Ο ελληνικός εμφύλιος στον κινηματογράφο (μέρος Α')

Από το 1948 ως τη δικτατορία. Συνοπτική επισκόπηση.

| 25/07/2015

Η εγκαθίδρυση ενός αυταρχικού μετεμφυλιακού κράτους με επίσημη ιδεολογία τον εθνικισμό και η αμυντική στάση της Αριστεράς όρισαν σε μεγάλο βαθμό το περιεχόμενο της κινηματογραφικής παραγωγής από το 1948 μέχρι τη Μεταπολίτευση. Η τάση αποσιώπησης των γεγονότων του εμφυλίου από τη μία επιχειρείται να επιβληθεί στη δημόσια σφαίρα εκ μέρους των νικητών και από την άλλη αποτελεί επιλογή επιβίωσης για τους ηττημένους. Έτσι, οι περισσότεροι σκηνοθέτες αποφεύγουν την ενασχόληση με το ζήτημα.

Στις ταινίες τής πρώτης αυτής περιόδου οι αναφορές  στον εμφύλιο είναι ελάχιστες και περιορίζονται σε απλοϊκές επικλήσεις στην εθνική ομοψυχία, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το Οι Γερμανοί ξανάρχονται (1948) του Αλέκου Σακελλάριου. Στην ταινία δεν γίνεται λόγος για θύτες και θύματα και οι όποιες ιδεολογικοπολιτικές διαφορές αποσιωπούνται στη βάση μιας λογικής ίσων αποστάσεων.

Ωστόσο, το 1948, ενώ ο εμφύλιος βρίσκεται σε εξέλιξη, ο Μάνος Ζαχαρίας, ως απάντηση στην προπαγάνδα του κράτους περί παιδομαζώματος, δημιουργεί το ντοκιμαντέρ Η αλήθεια για τα παιδιά της Ελλάδας. Το έργο, που γυρίστηκε στο Γράμμο-Βίτσι και στις Λαϊκές Δημοκρατίες της Ουγγαρίας και της Τσεχοσλοβακίας από το κινηματογραφικό συνεργείο του Δ.Σ.Ε., τεκμηριώνει τους μαζικούς διωγμούς που εξαπέλυσε το αστικό μπλοκ εξουσίας μετά την Απελευθέρωση και παράλληλα παρουσιάζει το ασφαλές και δημοκρατικό περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνουν τα ελληνόπουλα που φιλοξενούνται στις σοσιαλιστικές δημοκρατίες.

Στη δεκαετία του 1950 ο ελληνικός κινηματογράφος αρχίζει να μετατρέπεται σε μαζικό θέαμα και καταπιάνεται με ελαφρά και ακίνδυνα θέματα. Πρώτη εξαίρεση σε αυτήν την τάση είναι η θρυλική ταινία Οι Παράνομοι (1958) του Νίκου Κούνδουρου. Γυρίζεται σε μια περίοδο ανάκαμψης της Αριστεράς με την ανάδειξη της ΕΔΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση. Στην ταινία, τρεις φυγάδες προσπαθούν να διαφύγουν τη σύλληψή τους από τη χωροφυλακή. Οι ήρωες συνειδητά δεν φέρουν με σαφήνεια κάποιο «ιστορικό» στοιχείο ή αναφορά σε εποχή, αλλά εμμέσως παραπέμπουν στους διωκόμενους αντάρτες του Δ.Σ.Ε.  Η ταινία βραβεύεται στο Φεστιβάλ Βερολίνου, όπου λαμβάνει θετικά σχόλια από κριτικούς και κοινό, ενώ την επόμενη χρονιά προβάλλεται από το BBC.

γεωργιαδηςΣτην επόμενη δεκαετία παγιώνεται η προσχώρηση του ελληνικού κινηματογράφου σε πρότυπα εμπορικότητας και, σε συνδυασμό με την απροθυμία του κοινού να έρθει ξανά σε επαφή με δυσάρεστες μνήμες, η εγχώρια παραγωγή προσανατολίζεται σε μια εν πολλοίς εύπεπτη θεματολογία. Ως την περίοδο λίγο πριν τη δικτατορία μπορούμε να ανιχνεύσουμε ελάχιστες απόπειρες αναφοράς στον εμφύλιο.

Το 1966 ο Βασίλης Γεωργιάδης μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη Η έβδομη μέρα της δημιουργίας. Ο απόηχος του εμφυλίου είναι παρών, καθώς βλέπουμε τον νεαρό ήρωα να δυσκολεύεται να βρει δουλειά φέροντας το στίγμα του αριστερού παρελθόντος της οικογένειας, ενώ έντονη είναι και η αναφορά στις διεκδικήσεις του φοιτητικού κινήματος της δεκαετίας του 1960. 

Επίσης το 1966 προβάλλεται η ταινία  Πρόσωπο με πρόσωπο του Ροβήρου Μανθούλη, ενώπιον σχεδόν 2.000 θεατών στον κινηματογράφο «Ίριδα». Μέσα από τα μάτια ενός νεαρού με αριστερές καταβολές που βρίσκεται σε συνεχή σύγκρουση με τον εαυτό του, αναδύονται τα βαθύτερα τραύματα που άφησε η ματαίωση των οραμάτων τής δεκαετίας του 1940. Ταυτόχρονα, η ταινία αποτελεί μια μαρτυρία για την προδικτατορική πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα. Η ταινία απέσπασε Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1966, Ειδικό Βραβείο στο Φεστιβάλ Λοκάρνο το 1967 και προβλήθηκε στο Φεστιβάλ της Υέρ την 21η Απριλίου 1967. Η ταινία ήταν προφητική, αλλά τέτοια σύμπτωση δεν μπορούσε να την περιμένει κανείς. Επρόκειτο, μάλλον, για την πρώτη αντιδικτατορικού χαρακτήρα δημόσια τοποθέτηση που έγινε στο εξωτερικό. Την επόμενη εβδομάδα το Φεστιβάλ Καννών οργάνωσε μια ειδική προβολή, αδιαφορώντας για τις διαμαρτυρίες της χούντας.  Η ταινία απαγορεύτηκε στην Ελλάδα και το διαβατήριο του Μανθούλη ακυρώθηκε.

Το 1967 γυρίζεται το Κιέριον  του Δήμου Θέου. Η ταινία προβάλλεται στην Ευρώπη, ωστόσο, στην Ελλάδα θα προβληθεί μόλις το 1974, αφού η δικτατορία την είχε απαγορεύσει. Η υπόθεση αναφέρεται στη δολοφονία του δημοσιογράφου Τζωρτζ Πολκ, ο οποίος ήρθε το 1948 στην Ελλάδα για να πάρει συνέντευξη από τον Μάρκο Βαφειάδη και βρέθηκε δολοφονημένος μέσα σε ένα πέπλο μυστηρίου. Η δολοφονία αποδόθηκε με σκευωρία στον αριστερό δημοσιογράφο Γρηγόρη Στακτόπουλο. Στην ταινία σκιαγραφείται η ανάμειξη Άγγλων και Αμερικανών στα εσωτερικά της χώρας, η δράση παρακρατικών μηχανισμών και οι αυθαιρεσίες της αστυνομίας. Η ταινία έλαβε τιμητικές διακρίσεις στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και στο Φεστιβάλ της Βενετίας το 1974.

Το 1967 ο Γιώργος Σταμπουλόπουλος ολοκληρώνει την Ανοιχτή επιστολή, μια ταινία με έντονη κριτική ματιά απέναντι στο μικροαστικό βόλεμα. Η επιτροπή του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης την απορρίπτει. Αποσπά, ωστόσο, το Βραβείο FIPRESCI στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο.

Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, γυρίζονται ταινίες όπως το Στα σύνορα της προδοσίας (1968) του Ντίμη Δαδήρα, το Δώστε τα χέρια (1971) του Ερρίκου Ανδρέου και Γράμμος (1971) του Ηλία Μαχαίρα, οι οποίες (είτε έχοντας την επίσημη στήριξη του καθεστώτος είτε όχι) οπτικοποιούν τον λόγο των νικητών του εμφυλίου και, ως επί το πλείστον, αναπαράγουν εθνικιστικά ιδεολογήματα. Το καλλιτεχνικό τους ενδιαφέρον είναι, μάλλον, μηδαμινό και κινούνται στα μονοπάτια του εμπορικού κινηματογράφου και της εξαργύρωσης της αναγνωρισιμότητας ορισμένων αστέρων του.

κιεριον

..

Στο Β’ μέρος βλέπουμε την εποχή από το 1974 μέχρι την πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, όπου τα γεγονότα του εμφυλίου εντάσσονται σε μεγαλύτερο βαθμό στη θεματολογία του κινηματογράφου και αναδύεται μια τάση απελευθέρωσης της καταπιεσμένης μνήμης, πολιτικοποίησης και συνακόλουθης διερεύνησης νέων μορφών.

*Σημαντική διαδικτυακή πηγή στην οποία βρίσκεται συγκεντρωμένο χρήσιμο υλικό (πολλαπλάσιο σε πληροφορίες από την παρούσα συνοπτική επισκόπηση) για το εν λόγω ζήτημα είναι η ιστοσελίδα http://cineguerracivil.blogspot.com/

Ο Δημήτρης Κεχρής είναι φωτογράφος και επιμελητής. Σπούδασε Φυσική στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και ολοκλήρωσε το πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών «Ψηφιακές Μορφές Τέχνης» της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών. Είναι συνιδρυτής του κόμβου θεωρίας και κριτικής της φωτογραφίας ALDEBARAN και εργάζεται ως επιμελητής στο MedPhoto Festival. Κείμενά του για τη φωτογραφία και τον κινηματογράφο έχουν δημοσιευτεί σε επιθεωρήσεις, σε συλλογικούς τόμους και στον ημερήσιο Τύπο. Είναι μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος.