Πολυτεχνείο: Ανήσυχη, μέχρι τη νίκη πάντα

| 17/11/2016

Έναν μήνα μετά γεννήθηκα. Το Νοέμβρη του 1973 βρισκόμουν ήδη 8 μήνες στην κοιλιά της μάνας μου. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, επί σειρά ετών, άκουγα από τον πατέρα μου την εξής αφήγηση, απαράλλαχτη σχεδόν μέχρι να τη μάθω απέξω και να αρχίσω να τη λέω εγώ: «οχτώ μήνες δεν είχες κουνηθεί στην κοιλιά τής μάνας σου κι εκείνη την ημέρα δεν την άφησες σε ησυχία. Ήταν ξαπλωμένη και της έκλεισα το ράδιο για να μη ταράζεται και πήγα να φύγω κρυφά να πάω στο Πολυτεχνείο. Όμως με κατάλαβε και κλαίγοντας μου είπε να μην την αφήσω μόνη»

Πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι να καταλάβω γιατί εκείνη την ημέρα δεν την άφηνα σε ησυχία. Ίσως να ήταν στις πρώτες γιορτές του σχολείου, όταν έκλαιγα κάθε φορά που άρχιζε εκείνο το τραγούδι Ορέστη απ’ το Βόλο Μαρία απ’ τη Σπάρτη… Και μετά τα ονόματα. Δεν τα άντεχα τα ονόματα. Μου ερχόταν να ουρλιάξω γιατί σκεφτόμουν ότι κάτι έπρεπε να είχε γίνει και να μην ήταν τώρα πεθαμένοι όλοι αυτοί. Κάθε χρόνο έκανα την αφαίρεση για να δω τι ηλικία θα είχαν τώρα οι άνθρωποι που ακούγονταν στο Προσκλητήριο.

Ο πατέρας μου έκλαιγε στην πορεία. Κάθε χρόνο που κατεβαίναμε τον έβλεπα να κλαίει. (Ακόμα νομίζω το κάνει, από την πρώτη πορεία Πολυτεχνείου μέχρι σήμερα, κάθε χρόνο κατεβαίνει και κλαίει). Εγώ έκλαψα το 1985. Ο Μιχάλης ήταν μόλις 2 χρόνια μεγαλύτερος από μένα. Και δεν μου έβγαιναν οι υπολογισμοί. Σα να μη γινόταν. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν μπορεί να ήταν έτσι. Ήταν μόνο δύο χρόνια μεγαλύτερος από εμένα. Και τον σκότωσαν. Όχι ότι αν ήταν πέντε θα άλλαζε κάτι, αλλά δεν ήταν δυνατό να συμβαίνει αυτό.

Κάπου εκεί νομίζω έμαθα και για τον Κουμή και την Κανελλοπούλου. Και άρχισαν τα δύσκολα. Ο θυμός. Ο οποίος ξεχείλισε λίγα χρόνια αργότερα, τον Ιανουάριο του 1991, όταν μέσα από τα κάγκελα του κατειλημμένου σχολείου μας μάθαμε για τη δολοφονία Τεμπονέρα. Ένιωσα ότι αυτό ήταν κάτι σαν το Πολυτεχνείο μας. Αντί για την καγκελόπορτα της Πατησίων τους έβλεπα να ρίχνουν τις καγκελόπορτες των σχολείων και να μας χτυπάνε. Στο σχολείο τα βράδια ακούγαμε τη σπαρακτική φωνή της μητέρας του Καλτεζά στην αρχή του τραγουδιού των Αντίδραση. Κάπου εκεί άρχισαν όλα τα Πολυτεχνεία να γίνονται ένα.

Κάπου εκεί, και κάθε χρόνο όλο και περισσότερο από εκεί και μετά, συνειδητοποιούσα βαθειά γιατί ήμουν ανήσυχη εκείνη την πρώτη νύχτα στην κοιλιά της μάνας μου. Κι έπειτα, ο Νοέμβρης του Πολυτεχνείου έγινε Ιούνης του ΑΣΕΠ και λίγο μετά Ιούλης στη Γένοβα. Ανατριχίλα. Και συνέχισε αυτός ο Νοέμβρης να αλλάζει μήνες και χρόνια, έφτασε να γίνει Δεκέμβρης και μετά Μάης. Κι ύστερα καλοκαίρι πάλι και χειμώνας ξανά.  Φυσικά, ήταν αδύνατο όλα αυτά τα χρόνια να ησυχάσω. Γιατί εκείνοι οι άνθρωποι-ονόματα των σχολικών μου χρόνων, μέσα από όλους αυτούς τους μήνες που εναλλάσσονταν, δεν είχαν έρθει πίσω. Αλλά και γιατί μέσα σε όλη αυτή την εναλλαγή του χρόνου γνώρισα συντρόφους και συντρόφισσες που ήταν δίπλα στον Τεμπονέρα εκείνη τη νύχτα και τους έβλεπα αποφασισμένους και αποφασισμένες να παραμείνουν για καιρό δίπλα ο ένας στον άλλον, σε κάθε μάχη, ανήσυχοι, μέχρι τη νίκη πάντα.