Παύλος Ρούφας - «Ποιοτικό Άλμα»: Λέξεις γεμάτες άνθρωπο

Ποίηση - «ρεπορτάζ» από τις σκιές της συλλογικής περιφερειακής όρασης

| 15/03/2023

Να ξεκαθαρίσω από την αρχή, για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις, ότι δεν έχω την παραμικρή ιδέα για το τι είναι ποίηση.

Ξέρω, όμως, πως, όπως κάθε άνθρωπος, αν την συναντήσω, θα το καταλάβω.

Ή, μάλλον, καλύτερα, θα το αισθανθώ.

Υποθέτω ότι αυτό συμβαίνει διότι η ποίηση, όπως εν γένει η τέχνη, απευθύνεται στον πυρήνα της ύπαρξής μας, σκάβοντας μέσα σε άπειρα στρώματα λησμονιάς, απελπισίας, ναρκωμένων ονείρων, καταπιεσμένης θέλησης, βολικής – πλην όμως, τελικά, εξοντωτικής – άρνησης, για να φτάσει εκεί που κρύβεται το, περίεργο, έτοιμο να κατακτήσει το σύμπαν, παιδί που ήμασταν κάποτε.

«Μου πήρε τέσσερα χρόνια να μάθω να ζωγραφίζω σαν τον Ραφαήλ και μια ολόκληρη ζωή να μάθω να ζωγραφίζω σαν παιδί» είχε πει ο Πικάσο σε μια από τις διασημότερες φράσεις του.

Από κοντά και ο Εμπειρίκος, προσδιόριζε την ποίηση ως «ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου», όπου «μέσα της όλοι μεγαλώνουμε».

Οι ειδικοί λένε ότι με αυτόν τον τρόπο ο Εμπειρίκος «απάντησε» στον Πολ Βαλερί που θεωρούσε ότι «η ποίηση είναι ανάπτυξη ενός επιφωνήματος».

Νομίζω ότι, εν τέλει, το ίδιο είπαν.

Διότι, υπάρχει μεγαλύτερο επιφώνημα από αυτό που βγαίνει από τα χείλη ενός παιδιού ανακαλύπτοντας τον κόσμο;

Κάπου εδώ, όμως, πρέπει να προσέξουμε.

Να μην ξεχάσουμε ότι ο άνθρωπος, ως παιδί, δεν χαίρεται μόνο για τους ουσιαστικούς λόγους.

Τρομάζει, επίσης, για τους πραγματικούς.

Και ο ζόφος αυτών των λόγων, ακριβώς επειδή είναι αληθινοί, ξεπερνά κάθε νοσηρή φαντασία και δεξιοτεχνία στην περιγραφή του.

Και εκεί ακριβώς περνάμε στα σύνορα της τέχνης.

Την μόνη που μπορεί να συμπυκνώσει σε όλο τους το συνταρακτικό φορτίο, το επιφώνημα, το απαστράπτον ποδήλατο, την εξ απαλών ονύχων ζωγραφική, την άσβεστη θέληση για ζωή, ανακάλυψη, έρωτα, γνώση, αλλά και την συντριβή, μέσα σε λίγες λέξεις.

Σε λίγες πινελιές,

Σε λίγες νότες.

Αν αντέξατε την παραπάνω φλυαρία και φτάσατε μέχρι εδώ, νομίζω ότι θα καταλάβετε πως ήταν απαραίτητη για μένα, ώστε να μπορέσω να μιλήσω για την ποίηση του Παύλου Ρούφα, για όσους δεν τον γνωρίζουν.

Διότι, αν τον γνωρίσεις και μετά διαβάσεις τα ποιήματά του, δεν χρειάζονται περισσότερα.

Διότι ο Παύλος είναι η ποίησή του.

Ο Παύλος είναι το σπάραγμα μιας γενιάς ποιητών που βίωναν την ποίησή τους πριν της δώσουν μορφή.

Και μόλις το έκαναν, την κρατούσαν από το χέρι για να σωθούν.

Αλλά πιο πολύ και από τους ντροπαλούς στυλίστες της μποέμικης, φωνακλάδικης, ιδιοφυούς ποιητικής συμμορίας των παρισινών πλακόστρωτων του 19ου αιώνα, ο Παύλος, κατά την ταπεινή γνώμη μου, συγγενεύει περισσότερο με τον Βελιμίρ Χλέμπνικοφ (1885-1922) από τις αγνότερες και συγκλονιστικότερες ποιητικές φωνές της επαναστατικής Ρωσικής Πρωτοπορίας, από τα εμβληματικότερα και σπαρακτικότερα πρόσωπα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα.

Διότι ο Χλέμπνικοφ ήταν ένα παιδί, μέχρι και τον θάνατό του, στα 37 χρόνια του. Όπως τα παιδιά, δεν κατάλαβε ποτέ γιατί θα έπρεπε να μην ονειρεύεται αλλά να βγάζει χρήματα, έστω για να ζήσει.

Όπως τα παιδιά, μοιραζόταν απλόχερα ακόμη και τα ποιήματά του.

«Αν κάτι δεν είναι εντάξει, αλλάξτε το» έλεγε στους φίλους του για τους στίχους του, σύμφωνα με τις αναμνήσεις του Μαγιακόφσκι, επιδεικνύοντας την πιο ατόφια, απόλυτη, σχεδόν «σκανδαλώδη» – για τα ήθη της κοινωνίας μας – έλλειψη αισθήματος ιδιοκτησίας.

Όπως τα παιδιά θέλουν να έχουν τα δωμάτιά τους γεμάτα παιχνίδια, έτσι και ο Βελιμίρ, το άδειο από έπιπλα δωμάτιό του – όποτε έβρισκε μια στέγη – ήταν γεμάτο με χειρόγραφα.

Όπως ο Βελιμίρ, λοιπόν, έτσι κι ο Παύλος, μοίραζε σε όλη την ζωή του, απλόχερα, τα ποιήματά του.

Απόλυτος εχθρός κάθε ιδιοκτησιακής κουλτούρας και σχέσης, σε κάθε επίπεδο, έφτασε να εκδώσει για πρώτη φορά μερικά από αυτά, μόλις το 2022, υπό τον συμβολικό τίτλο «Ποιοτικό άλμα» (εκδόσεις ΚΟΥΚΚΙΔΑ).

 

 

 

Και παρά το ότι είχα «μυηθεί» στην ποίησή του, αυτή η συλλογή έπεσε πάνω μου σαν νεροφράγμα, από αυτά που ξαφνικά γεμίζουν τα στεγνά ρυάκια στα βουνά, την ανύποπτη Άνοιξη, διότι δεν ήξερες ότι λίγο πιο πάνω, στην κορφή, άνοιξαν οι ουρανοί.

Λέξεις γεμάτες άνθρωπο.

Δεν μπορώ να περιγράψω πιο κοντινά στην πραγματικότητά της, αυτήν την ποίηση.

Κάθε φράση, ένας κόμπος στον λαιμό.

Διότι η ποίηση του Παύλου φέρνει μπροστά μας αυτά που κάνουμε ό,τι μπορούμε για να μην δούμε, μπας και βγάλουμε ακόμη μια μέρα δίχως να χάσουμε εντελώς τα λογικά μας.

Η ποίηση του Παύλου είναι όλες οι εικόνες της περιφερειακής όρασης μιας κοινωνίας, που ακόμα δεν έχει συνειδητοποιήσει την δύναμή της και πορεύεται ιδεολογικοποιώντας ή ξορκίζοντας τον εφιάλτη της ηττοπάθειάς της.

Είτε με κοφτές κραυγές, είτε με ποιητικές πρόζες, ο Παύλος, κατέχοντας απόλυτα τα εκφραστικά μέσα του, περνά με εντυπωσιακή άνεση από την μία φόρμα σε μια εντελώς διαφορετική, από τον απεγνωσμένο σαρκασμό, στην σπαρακτική κραυγή, στον βουβό θρήνο για τον φίλο που έφυγε, στον έρωτα που πραγματώθηκε σε εκείνη την Χώρα του Ποτέ όπου δεν ζει ο πόνος, αλλά και στην απροσχημάτιστη αποκάλυψη του ζοφερού κόσμου των αφεντικών.

Κι όλα αυτά, «χτισμένα» άλλοτε με λυρισμό, κάποτε με σχεδόν «φωτογραφική» λεκτική εικονογραφία – «(…) Ο πατέρας μου χάθηκε σαν παλιό ιστιοφόρο σε ομίχλες (…)» – «σωματοποιημένη» γκάμα μυρωδιών της πόλης, «ρεπορταζιακή» ευθύτητα – «Στη γειτονιά που γεννήθηκα/ ο αέρας μύριζε τηγανιτές πατάτες/ φτηνό απορρυπαντικό/ άφιλτρο βαρύ (…)» – τρυφερό μοντερνισμό, όπως στην συγκλονιστική, αφιερωματική «πινακοθήκη» του ποιητή, σε πρόσωπα – σημεία της πορείας του.

Δομημένη σε τρία μέρη – άτυπα «κεφάλαια», η συλλογή, στην πραγματικότητα, είναι μια συγκροτημένη αφήγηση, με αρχή, μέση και τέλος, στην οποία ο ποιητής – αφηγητής είναι ταυτόχρονα μέρος της, μετουσιώνοντας το προσωπικό βίωμα σε συλλογική εμπειρία, παραπέμποντας, με έναν τρόπο, στον Λέοπολντ Μπλουμ, του Τζόυς.

Έτσι, ως ένας άλλος ιδιότυπος «Οδυσσέας», ο Παύλος «επιστρέφει» μέσα από ένα ταξίδι στον χώρο αλλά και στον χρόνο, σε μια «Ιθάκη» την οποία ο αναγνώστης καλείται να σχηματοποιήσει με τα υλικά που του πρόσφερε ο ποιητής.

Και αυτό που προκύπτει, μοιάζει με το «νησί» που κάπου νιώθεις ότι έχεις συναντήσει κι εσύ, ίσως έχεις πάει κιόλας, ή, τουλάχιστον, άκουσες να μιλούν γι’ αυτό.

Διότι, αυτό το «νησί», είναι, τελικά, ο κόσμος μας.

Ένας παράδεισος λεηλατημένος από τα πιο ευεργετημένα πλάσματά του.

Θα ήταν πραγματικά άδικο γι’ αυτό το παλίμψηστο να επιλέξω κομμάτια του, αφού δεν θα ήταν «χαρακτηριστικά» με την τυπική έννοια του όρου, απειλώντας, έτσι, να υπονομεύσω τον πλούτο των μορφών που ντύνουν το συγκλονιστικό περιεχόμενό του.

Αλλά το γεγονός ότι δεν είμαι κριτικός λογοτεχνίας (ουφ!) μου λύνει τα χέρια και μπορώ να παραθέσω ένα συγκλονιστικό, κατά την ταπεινή γνώμη μου, δείγμα της ποιητικής μαεστρίας του Παύλου, από το δεύτερο μέρος της συλλογής, με τα «πορτρέτα», που τεκμηριώνει τον χαρακτηρισμό «τρυφερό μοντερνισμό» που χρησιμοποίησα πιο πάνω:

«Η Σ. είχε το βλέμμα μιας ερωτευμένης που/ στροβιλιζόταν σαν αερικό στον ανεκπλήρωτο έρωτα./ Ζέσταινε στον κόρφο της το αυγό του ανέφικτου. Είχε/ πλούσια κοσμήματα ευγένειας και μια ασθενική/ συγκαταβατικότητα. Σαν παιδί με βαρύ πυρετό η/ φωνούλα της. Έπαιζε πιάνο. Της άρεσε ο Σατί. (…)». («Η Σ.» σελ.32).

Δεν θα προδώσω το τέλος της αφήγησης του Παύλου.

Μπορώ να πω, όμως, ότι σε αυτό, δίνεται ένας ορισμός για την ποίηση, ο οποίος νομίζω ότι συμπληρώνει και ολοκληρώνει εκείνους των Βαλερί, Πικάσο και Εμπειρίκου.

Μπορώ, επίσης, να πω, ότι μαζί με ακόμη μερικούς στίχους που έχω στην άκρη στην απίθανη περίπτωση που ερωτηθώ «τι είναι ποίηση», έβαλα και αυτούς του Παύλου:

«(…) Αναρωτιέμαι αν υπάρχεις/ Μήπως είσαι μια ψυχή γαλάζια/ που ήρθες να ριζώσεις στα ξερά μου χώματα/ Βγήκα ναυαγός στο σώμα σου/ ν’ αποκοιμηθώ στη ζεστή σκιά σου/ Πώς να μιλήσω για σένα/ χωρίς να πέσουν απ’ την ψυχή μου άνθη κερασιάς;».

*Το σκίτσο στο εξώφυλλο είναι της Μάρι Λορίδα 

Γεννήθηκε – και αυτή είναι μία από τις ελάχιστες βεβαιότητες που έχει – το 1970. Πουλούσε την εργατική του δύναμη επί χρόνια στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό Τύπο. Μέχρι που του έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι ήταν το μόνο πράγμα που φοβόταν. Τώρα «αναρρώνει» στο Περιοδικό. Ελπίζει, για πάντα.