«Πιστή και ενάρετη νύχτα», της Λουίζ Γκλικ

Λεπτό ατσάλι

| 18/05/2021

Όλα είναι εκεί. Οι δρόμοι, το φεγγαρόφωτο, το ασημένιο νήμα, ο ιστός, ο αέρας ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως. Οι λέξεις, οι εικόνες, αραχνοΰφαντες και στα γυμνά κλαδιά περασμένες. Η δημιουργός δεν ξέρει τι κάνει, απλά το κάνει, το αισθάνεται και στα απόκοσμα σοκάκια, τα λουσμένα με παγωμένο φως, απλώνει το λεπτό ατσάλι της. Τα ακονισμένα λόγια κόβουν την άκρη από τη σάρκα της νύχτας και το μαύρο υγρό ποτίζει τα λευκά δέντρα. Ο κορμός, τα κλαδιά, δεν ανθίζουν, αλλάζουν χρώμα. Το λευκό του πάγου γίνεται λευκό του απομακρυσμένου φεγγαριού και όταν το αλύχτισμα της φύσης απαντήσει στον χτύπο της καμπάνας, ο χρόνος κάνει ένα βήμα πίσω και ένα μπροστά, ένα! Σε αυτά τα δύο δευτερόλεπτα συμβαίνουν τα πάντα. Το αιώνιο άγγιγμα και το αιώνιο πέρασμα, η απόλυτη σιωπή, αυτός που πεθαίνει και αυτός που δεν πεθαίνει, το ίδιο πρόσωπο, η ίδια καταστροφή, η ίδια ομορφιά, η μία και μοναδική αθωότητα, η φαντασία που δανείζει το παιδί. Και αυτή να μη σταματά να υφαίνει και το ατσάλι να γίνεται ευθεία γραμμή, κοφτερή λεπίδα, που ενώνει και κόβει στα δύο το άπειρο. Η Λουίζ Γκλικ, πιστή και ενάρετη, μας καλεί να χαθούμε στην «Πιστή και ενάρετη νύχτα» (Εκδόσεις Στερέωμα).

Η ποιήτρια απέσπασε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 2020 για το σύνολο του έργου της. Η συγκεκριμένη συλλογή τιμήθηκε το 2014 με το «National Book Award»,  το σημαντικότερο λογοτεχνικό βραβείο των ΗΠΑ. Τι κάνει, λοιπόν, ξεχωριστή την ποίηση της Γκλικ; Η αφηγηματική της τεχνική, η δημιουργία της παρατήρησης και η νύχτα. Πώς εξηγούνται όλα αυτά; Διαβάστε απόσπασμα από το ποίημα που έδωσε τον τίτλο της συλλογής:

Η ιστορία μου αρχίζει πολύ απλά: μπορούσα να μιλάω κι

ήμουν ευτυχής.

Ή: μπορούσα να μιλάω, άρα ήμουν ευτυχής.

Ή: ήμουν ευτυχής, άρα μιλούσα.

Έμοιαζα με λαμπερό φως που διασχίζει ένα σκοτεινό

δωμάτιο.

Η αμεσότητα και ο τόνος της φωνής –η Γκλικ ακούγεται καθαρά- σε καθησυχάζουν και σε προετοιμάζουν για την ποιητική ιστορία, το ποιητικό παραμύθι. Σε βάζει δίχως απαιτήσεις στον κόσμο της και σε αναγκάζει να την ακούσεις. Η παρουσία της στο ποίημα είναι έντονη αλλά όχι ολοκληρωτική. Η απλότητα με την οποία μας απευθύνεται διευρύνει το ποιητικό πεδίο. Στην ουσία εκμεταλλεύεται τον πεζογραφικό πλούτο, μόνο που εστιάζει αμέσως στη λεπτομέρεια της εικόνας. Και εκεί έρχεται η δημιουργία της παρατήρησης. Η Γκλικ δεν στέκεται (μόνο) σε αυτό που παρατηρεί. Φτιάχνει τη δική της στιγμή και την κοιτά με τη ματιά της πρώτης σκέψης. Παράδειγμα το απόσπασμα από το ποίημα «Αιχμηρά διατυπωμένη σιωπή»

 Αφήστε με να σας πω κάτι, είπε η ηλικιωμένη γυναίκα.

Καθόμασταν, αντικριστά η μια στην άλλη,

στο πάρκο στην ͟ , πόλη φημισμένη για τα ξύλινα

παιχνίδια της.

Εδώ υπάρχει πρόζα, θεατρική συμπεριφορά και ο λόγος της Γκλικ γίνεται ουδέτερος παρατηρητής. Η εικόνα μπορεί να έρχεται από αληθινή εμπειρία, όμως η “σκηνοθεσία”, το απροσδιόριστο του τόπου και του χρόνου, την κάνουν μοναδική και δημιουργημένη από την ποιήτρια. Οι λέξεις της Γκλικ δεν συνοδεύουν αυτό που αντικρίζει, αλλά την υπόσχεση και τη μνήμη αυτού. Και τέλος η νύχτα, διότι όλα σ’ αυτήν συμβαίνουν. Η νύχτα για την Γκλικ είναι το όριο, το οριστικό πριν και το οριστικό μετά. Γι’ αυτό και αφήνεται στο απαλό της χάδι, το άγριο σκοτάδι της και το λευκό φως που τη φωτίζει. Κι αν παίζει με το μεταφυσικό, ο ποιητικός της λόγος μένει ανάλαφρος επειδή  χρησιμοποιεί τη φαντασία της σαν παιδί και έτσι αγγίζει τον χρόνο και το φως, η ποίηση της γίνεται χειροπιαστή και ολοκληρώνεται με την τέλεια «μαθηματική» πράξη: η ψυχή (πρόσθεση) ενώνεται με το άπειρο και μας οδηγεί στην αφαίρεση που δεν τελειώνει. Στην ποίηση της Γκλικ θα δούμε τον Πεσσόα, την Ντίκινσον, κάτι από Πόε.

Οι εκδόσεις Στερέωμα μας έδωσαν μια σπουδαία ποιητική φωνή και η πρόσληψη της δεν θα ήταν εφικτή αν δεν υπήρχε η  μετάφραση των Χάρη Βλαβιανού, Δήμητρας Κωτούλα. Η έκδοση είναι δίγλωσση –αγγλικά, ελληνικά- και παρατηρώντας το πρωτότυπο βλέπουμε πώς ελίχθηκαν οι μεταφραστές για να αποφύγουν μεταφραστικά αδιέξοδα και δυσπρόσιτες αποδόσεις. Ο αινιγματικός, παραμυθένιος και εύστοχος λόγος της Γκλικ δεν έχασε τίποτα στην ελληνική εκδοχή του.

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε αθλητική δημοσιογραφία και παρά την αγάπη και την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, συνεχίζει να ασχολείται με το αθλητικό ρεπορτάζ. Έχει εργαστεί σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικούς σταθμούς, κάνοντας βιβλιοπαρουσιάσεις