Περί αθλιότητας

| 19/11/2019

Ας ξεκινήσουμε κάνοντας μία παραδοχή: Οι ευσεβείς πόθοι ορισμένων αεροβατών ότι η οικονομική κρίση θα λειτουργούσε ως καταλύτης για την κοινωνική επανάσταση που επιθυμούσαν έχουν από καιρό σωριαστεί σε ερείπια. Δέκα χρόνια μετά τα πρώτα σύννεφα που αντίκρυζε στον ορίζοντα η ανέφελη μεταολυμπιακή ελληνική οικονομία, όπου κι αν στρέψει κανείς το βλέμμα αντικρύζει ένα ισοπεδωμένο συνειδησιακά τοπίο. Και τούτο γιατί δεν αρκεί η επίδραση του σοκ για να κατανοήσει κανείς μία κατάσταση. Πρέπει να έχει αναπτύξει και τα κατάλληλα νοητικά εργαλεία. Στη δική μας περίπτωση τα εργαλεία αυτά θάφτηκαν κάπου βαθιά κάτω απ’ το καταναλωτικό παραλήρημα της προηγούμενης δεκαετίας. Η παραδοχή είναι φυσικά κοινότοπη – δε χωρεί αμφιβολία. Ωστόσο φαίνεται ότι το συλλογικό μας συνειδητό παραμένει πεισματικά αδαές ως προς τα βασικά˙ πρέπει να ξεκινήσουμε ξανά από την άλφα βήτα.

Θα ήταν ωστόσο άδικο να μην αποδώσουμε τα εύσημα μιας κάποιας αλλαγής στην κρίση. Και τούτο γιατί όντως αλλάξαμε. Προσαρμοστήκαμε στις νέες συνθήκες με θαυμαστή ευελιξία. Τα πράγματα έσφιξαν πραγματικά και εμείς αποφασίσαμε ότι αν είναι τόσο δύσκολο να ανασύρεις από κάπου βαθιά τον καλύτερό σου εαυτό, υπάρχει πάντοτε και ο χειρότερος. Εδώ φυσικά δεν αναφερόμαστε αποσπασματικά στην ελληνική κοινωνία, αλλά στην ελληνική κοινωνία ως αναπόσπαστο πια κομμάτι της Ευρώπης – παρότι παραμένει κατεξοχήν στη θέση του παθητικού δέκτη των αυθεντικών διαμορφωτών πολιτικής κουλτούρας και πολιτισμικού προϊόντος.

Η επιφανειακή μας γνώση για τα τεκταινόμενα και η άγνοιά μας για οτιδήποτε μη προφανές έφερε την ανημποριά. Η διαιωνιζόμενη ανημποριά μεταφράστηκε κάποτε σε παραίτησή μας από την προσπάθεια να γυρίσουμε εκείνον εκεί τον θεόρατο τροχό που μας είχε βάλει από κάτω. Η παραίτηση ενέδωσε στον φόβο και εκείνος σε μια καχυποψία που γεννά το μίσος. Όχι φυσικά πως το μίσος δεν προϋπήρχε – κάθε άλλο. Αλλά ο υφέρπων ρατσισμός είχε μια κάποια συστολή. Δεν τολμούσε κανείς να τον μοστράρει ανέμελα και δημοσίως σαν καλογυαλισμένο παράσημο.

Η παραπάνω διεργασία κεφαλαιοποιήθηκε στην Ελλάδα στις τελευταίες εκλογές. Ωστόσο το ρατσιστικό ντελίριο των τελευταίων ημερών είναι λάθος να το αποδώσουμε στους, καθόλου αμελητέους, κραδασμούς του σχηματισμού μιας κυβέρνησης αποτελούμενης από ένα γκροτέσκο μίγμα νεοφιλελεύθερων managers και τσεκουροφόρων ακτιβιστών της δεξιάς. Αν ο θρίαμβος του συντηρητισμού έδωσε αέρα στα πανιά του μέσου μικροαστού να εκφράζει άποψη για το πανεπιστημιακό άσυλο ωσάν να νιώθει το πολυτεχνείο (δεύτερο) σπίτι του, το παραλήρημα των ημερών έχει έναν πολύ απλούστερο γεννήτορα: τη μικροαστική βολή.

Καλή η αποσυμφόρηση των νησιών, αναλογίζεται ο μέσος νοικοκύρης άνθρωπος, να αλαφρώσουν κι οι νησιώτες μας απ’ το μαρτύριο, δε λέω, αλλά γιατί να την πληρώσω εγώ; Να τους γυρίσουμε πίσω. Εύλογη η απορία και δίκαιη η αγανάκτηση, τολμούμε να σχολιάσουμε. Γιατί να εμβαθύνει κανείς στις υποσημειώσεις όταν έχει ολόκληρο τόμο να τελειώσει; Ποιο διεθνές δίκαιο, ποιο άσυλο, ποιος πόλεμος, ποια φτώχεια, ποια Δύση και ποια συμφέροντα. Τα ψιλά γράμματα είναι για τους αργόσχολους. Άλλωστε αν είχε χρόνο κανείς για όλα τα παραπάνω πώς θα έκανε τη μεζονέτα του παιδιού; Άλλο ένα εύλογο ερώτημα για το οποίο δυστυχώς δεν έχουμε απάντηση.

Τώρα όμως τα πράγματα δείχνουν να μπαίνουν σε μια σειρά. Η νοικοκυρά δεν χρειάζεται να περιμένει πια ως την ώρα του απογευματινού καφέ ώστε να ενημερωθεί από τη συμπαθέστατη γειτόνισσα για την προαγωγή του γιου της σε ψήστη με εξειδίκευση στο χοιρινό και, ανάμεσα στις τρέχουσες εξελίξεις της γειτονιάς, να ακούσει κάποια ιστορία τρόμου όπου εμπλέκονται λαθραίοι εγκληματίες. Όχι, όσα ξέραμε τελειώσανε. Η κανονικοποίηση του ρατσιστικού λόγου φέρνει νέα ήθη και φρέσκια πνοή στους ταλαιπωρημένους απ’ τα ντοκιμαντέρ της ΕΤ3 δέκτες μας. Τέρμα η ελαφρότητα. Τώρα θα έχουν λόγο και οι λαμπυρίζοντες. Θα ενημερωνόμαστε για τα φλέγοντα της αποκαλούμενης εισβολής από τα πρωινάδικα, τα μεσημεριανάδικα, και ακόμα ακόμα από τα δελτία καιρού – πάντα με χαμόγελο, κοσμιότητα και με το πρέπον make up. Ένα résumé, αν το θελήσουμε, μπορεί να μας το κάνει ο ανιψιός μας που ακολουθεί στα δίκτυα παλαίμαχους με συνειδήσεις που, όπως δείχνουνε, έπεσαν αμαχητί.

Το να προσθέτει όμως κανείς σκιές σε ένα ήδη ζοφερό τοπίο είναι μάλλον άσκοπο – παρότι πολλές φορές ευεργετικό για τον ίδιο. Σε όσους νιώθουν αηδία με κάθε νέο χτύπημα του φασισμού στον δημόσιο λόγο ευχόμαστε καλή υπομονή˙ η αθλιότητα ήρθε για να μείνει. Μα η υπομονή είναι το πρώτο μισό βήμα για ν’ αποτρέψεις την απογοήτευση να προχωρήσει. Περιττό να επισημάνουμε ότι δεν αρκεί. Για όσους γνωρίζουν τα απολύτως απαραίτητα, αποτελεί μάλλον νομοτέλεια το ότι τα επόμενα χρόνια οι μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές προς την Ευρώπη θα αυξηθούν. Πέρα από τους καθοδηγούμενους πολέμους, η διαταραγμένη παγκόσμια κλιματική ισορροπία που επιμελώς στη Δύση ακρωτηριάσαμε τις τελευταίες δεκαετίες (και με τα ψιλά γράμματα τελειώνουμε εδώ) θα δημιουργήσει κύματα μετανάστευσης τέτοια που έχουμε προ πολλού λησμονήσει. Η προσπάθειά μας οφείλει να αρχίσει από τώρα. Σε καθεμιά φωνή που σπέρνει φασισμό να αντιτάσσουμε τον πιο πειστικό εαυτό μας. Ας μην ξεχνάμε μονάχα την αριστοτεχνικά δοσμένη φράση του Μπρεχτ για τον φασισμό στην τρίτη του Δυσκολία για την αλήθεια. Και θα ‘χουμε κερδίσει.