Η ρωσική λογοτεχνία σε δύσκολους καιρούς

Μπουλγκάκοφ και Γκαζντάνοφ, από τις εκδ. Αντίποδες

| 23/07/2015

Αν και συμπατριώτες και ομότεχνοι, είναι πιθανό ότι ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ και ο Γκαϊτό Γκαζντάνοφ δεν συναντήθηκαν ποτέ. Στα ταραγμένα χρόνια της δεκαετίας του 1920 οι δυο τους ακολούθησαν πολύ διαφορετικούς δρόμους, επιλέγοντας ο ένας το συμβιβασμό και ο άλλος τη φυγή. Και στις δυο περιπτώσεις το τίμημα ήταν βαρύ.

[br]

Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ

Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ

Η περίπτωση του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ (1891-1940) είναι ενδιαφέρουσα όσο και τραγική. Ο οξύς σατιρικός λόγος του και το κριτικό πνεύμα του τον έκαναν από νωρίς στόχο του σοβιετικού τύπου και της λογοκρισίας. Χάρη στη μεσολάβηση του Στάλιν κατάφερε τελικά να εξασφαλίσει δουλειά στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας και την ανοχή των αρχών. Ωστόσο, τα σημαντικότερα έργα του έμειναν στα χαρτιά και εκδόθηκαν πολλά χρόνια μετά το θάνατό του. «Δυστυχώς, δεν είμαι ήρωας», έγραφε το 1923.

Καρδιά σκύλου, Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, Μετάφραση:  Ελένη Μπακοπούλου, Επίμετρο: Σ.Κ., Εκδ. Αντίποδες

ΚΑΡΔΙΑ ΣΚΥΛΟΥ

Η “Καρδιά σκύλου“, μια νουβέλα σοβιετικής επιστημονικής φαντασίας, είναι ένα από τα πιο δημοφιλή έργα του Μπουλγκάκοφ − έχει διασκευαστεί συχνά και με επιτυχία για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Γράφτηκε το 1925, όταν η σάτιρα δεν ήταν ακόμα κάτι αδιανόητο στη Σοβιετική Ένωση, αλλά δεν εκδόθηκε ποτέ − αργότερα το χειρόγραφο κατασχέθηκε από τη ΓκεΠεΟυ. Βρίσκουμε εδώ τα χαρακτηριστικά αυτού του ευρηματικού είδους λογοτεχνίας του φανταστικού, το οποίο ο Μπουλγκάκοφ οδήγησε στα όριά του με το αριστούργημά του “Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα“: μια ρεαλιστική κατά τα άλλα αφήγηση μπολιάζεται από παράλογα, υπερφυσικά, εξωφρενικά ή και τρομαχτικά συμβάντα.

Έτσι ο αδέσποτος σκύλος Σάρικ, μετά από ένα μάλλον αποτυχημένο πείραμα ευγονικής, μεταμορφώνεται στον άξεστο, αλκοολικό νεαρό Πολυγκράφ Πολυγκράφοβιτς Σάρικοφ, φέρνοντας τα πάνω κάτω στη ζωή του «δημιουργού» του, γιατρού Πρεομπραζένσκι, και όλων των υπόλοιπων ηρώων. Οι προσπάθειες του γιατρού, νοσταλγού των παλιών καλών (προεπαναστατικών) καιρών, να εμφυσήσει στον Πολυγκράφ τις αξίες του αστικού πολιτισμού, αποτυγχάνουν παταγωδώς –όπως ακριβώς και οι προσπάθειες του συντρόφου Σβόντερ να τον μυήσει στις αρετές του σοβιετικού πολίτη. Οι εξελίξεις είναι καταιγιστικές.

Ο Μπουλγκάκοφ βρίσκεται σε μεγάλα κέφια. Ο πρώην σκύλος και μετέπειτα πολίτης Σάρικοφ, «υπεύθυνος της υποδιεύθυνσης καθαρισμού της πόλης της Μόσχας από τα αδέσποτα ζώα (γάτες κ.α.)», γίνεται ο καταλύτης που θα φέρει στην επιφάνεια τις αντιφάσεις και τα αφανή αδιέξοδα της νεαρής σοβιετικής κοινωνίας στην περίοδο της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (ΝΕΠ). Η νουβέλα διαβάζεται εύκολα σαν μια κοινωνικοπολιτική αλληγορία της επανάστασης, για την πορεία της οποίας ο Μπουλγκάκοφ είχε πολλές επιφυλάξεις –ένα αποτυχημένο πείραμα αλλαγής της ανθρωπότητας (;). Η μαρξιστική προσπάθεια αναμόρφωσης του ανθρώπου σύμφωνα με τις αρχές της επιστήμης (ο καθηγητής Πρεομπραζένσκι και τα αμφιλεγόμενα πειράματα «αναζωογόνησης»), η διαχείριση της εξουσίας από το αμήχανο προλεταριάτο (ο Σβόντερ και η «επιτροπή κτιρίου»), αλλά και η σχέση του δημιουργού με το δημιούργημά του, αγαπημένο θέμα του συγγραφέα, γίνονται εδώ συστατικά μιας γκροτέσκας, χαοτικής πραγματικότητας.

Όλα τελειώνουν όπως είχαν αρχίσει, με την αφήγηση του σκύλου, ίσως του μόνου ήρωα που τελικά διασώζεται. Η ισορροπία έχει αποκατασταθεί και ο γιατρός Πρεομπραζένσκι, το «ανώτατο ον», ο «διακεκριμένος ανήρ», ο «θαυματοποιός», ο «πείσμων άνθρωπος», συνεχίζει απερίσπαστος τις έρευνές του. Μετά απ’ αυτά, δεν μας εκπλήσσει ότι το βιβλίο εκδόθηκε πρώτη φορά στη Σοβιετική Ένωση πολλά χρόνια μετά το θάνατο του συγγραφέα, μόλις το 1987. Σε γράμμα του στον Στάλιν το 1930 ο Μπουλγκάκοφ ομολογεί, με αξιοθαύμαστη παρρησία: «Αλίμονο, είμαι ένας σατιρικός συγγραφέας ακριβώς σε μια εποχή που η αληθινή σάτιρα (εκείνη που εισχωρεί σε απαγορευμένες περιοχές) είναι εντελώς αδύνατη στην ΕΣΣΔ.»

Η εξαιρετική μετάφραση (από τα ρωσικά) είναι της Ελένης Μπακοπούλου.

****

[br]

Γκαϊτό Γκαζντάνοφ

Γκαϊτό Γκαζντάνοφ

Ακριβώς όπως και ο ήρωας της νουβέλας του, ο Γκαϊτό Γκαζντάνοφ (1903-1971) πολέμησε στα δεκάξι του στο ρωσικό εμφύλιο, με το μέρος των Λευκών. Μέσα στα επόμενα χρόνια εγκατέλειψε τη χώρα του και εγκαταστάθηκε τελικά στο Παρίσι, κάνοντας διάφορες δουλειές για να επιβιώσει και γράφοντας, στα ρώσικα, ιστορίες με έντονο το αυτοβιογραφικό στοιχείο. Στην κοινότητα των Ρώσων εμιγκρέδων η φήμη του συναγωνιζόταν εκείνη του Ναμπόκοφ. Ωστόσο, παρά το ελπιδοφόρο ξεκίνημά του και την αδιαμφισβήτητη δύναμη του έργου του, δεν βρήκε την αναγνώριση που του άξιζε. Τα τελευταία χρόνια, στα πλαίσια ενός ανανεωμένου ενδιαφέροντος για τη λογοτεχνία της ρωσικής εμιγκράτσιας, τα βιβλία του Γκαζντάνοφ εκδίδονται ξανά και σήμερα θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Ρώσους συγγραφείς της διασποράς.

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΑΛ. ΒΟΛΦΤο φάντασμα του Αλεξάντρ Βολφ. Γκαϊτό Γκαζντάνοφ, Μετάφραση: Ελένη Μπακοπούλου, Επίμετρο: Χρήστος Αστερίου, Εκδ. Αντίποδες

Στο Φάντασμα του Αλεξάντρ Βολφ“, πέμπτο κατά σειρά βιβλίο του Γκαζντάνοφ (δημοσιεύτηκε το 1947-48 στη Ν. Υόρκη στα ρωσικά), ο αφηγητής αναζητά τη λύση ενός μυστηρίου που η αρχή του χάνεται στο ρωσικό νότο την εποχή του εμφύλιου. Ένας φόνος, «μια ασήμαντη λεπτομέρεια», «ένα από τα αναρίθμητα επεισόδια» του πολέμου. «Από όλες μου τις ενθυμήσεις, από τα άπειρα βιώματα της ζωής μου, η πλέον οδυνηρή ανάμνηση ήταν εκείνη του μοναδικού φόνου που είχα διαπράξει», λέει ο αφηγητής. Έγιναν όμως όντως έτσι τα πράγματα;

Το κείμενο διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά μιας νουάρ νουβέλας: καταραμένους ήρωες, μοιραίες γυναίκες, κακοποιούς, αστυνομικούς, σασπένς. Αυτά στην επιφάνεια, γιατί “Το φάντασμα του Αλεξάντρ Βολφ” είναι πάνω απ’ όλα ένα φιλοσοφικό δοκίμιο για τη μοίρα και για την παντοδυναμία του θανάτου, κι εδώ η πορεία προς τη λύση του μυστηρίου είναι ταυτόχρονα και πορεία του ήρωα προς την αυτογνωσία.

Ο Γκαζντάνοφ ξέρει να γοητεύει τους αναγνώστες του, κάτι που γίνεται φανερό από τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου, στην υποδειγματικής έντασης εναρκτήρια σκηνή, με φόντο το θερμό καλοκαίρι του ρωσικού νότου. Το εύρημα της ιστορίας μέσα στην ιστορία, του «βιβλίου μέσα στο βιβλίο», αξιοποιείται από τον συγγραφέα με μεγάλη δεξιοτεχνία σε μια αφήγηση πυκνή, «σωματική» σχεδόν, γεμάτη απρόβλεπτες στροφές, στοιχειωμένη από τα λόγια του Πόε: «Beneath me lay my corpse with the arrow in my temple».

Ποιος είναι ο θύτης και ποιο το θύμα; Είναι αληθινή η ιστορία του συγγραφέα Αλεξάντρ Βολφ, ή «ένα έργο φαντασίας, που τυχαία συνέπεσε με τη δική σας πραγματικότητα», όπως λέει στον ήρωα ο Άγγλος εκδότης; Και πάλι, ο συγγραφέας – ο αφηγητής – ο Βολφ είναι τρία διαφορετικά πρόσωπα, ή όψεις ενός και μόνου εαυτού;

Ο Γκαζντάνοφ κινείται με ευελιξία μεταξύ ονείρου, παραίσθησης και πραγματικότητας, γράφοντας μια λογοτεχνία δυτική στην έκφραση και ρώσικη στην ιδιοσυγκρασία, με επιρροές από τον Προυστ και τον Κάφκα έως τον Ντοστογιέφσκι. Μπορούμε να πούμε ότι διαθέτει στο μέγιστο βαθμό εκείνα ακριβώς τα χαρίσματα που αναγνωρίζει ο ήρωάς του στον Αλεξάντρ Βολφ: «ο ευλύγιστος και άψογος ρυθμός της αφήγησης, καθώς και ο ιδιότυπος τρόπος που είχε ο συγγραφέας να βλέπει τα πράγματα διαφορετικά απ’ ό,τι τα βλέπουν οι άλλοι».

Η Ελένη Μπακοπούλου αποδίδει υπέροχα τη μελωδικότητα και τις λεπτότατες αποχρώσεις αυτής της πολύ απαιτητικής γραφής.