Μουσεία - ΝΠΔΔ και «business as usual»

Τι κρύβεται πίσω από την αλλαγή του νομικού καθεστώτος των μουσείων

| 07/02/2020

Το θεσμικό καθεστώς των μουσείων δεν είναι νομικό ζήτημα. Είναι απόλυτα, βαθιά, αποκλειστικά ιδεολογικό. Διότι συνοψίζει τον προσανατολισμό του κράτους στην διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Δεδομένης της ταξικής φύσης του κράτους, δεν νοείται διαφορετική αντιμετώπιση της πολιτιστικής κληρονομιάς από την κάθε φορά κυρίαρχη. Δηλαδή, είναι τουλάχιστον αφέλεια να αναμένεται διαφορετική αντιμετώπιση της πολιτιστικής κληρονομιάς από το αστικό κράτος, από την κυρίαρχη αγοραία σε όλους τους άλλους τομείς.

‘Οποτε παρατηρήθηκε διαφορετική αντιμετώπιση – ενίοτε και εξαίρεση – της διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς από τους γενικούς κανόνες λειτουργίας του καπιταλισμού, αυτό αποτελούσε πάντα προϊόν των συσχετισμών δύναμης στο εργατικό κίνημα, το οποίο, μπορεί να μην έθετε απευθείας ζήτημα κοινωνικοποιημένης διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά αυτό το ζήτημα προέκυπτε εμμέσως από το γενικότερο πρόταγμα για επιστροφή του πλούτου – σε κάθε μορφή του – σε αυτούς που τον παράγουν.

Για τον καπιταλισμό είναι αδιανόητη οποιαδήποτε άλλη διάσταση της πολιτιστικής κληρονομιάς, από αυτήν του κέρδους. Υπάρχει, όμως, μία επιπρόσθετη «χρησιμότητα» της πολιτιστικής κληρονομιάς, εξαιρετικά σημαντική για το σύστημα: Η ιδεολογική χειραγώγηση των συνειδήσεων, που μόνο ο πολιτιστικός τομέας, η εκπαίδευση και η επικοινωνία μπορούν να προσφέρουν.

Τα κρατικά μουσεία στο στόχαστρο

Ειδικά τα μουσεία είναι το «βαρύ πυροβολικό» αυτής της διαχείρισης. Διότι, το τι επιλέγεται κάθε φορά να εκτεθεί, αλλά και το πώς, αντανακλά τον κάθε φορά κυρίαρχο προσανατολισμό της έρευνας, ο οποίος, με την σειρά του, υπηρετεί τις κάθε φορά ανάγκες της κυρίαρχης τάξης. Πρόκειται για μια αξεδιάλυτη εξίσωση εντός συστημικού πλαισίου, είναι αντικειμενική και, από αυτή την άποψη, άσχετη με τις προθέσεις αλλά και τον αγώνα των πρωτοπόρων ερευνητών και αρχαιολόγων που παλεύουν για μια διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς στο όνομα του λαού, του πραγματικού ιδιοκτήτη της.

Κάθε πολιτική για τα μουσεία βασίζεται σε αυτήν την εξίσωση και αυτή είναι ο πυρήνας της νέας αντιπαράθεσης που έχει ξεσπάσει γύρω από την νέα απόπειρα του κράτους να προχωρήσει στην μετατροπή του νομικού καθεστώτος των κρατικών μουσείων με τέτοιο τρόπο, ώστε να τα αποσπάσει από τον οργανικό κορμό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, δηλαδή από τον άμεσο έλεγχο του κράτους, με στόχο το πέρασμά τους, με κάθε μορφή, στην αγορά και την εμπορευματοποίησή τους. Όπως γράφαμε και το 2016, «γι’ αυτό και όλα τα μουσεία, σε όλο τον κόσμο, λειτουργούν πλέον ως οργανισμοί με πλήρη ή σχεδόν πλήρη οικονομική «αυτοτέλεια», χωρίς δηλαδή ή με μικρή κρατική στήριξη, γεγονός το οποίο με την σειρά του οδηγεί αντικειμενικά – δηλαδή πέρα από τις προθέσεις του επιστημονικού δυναμικού τους – στην αντιμετώπιση του ίδιου του μουσείου και, ακόμη χειρότερα, των συλλογών του με αποκλειστικά αγοραία κριτήρια.

»Αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, ότι αν το μουσείο δεν έχει χρήματα, μειώνει ή καταργεί την ερευνητική του δράση προς όφελος της προβολής των συλλογών του ώστε να προσελκύσει περισσότερο κόσμο. Προοπτικά αυτό θα έχει εύλογες, αρνητικές συνέπειες και στο ίδιο… το «προϊόν», δηλαδή τα εκθέματα, αλλά και στα αντικείμενα στις αποθήκες, όμως, οι «νόμοι» της «αγοράς» είναι ιδιαίτερα «δυσκίνητοι» όταν πρόκειται να δοθεί χρήμα σε «άχρηστες» – δηλαδή όχι άμεσα εκμεταλλεύσιμες οικονομικά – δραστηριότητες.

»Αντίθετα, το μουσείο μπαίνει πλέον σε μια λογική ανταλλαγών και εξαγωγών των αντικειμένων του για την διοργάνωση περιοδικών εκθέσεων με στόχο να βγάλει χρήματα, ή για διαφημιστικούς λόγους – ή ακόμη και με την «ομπρέλα» της «πολιτιστικής διπλωματίας – τακτική η οποία έχει γιγαντωθεί τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα και μόνο η τύχη βοηθά μέχρι στιγμής να μην έχουν χαθεί ή καταστραφεί αρχαιότητες κατά το ταξίδι τους ανα τον κόσμο.

»Επιπλέον, η ιδιωτικοοικονομική λειτουργία και η συνεχής, αγωνιώδης αναζήτηση χρημάτων, οδηγεί τα μουσεία να μετατρέπονται σε ενοικιαζόμενους χώρους για ιδιωτικές δεξιώσεις και ξεναγήσεις ή εκδηλώσεις, συχνά ασύμβατες με τον χαρακτήρα τους. Ηδη έχει γίνει καθεστώς η αντικατάσταση του στοιχειώδους κυλικείου για μια στάση ξεκούρασης του επισκέπτη του μουσείου, από “φαραωνικά” εστιατόρια που χρησιμοποιούν τα εκθέματα ως “κράχτη” για μια πελατεία η οποία ίσως και να μην τα επισκεφθεί καν, πριν ή αφού γευθεί το πανάκριβο μενού».

Στην Ελλάδα, η διαδικασία μετατροπής των μουσείων σε «μαγαζιά», αν θέλουν να εξακολουθούν να υπάρχουν, πέρασε από διάφορες φάσεις και δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη και λόγω της σθεναρής αντίστασης της προοδευτικής επιστημονικής κοινότητας.

Η θεσμική αρχή έγινε με τον Οργανισμό του υπουργείου Πολιτισμού (επί υπουργίας Βενιζέλου στις αρχές της δεκαετίας του 2000) όταν το Εθνικό Αρχιαολογικό Μουσείο, μετατράπηκε σε «ειδική περιφερειακή μονάδα» του υπουργείου Πολιτισμού μαζί με μερικά ακόμη μεγάλα κρατικά μουσεία. Στόχος ήταν εξαρχής, όπως διαπιστώνεται σήμερα, η αυτονόμηση των μεγάλων κρατικών μουσείων από την Αρχαιολογική Υπηρεσία για να παραδοθούν προοπτικά στο κεφάλαιο. Αυτή είναι και η μοναδική παρατήρηση προς τον πραγματικά μαχητικό Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων: Οτι δεν εκλαμβάνει εκείνη την μετατροπή ως μέρος της πολιτικής εμπορευματοποίησης. Καταλήγουν, όμως και σήμερα στο ορθό συμπέρασμα: «Η απόσπαση των Μουσείων από τον κορμό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας συνεπάγεται την ακύρωση του ενιαίου πνεύματος που διέπει τη λειτουργία της. Η εξαγγελία της κυβέρνησης (σσ. της σημερινής) αποτελεί το πρώτο μεγάλο βήμα για τη διάλυση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, προετοιμάζοντας το έδαφος για ευρύτερες αλλαγές. Ήδη από τις προγραμματικές δηλώσεις της Υπουργού (πρόταση για εκπόνηση και εφαρμογή πολιτικών για την ολοκληρωμένη βιώσιμη ανάπτυξη περιοχών με μείζονα μνημεία: Κνωσός, Μεσσήνη, Ρόδος, Δωδώνη, Δήλος, Φίλιπποι, Αμφίπολη, Βεργίνα, Ακαδημία Πλάτωνος), διαφαίνεται ότι η κυβέρνηση απεργάζεται και τη διοικητική-οικονομική αυτοτέλεια των μεγάλων (και άρα με πολλά έσοδα) αρχαιολογικών χώρων».

Τη «σκυτάλη» πήρε το 2005 η ΝΔ, η οποία (με υπουργό Πολιτισμού τον Π. Τατούλη) επιχείρησε να αλλάξει επί το αντιδραστικότερον τον Οργανισμό του ΥΠΠΟ φέρνοντας ένα σχετικό νομοσχέδιο όπου, μεταξύ άλλων, προέβλεπε τη μετατροπή σε ΝΠΔΔ 10 σημαντικών μουσείων , που θα ήταν πλέον απλώς «εποπτευόμενα» από το ΥΠΠΟ, αλλά «με πλήρη διοικητική, δημοσιονομική και λειτουργική αυτοτέλεια». Επρόκειτο για τα: Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο , Μουσείο Ακροπόλεως, Βυζαντινό και Χριστιανικό, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, Μουσείο Ασιατικής Τέχνης, Νομισματικό Μουσείο , Νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας – Μουσείο Ιστορίας Ολυμπιακών Αγώνων και Μουσείο Δελφών.

Η «ναυρχίδα» αυτής της επικίνδυνης πολιτικής είναι το Νέο Μουσείο Ακρόπολης, το οποίο είναι η ελληνική εκδοχή της «επιτομής» της εμπορευματικής λειτουργίας των μουσείων. Εξαρχής το θεσμικό του πλαίσιο το απέκοψε από την Αρχαιολογική Υπηρεσία για να λειτουργήσει «αυτόνομα», προσανατολισμένο σε επιχειρηματικές δράσεις.

Το «δόλωμα» του ΝΠΔΔ

Τι σημαίνει η μετατροπή των μουσείων σε ΝΠΔΔ; Ο λόγος στους αρχαιολόγους:

«Η προτεινόμενη μετατροπή των Μουσείων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας που λειτουργούν σήμερα ως Ειδικές Περιφερειακές Υπηρεσίες σε Ν.Π.Δ.Δ. θα επιφέρει μια ουσιώδη μεταβολή στο τρόπο άσκησης δημόσιας πολιτικής. Η προϊσταμένη αρχή σε ένα μουσείο Ν.Π.Δ.Δ.. δηλαδή το Διοικητικό Συμβούλιο, θα αποτελείται από εξωυπηρεσιακούς παράγοντες, εκλεκτούς, φίλους και αρεστούς του/της εκάστοτε υπουργού. Έτσι, τα Μουσεία και όλα όσα αυτά εμπεριέχουν (συλλογές, υλικοτεχνική υποδομή, εργαζόμενοι) θα αποτελούν προίκα στα συμφέροντα της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας, με όλα όσα συνεπάγεται αυτό.

»Η προσπάθεια μετατροπής των Δημόσιων Μουσείων σε Ν.Π.Δ.Δ. συνιστά μία απροκάλυπτη παρέμβαση στα θέματα της Δημόσιας Διοίκησης με πελατειακές προεκτάσεις, καθώς τα διοικητικά όργανα θα έχουν άμεση εξάρτηση από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία, χωρίς να έχουν συνείδηση και υποχρεώσεις υπαλλήλου που εφαρμόζει τον Νόμο.

»Ταυτόχρονα, τα Ν.Π.Δ.Δ. είναι ένας τύπος δημόσιας διοίκησης που διασφαλίζει την εμπλοκή των ιδιωτών μέσω του διορισμένου Διοικητικού Συμβουλίου. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου εξυπηρετούν, εν δυνάμει, μικροπολιτικά ή και ιδιωτικά συμφέροντα και όχι κατ’ ανάγκην το δημόσιο συμφέρον, το συμφέρον όλων μας. Η νομική μορφή του Ν.Π.Δ.Δ. παρέχει τη δυνατότητα συμπράξεων με τον ιδιωτικό τομέα ή ανάθεσης τομέων (όπως η φύλαξη) σε εταιρείες, ή ακόμα και προνομιακές σχέσεις με Ιδρύματα Πολιτισμού που αδημονούν να εισβάλουν και στον χώρο της διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς».

Το αφήγημα της «αυτοχρηματοδότησης» του πολιτισμού – ως επιχείρημα της εμπορευματοποίησης των μουσείων – το οποίο άνοιξε και αυτή η κυβέρνηση, αλλά αποτελεί τον μπούσουλα όλων των κυβερνήσεων καθώς και συνολικά της ΕΕ, πέρα από τους κινδύνους που θα σημάνει για την πολιτισιτκή κληρονομιά και που περιγράφηκαν παραπάνω, αποδείχθηκε και φιάσκο, ακόμη και με αγοραίους όρους. Λένε οι αρχαιολόγοι στο υπόμνημά τους προς το υπουργείο Πολιτισμού: «Η προτεινόμενη αλλαγή του θεσμικού πλαισίου των μουσείων εγγράφεται σε έναν κύκλο συζήτησης που άνοιξε η Κυβέρνηση με θέμα “την αυτοχρηματοδότηση του Πολιτισμού”. Η θέση αυτή παραβιάζει το πνεύμα του Αρχαιολογικού Νόμου (άρθρο 7), το οποίο ορίζει ρητά ότι οι αρχαιότητες και τα μνημεία “ανήκουν στο Δημόσιο κατά κυριότητα και νομή και είναι πράγματα εκτός συναλλαγής και ανεπίδεκτα χρησικτησίας”. Ο νομοθέτης προέβλεψε να απομακρύνει τις αρχαιότητες από οποιαδήποτε έννοια αγοραίας συναλλαγής, η οποία θα επισκίαζε την πνευματική τους αξία και τη θέση που αυτές έχουν στην ελληνική κοινωνία ως συνεκτικό στοιχείο αυτής. Επομένως, η εισαγωγή στη συζήτηση απόψεων που βλέπουν τις αρχαιότητες ως πηγές εισόδων, τις μεταθέτει αμέσως στην κατηγορία των υλικών αξιών, διαστρεβλώνει την άυλη πνευματική τους υπόσταση, αυτήν που απέκτησαν ανά τους αιώνες στην ελληνική κοινωνία και την παγκόσμια κοινότητα.

»Η ίδια θέση περί αυτοχρηματοδοτούμενου πολιτισμού διαστρεβλώνει τον ρόλο των μουσείων, όπως αυτός ορίζεται με σαφήνεια στον Αρχαιολογικό Νόμο (άρθρο 45): |Ως μουσείο νοείται η υπηρεσία ή ο οργανισμός μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα…”. Η σύνδεση των Μουσείων με την έννοια της αυτοχρηματοδότησης και της βιωσιμότητας ακυρώνει τον παιδευτικό τους ρόλο, δηλαδή τον καταστατικό τους αυτοσκοπό, και τα μετατρέπει σε επιχειρηματικούς οργανισμούς, η λειτουργική υπόσταση των οποίων προϋποθέτει την οικονομική τους επιβίωση. Η έννοια της αυτοχρηματοδότησης του πολιτισμού ισοδυναμεί με την προσπάθεια αντιστοίχησης των εσόδων και των εξόδων ή ακόμα και την υπερκάλυψη των δεύτερων από τα πρώτα. Ωστόσο, με αυτήν τη διαδικασία παραβλέπεται μία βασική λειτουργία του πολιτισμού που είναι αδύνατον να εκτιμηθεί με όρους κόστους-οφέλους, η παιδευτική.

»Ακόμη και εάν δεχθούμε ότι τα μουσεία είναι θεμιτό να είναι αυτοχρηματοδοτούμενα, αυτός ο σκοπός δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Μία τέτοια απαίτηση, όπως δείχνει η διεθνής εμπειρία, είναι απόλυτα αβάσιμη. Κανένα μεγάλο μουσείο στο εξωτερικό δεν βγάζει τα έξοδά του, όλα τα μουσεία χρειάζονται επιπλέον χρηματοδότηση, όποιος ισχυρίζεται το αντίθετο παραπληροφορεί συνειδητά τη κοινή γνώμη.

»Περισσότερο αβάσιμη, όμως, την καθιστά η ίδια η ελληνική εμπειρία με μουσεία Δημοσίου και Ιδιωτικού Δικαίου, τα οποία αντιμετωπίζουν συστηματικά λειτουργικά προβλήματα (βλ. την Εθνική Πινακοθήκη και το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης). Είναι η εμπειρία του Μουσείου Μπενάκη και του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, δύο ιδιωτικών –και επιχορηγούμενων από το Κράτος– οργανισμών που αναγκάστηκαν το μεν πρώτο να περιορίσει τις μισθολογικές και άλλες δαπάνες και το δε δεύτερο να αναστείλει τη λειτουργία του απολύοντας τους εργαζομένους του, για να συγχωνευθεί εν τέλει με το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Είναι ακόμη και αυτού του Μουσείου Ακρόπολης, το οποίο μετά από τόσα χρόνια λειτουργίας και συρροής επισκεπτών δεν μπόρεσε να γίνει αυτοχρηματοδοτούμενο, ακόμη και αν αυτός ο στόχος τέθηκε με την ίδρυσή του και παρά τα άπειρα πλεονεκτήματα που αυτό το μουσείο έχει έναντι των υπολοίπων, πλεονεκτήματα για τα οποία δεν έχει γίνει ποτέ κάποια δημόσια συζήτηση.

»Τα Αρχαιολογικά Μουσεία της χώρας έχουν έως σήμερα μια υγιή και απόλυτα βιώσιμη πορεία. Ο πολιτισμός, όπως και η ποιοτική εκπαίδευση, απαιτούν χρηματοδότηση και συνεχή επιδότηση. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση απλά σημαίνει παραίτηση της Πολιτείας από τη συνταγματική της υποχρέωση έναντι των πολιτιστικών αγαθών και αποκαλύπτει την πρόθεσή της να μετατρέψει τον Πολιτισμό σε χώρο οικονομικής δραστηριότητας τρίτων που θα επιχειρήσουν να κεφαλαιοποιήσουν το πολιτισμικό απόθεμα. Εάν εφαρμοστεί το προτεινόμενο μοντέλο, σε λίγα χρόνια θα ακούσουμε τα πρώτα σκάνδαλα. Το colpo grosso με την πολιτιστική κληρονομιά θα έχει ξεκινήσει».

Σε ό,τι αφορά τις επιπτώσεις της εμπορευματοποίησης της πολιτιστικής κληρονομιάς στις εργασιακές σχέσεις των εργαζομένων σε αυτήν, δεν χρειάζεται νομίζουμε να αφιερώσουμε περισσότερες λέξεις: Θα είναι ακριβώς το ίδιο χάλι όπως σε κάθε άλλον τομέα.

«Business as usual»

Επαναλαμβάνουμε, πως όσα περιγράφονται παραπάνω, αποτελούν συνέπεια του στρατηγικού στόχου του ευρωπαϊκού κεφαλαίου για πλήρη εμπορευματοποίηση του πολιτισμού. Στην εξυπηρέτηση αυτού του στόχου είναι υποτεγμένες όλες οι αστικές κυβερνήσεις, σε όλη την Ευρώπη, φυσικά και στην Ελλάδα. Δεν εξαιρείται καμία.

Για να γίνει πιο κατανοητό το γεγονός που η εμπορευματοποίηση των μουσείων είναι μέρος αυτού του στρατηγικού στόχου, το παρακάτω παράδειγμα είναι χαρακτηριστικό. Στις 24 Μαΐου 2018, πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες μια ακόμη ευρωπαϊκή επιχειρηματική διάσκεψη κορυφής στο πλαίσιο της European Business Summit, μιας από τις πιο εκτεταμένες και σημαντικές πλατφόρμες επιχειρηματικής δικτύωσης στην Ευρώπη, η οποία ήταν εξολοκλήρου αφιερωμένη στην πολιτιστική κληρονομιά, για πρώτη φορά στην ιστορία της. Προσέλκυσε πάνω από 1.700 συμμετέχοντες και 175 ομιλητές και, σύμφωνα με τους διοργανωτές, «έδωσε στους επιχειρηματικούς εκπροσώπους την ευκαιρία διαλόγου με βασικούς φορείς λήψης αποφάσεων της ΕΕ και να αποδείξουν ότι οι επιχειρήσεις μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη λύσεων στα πιό πιεστικά ζητήματα στην Ευρώπη.».

Εκτός «από την προβολή της αξίας και των πολλαπλών οφελών της πολιτιστικής κληρονομιάς για την κοινωνία, το περιβάλλον και την ευημερία των πολιτών της Ευρώπης», το στρογγυλό τραπέζι της συνόδου υπό την χαρακτηριστική θεματική ενότητα «Agora» και τίτλο «Ευρωπαϊκό Έτος Πολιτιστικής Κληρονομιάς: Επένδυση στην πολιτιστική κληρονομιά» στόχευσε στην «προβολή της οικονομικής δυναμικής της επένδυσης και προώθησης της πολιτιστικής κληρονομιάς στις πόλεις και την ύπαιθρο. σε ολόκληρη την ήπειρο».

Γιατί τόσος επιχειρηματικός «πόνος» για την πολιτιστική κληρονομιά. Διότι, όπως προκύπτει από τις αναγορές του προγράμματος της ΕΕ, «Η Πολιτιστική κληρονομιά μετρά για την Ευρώπη», με συντονιστή την Europa Nostra, μεταξύ του 2013 και του 2015, περίπου 300.000 άνθρωποι εργάζονταν απευθείας στον τομέα της πολιτιστικής κληρονομιάς στην ΕΕ, με 7,8 εκατομμύρια θέσεις εργασίας που προέκυπταν έμμεσα από τον τομέα. Για κάθε άμεση θέση εργασίας, ο τομέας της πολιτιστικής κληρονομιάς παράγει έως και 26,7 έμμεσες, παραδείγματος χάριν στους τομείς των κατασκευών και του τουρισμού. Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος της ακόμη μεγαλύτερης κερδοφορίας στην οποία ελπίζει να αρπάξει το κεφάλαιο από την πολιτισιτκή κληρονομιά, σε σύγκριση, στην αυτοκινητοβιομηχανία παράγονται μόλις 6,3 έμμεσες θέσεις εργασίας για κάθε άμεση θέση.

«Επομένως», διαπιστώνει πανευτυχής η European Business Summit, «η πολιτιστική κληρονομιά αποτελεί ζωτικό τμήμα της ευρωπαϊκής οικονομίας και βασικό πόρο για την αειφόρο ανάπτυξη, σε σχέση με την οικονομική ανάπτυξη και απασχόληση. Με συγκεκριμένους αριθμούς, η σύνοδος προσέγγισε την οικονομική, χρηματοπιστωτική και επιχειρηματική κοινότητα για να την πείσει να επενδύσει σε αυτό το μοναδικό κεφάλαιο».

Και πώς πείθεις έναν επιχειρηματία να επενδύσει; Μόνο με την υπόσχεση μεγάλου κέρδους. Ικανού να τον κάνει να μεταφέρει χρήματα, π.χ, από την αυτοκινητοβιομηχανία, σε ένα μεγάλο μουσείο.

Ας το θυμόμαστε αυτό κάθε φορά που το υπουργείο Πολιτισμού, ανεξαρτήτως πολιτικής ηγεσίας – διότι όλοι για το ίδιο αφεντικό δουλεύουν: το κεφάλαιο – θα προωθεί την αγοραία διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς στο όνομα της «αυτοχρηματοδότησης», της «ανάπτυξης» και της «προστασίας» της.

Και ας παλέψουμε μαζί με την μαχόμενη πρωτοπορία των αρχαιολόγων, για να αποτραπεί το ξεπούλημα αυτού του ανεπανάληπτου και μοναδικού φορέα συλλογικής μνήμης που συνιστά η πολιτιστική κληρονομιά.

Γεννήθηκε – και αυτή είναι μία από τις ελάχιστες βεβαιότητες που έχει – το 1970. Πουλούσε την εργατική του δύναμη επί χρόνια στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό Τύπο. Μέχρι που του έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι ήταν το μόνο πράγμα που φοβόταν. Τώρα «αναρρώνει» στο Περιοδικό. Ελπίζει, για πάντα.