Πέθανε ο Μανώλης Γλέζος

| 30/03/2020

Την τελευταία του πνοή σε ηλικία 98 ετών άφησε σήμερα, Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020 στις 13.15 μια ιστορική προσωπικότητα της Ελλάδας και της αντίστασης κατά των ναζί, ένας εμβληματικός αγωνιστής της Αριστεράς, ο Μανώλης Γλέζος.

«Με βαθύτατη θλίψη, η Διοίκηση του Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center ανακοινώνει την απώλεια του Μανώλη Γλέζου. Ο αγωνιστής της Δημοκρατίας και σύμβολο της Εθνικής Αντίστασης εξέπνευσε σήμερα 30 Μαρτίου 2020 και ώρα 13.15’, σε ηλικία 98 ετών, από καρδιακή ανεπάρκεια. Στο Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center νοσηλευόταν από τις 18 Μαρτίου και παρά την εντατική θεραπευτική αγωγή, ο οργανισμός του δεν ανταποκρίθηκε. Η Διοίκηση και οι εργαζόμενοι του Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center εκφράζουν τα θερμά συλλυπητήριά τους στην οικογένειά του», αναφέρει η Διοίκηση και οι εργαζόμενοι του «Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center», όπου νοσηλευόταν.

Υπενθυμίζεται ότι ο αγωνιστής της Αριστεράς βρέθηκε ξανά στο νοσοκομείο τον περασμένο Δεκέμβριο, καθώς υπέφερε από δύσπνοια και πόνο στο στήθος. Τον Νοέμβριο είχε νοσηλευτεί με αναπνευστικά προβλήματα, ενώ είχε πάρει εξιτήριο αρκετές ημέρες μετά.

Πολιτικός της Αριστεράς, ήρωας της Εθνικής Αντίστασης, δημοσιογράφος και συγγραφέας, ο Μανώλης Γλέζος μαζί με τον Λάκη Σάντα υπήρξαν οι πρωταγωνιστές μίας εκ των πρώτων αντιστασιακών πράξεων στην κατεχόμενη Ελλάδα την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Κατέβασαν τη νύχτα της 30ής προς 31ης Μαΐου 1941 τη σημαία της Ναζιστικής Γερμανίας από τον ιστό του βράχου της Ακρόπολης, στην Αθήνα.

Η ζωή του μεγάλου αγωνιστή της Αριστεράς

Εμβληματική μορφή της Αριστεράς αλλά και της αντίστασης κατά των ναζί κατακτητών στη διάρκεια της κατοχής, ο Μανώλης Γλέζος γεννήθηκε στην Απείρανθο, το ορεινό χωριό της Νάξου, στις 9 Σεπτεμβρίου 1922, το οποίο και «προίκισε» με μια μοναδική συλλογή πετρωμάτων από όλον τον κόσμο (ήταν απαράμιλλη η αγάπη του για τη γεωλογία). Ένιωθε, από την άλλη, μισός Ναξιώτης και μισός Παριανός, με ιδιαίτερη αγάπη για την Πάρο, αφού από εκεί καταγόταν η μητέρα του, Ανδρομάχη Ναυπλιώτου. Στην Πάρο, άλλωστε, συνήθιζε να περνά τα καλοκαίρια του τα τελευταία χρόνια. Ο πατέρας του, Νικόλαος Γλέζος ήταν δημόσιος υπάλληλος και δημοσιογράφος.

Τα παιδικά του χρόνια ο Μ. Γλέζος τα έζησε στο χωριό του, όπου τελείωσε το δημοτικό σχολείο. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 η οικογένειά του μεταναστεύει στην Αθήνα και το 1940 ο εκλιπών περνά στην ΑΣΟΕΕ. Ως μαθητής ακόμη πρωτοστάτησε στη δημιουργία αντιφασιστικής ομάδας για την απελευθέρωση της Δωδεκανήσου από τους Ιταλούς αλλά κατά της δικτατορίας του Μεταξά. Κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής δίνει το «παρών» στην αντίσταση του λαού μας μέσα από τις τάξεις της ΟΚΝΕ, του ΕΑΜ Νέων και της ΕΠΟΝ, με αποτέλεσμα να υποστεί φυλακίσεις, βασανιστήρια και διώξεις.

Όμως, η πλέον τολμηρή ενέργεια ήταν εκείνη της νύχτας της 30ής προς την 31η Μαΐου 1941, όταν μαζί με τον Απόστολο Σάντα, σκαρφάλωσαν στα βράχια της Ακρόπολης, κατέβασαν από εκεί το μισητό σύμβολο του κατακτητή, τη σβάστικα, με μοναδικά τους «όπλα», ένα φαναράκι και ένα σουγιά. Και οι δύο έφηβοι έχουν περιγράψει σε κατοπινές συνεντεύξεις τους πώς ανέβηκαν, πού κρύφτηκαν αμέσως μετά (στις σπηλιές του Βράχου που είναι ταυτισμένος με το ιδανικό της Δημοκρατίας), πώς έκρυψαν στον κόρφο τους ένα κομμάτι από τη σημαία… Η θέα της σημαίας που λείπει από τον ιστό, προκαλεί την επομένη εκνευρισμό στον κατακτητή, δίνει κουράγιο στον κατακτημένο αλλά αδούλωτο λαό της Αθήνας και όλης της Ελλάδας. Η ποινή, ερήμην σε θάνατο.

Ακολουθεί η Απελευθέρωση και η δραστηριοποίηση του Μανώλη Γλέζου, διαδοχικά μέσα από τις τάξεις του ΚΚΕ και της ΕΔΑ, αλλά και η ενασχόλησή του με το δημοσιογραφικό επάγγελμα, σε διευθυντικές θέσεις πρώτα στο «Ριζοσπάστη» αμέσως μετά την απελευθέρωση, και μια δεκαετία αργότερα, στην «Αυγή». Συνολικά παραπέμφθηκε σε 28 δίκες για αδικήματα Τύπου, ενώ στα τέλη της δεκαετίας του ’40 καταδικάσθηκε δις εις θάνατον, καταδίκες που δεν εκτελέστηκαν μετά από ελληνική και διεθνή καμπάνια. Το 1950 οι θανατικές ποινές μετατράπηκαν σε ισόβια και τελικά αποφυλακίστηκε στις 16 Ιουλίου 1954.

Στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 1951, παρότι φυλακισμένος, εκλέχθηκε βουλευτής Αθηνών με την ΕΔΑ. Ξεκινά απεργία πείνας, με αίτημα την αποφυλάκιση των δέκα εξόριστων εκλεγμένων βουλευτών της ΕΔΑ. Σταμάτησε την απεργία πείνας τη 12η ημέρα, με την απελευθέρωση κάποιων από αυτούς. Ακολουθεί η δίκη για «εσχάτη προδοσία» το 1958, ενώ στις εκλογές της 29ης Οκτωβρίου 1961 εξελέγη και πάλι βουλευτής Αθηνών με την ΕΔΑ, παρά το γεγονός ότι βρισκόταν στη φυλακή.