«Μέρες δίχως τέλος» του Σεμπάστιαν Μπάρι, εκδ. Ίκαρος

Ο ήλιος δεν ζητωκραυγάζει

| 14/03/2020

Αν δεν ξέρεις πού να βάλεις τον ήλιο στη ζωγραφιά της ζωής σου, τότε το φως θα είναι ξένο και δεν θα ζεσταίνει καρδιές, απλώς θα καίει αντοχές και θα δοκιμάζει τις ψυχές. Ο πόλεμος είναι η δίχως τέλος προσπάθεια μας να βρούμε αυτόν τον ήλιο. Οι μέρες του πολέμου όμως δεν έχουν τέλος. Ο πόλεμος είναι μια αέναη κίνηση και μόνο πόνο, δοκιμασία, χρόνο και ζωές απαιτεί, όχι φως. Το μόνο φως που υπάρχει σ’ αυτόν είναι αυτό που χάθηκε από τα μάτια και τις ψυχές των ανθρώπων και των ζώων. Ο πόλεμος διαμορφώνει τον κόσμο, φτιάχνει κοινωνίες, ανατρέπει πολιτισμούς, καθεστώτα, αλλά ο ήλιος του ποτέ δεν ζητωκραυγάζει με τις αχτίδες του. Σαν μια έντιμη συγγνώμη είναι η παρουσία του και ζαλίζει, μπερδεύει τους ανθρώπους. Στον πόλεμο ο ήλιος δεν δύει, απλά χάνεται στα σύννεφα, στη βροχή, στις σφαίρες, στους καπνούς και στο αίμα που ποτίζει το χώμα και κρατά το βλέμμα καθηλωμένο και μονίμως φοβισμένο, τρελαμένο. Ετσι, οι μέρες δεν έχουν τέλος και ο άνθρωπος καταδικάζεται σε εργασία, πάλη, δίχως όριο. Και οι μέρες κυλούν και μόνο τα χρώματα και τα σχήματα αλλάζουν. Ο Σεμπάστιαν Μπάρι γράφει γι’ αυτές τις μέρες, για τις «Μέρες δίχως τέλος» (Εκδόσεις Ικαρος, μετάφραση Μαρία Αγγελίδου). 

Το βιβλίο του Ιρλανδού είναι συγκλονιστικό. Ετσι απλά και κατηγορηματικά. Γράφει για τον πόλεμο που σαν αόρατο τσεκούρι γυρνά πάνω από τα κεφάλια μας, γράφει για τους ανεύθυνους και απάνθρωπους που το κρατάνε και δεν υπολογίζουν ζωές και συναισθήματα παρά μόνο εκτάσεις, εδάφη, χρήματα, εξουσία. Η ιστορία του τοποθετείται στις ΗΠΑ και στη δεκαετία του 1850. Εξολόθρευση των Ινδιάνων και αμερικανικός εμφύλιος. Οι πρωταγωνιστές του, οι Τόμας ΜακΝάλτι, Τζον Κόουλ, σαν πνεύματα που δεν βρίσκουν ηρεμία, κινούνται στην αμερικάνικη Δύση και απλά σκοτώνουν. Σκοτώνουν, σκοτώνουν και εκτελούν εντολές, ζωές άλλων και τις δικές τους. Την ίδια στιγμή η συντροφικότητα, η αγάπη και ο έρωτας μεταξύ τους ζουν και τους κρατούν ζωντανούς, τους ωθούν να βρουν κι άλλες πλευρές της ζωής. Γίνονται καλλιτεχνικό δίδυμο σε κάποια πόλη-φάντασμα της Δύσης. Ο ένας ντύνεται γυναίκα, νιώθει γυναίκα, ο άλλος είναι ο άντρας. Το καλλιτεχνικό νούμερο όμως δεν ξαφνιάζει μόνο τους θεατές των σαλούν. Ξαφνιάζει και τους ίδιους, γιατί με αυτόν τον τρόπο ο Τόμας και ο Τζον εντοπίζουν τη λίγη χαρά εκείνης της εποχής. Στη διάρκεια της εξόντωσης των Ινδιάνων θα σώσουν μια μικρή Ινδιάνα, θα την υιοθετήσουν και θα φτιάξουν τη δική τους οικογένεια.

Στο «Μέρες δίχως τέλος» η ανθρώπινη ζωή έχει αξία όσο και η βελόνα με την κλωστή. Αναλώσιμη αλλά χρήσιμη όταν πρέπει να καλύψει ζωές που χάθηκαν, όταν η επίκλησή της χρησιμοποιείται ως φτηνή δικαιολογία για να συνεχιστεί η άθλια ύπαρξη. Τα τραύματα που δεν είναι μοιραία «ράβονται» με τον χτύπο της καρδιάς, με την αναπνοή και τη ματιά του ανθρώπου που απλά ζει γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Ο Μπάρι αγγίζει το θέμα της εκκαθάρισης τω Ινδιάνων και του αμερικανικού εμφυλίου με τρόπο μοναδικό. Στην ουσία κυριαρχεί πάνω στον χρόνο και εισδύει στην πιο κρίσιμη στιγμή για το αμερικάνικο έθνος. Είναι τόσο ζωντανή η γραφή του που δεν αμφιβάλλεις στιγμή ότι είναι εκεί, ότι έχει ζήσει όλα όσα γράφει, κι ας μην ισχύει κάτι τέτοιο. Τα σαθρά, αιματοβαμμένα θεμέλια των ΗΠΑ αναδεικνύονται μέσα από μια σκληρή αλλά λυρική ατμόσφαιρα, έναν λόγο που ισορροπεί ανάμεσα στην κυνική αλήθεια και το δυνατό συναίσθημα. Η αφήγησή του μας θυμίζει τον αδικαίωτο θάνατο και την ομορφιά που επιμένει στους τόπους των κολασμένων. Επιβλητική και αψεγάδιαστη. Η μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου είναι εντυπωσιακή και αξίζουν συγχαρητήρια μια και το έργο της δεν ήταν καθόλου εύκολο. Σε αυτήν οφείλεται η μεταφορά σε μας της ακαταμάχητης ατμόσφαιρας.

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε αθλητική δημοσιογραφία και παρά την αγάπη και την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, συνεχίζει να ασχολείται με το αθλητικό ρεπορτάζ. Έχει εργαστεί σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικούς σταθμούς, κάνοντας βιβλιοπαρουσιάσεις