(μια) Κουβέντα με τον Δημήτρη Μυστακίδη

Ρεμπέτικο, μετανάστευση, ρατσισμός, ιστορία και φυσικά… μουσική

| 25/01/2018

«Χέσε μέσα στον φασισμό». Αυτήν την επιτακτική δήλωση αποκάλυπταν οι ακροστιχίδες (το πρώτο γράμμα κάθε στίχου κάθετα) κάποιων ποιημάτων που δημοσιεύονταν σε εφημερίδες της εποχής του μεσοπολέμου. Ψευδώνυμο του εμπνευστή του: Νίκος Λαίδης. Έγραφε καθημερινά σε μια Ελλάδα του φασισμού όπου όπως κάθε φασισμός που σέβεται τον εαυτό του, την λογοκρισία την έχει ανάγκη και καμάρι του. Στόχος της αυτής της κρατικής επιβολής ήταν η κάθε πολιτική ριζοσπαστικοποίηση και το οτιδήποτε εναντιωνόταν ή απλά έβλαπτε την δημόσια εικόνα της εθνοφανφάρας. Μέσα στους ενοχλητικούς βρέθηκε και το… ρεμπέτικο.

Την λογοκρισία ως κρατική πρακτική όλοι την γνωρίζαμε αλλά το παραπάνω ευφυές βωμολόχο σχόλιο που δεν μπορούσε να τραβήξει εύκολα υποψίες φαντάζομαι ελάχιστοι. Και πολύ χαίρομαι που μας το γνωστοποιεί ο Δημήτρης Μυστακίδης. Πολύ ενδιαφέρον και ευχάριστος τύπος απ’ ό,τι φαίνεται. Και σπουδαίος κιθαρίστας. Γνωρίζει το ρεμπέτικο σε όλη του την τεχνική οντότητα και σε όλη του την μουσική ουσία. Ταυτόχρονα νιώθει την ανάγκη να το υπερασπίζεται και να το επικοινωνεί στο κοινό. Δεν βλέπει σε αυτό μονάχα ντέρτια. Αλλά μια ιστορικότητα, μια αξία κοινωνική. Κάποια στιγμή θα πει: «Αυτός ο λαός για τι έχει να περηφανευτεί τα τελευταία εκατό χρόνια; Για το ΕΑΜ και για το ρεμπέτικο» και έτσι με συλλαμβάνει άμεσα. Διόλου υπερόπτης, σεμνά ειλικρινής. Είναι πρωί, πίνουμε καφέ και γνωριζόμαστε. Δεν φαίνεται καθόλου να βιάζεται. Μιλάμε για καμιά ώρα. Έχει κατέβει ήδη την προηγούμενη από την Θεσσαλονίκη και λίγο μετά θα πάει για τσίπουρο κάπου στον Πειραιά. Το βράδυ θα ανέβει στην σκηνή και θα ρεφάρει ρεμπέτικα. Αλλά δεν θα μείνει εκεί: Η μουσική μοιάζει ταυτόχρονα και μια αφορμή. Να μιλήσει για την σκληρή πορεία του ελληνικού λαού. Ο Μυστακίδης δεν έχει βάλει πρωταρχικό στόχο να μερακλώσει το κοινό μα να το συνεφέρει: «Η μουσική δεν είναι για να σε κάνει να ξεχνάς. Είναι για να σου θυμίζει» μου… υπενθυμίζει λόγια του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Και ο ίδιος τα ίδια κάνει. Σωστός.

Μουσικά: Η κιθάρα είναι αυτή που εκφράζει το δικό του ρεμπέτικο. Ξεχάστε οτιδήποτε άλλο σας το θυμίζει. Μπουζούκια και μπαγλαμάδες. Τέσσερις μουσικοί πάνω στην σκηνή. Μονάχα ακουστικές κιθάρες, κιθαρόνια και μια γυναικεία φωνή. Όλοι φίλοι του και μαθητές του από το Πανεπιστήμιο στο οποία διδάσκει. Τόσο οικεία τα κομμάτια. Τόσο γνωστά. Μα στα χέρια του και των μουσικών του εκφράζονται αλλιώς. Η λαϊκή κιθάρα τα επανεφευρίσκει. Το έχει θέσει ο ίδιος άλλωστε ως στόχο: την ανάδειξη αυτού του οργάνου ως μέρος της λαϊκής μας κουλτούρας. Εναντίωση στην λήθη. Το νιώθει χρέος μπρος στους «παππούδες» του: Τον Κατσαρό και τον Δούσια. Όταν εναντιώνεσαι στην λήθη όμως, το κάνεις σε όλες τις εκφάνσεις της.

Δίχως μισόλογα, δίχως καλλιτεχνίζουσες αναφορές, συνθηματολογία και τερτίπια. Πιστεύει σε αυτά που λέει. Μιλάει για την Ιστορία. Απλός μεν, καθόλου απλοϊκός δε. Αυθεντικός. Λαϊκός. Ο μόνος τρόπος για να υποστηρίξεις το ρεμπέτικο, άλλωστε. Κάθε τόσο μας προβάλλει ντοκουμέντα και επαναφέρει στο τώρα μια ξεχασμένη (και «ντεμοντέ» κατά… κάποιους) ιστορία μετανάστευσης. Οι Έλληνες τραβήξανε για την Αμερική και το όνειρο της. Ερχόμενοι σε επαφή με το μη-ρίζωμα και τον δομικό ρατσισμό του συστήματος, δεν είχαν άλλη λύση παρά να πιάσουν τα γιοφύρια και τα όργανα. Θα ολοκληρώσουν το ρεμπέτικο ως «αντίσταση κατά της αρχής» όπως το πιστεύει ο Δημήτρης. Του λέω πως αυτό έκανε ανέκαθεν η κάθε λαϊκή μουσική. Συμφωνεί. Οι πάντα καταπιεσμένοι εκφράζαν ένα πόνο και μια ελπίδα. Το ίδιο οι μαύροι μπλουζίστες, το ίδιο οι Έλληνες ρεμπέτες. Στον ρατσισμό που ζούσανε αντέτειναν την μουσική τους. Τους διαπερνούσε ταυτόχρονα μια βαθιά αδιαφορία και έχθρα για την ηθικολογία των καιρών και των κρατικών αντιλήψεων.

Ο Δημήτρης μου υπενθυμίζει πως ο τελευταίος του δίσκος «Αμέρικα» δημιουργήθηκε εν μέρει γιατί για ένα μεγάλο διάστημα ζούσε δίπλα σε ένα «hotspot». Η προσφυγιά και πάλι. Μια αέναη συνέχεια δίχως παύσεις. Πριν τον θαυμάσω πάνω στην σκηνή, καταλαβαίνω το εξής: Ο Μυστακίδης δεν ήρθε να παίξει λίγο με την κιθάρα του αλλά ήρθε για να τοποθετηθεί καλλιτεχνικά, πολιτικά και ηθικά.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή κι ας μιλήσει ο ίδιος. Άλλωστε πριν ξεκινήσει η κουβέντα μας δεν είχα καθόλου υπόψη τι θα δω στην εμφάνιση του το ίδιο εκείνο βράδυ.


Ρεμπέτικο: «έτσι και έρθεις σε επαφή μαζί του, τελείωσε»


Ισχύει πως όντως θεωρείς πως η λαϊκή κιθάρα πρέπει να θεσμοθετηθεί, να κατοχυρωθεί ως μέρος της παράδοσης;

Όλα τα λαϊκά όργανα πρέπει να πάρουν στην εκπαίδευση την αναγνώριση που τους αξίζει. Σαν ισότιμα όργανα με τα δυτικά. Και από άποψη τεχνικής και αξίας. Κοίτα: το κομμάτι της μουσικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα είναι μια πολύ μεγάλη μαύρη τρύπα. Ρυθμίζεται ακόμη από βασιλικά διατάγματα. Στα δημόσια σχολεία ενώ όλα τα καλλιτεχνικά μαθήματα περνάνε μέσα από το Ινστιτούτο Εκπαίδευσης, για την μουσική δεν υπάρχει αυτό. Αποφασίζει μια καλλιτεχνική επιτροπή. Είναι πέντε άνθρωποι ,που δεν ξέρω με ποιον τρόπο μπαίνουν στην θέση που μπαίνουν, και είναι αυτοί που αποφασίζουν για το ποια όργανα θα μπουν στα μουσικά σχολεία. Το μπουζούκι έχει μπει ανεπίσημα. Διδάσκεται. Η λαϊκή κιθάρα όχι. Αυτή είναι η προσπάθεια που κάνω γιατί μιας που διδάσκω στην τριτοβάθμια εκπαίδευση έχω να σου πω πως από εκεί βγαίνουν πτυχιούχοι οι οποίοι δεν έχουν ουσιαστικά αντικείμενο. Γιατί δεν διδάσκεται μετά στα σχολεία.

Ποιοι είναι οι λόγοι που συμβαίνει αυτό;

Οι λόγοι είναι τρεις: Ή άγνοια ή βλακεία ή γίνεται επίτηδες. Ίσως γιατί ο λαϊκός πολιτισμός κάνει τον άνθρωπο λίγο πιο ελεύθερο. Βάζει το μυαλό του να σκέφτεται διαφορετικά. Ειδικά το ρεμπέτικο που εκφράζει και αυτή «την αντίσταση κατά της αρχής». Δεν θέλουν να έχει μεγάλη διασπορά. Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλο λόγο. Γιατί τώρα πια δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία.

Το ρεμπέτικο μπήκε στον κατάλογο άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO. Μήπως κάτι τέτοιο αναγκαστικά το μετατρέπει σε μουσειακό είδος;

Δεν υπάρχει αυτός ο φόβος. Το ρεμπέτικο δεν έχει καμιά ανάγκη για διάσωση. Δεν πρόκειται να αλλοιωθεί, γιατί η ουσία του υπάρχει παντού τριγύρω μας. Η απόφαση της UNESCO -και να πω πως είχα κάνει πρόταση παλιότερα στην UNESCO για να αναγνωριστεί η λαϊκή κιθάρα και η τεχνική της- θα καλύψει ένα άλλο κομμάτι. Σκέψου ένα πιτσιρικάκι που δεν έχει την δυνατότητα να γνωρίσει αυτή την μουσική, που ζει ας πούμε σε ένα χωριό της Λάρισας και θέλει να το ζήσει αυτό, τι επιλογή έχει; Θα πάει ενδεχομένως σε ένα Ωδείο και θα πει: «θέλω να μάθω λαϊκή κιθάρα, θέλω να μάθω ρεμπέτικο». Και θα του πούνε: «Δεν υπάρχει αυτή η κιθάρα φιλέ. Μάθε κλασική. Αυτή η κιθάρα υπάρχει στο Ωδείο».

Βλέπουμε πολλούς νέους την τελευταία δεκαετία να επαναπροσεγγίζουν το ρεμπέτικο. Τι είναι αυτό που τραβάει τον κόσμο να ασχοληθεί με αυτή την μουσική; Τι χρειάζεται ωστόσο για να μην υποχωρήσει σαν μια ακόμη «μόδα»;

Αυτό που χρειάζεται για να κρατηθεί το έχει το ρεμπέτικο από μόνο του. Την πραγματική αλήθεια, την πραγματική αξία. Εκφράζει συναισθήματα. Η μεγάλη του δύναμη είναι το πώς εκφράζει συναισθήματα μέσω του λόγου. Έτσι και έρθεις σε επαφή μαζί του, τελείωσε. Επειδή έχει τύχει να δουλέψω με ανθρώπους από πολλά διαφορετικά είδη, όταν χαλαρώναμε και κάναμε κάτι για πάρτι μας, ρεμπέτικα λέγαμε. Όπως έχει πει και ο φίλος ο Δημήτρης Μανιάτης: «αυτός ο λαός για τι έχει να περηφανευτεί τα τελευταία εκατό χρόνια; Για το ΕΑΜ και για το ρεμπέτικο».

Είναι δυνατόν η λαϊκή μουσική να δημιουργήσει εκ νέου νέα, αυθεντικά μουσικά κομμάτια και να μην αποτελεί νοσταλγία μιας άλλης εποχής;

Ρεμπέτικο δεν πρόκειται να ξαναγραφτεί. Ιστορικά η περίοδος του τελείωσε. Τώρα συμβαίνει το εξής: Έχεις έναν πάρα πολύ ισχυρό πυλώνα και όταν πας να γράψεις παρόμοιου ύφους σύγχρονα τραγούδια, αναπόφευκτα γίνεται σύγκριση με ένα βουνό. Και ενώ γράφονται πολύ ωραία τραγούδια είναι πολύ δύσκολο να το ξεπεράσουν. Τραγούδια του Χανιώτη και του Κορακάκη το έχουν καταφέρει. Το μπαγλαμαδάκι του Νικόλα έχει μπει στα γλέντια μας. Η «Ανδρομέδα» του Θανάση επίσης. Είναι λαϊκά τραγούδια πια. Τα τραγουδάει όλος ο κόσμος. Αυτή είναι η καταξίωση.

Πως βλέπεις την συσχέτιση της παράδοσης με το σύγχρονο ήχο και τους σύγχρονους προβληματισμούς; Μήπως αυτό είναι τελικά το μέλλον του λαϊκού τραγουδιού;

Το μέλλον δεν μπορούμε να ξέρουμε ποιο είναι. Ο Θανάσης έχει παντρέψει πάρα πολύ καλά την δική του δημιουργική ανησυχία με αυτό που ήξερε και αγαπάει: την παράδοση. Το ίδιο είχε κάνει παλιότερα ο Νίκος Παπάζογλου. Άλλωστε δεν υπάρχει παρθενογένεση. Όταν έχεις το ταλέντο να γράφεις μουσική παίρνεις οτιδήποτε έχεις έρθει σε επαφή και τα συνδυάζεις. Είναι δυνατόν φυσικά από την άλλη να κάνεις τεχνικά ένα καινούριο πράγμα αλλά αυτό γίνεται εξεπίτηδες. Το ζητούμενο όμως για μένα δεν είναι να ξαφνιάζεις τον κόσμο, αλλά να τον συγκινείς. Να του δημιουργείς συναισθήματα. Όταν γίνεται αυτοσκοπός το καινούριο, δεν πάει και πολύ καλά. Το ξαναλέω: είναι τόσο μεγάλη η αξία αυτής της τέχνης που οπουδήποτε τη βάλεις δίπλα, ακόμη και σε παγκόσμιες μουσικές, στέκει. Είχα πάει με το «Αμέρικα» σε μια διοργάνωση, την WOMEX (World Music EXPO). Μόνος μου. Για να τη παρουσιάσω ζωντανά. Όλα τα άλλα project ήταν πολύ βαρβάτα. Έβλεπες κάτι μπαντάρες με Αφρικανούς, με δέκα κρουστά, να κουνιέται το σύμπαν. Αναρωτιόμουν: Εγώ πως θα βγω να παίξω Κατσαρό και Δούσια με μια κιθαρούλα; Σε πληροφορώ ότι πήγε εξαιρετικά καλά. Το ρεμπέτικο είναι μια αξία που εμείς επειδή την ζούμε και είναι στην καθημερινότητα μας, δεν την αναγνωρίζουμε. Την έχουμε πολύ οικειοποιημένη. Αν τραβηχτείς λίγο μακριά καταλαβαίνεις την αξία της.


«Οι μουσικοί δεν κάνουμε κάτι πιο σπουδαίο από τον φούρναρη που σηκώνεται τρεις το βράδυ και κάνει ψωμιά»


Πως μπορεί ένας νέος άνθρωπος σήμερα να πει: «Θέλω το επάγγελμα μου να είναι μουσικός». Υπάρχει μέλλον σε αυτό ή καλύτερα να πάει να σπουδάσει κάτι και να βρει μια δουλειά και να παραμείνει η τέχνη ένα χόμπι, όπως συνήθως συμβουλεύουν οι γονείς, το σχολείο και εν τέλει έτσι συγκροτεί η κοινωνία και το σύστημα γενικότερα κτλ. Τι έχεις να προτείνεις από την δική σου εμπειρία;

Για να γίνει κάποιος μουσικός σήμερα σημαίνει πως θα είναι ελεύθερος επαγγελματίας. Και στην περίοδο που ζούμε θεωρείται ο μεγαλύτερος εχθρός του κράτους. Τον κυνηγάνε από παντού. Είναι αδύνατο να επιβιώσει σε αυτό το χάος που λέγεται ελεύθερη αγορά. Έτσι είναι πάρα πολύ δύσκολο ως αδύνατο να πει κάποιος πως θα ζήσει από την μουσική. Από την προσωπική εμπειρία όμως ξέρω πώς αν θες να παίξεις και να ασχοληθείς και δεν το κάνεις, θα σε τρώει μια ζωή. Δεν γίνεται να γλιτώσεις από αυτό το πράμα. Θα σε φάει από μέσα. Κι αν πεις, ας βρω μια δουλειά και έχω και την μουσική, δεν θα κάνεις καλά ούτε το ένα ούτε το άλλο. Σε παίρνει και η ζωή από κάτω…

Η τεχνολογία «βοηθάει» να γράφουμε τραγούδια μόνοι μας και να τα βάζουμε στο διαδίκτυο. Είναι αυτό το μέλλον; Η απομόνωση του μουσικού; Αυτό είναι τελικά ο μουσικός;

Όχι βέβαια. Το καλύτερο θα ήταν να πάμε με τα παιδιά που συνεργαζόμαστε για δυο μήνες πάνω στο βουνό, εκεί που έχει κάνει ο Θανάσης το καταπληκτικό στούντιο και να γράψουμε ζωντανά όλο τον δίσκο. Αλλά αυτό είναι αδύνατο και πολυέξοδο. Δεν υπάρχει και ο χρόνος. Πρέπει να δουλέψουμε να βγάλουμε λεφτά να ζήσουμε. Αυτός είναι και ο λόγος που κάνω μόνος μου τις ηχογραφήσεις, τα λεφτά και ο χρόνος. Δεν το συζητάμε όμως. Αυτό είναι λάθος εξαρχής. Πρέπει να παίζεις με άλλους ανθρώπους. Η σύμπραξη είναι η πεμπτουσία της μουσικής. Οι στιγμές που έχω ζήσει στο πάλκο δεν συγκρίνονται με το να κάθομαι στο σπίτι μου και να βγάζω τέλειο αποτέλεσμα. Οι ιδέες λειτουργούνε αθροιστικά. Προτιμώ δηλαδή αν ρωτάς αυτό να δουλεύω με άλλους ανθρώπους.

Το να είναι κάποιος καλλιτέχνης, μουσικός δημιουργεί de facto μια άλλη εικόνα, ίσως πιο απόμακρη, μπαίνει σε άλλη κλίμακα, η αναγνωρισιμότητα τον μετατρέπει σε μια ας πούμε persona. Ο κόσμος αναζητάει τις απόψεις των καλλιτεχνών. Ακόμη και αυτή η συνέντευξη ας πούμε πως συντηρεί αυτή την εικόνα. Το γνωστό: Είπε ο τάδε για το τάδε θέμα. Εσύ πως έχεις αρνηθεί αυτή την εξιδανίκευση και τελικά τι πρέπει να κάνει και κυρίως να είναι ένας καλλιτέχνης στο σήμερα; Διαχωρίζεται η έννοια του από την έννοια άνθρωπος; Είναι πολιτική αυτή του η στάση;

Οτιδήποτε κάνουμε και ο τρόπος που το κάνουμε είναι πολιτική στάση. Πολιτική θέση. Θεωρώ όμως ότι δεν κάνουμε κάτι πιο σπουδαίο από τον φούρναρη που σηκώνεται τρεις το βράδυ και κάνει ψωμιά ή τον υδραυλικό που σου διορθώνει την βλάβη. Απλώς έχουμε την τύχη η δουλειά μας να έχει περισσότερη εξωστρέφεια. Να απευθύνεται σε πιο πολύ κόσμο. Λόγω καταστάσεων πήγαινα για χρόνια στα νοσοκομεία. Έχω δει ανθρώπους εκεί μέσα ήρωες, κυριολεκτικά, και να μην το παίρνει χαμπάρι κανείς. Ούτε καν οι διπλανοί τους, οι συνάδελφοι τους. Τι να συγκρίνουμε τώρα; Ότι παίρνω εγώ την κιθάρα και γράφω τραγούδια να την συγκρίνω με την δουλειά που κάνει ο τύπος εκεί μέσα όλο το βράδυ και σώζει ανθρώπους; Απλά εμείς έχουμε μια δύναμη τρομερή. Είδες την συναυλία της Ηριάννας τι έγινε; Μπορούμε να συγκεντρώσουμε κόσμο και να του μιλήσουμε. Αν και δεν μπορούμε να περάσουμε αυτά που λέμε στις συνειδήσεις μπορούμε σίγουρα σε πάρα πολλά αυτιά να τα δώσουμε μια ευκαιρία να ακουστούν. Ασχέτως το πώς θα το επεξεργαστούν αργότερα.  Έχουμε αυτή την δυνατότητα. Όλα τα άλλα, το «φημηλίκη», το έτσι και αλλιώς και αλλιώτικα είναι μια μεγάλη μπούρδα.


«Η μουσική δεν είναι για να σε κάνει να ξεχνάς. Είναι για να σου θυμίζει»


Θεωρώ ότι έχει συγκροτηθεί πλέον ένα νέο είδος έντεχνης σκηνής που είσαι συστατικό μέλος της και έχει και κοινά χαρακτηριστικά. Και όσον αφορά τους ακροατές, την ηλικία τους, ταξικά, τους προβληματισμούς τους και όσον αφορά τους την ίδια την μουσική και τις θεματικές της. Ήταν κάποια ανάγκη των καιρών; Μήπως την χρειαζόμασταν;

Για οτιδήποτε μένει και καταξιώνεται στον κόσμο, σίγουρα υπάρχει μια ανάγκη. Δεν γίνεται τυχαία. Αυτό γίνεται από την πλευρά του κόσμου. Από την πλευρά των μουσικών, πάντα υπάρχει ένας οργασμός. Και κάποιες στιγμές για κάποιους λόγους κάποιοι ξεχωρίζουν. Όλοι κάποιοι ανάγκη καλύπτουν. Και ο Παντελίδης για παράδειγμα κάποια ανάγκη του κόσμου κάλυπτε. Ο Χαρούλης κάποια ανάγκη κάλυψε. Δεν μπορώ να καταλάβω ποια. Κάτι βρίσκει ο κόσμος που τον εκφράζει. Το ίδιο έχει συμβεί και με τον Θανάση. Είχα παίξει πρώτη φορά μαζί του στο δεύτερο δίσκο, στην «Ανδρομέδα» το 1994 και είχε ήδη ένα δίσκο. Και όλο το μπαμ έγινε δέκα χρόνια μετά. Προφανώς το υλικό πρέπει να είναι καλό αλλά υπάρχει και υλικό που είναι εξίσου καλό αλλά δεν βρίσκει την συγκυρία για να γίνει γνωστό. Αυτό που λένε για τις εταιρίες που ρυθμίζουνε τα πάντα, μπορεί να ισχύει στο εμπορικό τραγούδι, αλλά στις άλλες μουσικές δεν ισχύει. Ο κόσμος το ψάχνει το τραγούδι. Και να σου πω την αλήθεια, οφείλει να το ψάχνει. Γράφονται σπουδαίες μουσικές. Ας τις στηρίζει στην τελική.

Θεωρείς πως αυτή η μουσική στην οποία παίρνεις μέρος είναι underground ή mainstream. Προφανώς δεν είναι διασκεδαστική…

Ο ρόλος της μουσικής δεν είναι να είναι διασκεδαστικός, καταρχήν. Από την άλλη, ένας άνθρωπος που μαζεύει δέκα χιλιάδες κόσμο σε μια συναυλία, θα μπορούσες να τον πεις mainstream. Άλλα όταν έχει τέτοιους στίχους σαν του Θανάση… μακάρι να ήταν όλα τα mainstream έτσι. Θα φέρω πάλι το παράδειγμα του συγχωρεμένου του Παντελίδη, που γινόταν προσκύνημα. Εκείνο ήταν mainstream. Mainstream είναι αυτό που παίζει στην τηλεόραση σωρηδόν. Η μαζική κουλτούρα. Ότι κάποια άλλα που καταφέρνουν να έχουν ακροατήριο μεγάλο δεν νομίζω πως τα ορίζει ως τέτοια.

Εγώ βλέπω πως η κοινωνία που έχει  μεγάλο πρόβλημα, κοινωνικό, πολιτικό, ηθικό, έχει ανάγκη αυτή την μουσική που προβληματίζει.

Είχε πει ο Θανάσης μια φορά: «Η μουσική δεν είναι για να σε κάνει να ξεχνάς. Είναι για να σου θυμίζει». Να μην ξεχνάς τα προβλήματα σου μα να σου δίνει το κουράγιο να προσπαθείς να τα λύσεις. Αυτή είναι η διαφορά. Η μια μουσική που ανεβαίνεις στο τραπέζι και πετάς λουλούδια θεωρείς ότι τα ξεχνάς και είσαι ο άρχοντας και η άλλη είναι εκεί και σε τσιγκλάει και σου λέει «δεν είναι έτσι τα πράγματα». Έχει ένα τραγούδι καταπληκτικό στο νέο δίσκο ο Θανάσης, την «Τάλα». Έχει να κάνει με την ιστορία με ένα κοριτσάκι στον Έβρο που είχε πεθάνει ο μπαμπάς του προσπαθώντας να το περάσει από το ποτάμι. Πάγωσε και βρήκανε το κοριτσάκι να περιφέρεται μόνο του μέσα στα χωράφια. Τώρα όταν βγαίνει ένας άνθρωπος και το φέρνει σε δέκα χιλιάδες κόσμο είναι για να σου θυμίσει το πρόβλημα. Δεν μπορεί το μόνο πρόβλημα να είναι η καψούρα. Μια ολόκληρη κοινωνία να ασχολείται με το ότι έφυγε η γκόμενα.


«Η μουσική ενώνει τους λαούς. Αλλά τους λαούς που θέλουν να ενωθούν»


Μέσα και από την δική σου δισκογραφία επιβεβαιώνεται για άλλη μια φορά πως η μουσική είναι εκ των πραγμάτων μια παγκόσμιά γλώσσα δίχως σύνορα. Ας πάρουμε την κιθάρα: Κυρίαρχη στην ροκ, κυρίαρχη στην blues των μαύρων, στην παραδοσιακή μουσική της Ανδαλουσίας και της Πορτογαλίας και σίγουρα και αλλού. Προφανώς και της Ελλάδας από ό,τι φαίνεται. Ένα όργανο που είναι τόσο αναγνωρίσιμο σε όλο τον κόσμο. Αυτό δεν επιβεβαιώνει το γεγονός πως θα μπορούσε η μουσική να γίνει σοβαρή αναφορά, σοβαρό εμπόδιο ενάντια σε εθνικισμούς και ρατσισμούς; Για παράδειγμα η δική μας μουσική είναι τόσο επηρεασμένη από την ανατολίτική.

Εννοείς δηλαδή την μουσική σαν ένα πράγμα που ενώνει τους ανθρώπους… Κοίτα, όλα αυτά τα φαινόμενα του φασισμού, του ρατσισμού, της ξενοφοβίας, της ομοφοβίας έχουν την ρίζα της στην έλλειψη παιδείας. Άρα θεωρώ πως είναι πολύ δύσκολο για ένα άνθρωπο που δεν έχει παιδεία να τον αγγίξει η μουσική με τόσο πλάγιο τρόπο. Δυο λύσεις πιστεύω πως υπάρχουν: ή θα βρεις τρόπο να μιλήσεις σε αυτούς τους ανθρώπους με μια γλώσσα που ενδεχομένως την καταλαβαίνουν… δεν ξέρω ποια είναι αυτή…. και το αφήνουμε εκεί με αποσιωπητικά ή θα πρέπει με κάποιο τρόπο να τους δώσεις παιδεία. Το πιστεύω ακόμα αυτό, για την παιδεία. Η μουσική ναι, ενώνει τους λαούς. Αλλά τους λαούς που θέλουν να ενωθούν. Δεν μπορεί να κάνει τίποτα σε αυτούς που δεν μπορούν να αφήσουν πίσω το μίσος. Αν αποτύχει πάντως και η παιδεία, βλέπουμε τι κάνουμε…(γέλια).

Εκτός από την μουσικότητα, υπάρχει και κάποιος άλλο λόγος, στιχουργικός – νοηματικός, στην επιλογή των τραγουδιών που ηχογραφείς ή και διασκευάζεις στις εμφανίσεις σου; Θες κάτι να δηλώσεις για παράδειγμα με το να επαναφέρεις το «Τούτοι οι μπάτσοι που ήρθαν τώρα»;

Στο «Αμερικα» οι στίχοι παίξανε πολύ μεγάλο ρόλο στην επιλογή των κομματιών. Όσο προχωρούσα τον δίσκο διάβαζα και μάθαινα για την ιστορία της ελληνικής μετανάστευσης. Έτσι άλλαζε και ο τρόπος που έβλεπα τα πράγματα. Γιατί είναι μια πολύ σπουδαία ιστορία. Και γενικότερα η ιστορία της μετανάστευσης. Ήταν παράλληλα και η συγκυρία τέτοια: Έμενα τότε δίπλα σε ένα «hotspot». Έβλεπα το προσφυγικό πρόβλημα, τους συμβολισμούς, την αντιστοιχία με αυτό που διάβαζα και με αυτό που συνέβαινε. Και έτσι τόσο άλλαζε το πράγμα μέσα μου. Έβγαζα κομμάτια από τον δίσκο και έβαζα άλλα. Στην ουσία αυτό που προσπαθώ είναι να περιγράψω όλο το ταξίδι ενός ανθρώπου που αναγκάζεται να φύγει από τον τόπο του και να προσπαθήσει να ριζώσει κάπου αλλού. Για το «Τούτοι οι μπάτσοι που ήρθαν τώρα»: Οι Έλληνες μαζί με άλλους λαούς -Πολωνοί, Ιρλανδοί και άλλοι- έζησαν πολύ μεγάλο ρατσισμό και κοινωνικό αποκλεισμό από τους μπάτσους της Αμερικής. Τους κυνηγούσαν χωρίς λόγο. Υπάρχει μια έκθεση εγκληματολογική του 1929, με πίνακες και στατιστικά που δείχνει ότι οι Έλληνες ήταν πρώτοι σε όλα τα εγκλήματα. Όμως η έκθεση είναι των συλληφθέντων, όχι των καταδικασθέντων. Στα συμπεράσματα δηλώνει: Δεν μπορούμε να βγάλουμε άκρη από αυτά τα στοιχεία διότι η αστυνομία λειτουργεί τελείως ρατσιστικά. Ναι μεν συλλάμβανε πολύ κόσμο αλλά αυτοί οι άνθρωποι ήτανε αθώοι. Δίνει ένα παράδειγμα με ένα τύπο που τον έχουν συλλάβει γιατί είχε κάτι στην τσέπη, κι αφού τον σταμάτησαν και τους έδειξε ότι ήταν ένα γλυκό, τον συνέλαβαν γιατί δεν μπορούσε να εξηγήσει λόγω γλώσσας από πού το αγόρασε. Κατάλαβες; Είναι εκείνο το κομμάτι της ιστορίας της Αμερικής που αφορά τις διώξεις που υπέστησαν οι Έλληνες από τις αρχές, ενώ δεν ήταν ντε και καλά παράνομοι. Ναι, είχαν τον τζόγο και τα ναρκωτικά αλλά εδώ μιλάμε για τον ρατσισμό γενικότερα. Για όποιον ήταν διαφορετικός. Και ειδικά για τους λαούς της νότιας Ευρώπης.

Αυτό απαντάει και στο προηγούμενο ερώτημα. Η λογική του δίσκου, το όνομα του, το ότι ζούσες δίπλα σε hotspot και επηρεάστηκες, το γεγονός πως και σήμερα η αστυνομία στις ΗΠΑ συλλαμβάνει μαύρους…

Όχι τους συλλαμβάνει, τους σκοτώνει.

Άρα υπάρχει αυτό στην ουσία του, πως ο ρατσισμός είναι δομικός του συστήματος και η μουσική το αναδεικνύει.

Η μουσική ούτως ή άλλως εκφράζει ότι υπάρχει στην πραγματικότητα εκείνη την στιγμή στην κοινωνία. Απλά δεν πιστεύω ότι η μουσική μπορεί να τα αλλάξει αυτά. Μόνο μέσα από την παιδεία. Δεν μπορείς ένα φασίστα να τον βάλεις να ακούσει Σοπέν και να αλλάξει μυαλά. Δεν γίνεται.

Αν και δεν ξέρω κατά πόσο στόχος είναι να του αλλάξουμε μυαλά (γέλια)


Info

Ο Δημήτρης Μυστακίδης θα εμφανιστεί για άλλα δύο Σάββατα 27 Γενάρη και 3 Φλεβάρη στο Ίλιον Plus
Μαζί του οι: Ιφιγένεια Ιωάννου, Γιώργος Τσαλαμπούνης, Δημήτρης Παππάς

Γεννημένος το 1984 στην Λάρισα, εγκλωβισμένος για κάποια χρόνια στην Ιταλία, αντί να μάθει να ξυπνάει στις αίθουσες δικαστηρίων έμαθε να βρίσκεται στις αίθουσες κινηματογράφου καθώς και πίσω από φωτογραφικές μηχανές. Έκτοτε γράφει για ταινίες και για σινεμά (καθώς και για ό,τι άλλο σκέφτεται) και φωτογραφίζει για φωτορεπορτάζ και για ευχαρίστηση. Είναι μέλος του ΔΣ της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ), της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) και της Επιτροπής κρίσης και αξιολόγησης του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ).