Ο παππούς Ζόρα δεν είναι πια εδώ...

«Εφυγε» ο μουσικός του δρόμου που έγινε διάσημος όταν χάλασε την ναζιστο-παρέλαση στην Ρίγα

| 23/03/2017

‘Οπως κάθε χρόνο στις 16 Μάρτη, έτσι και φέτος, οι Λετονοί ναζί παρέλασαν στο κέντρο της Ρίγας.

‘Οπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος, λίγοι θαρραλέοι άνθρωποι έκαναν την διαφορά, χαλώντας αυτή την νοσηρή φασιστο-«γιορτή», στέλνοντας, ταυτόχρονα, μήνυμα ανειρήνευτης αντίστασης ενάντια στον φασισμό και την καπιταλιστική «μήτρα» που τον γεννά και διασώζοντας την αξιοπρέπεια του ανθρώπινου είδους εν γένει.

Το 2015, για παράδειγμα, ήταν μια απλή νοικοκυρά που έβγαλε την ποδιά της κουζίνας, κατέβηκε στον δρόμο, στάθηκε μπροστά στα γηραλαία μέλη των λετονικών Waffen SS και των ιδεολογικών «εγγονιών» τους και άρχισε να τραγουδά δυνατά το εμβληματικό σοβιετικό τραγούδι της Αντιφασιστικής Νίκης, «Ιερός Πόλεμος».

Μέχρι που την μάζεψε η αστυνομία.

Φέτος ήταν ένας νεαρός, ο οποίος επίσης στάθηκε μπροστά τους φωνάζοντας «δεν θα περάσει ο φασισμός» και «Λετονία, ντροπή».

Μέχρι που τον μάζεψε η αστυνομία.

Για πάντα, όμως, θα παραμείνει στην μνήμη εκείνος ο τρομερός παππούς, ο παππούς Ζόρα, όπως ήταν γνωστό, μουσικός του δρόμου, που στις 16 Μάρτη του 2012, με το ακορντεόν του, άρχισε να παίζει σοβιετικά αντιφασιστικά τραγούδια την ώρα που η ναζιστο-παρέλαση περνούσε από μπροστά του.

Οι τουρίστες και ο κόσμος που παρακολουθούσε έβγαλε τα κινητά και τράβηξε βίντεο, τα οποία αναρτήθηκαν στο διαδίκτυο, κάνοντας τον παππού και την αντιστασιακή του πράξη διάσημη σε όλο τον κόσμο. ‘Ηταν μια από τις μεγαλύτερες, σύγχρονες επικοινωνιακές ήττες των φασιστών και των κρατών της Βαλτικής που τους «χαϊδεύουν» με κάθε τρόπο.

Τραγούδια όπως «Αντίο Σαλαβιάνκα» και «Κατιούσα» ήχησαν από το ακορντεόν του παππού Ζόρα κάνοντας τους ναζί να τρέμουν από οργή. Το μόνο που τον έσωσε από τον βέβαιο τραμπουκισμό ήταν το πλήθος του κόσμου που αποθανάτιζε τη στιγμή.

«Ισως η μουσική μου ταρακουνήσει αυτούς τους ανθρώπους που προχωράνε σε φάλαγγες. Είναι εγκληματίες που κρύβουν τα εγκλήματά τους, τα καλύπτουν»  έλεγε ο παππούς Ζόρα σε πιτσιρικάδες bloggers που έτρεξαν να του μιλήσουν.

Ο ίδιος δεν είχε ιδέα για την δημοσιότητά που έλαβε η πράξη του. Δεν είχε πρόσβαση στο διαδίκτυο. Από φίλους του έμαθε τι συνέβη. Και ο κόσμος που τον γνώριζε βεβαιώνει ότι ο παππούς Ζόρα προσπάθησε όλη του την ζωή να αντισταθεί στο φάντασμα του φασισμού.

Προσπάθησε.

Ναι.

Παρελθόντας χρόνος.

Διότι ο παππούς Ζόρα δεν υπάρχει πια ανάμεσά μας. «Εφυγε» από την ζωή, στα 74 χρόνια του, όπως έμαθαν οι δημοσιογράφοι που τον έψαχναν φέτος με αφορμή την ναζιστο-παρέλαση.

Εμαθαν και λίγα πράγματα ακόμη. Οτι το πραγματικό του όνομα ήταν Εντουάρντ Τσουντίνοφ, αλλά για κάποιους δικούς του λόγους ήθελε να τον φωνάζουν, Ζόρα Μπολντεράισκι. Ηταν γέννημα – θρέμμα της Ρίγας. Δεν σπούδασε μουσική. Ηταν αυτοδίδακτος στο ακορντεόν. Σπούδασε στην ναυτική σχολή της Ρίγας και ταξίδεψε στην θάλασσα σαν ναυτικός. Οταν βγήκε στην σύνταξη, το ακορντεόν, από πιστός σύντροφος και φίλος του έγινε και ένα μέσο να βγάζει μερικές δεκάρες παραπάνω για να ζήσει. Εκτοτε, όλη η παλιά πόλη της Ρίγας τον ήξερε. Ηταν κάτι σαν το «σήμα κατατεθέν» της.

«Κόσμος που με άκουσε εκείνη την μέρα ήρθε μετά να με ευχαριστήσει. Ηρθαν και από την Γαλλία, την Αγγλία, την Ελβετία, την Γερμανία, την Αγγλία. Είμαι απλός άνθρωπος και νιώθω στους άλλους ανθρώπους το καλό και το κακό. Και αυτοί που παρελαύνουν, δεν είναι άνθρωποι» έλεγε ο παππούς Ζόρα για τους φασίστες.

Τώρα το ακορντεόν του σίγησε για πάντα. Η «Σλαβιάνκα» και η «Κατιούσα» δεν θα ακουστούν καθώς θα περνούν οι ναζί από το κέντρο της παλιάς Ρίγας.

‘Ομως, παππού Ζόρα, αν και ξέρουμε πως δεν μας ακούς, θέλουμε να σου δώσουμε έστω και μια αργοπορημένη υπόσχεση: Δεν αντιστάθηκες μάταια. Ο φασισμός, δεν πρόκειται να περάσει. Θα τον νικήσουμε και πάλι. Αυτήν την φορά ακούγοντάς σε να παίζεις την «Σλαβιάνκα» στο ακορντεόν σου…

Γεννήθηκε – και αυτή είναι μία από τις ελάχιστες βεβαιότητες που έχει – το 1970. Πουλούσε την εργατική του δύναμη επί χρόνια στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό Τύπο. Μέχρι που του έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι ήταν το μόνο πράγμα που φοβόταν. Τώρα «αναρρώνει» στο Περιοδικό. Ελπίζει, για πάντα.