«Ναι, αλλά για την Κατιούσα δεν λέτε τίποτα!»

Μια συνάντηση του Τζιμάκου με τον Προκρούστη

| 15/01/2018

Η λογική των «ίσων αποστάσεων» ή της «αντικειμενικής προσέγγισης» – για να παραμείνω στην πιο ελαφριά εκδοχή της – απέναντι σε φυσικά φαινόμενα όπως ο Τζιμάκος, αναδεικνύει, κατά την ταπεινότατη άποψή μου πάντα, μία εντυπωσιακή έλλειψη αξιολογικής ικανότητας.

Χάνουμε το μείζον, σα να λέμε.

Ποιο είναι αυτό στην περίπτωση του Τζιμάκου; Ότι, όντας μέρος της showbiz (που λέμε και στον Παρνασσό), έκανε δύο πράγματα που ουδείς από το «σύμπαν» της δεν τόλμησε ποτέ, ακόμη κι αν υποθέσουμε πως – πράγμα εξαιρετικά αμφίβολο – είχε περάσει ανάλογη ιδέα από το μυαλό κάποιας ή κάποιου καλλιτέχνη αυτού του «σύμπαντος»: Την διασκευή ψυχής του συγκλονιστικού τραγουδιού για τον Μπελογιάννη και το, επίσης συγκλονιστικό, φινάλε του βίντεο κλιπ του «Νεοέλληνας», με τα όπλα να «επιστρέφουν» στα χέρια των δακρυσμένων μαχητών του ΕΛΑΣ.

Τώρα θα μου πεις: «Και η διασκευή της “Κατιούσα”»;

Σαν να ακούω: «Ναι, αλλά για τον Στάλιν δεν λέτε»!

Εννοώ, ότι είναι η ίδια λογική, δεν ταυτίζω τις προθέσεις.

Πέρα, πάντως, από το ότι λέμε και για τον Στάλιν, το ζήτημα δεν είναι αυτό. Το ζήτημα είναι, επαναλαμβάνω, το μείζον.

Θέλω να πω, κάθε εξεγερμένη γενιά, από τραγούδια σαν τον «Μπελογιάννη», τον «Νεοέλληνα» και το «Σιγά μην κλάψω» θα εμπνέεται και όχι από τις εκφάνσεις – έστω και καλλιτεχνικώς επενδυμένες – των «κολλημάτων» που κουβαλάμε όλοι μας. Αυτά τα τραγούδια θα μείνουν. Αυτή θα είναι η, ανεκτίμητη, προσφορά όσων τα δημιούργησαν.

Κανείς δεν θα θυμάται τις εμμονές, τις αντιλήψεις, τις συνήθειες, τους χαρακτηρισμούς τους, πόσο εισιτήριο έβαζαν για τις παραστάσεις τους, αν πληρώνονταν πολλά ή λίγα.

Αλλά ακόμη κι αν κάπου παραμείνουν ως μνήμη όλα ή κάποια από αυτά, κανείς δεν θα νοιάζεται.

Γιατί θα τραγουδάνε ακόμα, «Πέφτει το κόκκινο αστέρι/ Κάνω ευχή για να μου φέρει/ Γροθιά του `60 στο `να χέρι/ Και στο άλλο δίκοπο μαχαίρι/ Να `ρθει η αγάπη μου η πρώτη/ Να μαχαιρώσει τον προδότη/ Τον φιλελεύθερο ιππότη/ Τον γιάπη τον Ισκαριώτη (…)»…

Γεννήθηκε – και αυτή είναι μία από τις ελάχιστες βεβαιότητες που έχει – το 1970. Πουλούσε την εργατική του δύναμη επί χρόνια στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό Τύπο. Μέχρι που του έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι ήταν το μόνο πράγμα που φοβόταν. Τώρα «αναρρώνει» στο Περιοδικό. Ελπίζει, για πάντα.