Ν. Σμυρναίος: Στο διαδίκτυο, όπως σε κάθε αγορά στον καπιταλισμό, κριτήριο είναι το κέρδος

Τα ολιγοπώλια του διαδικτύου και τα περιθώρια εναλλακτικών επιλογών

| 24/09/2018

Το διαδίκτυο είναι αυτή τη στιγμή ένα πεδίο δραστηριοποίησης ολιγοπωλίων που ελέγχουν, με  τον κλασικό γνώμονα του καπιταλιστικού συστήματος, το κέρδος, τη ροή πληροφοριών; Αυτό μπορεί να συμβαδίσει με την έννοια της ελευθερίας που το διαδίκτυο κόμισε μαζί με την εμφάνισή του; Πώς όλα αυτά μπορούν να συνυπάρξουν με τη δημοσιογραφία;  Μπορούν και πώς να επιβιώσουν εναλλακτικού τύπου εγχειρήματα στο διαδίκτυο;

Αυτά είναι, μερικά, από τα ερωτήματα που καταφέραμε να θέσουμε στον Νίκο Σμυρναίο (Λέκτορα πολιτικής οικονομίας, ιστορίας και κοινωνιολογίας των ΜΜΕ και του διαδικτύου στο πανεπιστήμιο Université Toulouse 3), με αφορμή την πραγματοποίηση αυτήν την εβδομάδα στη Θεσσαλονίκη, μεταξύ 27 – 29 Σεπτεμβρίου, του συνεδρίου «Media, Polis, Agora – Journalism & Communication in the DigitalEra» («Μέσα, Πόλις, Αγορά – Δημοσιογραφία & Επικοινωνία στην Ψηφιακή Εποχή»), που διοργανώνεται από το Advanced MediaInstitute, το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών «Επικοινωνία και Νέα Δημοσιογραφία» του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου (ΑΠΚΥ), το Εργαστήριο Σπουδών και Εφαρμοσμένων Ερευνών (Laboratoire d’ Εtudes et de Recherches Appliquées en Sciences Sociales) του Université Toulouse III – PaulSabatier και τη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης & Επικοινωνίας της Ελληνικής Δημοκρατίας.

Η μικρή αυτή κουβέντα δεν μπορούσε παρά ν’ αρχίσει με το βιβλίο του, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις «Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις» σε μετάφραση της Ελένης Σταματάκη «Το ολιγοπώλιο του Διαδικτύου – πώς οι Google, Apple, Facebook, Amazon και Microsoft πήραν τον έλεγχο της ψηφιακής μας ζωής».

Στο βιβλίο σου που κυκλοφόρησε πρόσφατα στην Ελλάδα, συνυπάρχουν στον τίτλο δύο έννοιες αντιφατικές στο μυαλό πολλών: η έννοια του ολιγοπωλίου και η έννοια του διαδικτύου

-Σμυρναίος: Αντίφαση είναι ίσως αν αντιμετωπίσουμε το διαδίκτυο μόνο μέσα από το πρίσμα της ιστορικής του πορείας, ή μόνο μέσα από την πηγή του, η οποία είναι όντως μια προσπάθεια ελευθεριακή, διάχυσης της πληροφορίας. Και τα πρώτα χρόνια όντως ήταν έτσι.

Όμως το διαδίκτυο όπως είναι σήμερα, δεν έχει και πολύ σχέση με το διαδίκτυο όπως ήταν πριν από 20 χρόνια. Γιατί κάποιες μικρές συμπαθητικές start up εταιρείες της δεκαετίας του ’90 ή του ’00, όπως είναι η Google, Amazon, κλπ, σιγά σιγά γιγαντώθηκαν, πήραν τον έλεγχο ολοένα περισσότερων λειτουργιών του διαδικτύου, και πλέον αν κοιτάξουμε λίγο την κίνηση στο διαδίκτυο, δηλαδή τι κάνουν οι άνθρωποι όταν είναι στο διαδίκτυο, θα συνειδητοποιήσουμε ότι χρησιμοποιούν μια μικρή λίστα μιας δεκάδας υπηρεσιών, οι οποίες ανήκουν όλες σε κάποιους μεγάλους παίκτες, σε αυτές τις 5 ολιγοπωλιακές εταιρείες.  Αυτό δεν σημαίνει ότι το διαδίκτυο είναι μόνο αυτό και ότι ελέγχεται πλήρως και δεν μπορεί κανείς να βρει κάτι άλλο. Σημαίνει όμως, ότι η συντριπτική πλειοψηφία των χρηστών περνά το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα online χρησιμοποιώντας αυτές τις υπηρεσίες. Και αυτό δεν μπορεί να μας αφήνει ήσυχους. Όσοι ασχολούμαστε λίγο με την οικονομία και την ιστορία του καπιταλισμού, γνωρίζουμε ότι όλες οι αγορές, περνώντας από κάποια στάδια, φθάνουν στο τελικό στάδιο που είναι το ολιγοπωλιακό ή μονοπωλιακό στάδιο.

Το πρόβλημα δεν είναι αν φιλτράρονται πληροφορίες αλλά με ποιο κριτήριο και προς όφελος ποιου

-Όλο αυτό που περιγράφεις σημαίνει ότι κάποιος δεν έχει τελικά ελεύθερη πρόσβαση στην πληροφορία μέσα στο διαδίκτυο; Υπάρχει λογοκρισία; Υπάρχει τρόπος που φιλτράρεται η πληροφορία; Και ρωτώ γιατί οι περισσότεροι έχουμε στο μυαλό μας το διαδίκτυο ως ένα πεδίο ελευθερίας.

-Σμυρναίος: Προφανώς και υπάρχει φιλτράρισμα. Το βασικό χαρακτηριστικό του διαδικτύου είναι η αφθονία της πληροφορίας σε υπερθετικό βαθμό. Όταν λοιπόν βρισκόμαστε σε μια τέτοια αγορά πληθωρισμού πληροφορίας, ένας ανθρώπινος εγκέφαλος δεν μπορεί να έχει πρόσβαση σε όλη αυτήν την πληροφορία, να καταλάβει, να συνδέσει μεταξύ τους όλες αυτές τις πληροφορίες. Χρειάζεται κάποια φίλτρα για να οργανώσουν, να διατρέξουν, να δώσουν ένα νόημα σε όλο αυτόν τον όγκο δεδομένων. Αυτό από μόνο του είναι θεμιτό και δεν είναι κάτι εντελώς καινούργιο. Υπήρχε. Αυτός είναι ο ρόλος πχ ενός βιβλιοθηκονόμου, να μας πει ποια βιβλία έχουν να κάνουν με το θέμα που ψάχνουμε. Αυτός είναι ο ρόλος και των πληροφοριακών ενδιάμεσων, όπως είναι μια μηχανή αναζήτησης ή ένα κοινωνικό ψηφιακό δίκτυο.

Το πρόβλημα δεν είναι αυτή καθ’ εαυτήν η λειτουργία, η οποία είναι ένα χρήσιμο εργαλείο. Το πρόβλημα είναι από ποιους όρους εξαρτάται αυτή η λειτουργία. Και ο κύριος όρος σήμερα είναι ο νόμος του κέρδους, η κερδοφορία. Αυτό σημαίνει ότι όλες οι υπηρεσίες και τα εργαλεία που μας παρέχονται δωρεάν από τους παρόχους, όλες οι πληροφορίες που μας δίνονται, μπορεί να δίνονται και με ποιοτικά κριτήρια, αλλά το βασικό είναι το κατά πόσο φέρνουν κέρδος, κατά πόσο μεγιστοποιούνται τα διαφημιστικά έσοδα. Σημαίνει ότι όλες αυτές οι πληροφορίες και οι υπηρεσίες δεν έχουν σκοπό να εξυπηρετήσουν εμάς, αλλά να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα των ιδιοκτητών τους.

Δεν υπάρχει δηλαδή κατά κύριο λόγο πολιτική λογοκρισία… δεν είναι ότι κάποιος κατά κύριο λόγο με πολιτικά κριτήρια πχ απαγορεύει εντός facebook να έχουν κάποιοι πρόσβαση σε ορισμένες πληροφορίες, που και αυτό είναι ένα θέμα που μπορεί να συζητηθεί περαιτέρω. Είναι η οικονομική λογική των εταιρειών αυτών που μας ωθεί προς ορισμένες πληροφορίες, παρά προς κάποιες άλλες, επειδή από τις πρώτες έχουν οικονομικό όφελος.

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και μορφές απαγορεύσεων. Υπάρχουν φυσικά. Αυτές τις μέρες, για παράδειγμα, η ΕΕ ψήφισε μια οδηγία που υποχρεώνει όλους τους παρόχους και τις πλατφόρμες να εξαφανίσουν συγκεκριμένες σελίδες που σχετίζονται, όπως αναφέρεται, με το ακραίο Ισλάμ, την τρομοκρατία κλπ.  Αυτό είναι ένα άλλο κομμάτι που έχει να κάνει με την πολιτική λογοκρισίας.

-Ναι όπως το facebook που αποκαλύφθηκε ότι βρισκόταν σε μια συνεννόηση με την ισραηλινή κυβέρνηση για να κατεβαίνουν συγκεκριμένες σελίδες και αναρτήσεις που σχετίζονται με το Παλαιστινιακό

-Σμυρναίος: Το πρόβλημα δεν είναι αυτή καθ’ εαυτήν η λειτουργία η συγκεκριμένη. Το πρόβλημα είναι το μέγεθος, η δύναμη που έχουν αυτές οι εταιρείες, ένα μέγεθος που τις καθιστά ικανές  να ελέγξουν δεδομένα στα οποία έχουν πρόσβαση δισεκατομμύρια χρήστες. Άρα αυτό προφανώς είναι ένα πολιτικό διακύβευμα.

Να δώσω ένα παράδειγμα το οποίο είναι πολύ χαρακτηριστικό: το φαινόμενο της παραπληροφόρησης και των fake news. Γιατί αυτές οι ψευδείς πληροφορίες, τα fake news, είχαν τεράστια επιτυχία τα προηγούμενα χρόνια στο facebook και συνεχίζουν να έχουν; Από τη μία αυτό συμβαίνει γιατί προφανώς αυτή η προσφορά ψευδών ειδήσεων ανταποκρίνεται σε μια ζήτηση, δηλαδή υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να βλέπουν, να διαβάζουν κάποιες πληροφορίες που συνάδουν με τις δικές τους πεποιθήσεις, άρα όταν βλέπουν μια τέτοια πληροφορία είναι έτοιμοι να την πιστέψουν. Αλλά και από την άλλη ο κύριος λόγος είναι ότι το facebook είδε πως αυτού του είδους οι πληροφορίες δημιουργούν κλικς, likes, shares, και έχουν διάδραση με το κοινό, και πολλαπλασιάζουν τα διαφημιστικά του έσοδα. Τις προέβαλε περισσότερο από ό,τι κάποιες πραγματικές ειδήσεις που δεν είχαν το ανάλογο αποτέλεσμα.

Πλέον είναι οργανική η εξάρτηση των ΜΜΕ από τα ολιγοπώλια του διαδικτύου

Σε αυτό το πλαίσιο που περιέγραψες, και αυτή είναι και μία από τις βασικές πτυχές που φιλοδοξεί να προσεγγίσει το συνέδριο που πραγματοποιείται στα τέλη του μήνα στη Θεσσαλονίκη, πώς τελικά μπορεί να λειτουργήσει η δημοσιογραφία στο διαδίκτυο, με δεδομένη και την απαξίωση των mainstream ΜΜΕ ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια; Πιστεύεις ότι μπορεί να υπάρξουν εναλλακτικά μοντέλα ΜΜΕ στο διαδίκτυο;

-Σμυρναίος: Προφανώς και μπορούν να υπάρξουν. Καταρχάς, επειδή συνήθως με ό,τι λέω, δίνω την εντύπωση ότι είμαι απαισιόδοξος, εννοείται ότι το διαδίκτυο είναι μια τεράστια πρόοδος σε ό,τι έχει να κάνει με την λειτουργία της δημόσιας σφαίρας. Και προφανώς δεν θα προτιμούσα να επιστρέψουμε, και ποσοτικά και πολιτικά, στη δεκαετία του ’80 και του ’90 και στην τότε κατάσταση που έζησα ως έφηβος, δηλαδή να υπάρχουν 5 κανάλια και 10 εφημερίδες που ελέγχουν όλη την πληροφόρηση του κοινού στην Ελλάδα, και παρομοίως σε άλλες χώρες. Είναι ξεκάθαρο ότι και εκείνη η κατάσταση ήταν ολιγοπωλιακή υπό μία έννοια και κατ’ επέκταση προβληματική.

Το διαδίκτυο προσφέρει τη δυνατότητα σε ένα μεγάλο μέρος του κόσμου να προσεγγίσει εναλλακτικές πηγές πληροφόρησης με μικρό κόστος. Προσφέρει επίσης τη δυνατότητα στο κοινό να συμμετέχει στη διανομή, στο σχολιασμό, στην επαλήθευση της πληροφορίας.

Τα θετικά αυτά δεν αναιρούνται από τις δικές μου επισημάνσεις.  Αυτό που προσπάθησα να κάνω και με αυτό το βιβλίο, είναι να θεωρητικοποιήσω, κατά κάποιον τρόπο, την απομυθοποίηση του διαδικτύου με την έννοια ότι εφόσον πλέον είναι ένα πεδίο διαμάχης πολιτικής, προφανώς υπάρχουν τα θετικά αλλά υπάρχουν και αυτοί που θέλουν να επιβάλλουν την άποψή τους, που θέλουν να το εκμεταλλευτούν οικονομικά κλπ.

Ως προς το ζήτημα που έθεσες, δηλαδή δημοσιογραφία και διαδίκτυο, για παράδειγμα στη Γαλλία υπάρχει ένας ιστότοπος, το Mediapart, ο οποίος δεν χρηματοδοτείται από διαφήμιση αλλά χρηματοδοτείται μόνο από τους χρήστες, που πληρώνουν 8 ευρώ το μήνα για να έχουν πρόσβαση, και είναι από τους καλύτερους ιστότοπους δημοσιογραφικής έρευνας αυτήν τη στιγμή και από τα καλύτερα ΜΜΕ στον κόσμο σε ό,τι έχει να κάνει με τη δημοσιογραφία. Υπάρχει το The Correspondent στην Ολλανδία, υπάρχουν δεκάδες ΜΜΕ που είναι ανεξάρτητα, που είναι εναλλακτικά ανά τον κόσμο, και αυτό προφανώς γίνεται χάρη στο διαδίκτυο.

Το βασικό πρόβλημα βρίσκεται στο πεδίο της διανομής. Δηλαδή, το κοινό δεν πάει πλέον απευθείας σε ένα διαδικτυακό ΜΜΕ για να ενημερωθεί αλλά θα «περάσει», πρώτα, μέσα από μια πλατφόρμα για να το κάνει, θα υπάρξει δηλαδή μια διαμεσολάβηση. Και στο επίπεδο της διαμεσολάβησης, παίζεται το παιχνίδι που λέγαμε πριν: των οικονομικών συμφερόντων, του κέρδους μέσα από τα περισσότερα κλικς.

Δυστυχώς, λοιπόν, η δημοσιογραφία σήμερα εξαρτάται από τις πλατφόρμες αυτές για να έχει πρόσβαση στο κοινό. Αυτό σημαίνει, με απλά λόγια, ότι και οι δημοσιογράφοι υποχρεώνονται να ακολουθήσουν μια σειρά από συγκεκριμένα βήματα – οδηγίες, που επιβάλλονται από τις πλατφόρμες για να μπορέσουν να έχουν αναγνωσιμότητα και  τελικά να έχουν πρόσβαση στο κοινό.

Το δεύτερο πρόβλημα που έχει αρχίσει να εμφανίζεται ολοένα περισσότερο στις αναπτυγμένες αγορές είναι ότι οι μεγάλοι «παίχτες», όπως η google ή το facebook, δεν ελέγχουν μόνο τη διανομή, αλλά ελέγχουν και την παραγωγή.  Για παράδειγμα, η συντριπτική πλειοψηφία των δημοσιογράφων χρησιμοποιεί για την αλληλογραφία της το gmail, το οποίο όμως είναι ένα μέσο που δίνει τη δυνατότητα στην google να εκμεταλλευτεί εμπορικά το περιεχόμενο της αλληλογραφίας! Είναι ένα θέμα σοβαρό αυτό.

Επίσης, όλοι οι δημοσιογραφικοί ιστότοποι χρησιμοποιούν εργαλεία όπως είναι το google analytics, facebook analytics, για να έχουν μια εικόνα της αναγνωσιμότητάς τους. Εξαρτώνται και γι αυτό, λοιπόν, από τις συγκεκριμένες πλατφόρμες. Επίσης, οι περισσότεροι ιστότοποι χρησιμοποιούν τις διαφημιστικές υπηρεσίες των google facebook, άρα εξαρτώνται, ως ένα βαθμό, και οικονομικά από τις πλατφόρμες αυτές. Και έχουμε φτάσει στο σημείο, στη Γαλλία τουλάχιστον που το βλέπω, η google να χρηματοδοτεί κάθε χρόνο με εκατομμύρια ευρώ ΜΜΕ, να προσφέρει δωρεάν σεμινάρια για να καταρτιστεί κόσμος στη χρήση των εργαλείων της.

Άρα πλέον δεν έχουμε να κάνουμε με ένα πρόβλημα που σχετίζεται με τη διανομή, αλλά με μια οργανική εξάρτηση, ένα «πάντρεμα» των ολιγοπωλιακών αυτών παικτών με τα ΜΜΕ, η οποία αντανακλά μια σχέση δυνάμεων, στην οποία, είναι σαφές ότι «το πάνω χέρι» το έχει ο ισχυρός, δηλαδή οι ολιγοπωλιακοί «παίκτες».

Το πρωταρχικό ερώτημα: ποιος πληρώνει για τις δωρεάν υπηρεσίες; Ποιός κερδίζει;

-Ένας δημοσιογράφος, με άλλα λόγια, που δουλεύει πλέον σχεδόν αποκλειστικά στο διαδίκτυο, ένας χρήστης, πώς πρέπει να σταθεί απέναντι στο διαδίκτυο;  Ποιος είναι, αν το λέγαμε πολύ συμβολικά, ο δεκάλογος του «υποψιασμένου χρήστη – δημοσιογράφου»;

-Σμυρναίος: Το πρώτο ερώτημα που πρέπει να θέσουμε όλοι μας, δημοσιογράφοι και χρήστες του διαδικτύου, είναι απλό και σχετίζεται με την μαρξιστική προσέγγιση, μια προσέγγιση ιστορικού υλισμού: ποιος πληρώνει για τις υπηρεσίες που χρησιμοποιεί στο διαδίκτυο; Ποιος έχει κέρδος από αυτές;

Οι υπηρεσίες που παρέχονται δωρεάν, και πρακτικώς χρηματοδοτούνται από τη διαφήμιση, είναι το πρώτο και βασικότερο κριτήριο, κατ’ εμέ, που πρέπει να μας κάνει καχύποπτους. Οι Αμερικάνοι συχνά λένε: if you don’t pay for the project, you are a product: Αν δεν πληρώνεις για μια παρεχόμενη υπηρεσία, γίνεσαι εσύ το προϊόν, γίνεσαι το εμπόρευμα. Αυτό, με απλά λόγια, σημαίνει ότι όλα τα εργαλεία – υπηρεσίες που παρέχονται στο διαδίκτυο δωρεάν από τη google είναι προβληματικά. Όλα τα κοινωνικά δίκτυα που προσφέρονται δωρεάν, είναι προβληματικά. Και θα πρέπει, καταρχήν, να είμαστε καχύποπτοι.

Βέβαια, μετά, το ερώτημα που τίθεται είναι τι κάνει ένας χρήστης – δημοσιογράφος, αν δεν χρησιμοποιήσει αυτά τα προϊόντα-  υπηρεσίες;  Μια πρώτη εναλλακτική είναι, ας πούμε, να μην τις χρησιμοποιούμε. Αυτό φυσικά δεν είναι εύκολο γιατί οι υπηρεσίες αυτές είναι εξαιρετικά θελκτικές, εύχρηστες, αποτελεσματικές, είναι ένα εξαιρετικό επιχρυσωμένο χάπι  και το τίμημα είναι η εξάρτηση.

Ένα πρώτο βήμα, λοιπόν, θα μπορούσε να είναι η προσπάθεια απεξάρτησης από τις υπηρεσίες αυτές. Αυτό δεν είναι κάτι εύκολο. Το πρώτο βήμα είναι η συνειδητοποίηση του προβλήματος. Και το δεύτερο η αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων. Πχ ανακοινώθηκε πολύ πρόσφατα η συμφωνία σύμπραξης δύο πολύ σημαντικών «εναλλακτικών παικτών» του διαδικτύου: η μία είναι η Qwant, μια ευρωπαϊκή μηχανή αναζήτησης η οποία έχει ένα οικονομικό μοντέλο που στηρίζεται στην μη εκμετάλλευση των προσωπικών δεδομένων και η άλλη είναι ένας πλοηγός, browser, ο Brave, ο οποίος, by default, μπλοκάρει τις διαφημίσεις και έχει διαφορετικό οικονομικό μοντέλο, και εννοείται ότι δεν αξιοποιεί προσωπικά δεδομένα.

Προφανώς και η ζωή μας, σε αυτήν την φάση τουλάχιστον, δεν είναι τόσο εύκολη και απλή χρησιμοποιώντας αυτές τις εναλλακτικές λύσεις έναντι πχ του google chrome κλπ, αλλά αυτά τα εργαλεία πλέον έχουν ωριμάσει και μπορούν ν’ αποτελέσουν πια μια πραγματική εναλλακτική.

Υπάρχει επίσης και η εναλλακτική, που την βλέπουμε πολύ στις νεότερες γενιές σήμερα, η οποία ουσιαστικά συνίσταται σε μια τακτική τού να χρησιμοποιούμε τις υπηρεσίες από τους ολιγοπωλιακούς αυτούς παρόχους αλλά όχι με τον τρόπο που αυτοί θέλουν να τις χρησιμοποιούμε. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ότι πολλοί νέοι χρησιμοποιούν πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, όπως το facebook, αλλά το κάνουν μέσα από ψευδώνυμα, κάτι που αντιτίθεται στους κανονισμούς της πλατφόρμας. Αν χρησιμοποιεί κανείς ψευδώνυμο στο facebook,  ή κυρίως στη google, που συγκεντρώνουν τα προσωπικά δεδομένα και τα στοιχεία των αναζητήσεων, δεν μπορούν να τα συνδυάσουν με το πραγματικό πρόσωπο, άρα δεν μπορούν να τα συνδυάσουν για να φτιάξουν ένα προφίλ χρήστη, με στοιχεία πιστωτικών καρτών κλπ.

Άρα λοιπόν, η εναλλακτική είναι η χρήση ελεύθερων λογισμικών, διαφορετικά μοντέλα χρηματοδότησης. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι πρέπει να αφήσουμε εντελώς ανεξέλεγκτες τις μεγάλες πλατφόρμες, τους μεγάλους αυτούς ολιγοπωλιακούς «παίχτες», καθώς ούτως ή άλλως η χρήση τους αφορά εκατομμύρια ανθρώπους.

Θα πρέπει να επιμείνουμε στην ανάγκη  να υπάρξουν κανόνες και δημοκρατικός έλεγχος, ρύθμιση που να αφορά και την οικονομική λειτουργία και την οικονομική συγκέντρωση και την έλλειψη διαφάνειας στις επιλογές που κάνουν και να υπόκεινται και σε κρατική ρύθμιση. Αντιλαμβάνομαι ότι η κρατική ρύθμιση είναι ένα πρόβλημα επειδή έχει και πολιτικές προεκτάσεις, γι’ αυτό και η διαδικασία αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνει και εμάς μέσα, δηλαδή τους χρήστες στο πώς θα γίνει.


@Julien Jaulin/hanslucas

Ο Νίκος Σμυρναίος είναι Λέκτορας πολιτικής οικονομίας, ιστορίας και κοινωνιολογίας των ΜΜΕ και του διαδικτύου στο πανεπιστήμιο Université Toulouse 3 στο τμήμα Métiers du Multimédia et de l’Internet, διδάσκοντας στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου «Επικοινωνία και Δημοσιογραφία», ερευνητής στο εργαστήριο Laboratoire d’études et de recherches appliquées en sciences sociales (LERASS), στο Groupe de recherche interdisciplinaire sur la communication, l’information et la société (GRICIS) και στο Advanced                                                                                    Media Institute.

Στόχος του διεπιστημονικού συνεδρίου  «Media, Polis, Agora – Journalism & Communication in the DigitalEra» («Μέσα, Πόλις, Αγορά – Δημοσιογραφία & Επικοινωνία στην Ψηφιακή Εποχή») είναι η συνάντηση ερευνητών και επαγγελματιών από διαφορετικά πεδία – μεταξύ αυτών οι δημοσιογραφικές σπουδές, οι σπουδές στα Μέσα και την επικοινωνία, η πολιτική επικοινωνία, η κοινωνιολογία,  οι κριτικές σπουδές, οι σπουδές πολιτικής και διακυβέρνησης, οι τεχνολογικές και οι πολιτισμικές σπουδές – ώστε να συζητηθεί η δυναμική και διαρκώς σημαντική διάδραση της πολιτικής (Πόλις), της δημοσιογραφίας και επικοινωνίας (Μέσα) και της δημόσιας σφαίρας (Αγορά). Στο συνέδριο θα συζητηθούν επίσης οι προκλήσεις που κομίζουν στα τρία αυτά πεδία (Πόλις, Μέσα, Αγορά) οι εξελίξεις στην ψηφιακή δημοσιογραφία, την ψηφιακή  ηθική και τη δημιουργία ψηφιακού περιεχομένου, στον διαμεσολαβημένο δημόσιο λόγο, στα νέα Μέσα και στάσεις, καθώς και στη διαμεσολαβημένη πολιτική και δημόσια δράση με τη συμμετοχή των πολιτών.

Ανάμεσα στις δύο μεγάλες αγάπες, την ψυχολογία και τη δημοσιογραφία, την μία την σπούδασε και την άλλη την έκανε επάγγελμα. Καμβάς το διεθνές ρεπορτάζ. Eκεί που δυστυχώς οι ζωές γίνονται ακόμη αριθμοί. Αγαπημένη ερώτηση: γιατί. Αγαπημένο μέσο: οι λέξεις, γραπτές ή ραδιοφωνικές. Μετά κόπων και βασάνων, κατάφερε να ολοκληρώσει διδακτορική διατριβή, όπου αποπειράθηκε να συνδυάσει πολιτική φιλοσοφία και σύγχρονες εξελίξεις.