Πολιτιστική πολιτική: Λεφτά στους εμπόρους, στο νοίκι ο πολιτισμός

Οταν το «μια απ' τα ίδια»... είναι τα «καλά νέα»

| 01/03/2017

Να λοιπόν που (και) για το υπουργείο Πολιτισμού ήρθε η εποχή όπου το «μια απ’ τα ίδια» φαντάζει ευτυχές μπροστά σε μια πραγματικότητα η οποία εκφράζεται καλύτερα μέσα από το «ακόμη χειρότερα».

Η αγωνία (και) της νέας πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΠΟ να επιδείξει «έργο» – κάτι σαν την θρυλούμενη αυτοχειρία της ορχήστρας του «Τιτανικού» η οποία φέρεται να έπαιζε όση ώρα το πλοίο βυθιζόταν – είναι ένα εύλογο συμπέρασμα από την συνέντευξη της υπουργού Πολιτισμού, κυρίας Λυδίας Κονιόρδου, αφού, τίποτε από όσα παρουσίασε δεν διαφέρει από την γνωστή, μίζερη έως άθλια πολιτιστική κατάσταση της χώρας όπως την γνωρίζουμε. ‘Η, μάλλον, σε ορισμένα σημεία τα πράγματα είναι χειρότερα.

Καταρχήν (και) η σημερινή υπουργός Πολιτισμού, κυρία Λυδία Κονιόρδου, προσπάθησε να κρύψει τα καταστροφικά αποτελέσματα της κυβερνητικής πολιτικής και στον πολιτιστικό τομέα πίσω από τον υπεράνθρωπο αγώνα των εργαζομένων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, του σπουδαίου μεν, κακοπληρωμένου και απαξιωμένου δε, επιστημονικού και εργατοτεχνικού προσωπικού της, το οποίο, με αυταπάρνηση έχει πάρει στις πλάτες του την υπόθεση της διάσωσης και ανάδειξης της πολιτιστικής κληρονομιάς, παρά και ενάντια στην κυρίαρχη πολιτική συνειδητής αποχώρησης του κράτους από την πολιτιστική διαχείριση προς όφελος του κεφαλαίου.

Δεύτερον, επιβεβαιώθηκε πως ό,τι κινείται αυτήν την στιγμή στον πολιτιστικό τομέα εκ μέρους του κράτους οφείλεται, επί το πλείστον, στο ΕΣΠΑ, αφού, ο κρατικός προϋπολογισμός για τον πολιτισμό εξακολουθεί να αποτελεί ένα διόλου διασκεδαστικό «σύντομο ανέκδοτο». Ας μην λησμονείται, ωστόσο, ότι οι κοινοτικές χρηματοδοτήσεις αφενός έχουν συγκυριακό χαρακτήρα, αφετέρου αφορούν σε ένα ελάχιστο, ποσοστιαία, μέρος του πολιτιστικού θησαυρού της χώρας. Επιπλέον, τα κριτήριά τους – όπως και του κράτους άλλωστε – υπηρετούν τα κάθε φορά κυρίαρχα αντιδραστικά, συστημικά ιδεολογήματα και ανάγκες. Ετσι, το τί συντηρείται κάθε φορά και το τί αφήνεται στην «μοίρα» του, δεν έχει σχέση μόνο με τις οικονομικές δυσκολίες. Αυτό αφορά, όπως είπαμε, και στα έργα από εθνικούς πόρους, όπως το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, περιορισμένο, έτσι κι αλλιώς.

Το σχετικά νέο «φρούτο» – το οποίο προκύπτει ως αποτέλεσμα της πολιτιστικής πολιτικής από το 2000 και μετά με επίκεντρο την εμπλοκή των Περφερειών στην πολιτιστική κληρονομιά – είναι ότι, όπως αναφέρει το ΥΠΠΟ, «σε περίπου 50 μνημεία πραγματοποιούνται έργα με χρηματοδότηση Δήμων Περιφερειών μέσω προγραμματικών συμβάσεων, όπως απομακρυσμένοι ιεροί ναοί στην Ήπειρο, αλλά και η Ηετιώνεια Πύλη στον Πειραιά.».

Για τους λόγους που το αστικό κράτος «αποκεντρώνει» «σαλαμοποιημένη» την διαχείριση της πολιστικής κληρονομιάς μπορείτε να διαβάσετε ΕΔΩ.

Παρόλ’ αυτά, το ΥΠΠΟ «πανηγυρίζει» επειδή στο ΕΣΠΑ έχουν ενταχθεί και οι εποπτευόμενοι φορείς του στον τομέα του Σύγχρονου Πολιτισμού, όπως το Φεστιβάλ Κινηματογράφου και Ντοκυμαντέρ της Θεσσαλονίκης, η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, το Φεστιβάλ Δάσους του ΚΘΒΕ, το Inspire project του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, ή η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου Θες/νίκης με φορέα υλοποίησης το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού (ΕΙΠ).

Για το πολύπαθο Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων (η πικρή του ιστορία ΕΔΩ) ακούσαμε για πολλοστή φορά την τελευταία τουλάχιστον δεκαετία ότι… «έχει μπει σε πορεία επανεκκίνησης». Για το δε ηλεκτρονικό εισιτήριο στους αρχαιολογικούς χώρους πρέπει να έχει χαθεί ο λογαριασμός του πόσες φορές έχει εξαγγελθεί.

«Χορηγικό» «πάρτι»

Εκεί που τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα είναι στα οικονομικά. Διότι, όπως αναφέρει το ίδιο το υπουργείο πολλοί εποπτευόμενοι φορείς του, όπως το Μέγαρο Μουσικής, η Λυρική Σκηνή, η Εθνική Πινακοθήκη, το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, «βρίσκονταν μπροστά σε νέες καταστάσεις και νέες προκλήσεις» και «συνέπεια αυτού του γεγονότος είναι ότι δημιουργήθηκαν νέες ανάγκες και οικονομικές εκκρεμότητες για τις οποίες έχει ενημερωθεί το ΥΠΟΙΚ, και αναμένονται νέες διευθετήσεις», δεδομένου ότι όταν ανέλαβε η νέα ηγεσία, ο προϋπολογισμός «είχε κλείσει».

Πράγματι, απογοητευτική δικαιολογία: Δεν ήξερε δηλαδή η κυβέρνηση ότι η Λυρική μετακομίζει, π.χ; Δεν είχαν διαβάσει την σύμβαση με το Ιδρυμα Νιάρχου και το νοίκι – μαζί με άλλα έξοδα – που η Λυρική και η Εθνική Βιβλιοθήκη υποχρεούνται να πληρώνουν στο, κατά τα άλλα, «δημόσιο» «Κέντρο Πολιτισμού»;

Η απάντηση ομολογείται από το ίδιο το υπουργείο: Η μεταφορά της ΕΛΣ «στο νέο της σπίτι θα απαιτήσει μια έκτακτη επιχορήγηση για την κάλυψη των πρόσθετων λειτουργικών δαπανών που θα ξεπερνούν τα 4,5 εκατομμύρια ευρώ ετησίως»…

Αυτό είναι… το «έκτακτο» πλην ετήσιο κόστος της Λυρικής για να «φιλοξενείται» σε αυτό το «μαγαζί» της παραλιακής…

Η κυβέρνηση έχει σκοπό να εμβαθύνει την εμπλοκή του κεφαλαίου στην κρατική πολιτιστική διαχείριση. Για παράδειγμα, ενώ το υπουργείο υποστηρίζει ότι το κονδύλι για την ολοκλήρωση και την αποπεράτωση του νέου κτιρίου της Εθνικής Πινακοθήκης «έχει εξασφαλισθεί και έχει δεσμευτεί» (4.000.000 ευρώ από το Περιφερειακό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Αττικής που έχει ενταχτεί στο ΕΣΠΑ 2014-2020, και ακόμη 11 εκ. ευρώ από εθνικούς πόρους), στην συνέχεια λέει ότι «βρίσκεται σε στενή συνεργασία και με το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, προκειμένου να παράσχει τις απαραίτητες εγγυήσεις για την από μέρους του συμβολή στη χρηματοδότηση του έργου (…)».

Ακόμη και το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης περιμένει «να επισπευσθούν οι γραφειοκρατικές διαδικασίες και να ξεκινήσει η κανονική λειτουργία του» ώστε να «μπορέσει να απορροφήσει και τη δωρεά των 3.000.000 ευρώ του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος»…

Κινηματογράφος: Λεφτά στους εμπόρους αντί στους δημιουργούς

Στον κινηματογράφο το υπουργείο «πουλάει τρέλα» πραγματικά! Δίχως να κοκκινίζει από ντροπή «διαφημίζει» ότι έχουν «εγκριθεί» τα παρακάτω «συγκλονιστικά» ποσά για το το 2017: 3,6 εκατ. ευρώ για το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, 1,5 εκατ. ευρώ για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και 200.000 ευρώ για την Ταινιοθήκη της Ελλάδος!

Πέρα από το γελοίον των ποσών – γεγονός για το οποίο άλλωστε μας έχει συνηθίσει το ελληνικό κράτος και πριν την κρίση – είναι προφανές, ότι ακόμη και αυτά διανέμονται με «φεστιβάλικά» κριτήρια και όχι με όρους ενίσχυσης των δημιουργών. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί ότι το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης θα πάρει σχεδόν τα μισά από όσα θα πάρει το ΕΚΚ, το οποίο καλείται με αυτά να ενισχύσει το ελληνικό σινεμά εν γένει;

Και πώς αλλιώς παρά ως έλλειψη στοιχειώδους πολιτικής τσίπας – για να το θέσουμε κομψά – μπορεί να χαρακτηριστεί το γεγονός ότι, ενώ το Φεστιβάλ παίρνει 1,5 εκ. ευρώ, η μοναδική «κιβωτός» της φιλμικής μνήμης της χώρας, η Ταινιοθήκη, περιμένει να επιτελέσει το έργο της με 200 χιλιάρικα;

Το ΥΠΠΟ μας πληροφορεί επίσης, ότι στο ΕΚΚ «ανασυστήθηκε η ομάδα εργασίας όλων των συναρμοδίων και εντοπίσθηκαν οι βασικοί πυλώνες για να οδηγηθούμε στο επόμενο διάστημα σε ένα νομοθετικό πλαίσιο που θα περιλαμβάνει:

α) τα οικονομικά κίνητρα για τον ξένο παραγωγό που θέλει να έρθει στην Ελλάδα

β) τη συγκέντρωση όλων των πιθανών χώρων, μερών και Ελλήνων συνεργατών που θα μπορούσαν να βοηθήσουν μία ξένη παραγωγή για τα γυρίσματά της

γ) την τυποποίηση όλων των αδειοδοτήσεων και την απλοποίηση αυτών, όπου χρειάζεται (εδώ και το ΥΠΠΟΑ θα χρειαστεί να επανεξετάσει τα τέλη κινηματογράφησης στους αρχαιολογικούς χώρους)

δ) τη καταγραφή όλης της πληροφορίας σε μία ηλεκτρονική πλατφόρμα στο ΕΚΚ στην οποία ο ξένος παραγωγός θα μπορεί και να υποβάλει τις αιτήσεις του για όποιες άδειες χρειάζεται. Ήδη αναζητούμε τα κονδύλια για την κατασκευή της πλατφόρμας αυτής

ε) τη στρατηγική για τη διαφήμιση της Ελλάδας στην αγορά της διεθνούς παραγωγής».

Αναφέρει μάλιστα και το πρόσφατο νομοσχέδιο του υπουργείου Ψηφιακής Πολιτικής Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης για την παροχή οικονομικής ενίσχυσης σε ιδιωτικές επενδύσεις που στοχεύουν στην παραγωγή ξένων οπτικοακουστικών έργων στην Ελλάδα.

Καταρχήν και αυτή η κυβέρνηση εξακολουθεί να εκλαμβάνει ως μέρος της «ενίσχυσης» της εθνικής κινηματογραφίας τις ξένες παραγωγές στην Ελλάδα. Πέρα από το ότι αυτό το μοντέλο, όπου ακολουθήθηκε, απέτυχε, αφετέρου ήταν και καταστροφικό για τις εθνικές κινηματογραφίες, αφού, η μόνο «προσφορά» των ξένων εταιριών παραγωγής ήταν το γκρέμισμα των μεροκάμματων και των συμβάσεων στον οπτικοακουστικό τομέα. Οχι τώρα. Εδώ και 15 χρόνια (περισσότερα ΕΔΩ).

Σε ό,τι αφορά το νομοθέτημα του υπουργείου Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης υπό τον «βαρύγδουπο» τίτλο: «Δημιουργία θεσμικού πλαισίου για τη σύσταση καθεστώτος Ενίσχυσης Ιδιωτικών Επενδύσεων για την ανάπτυξη της παραγωγής οπτικοακουστικών έργων στην Ελλάδα», η οποία τέθηκε σε «διαβούλευση» μέχρι και αύριο να σημειωθεί καταρχήν, ότι η «πρωτοβουλία» εμφανίζεται ως ενσωμάτωση στον επενδυτικό νόμο 4399/2016 ενός «εξειδικευμένου επενδυτικού κινήτρου για την ανάπτυξη του οπτικοακουστικού τομέα». Το ότι αυτή η «πρωτοβουλία» προέρχεται από ένα υπουργείο το οποίο δεν περιλαμβάνεται στην περίπου μια «ντουζίνα» των υπουργείων που συνυπογράφουν τον εν λόγω νόμο, αντίθετα με την υπογραφή του τότε υπουργού Πολιτισμού, είναι ένα αξιοσημείωτο γεγονός. Το οποίο, σε πρώτη «ανάγνωση», απλώς ενισχύει το συμπέρασμα, ότι πλέον, όλο και περισσότερο ο κινηματογράφος αντιμετωπίζεται αποκλειστικά ως εμπορικό «προϊόν» και πεδίο κερδοφορίας του κεφαλαίου ακόμη και σε τυπικό, θεσμικό επίεπδο, με το υπουργείο Πολιτισμού να μην έχει καν «λόγο».

Φυσικά, σημασία έχει πάντα η ουσία και το περιεχόμενο και όχι ο φορέας, αν και ο τελευταίος είναι ενδεικτικός των προθέσεων και σε συμβολικό επίπεδο. Η ουσία λοιπόν δεν αλλάζει: Αντί το κράτος να δημιουργήσει μηχανισμούς και δομές άμεσης και αδιαμεσολάβητης στήριξης των δημιουργών – εκλεγμένοι, ανακλητοί, κινηματικοί εκπρόσωποι των οποίων θα ελέγχουν αυτές τις δομές σε συνεργασία με το κράτος και με την απόλυτη απουσία της «αγοράς», για πολλοστή φορά, στήνεται ακόμη μία «πηγή» «ταϊσματος» των εμπόρων του οπτικοακουστικού τομέα.

Επιπλέον, το υπό «διαβούλευση» νομοθέτημα προβλέπει ότι το ύψος της ενίσχυσης των δαπανών ανέρχεται στο 25% αυτών και έως του ποσού των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ! Χρήματα τα οποία ούτε στα πιο τρελά τους όνειρα δεν βλέπει η συντριπτική πλειοψηφία των νέων δημιουργών, όχι μόνο στην Ελλάδα. Κι όμως, πρόκειται για ποσά που προορίζονται για τις εταιρίες και το οποίο είναι μεγαλύτερο από το σύνολο του προϋπολογισμού του ΕΚΚ για όλο το 2017…

Συμπέρασμα: Η κυβέρνηση συνεχίζει την ίδια καταστροφική πολιτική για τον πολιτισμό των προηγούμενων. Και το κάνει, όπως φάνηκε από τα πρωθυπουργικά εγκώμια στον Νιάρχο, μην κρατώντας πλέον ούτε τα «αριστερά» της προσχήματα.

Γεννήθηκε – και αυτή είναι μία από τις ελάχιστες βεβαιότητες που έχει – το 1970. Πουλούσε την εργατική του δύναμη επί χρόνια στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό Τύπο. Μέχρι που του έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι ήταν το μόνο πράγμα που φοβόταν. Τώρα «αναρρώνει» στο Περιοδικό. Ελπίζει, για πάντα.