [Υστεροφημία]. Με τη φυγή θέλει να πιάσει τα όνειρα. [Τελευταίο ταξίδι]. Ο Κ.Κ εκμεταλλεύεται στο έπακρο όλες τις «ποιητικές λέξεις» της εποχής (δείλι, καμαρούλα κτλ), όπως και το ύφος (έμμετρο, ρυθμικό) και το προσωπικό, νοσταλγικό αναβαθμίζεται από το θλιμμένο, ανήσυχο, κυνικό, βαθιά ευαίσθητο ύφος. Σε άτιτλο ποίημά του συνθέτει την «ελεγεία των καταραμένων». Η «συνάντηση» με τον θάνατο περνά μέσα από τετριμμένα λεκτικά σχήματα, Καθώς βαδίζω, μια σκιά μ’ ακολουθεί από πάνω όμως της δίνει τη σοβαρότητα που πρέπει με την αλήθεια της ζωής του. Στο Δημόσιοι Υπάλληλοι σατιρίζει τον εαυτό του. Ασφυκτιά στα γραφειοκρατικά δεσμά. Δεν είναι όμως οίκτος, αλλά παρηγοριά. Στο Μιχαλιό «σπάει» με τον τελευταίο στίχο, Ήταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος, τη δραματική τροπή και δείχνει την αληθινή συμπόνια, λύπη. Στο Ωχρά Σπειροχαίτη εξομολογείται τα λάθη δίχως να απαρνιέται τα πάθη του. Με τη σάτιρα στοχεύει στον Θεό και την Κωμωδία του. Μια κωμωδία η πλάση Του σαν είναι φρικαλέα.

 κκ5

Αυτοκτονία, πικρή ελεγεία

Το τελευταίο κείμενο του Καρυωτάκη είναι η αποχαιρετιστήρια επιστολή του. Το σημείωμα πριν το απονενοημένο διάβημα. Είναι η απολογία ενός καταραμένου που συστήθηκε δίχως να κρύψει τίποτα. Τη λαχτάρα του να ανακαλύψει τη ζωή. Να τη μάθει και να την αφήσει στην ησυχία της. Δεν τα κατάφερε όμως. Όχι γιατί δεν ήταν περίεργος, ανήσυχος, αλλά γιατί η εποχή τον αρνήθηκε. Οι άνθρωποι που τον πλήγωσαν και δεν επέτρεψαν την άμεση γνωριμία με το μη ανθρώπινο. Αυτό που εντοπίζεται στον Πόνο του Ανθρώπου και των Πραμάτων.

Τα τελευταία λόγια του Κ.Κ είναι εξομολόγηση. Δίχως τον ψευτοσεβασμό και τον καθωσπρεπισμό της εποχής. Είναι μια πικρή ελεγεία. “Μαύρη” σάτιρα για έναν θάνατο-διάρρηξη με τη λήθη της απαξίας.

 

Η αποχαιρετιστήρια επιστολή

Εἶναι καιρὸς νὰ φανερώσω τὴν τραγῳδία μου. Τὸ μεγαλύτερό μου ἐλάττωμα στάθηκε ἡ ἀχαλίνωτη περιέργειά μου, ἡ νοσηρὴ φαντασία καὶ ἡ προσπάθειά μου νὰ πληροφορηθῶ γιὰ ὅλες τὶς συγκινήσεις, χωρὶς τὶς περσότερες, νὰ μπορῶ νὰ τὶς αἰσθανθῶ. Τὴ χυδαία ὅμως πράξη ποὺ μοῦ ἀποδίδεται τὴ μισῶ. Ἐζήτησα μόνο τὴν ἰδεατὴ ἀτμόσφαιρά της, τὴν ἔσχατη πικρία. Οὔτε εἶμαι ὁ κατάλληλος ἄνθρωπος γιὰ τὸ ἐπάγγελμα ἐκεῖνο. Ὁλόκληρο τὸ παρελθόν μου πείθει γι᾿ αὐτό. Κάθε πραγματικότης μοῦ ἦταν ἀποκρουστική.

Εἶχα τὸν ἴλιγγο τοῦ κινδύνου. Καὶ τὸν κίνδυνο ποὺ ἦρθε τὸν δέχομαι μὲ πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω γιὰ ὅσους, καθὼς ἐγώ, δὲν ἔβλεπαν κανένα ἰδανικὸ στὴ ζωή τους, ἔμειναν πάντα ἕρμαια τῶν δισταγμῶν τους, ἢ ἐθεώρησαν τὴν ὕπαρξή τους παιχνίδι χωρὶς οὐσία. Τοὺς βλέπω νὰ ἔρχονται ὁλοένα περισσότεροι μαζὶ μὲ τοὺς αἰῶνες. Σ᾿ αὐτοὺς ἀπευθύνομαι.

Ἀφοῦ ἐδοκίμασα ὅλες τὶς χαρές !!! εἶμαι ἕτοιμος γιὰ ἕναν ἀτιμωτικὸ θάνατο. Λυποῦμαι τοὺς δυστυχισμένους γονεῖς μου, λυποῦμαι τὰ ἀδέλφια μου. Ἀλλὰ φεύγω μὲ τὸ μέτωπο ψηλά. Ἤμουν ἄρρωστος.

Σᾶς παρακαλῶ νὰ τηλεγραφήσετε, γιὰ νὰ προδιαθέσῃ τὴν οἰκογένειά μου, στὸ θεῖο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, ὁδὸς Μονῆς Προδρόμου, πάροδος Ἀριστοτέλους, Ἀθήνας.

Κ.Γ.Κ.

[Υ.Γ.] Καὶ γιὰ ν᾿ ἀλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω ὅσους ξέρουν κολύμπι νὰ μὴν ἐπιχειρήσουνε ποτὲ νὰ αὐτοκτονήσουν διὰ θαλάσσης. Ὅλη νύχτα ἀπόψε ἐπὶ δέκα ὧρες, ἐδερνόμουν μὲ τὰ κύματα. Ἤπια ἄφθονο νερό, ἀλλὰ κάθε τόσο, χωρὶς νὰ καταλάβω πῶς, τὸ στόμα μου ἀνέβαινε στὴν ἐπιφάνεια. Ὠρισμένως, κάποτε, ὅταν μοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία, θὰ γράψω τὶς ἐντυπώσεις ἑνὸς πνιγμένου.

 

 

Αντλήθηκαν πληροφορίες από

-Κ.Γ Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά. Εισαγωγή-σχόλια Δημήτρης Ελευθεράκης, εκδ. Πατάκη

-Θ.Σ. Ελιοτ, Η έρημη χώρα και άλλα ποιήματα. Μετάφραση Γιώργος Σεφέρης, εκδ. Ικαρος

 

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε αθλητική δημοσιογραφία και παρά την αγάπη και την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, συνεχίζει να ασχολείται με το αθλητικό ρεπορτάζ. Έχει εργαστεί σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικούς σταθμούς, κάνοντας βιβλιοπαρουσιάσεις