«'Ετσι αγαπάμε εμείς την Ελλάδα»...

Προδημοσίευση από το βιβλίο με τα πλήρη πρακτικά της δίκης Μπελογιάννη που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Τόπος»

| 07/10/2016

Η ιστορία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος εξακολουθεί να έχει «αχαρτογράφητες περιοχές» που περιμένουν τους «εξερευνητές» τους. Κάθε ιστορική πηγή προς αυτή την κατεύθυνση είναι, ευλόγως, αναγκαία και ευπρόσδεκτη. Αλλωστε, ως γνωστόν, δίχως την εξαγωγή ιστορικών συμπερασμάτων δεν μπορεί να πάει κανείς πολύ μακριά στο παρόν και το μέλλον. Και δίχως στοιχεία, συμπεράσματα δεν μπορούν να εξαχθούν.

Στο παραπάνω πλαίσιο, το «Περιοδικό» έχει την τιμή και την χαρά να προδημοσιεύσει αποσπάσματα από το βιβλίο, «’Ετσι αγαπάμε εμείς την Ελλάδα – Πλήρη πρακτικά και ιστορικό των δικών Μπελογιάννη – Τα σήματα Βαβούδη» που θα κυκλοφορήσει το αμέσως επόμενο διάστημα από τις εκδόσεις «Τόπος», σε επιμέλεια, Σπύρου Σακελλαρόπουλου και έρευνα, Γρηγόρη Σακελλαρόπουλου.

«Η έκδοση αυτή», όπως αναφέρει το εκδοτικό, «παρουσιάζει για πρώτη φορά τα πλήρη πρακτικά των δύο δικών του Ν. Μπελογιάννη και των συντρόφων του, μεγάλο μέρος από τα σήματα Βαβούδη, τα υπομνήματα μετατροπής της θανατικής ποινής των Μπελογιάννη, Μπάτση και Καλούμενου σε ισόβια κάθειρξη, σχολιασμό για τον τρόπο διεξαγωγής καθώς και το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πραγματοποιήθηκαν οι δίκες.

»Το περιεχόμενο των ιστορικών ντοκουμέντων συμβάλει στο να αποκτήσει ο αναγνώστης τη δική του οπτική απέναντι στα συγκεκριμένα δραματικά γεγονότα. Σε κάθε περίπτωση όμως δεν μπορεί να παρακάμψει καθοριστικούς παράγοντες διαμόρφωσης των ιστορικών εξελίξεων όπως: ο ρόλος των ΗΠΑ, το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκε η ηγεσία του ΚΚΕ και ιδιαίτερα ο Ν. Ζαχαριάδης, η αμφιθυμική στάση των κομμάτων του Κέντρου και συγκεκριμένα του Ν. Πλαστήρα, ο ρόλος του Θρόνου και του Στρατού.

»Η πρωτοτυπία της παρούσας μελέτης είναι πως σε ορισμένες περιπτώσεις το αρχειακό υλικό οδηγεί σε διαπιστώσεις εικονοκλαστικού χαρακτήρα: οι Αμερικανοί μόνο μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Κορέα βρέθηκαν να πρωτοστατούν στην επιβολή του αυταρχικού μετεμφυλιακού πλαισίου· η δράση του ΚΚΕ απείχε παρασάγγας από την πολιτική του «όπλου παρά πόδα»· η κυβέρνηση Πλαστήρα είχε πολύ σοβαρές ευθύνες για τις εκτελέσεις· το Παλάτι διαδραματίζει υποδεέστερο ρόλο σε σχέση με αυτό των ΗΠΑ και του Στρατού.

»Στις ίδιες τις δίκες από τη μια εντυπωσιάζει ο ηρωισμός του Ν. Μπελογιάννη, και αρκετών άλλων που υπερασπίζονται τα ιδανικά τους. Από την άλλη, η σπουδή πολλών κατηγορούμενων να αποποιηθούν τη σχέση τους με το κομμουνιστικό κίνημα συμπυκνώνει τους όρους της ήττας στον Εμφύλιο για την ελληνική Αριστερά, στο πλαίσιο της κρατικής τρομοκρατίας της εποχής».

Ακολουθεί η προδημοσίευση.

[hr]

Η επιλογή της επιβολής των εκτελέσεων

Στα οικεία κεφάλαια παρουσιάζεται µε λεπτοµέρειες η δράση του Μπελογιάννη στην Αθήνα καθώς και το χρονικό της σύλληψής του, όπως και το τι συνέβη στις δύο δίκες αλλά και η πορεία προς την εκτέλεση. Το ερώτηµα στο οποίο θα επιχειρήσουµε να απαντήσουµε στην παρούσα ενότητα, και αφού έχει ήδη περιγραφεί το πολιτικό και οικονοµικό περιβάλλον της εποχής, είναι γιατί υπήρχε τόσο µεγάλη σπουδή για την εκτέλεση Μπελογιάννη παρά την αντίθετη θέληση της κυβέρνησης Πλαστήρα, αν και η τελευταία θα δείξει τα όριά της όταν αρνηθεί να απειλήσει µε παραίτηση στην περίπτωση που γίνονταν οι εκτελέσεις (βλ. κάτωθι, σ. 45).

Ο Μπελογιάννης, αλλά και η Ε. Ιωαννίδου και στις δύο δίκες, ο Τ. Λαζαρίδης στη δεύτερη δίκη, ο Παπανικολάου, ο Γραµµένος, ο ∆ροµάζος, η Κόντου στην πρώτη δίκη, ταύτισαν τον εαυτό τους µε την πολιτική του ΚΚΕ. Αλλά και ο τρεις εκτελεσθέντες (Μπάτσης, Καλούµενος, Αργυριάδης), ανεξάρτητα από τη στάση τους στη δεύτερη δίκη (βλ. το σχετικό κεφάλαιο) ήταν τόσο ταυτισµένοι µε το ΚΚΕ και τις πρακτικές του (συγκρότηση παράνοµου µηχανισµού) που ήταν δύσκολο να θεωρηθεί πως, ανεξάρτητα από τη θέση τους στην κοµµατική ιεραρχία, δεν κατείχαν νευραλγικές θέσεις. Κατά συνέπεια το συνολικό ζήτηµα των δύο δικών θα πρέπει να εξεταστεί κάτω από το πρίσµα της αντίθεσης του ΚΚΕ µε τους νικητές του Εµφυλίου, συµπεριλαµβανοµένων των ΗΠΑ και των αντίστοιχων πολιτικών που ανέπτυξαν αυτοί οι δυο πόλοι.

Η πολιτική του ΚΚΕ την εξεταζόµενη περίοδο (1949-1952) µπορεί να χαρακτηριστεί ως φαινοµενικά αντιφατική. Λέµε αντιφατική γιατί από τη µια έχουµε το διάγγελµα της «Προσωρινής ∆ηµοκρατικής Κυβέρνησης» της 15/10/49 όπου, µεταξύ άλλων, υποστηρίζεται ότι «…γελιούνται θανάσιµα όσοι φαντάζονται ότι δεν υπάρχει ∆.Σ.Ε. Ο ∆.Σ.Ε. δεν κατέθεσε τα όπλα. Μόνο τα έθεσε παρά πόδα. Ο ∆.Σ.Ε. δε λύγισε, δε συντρίφτηκε, παραµένει ισχυρός µε ακέραιες τις δυνάµεις του». Εξάλλου, στην ηµερήσια διαταγή της 28/10/49 το Γενικό Αρχηγείο του ∆ΣΕ δήλωνε: «…Οι κύριες δυνάµεις του ∆.Σ.Ε. σταµάτησαν τις πολεµικές επιχειρήσεις. Αυτό όµως δε σηµαίνει συνθηκολόγηση και υποταγή. ∆ε σηµαίνει ότι κατέθεσαν τα όπλα. Ο πόλεµος σταµάτησε. Ο ανταρτοπόλεµος συνεχίζεται…» Αντίστοιχη είναι και η απόφαση του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του ΚΚΕ της 11/11/49 ότι: «…τα τµήµατα του ∆.Σ.Ε. θα διατηρηθούν όσο βαστάει η µεταβατική περίοδος και η δράση τους θα ανοίξει καινούριες προοπτικές στην πολύπλευρη λαϊκή πάλη για την τελική νίκη». Αν σε όλα αυτά συνυπολογιστεί η παρουσία ένοπλων ανταρτοµάδων εντός του ελλαδικού χώρου καθώς και η αποστολή και στρατιωτικών πληροφοριών µέσω των ασυρµάτων (βλ. το σχετικό κεφάλαιο) τότε δηµιουργούνταν η εντύπωση πως παρά τη βαριά στρατιωτική ήττα, στο µυαλό της ηγεσίας του ΚΚΕ είχε εµφιλοχωρήσει η σκέψη πως δυνητικά και ανάλογα και µε τις διεθνείς και εγχώριες εξελίξεις θα ήταν πιθανή η δυνατότητα εκ νέου ενεργοποίησης του ∆ΣΕ. Μπορούσε δηλαδή να θεωρηθεί πως η διατύπωση «περί όπλου παρά πόδα» δεν ήταν µια προσπάθεια να ξεπεραστεί η βαριά στρατιωτική ήττα σε επίπεδο ηθικού φρονήµατος αλλά ότι το ρευστό διεθνές τοπίο τροφοδοτούσε σκέψεις για µια πιθανή επανέναρξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων µε τη βοήθεια των άλλων σοσιαλιστικών χωρών στην περίπτωση που νοµιµοποιούσαν κάτι τέτοιο οι εξελίξεις (π.χ., ένα στρατιωτικό πραξικόπηµα στην Ελλάδα ή η εκδήλωση µιας διεθνούς κρίσης στην ευρύτερη περιοχή µε αποτέλεσµα την παρέµβαση και των ΗΠΑ και των Σοβιετικών).

Από την άλλη, ταυτόχρονα µε αυτές τις κατευθύνσεις υπάρχει και η απόφαση της ΚΕ της 9ης Οκτωβρίου 1949 που ρίχνει το βάρος στη δραστηριο­ποίηση του (παράνοµου) κοµµατικού µηχανισµού στην Ελλάδα µε στόχο τη δηµιουργία δηµοκρατικού µετώπου που θα ζητούσε γενική αµνηστία και πολιτική οµαλότητα. Οι δύο «αντιφατικές γραµµές» συνυπάρχουν και, ενώ τον Μάιο του 1950 αποφασίζεται η αποστολή του Ν. Μπελογιάννη και του Ν. Ακριτίδη για την υπηρέτηση της γραµµής της ειρήνευσης, ο Ν. Ζαχαριάδης τον Οκτώβριο του 1950 συνεχίζει να υπερασπίζεται το «όπλο παρά πόδα»1.

Ωστόσο, πρόκειται για µια «φαινοµενική» αντιφατικότητα, αφού συνέτρεχαν µια σειρά από παράγοντες που στην πραγµατικότητα αναδείκνυαν ως σαφή προτεραιότητα την κατεύθυνση της ειρήνευσης και όχι του τρίτου γύρου, σε συνδυασµό όµως µε την ανάγκη διαχείρισης των συνεπειών της ήττας2. Έτσι κατ’ αρχάς ήταν δεδοµένη η αντίθεση των Σοβιετικών σε µια µορφή νέου γύρου εχθροπαξιών, εξ ου και η συµφωνία Στάλιν-Ζαχαριάδη γύρω από το ντοκουµέντο της Ρίτσας, όπου µε σαφήνεια αποκηρυσσόταν το ενδεχόµενο µιας καινούριας στρατιωτικής αντιπαράθεσης3. Η παρέµβαση του Στάλιν πιθανότατα έγινε για να αποφευχθεί η περαιτέρω εσωτερική ένταση στο πλαίσιο της ήττας (άλλωστε και προς το τέλος του Εµφυλίου, αλλά και αµέσως µετά, θα διατυπωθούν κριτικές στη γραµµή της ηγεσίας από διαφορετικές πλευρές και για διαφορετικούς λόγους: (Μάρκος4, Καραγιώργης5, Χρύσα Χατζηβασιλείου6, Παρτσαλίδης7, Αποστόλου8). Σε κάθε περίπτωση, είχε σηµασία η διατύπωση µιας εκτίµησης που να λαµβάνει υπόψη τα αισθήµατα ήττας που διακατείχαν τα µέλη και τα στελέχη του ΚΚΕ, αφήνοντας µια µικρή ελπίδα πως στο µέλλον θα µπορούσε να αλλάξει αυτή η κατάσταση.

Παρ’ όλα αυτά, το πρόβληµα παρέµενε και αφορούσε το γεγονός πως, παρότι η ηγεσία του ΚΚΕ στην πραγµατικότητα δεν εννοούσε τα περί «τρίτου γύρου», η αντίπαλη πλευρά είτε από φόβο είτε/και από υπολογισµό, τα χρησιµοποιούσε για να νοµιµοποιήσει τα κατασταλτικά µέτρα απέναντι στα µέλη και τις επιρροές του ΚΚΕ. Σε αυτό ρόλο έπαιζε και η αποστολή των τηλεγραφηµάτων για διάφορες στρατιωτικού χαρακτήρα κινήσεις στο εσωτερικό της Ελλάδας. Μπορεί ο αριθµός αυτός των τηλεγραφηµάτων να ήταν περιορισµένος σε σχέση µε το σύνολο, µην ξεπερνώντας το επίπεδο πληροφόρησης που µπορούσε να δώσει ένας απλός στρατιώτης για τη µονάδα του, ωστόσο όλα αυτά µπορούσαν να χρησιµοποιηθούν, και χρησιµοποιήθηκαν τελικά, ως εχθρικές κινήσεις από το µετεµφυλιακό κράτος. Από αυτή την άποψη, το συµβολικό «είµαστε στρατός εν υπνώσει» έβλαψε πολύ το ουσιαστικό «παλεύουµε για τα µέτρα ειρήνευσης».

Σε αυτό το πλαίσιο, ο Μπελογιάννης κινείται προσπαθώντας να υλοποιήσει την κατεύθυνση δηµιουργίας ενός αριστερού µετωπικού πολιτικού φορέα και έκδοσης µιας ανεξάρτητης αριστερής εφηµερίδας αποσκοπώντας ταυτόχρονα στην άσκηση πίεσης για την εφαρµογή των µέτρων ειρήνευσης. Αυτό το στίγµα θα δίνει καθοδηγώντας τα στελέχη του ΚΚΕ στην Αθήνα, αλλά και πραγµατοποιώντας συναντήσεις µε προσωπικότητες της εκτός ΚΚΕ Αριστεράς αλλά και µε στελέχη του χώρου της ΕΠΕΚ. Είναι το ίδιο πνεύµα που θα χαρακτηρίσει τις απολογίες του στις δύο δίκες: για τον Εµφύλιο φταίει η ∆εξιά, αυτό έχει πια τελειώσει, τώρα το ΚΚΕ αγωνίζεται για την ειρήνευση και την απαλλαγή της χώρας από τους δεσµούς εξάρτησης.

Η γνώµη µας είναι πως, αν δεν είχε µεσολαβήσει ο πόλεµος στην Κορέα, θα µπορούσε να είχε επιτευχθεί µια σταδιακή µορφή επιβολής κάποιων µέτρων ειρήνευσης µέσω κεντρώων κυβερνήσεων, δεδοµένης της αρχικά θετικής στάσης των ΗΠΑ. Σε ένα τέτοιο ενδεχόµενο, ο ρόλος του Στρατού και του Θρόνου θα περνούσε σε δεύτερη µοίρα. Ωστόσο, και στις δύο περιπτώσεις (πραγµατοποίηση ή µη µέτρων ειρήνευσης) οι επιλογές συνδέονται άρρηκτα µε τη στάση των ΗΠΑ. Θεωρούµε πως χωρίς την αµερικανική στρατιωτική, πολιτική και οικονοµική βοήθεια η έκβαση του Εµφυλίου θα ήταν διαφορετική κι αυτό το αναγνώριζε η ελληνική άρχουσα τάξη. Η τελευταία, βγαίνοντας από τον Εµφύλιο και έχοντας βιώσει το άµεσο ενδεχόµενο απώλειας της πολιτικής της εξουσίας, στηριζόταν αφενός στις ΗΠΑ και αφετέρου στους κρατικούς κατασταλτικούς µηχανισµούς. Μόνο που η στήριξη από τις ΗΠΑ είχε και οικονοµικές διαστάσεις. Κατά συνέπεια στη συγκεκριµένη συγκυρία ήταν δύσκολο να έρθει σε αντιπαράθεση µαζί τους. Γι’ αυτό ο Βασιλιάς θα τρέχει να ενηµερώσει τους Αµερικανούς για τους εκπονούµενους σχεδιασµούς του, γι’ αυτό ο Βενιζέλος θα οδηγηθεί σε παραίτηση από τη στιγµή που χάνει την εµπιστοσύνη των ΗΠΑ, γι’ αυτό η πολιτική ελίτ θα υιοθετεί τις παραινέσεις της αµερικανικής οικονοµικής αποστολής για λήψη µέτρων λιτότητας, παρότι κάτι τέτοιο προσκρούει στη θέληση της κοινής γνώµης.

Ο πόλεµος στην Κορέα µετέβαλλε όχι µόνο το διεθνές αλλά και το ελλαδικό πλαίσιο. Η νίκη του Μάο Τσε Τουνγκ και η δηµιουργία της Λαϊκής ∆ηµοκρατίας της Κίνας (1949) τροποποιούσε ριζικά τους διεθνείς συσχετισµούς, που είχαν ήδη αλλάξει µετά το τέλος του Β΄ Παγκοσµίου Πολέµου και την προσχώρηση χωρών της Ανατολικής και Βαλκανικής Ευρώπης στη σοβιετική επιρροή. Η προσθήκη στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο της πολυπληθέστερης χώρας στον κόσµο µετασχηµάτιζε δραστικά το τοπίο. Η διένεξη στην Κορέα ίσως να µην είχε πάρει τόση διεθνή έκταση αν αφενός δεν συνέβαινε σε µια εποχή που δεν είχαν παγιωθεί οι ισορροπίες µεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣ∆ και αφετέρου δεν εµπλεκόταν η Κίνα. Αντίθετα, µέσα στη συγκεκριµένη συγκυρία θεωρήθηκε πως µπορούσε να αποτελέσει έναυσµα για απόπειρα ανακατατάξεων και στη Βαλκανική όπου η Ελλάδα αποτελούσε τον πιο αδύνατο κρίκο για τη δυτική συµµαχία (τέσσερις γειτονικές χώρες στην επιρροή της ΕΣΣ∆, στρατιωτικές δυνάµεις του ΚΚΕ στις ανατολικές χώρες, σηµαντική πολιτικο-ιδεολογική εµβέλεια του παράνοµου ΚΚΕ στο εσωτερικό της Ελλάδας).

Οι ΗΠΑ δεν ήταν διατεθειµένες να δεχτούν οποιαδήποτε εξέλιξη εντός Ελλάδας που θα διευκόλυνε τους πιθανολογούµενους, από µερίδα του Στέιτ Ντιπάρτµεντ, σοβιετικούς σχεδιασµούς. Γι’ αυτό συνέβη η εκτέλεση του Νικηφορίδη, όχι γιατί ήταν αριστερός, άλλωστε πολλοί άλλοι αριστεροί µε πολύ µεγαλύτερη εµπλοκή στο κοµµουνιστικό κίνηµα δεν εκτελέστηκαν, αλλά διότι ασχολούνταν µε τη δηµιουργία κινήµατος ειρήνης στην Ελλάδα, κίνηση που αποτελούσε «άµµο στα γρανάζια» της αµερικανικής πολιτικής. Σε αυτό το πλαίσιο οι ΗΠΑ αλλάζουν θέση για τους ελληνικούς εξοπλισµούς και τον αριθµό των ελληνικών ενόπλων δυνάµεων και ζητούν την αύξησή τους, επιθυµούν τη δραστική περιστολή των µέτρων ειρήνευσης, δυσπιστούν απέναντι στις κεντρώες δυνάµεις (παρά τις ατέρµονες προσπάθειες των τελευταίων να διασφαλίσουν την εµπιστοσύνη των ΗΠΑ µεταβάλλοντας την πολιτική τους συνεχώς προς πιο µετριοπαθείς κατευθύνσεις) καταλήγοντας πως αυτό που χρειάζεται στην Ελλάδα είναι µια ισχυρή δεξιά κυβέρνηση µε επικεφαλής τον Παπάγο.

Σε αυτό το πλαίσιο υπάρχει σύµπλευση µεταξύ ΗΠΑ, Στρατού, Θρόνου, ∆εξιάς και οικονοµικού κατεστηµένου ως προς τη συντριβή της κοµµουνιστικής επιρροής µε όλα τα µέσα. Φυσικά, η υλοποίηση µιας τέτοιας πολιτικής δεν είναι εύκολη: και γιατί έχει να αντιµετωπίσει τις παρεµβάσεις της Σοβιετικής Ένωσης και των συµµάχων της, αλλά και γιατί θα πρέπει να λάβει υπόψη και τα φιλειρηνικά αισθήµατα των κεντρώων και αριστερών ψηφοφόρων. Γι’ αυτό επιλέγεται να γίνει µε ταχύτατες διαδικασίες όχι µόνο η δεύτερη δίκη αλλά και η πραγµατοποίηση των εκτελέσεων έτσι ώστε να µην προλάβουν να γιγαντωθούν οι διαµαρτυρίες. Γι’ αυτόν τον λόγο προκρίνεται να συνεχιστεί για µεγάλο ακόµη χρονικό διάστηµα το µετεµφυλιακό πλαίσιο περιορισµού των πολιτικών δικαιωµάτων για ένα ευρύ τµήµα του πληθυσµού παρά τη στρατιωτική ήττα του ∆ΣΕ και την παραµονή στο ανατολικό µπλοκ της ηγε­σίας του ΚΚΕ και µεγάλου µέρους στελεχών και µελών του.

Βάσει των παραπάνω µπορούµε να κατανοήσουµε και την τελική εξέλιξη που έχει η υπόθεση των αξιωµατικών-µελών του Ι∆ΕΑ που είχαν συµµετάσχει στο στρατιωτικό κίνηµα της 30ής και 31ης Μαΐου 1951. Έτσι, παρά το πόρισµα-καταπέλτη του ταγµατάρχη Ζωζωνάκη όπου περιγραφόταν τόσο η όλη δραστηριότητα του Ι∆ΕΑ όσο και ο ρόλος του καθενός από τους εµπλεκόµενους αξιωµατικούς, όχι µόνο δεν υπήρχε δικαστική συνέχεια αλλά οι συγκεκριµένοι αξιωµατικοί επανήλθαν στο στράτευµα. Και δεν µπορούσε να γίνει αλλιώς. Ο Στρατός και οι ΗΠΑ επιθυµούσαν σφόδρα µια τέτοια εξέλιξη και οι φιλοδεξιός Τύπος, µε προεξάρχουσα την εφηµερίδα Ακρόπολις, ζητούσαν να σταµατήσει κάθε δίωξη. Μάλιστα, η Ακρόπολις δηµοσίευσε την έκθεση του υποστράτηγου Καυκά που συµµετείχε στην ανάκριση, θεωρούνταν µέλος του Ι∆ΕΑ, όπου ο Ζωζωνάκης χαρακτηριζόταν ως «εθνικός εγκληµατίας» δεδοµένου πως κατά τη διάρκεια του Εµφυλίου είχε αρνηθεί να καταδικάσει αρκετούς κατηγορούµενους µε το Γ΄ ψήφισµα. Τελικά, µε βασιλικό διάταγµα της 24ης Ιανουαρίου 1952 αµνηστεύτηκαν όλα τα πολιτικά αδικήµατα των αξιωµατικών του Ι∆ΕΑ για την περίοδο από τον Απρίλιο του 1949 µέχρι τον Αύγουστο του 1951.

Σε αντίθεση µε τους στρατιωτικούς κινηµατίες, οι δύο δίκες του Μπελογιάννη και των συγκατηγορουµένων του διεξήχθησαν κανονικά. Για την ακρίβεια, επειδή η πρώτη δίκη δεν οδήγησε σε εκτελέσεις, χρειάστηκε και η δεύτερη δίκη για να διασφαλιστεί το αποτέλεσµά της.

Η πρώτη δίκη που άρχισε στις 19 Οκτωβρίου αφορούσε το δίκτυο λειτουργίας του παράνοµου µηχανισµού αλλά λίγες µέρες µετά, στις 27 Οκτωβρίου, ανέλαβε πρωθυπουργός ο Πλαστήρας που είχε ως σηµαντικό άξονα της πολιτικής του τα µέτρα ειρήνευσης. Φυσικά, όπως είδαµε, πρόκειται για πολύ περιορισµένης εµβέλειας µέτρα αλλά, σε κάθε περίπτωση, µεταξύ αυτών συµπεριλαµβανόταν η µη πραγµατοποίηση εκτελέσεων στη βάση του 509. Μάλιστα, όπως φαίνεται στα πρακτικά, γίνεται και προσπάθεια για διακοπή της δίκης η οποία όµως προσκρούει στην αντίδραση του προέδρου του δικαστηρίου. Αυτή η δίκη περιλαµβάνει πληθώρα κατηγορουµένων (93) και οδηγεί σε 12 θανατικές καταδίκες, οι οποίες όµως δεν θα εκτελεστούν. Πολλοί κατηγορούµενοι κρατούν ηρωική στάση, αρκετοί θα θεωρηθούν άσχετοι µε την υπόθεση και θα αθωωθούν, ενώ κάποιες άλλες αθωώσεις οφείλονται ολοφάνερα στην αποκήρυξη του ΚΚΕ εκ µέρους των κατηγορουµένων.

Προφανώς, για όλους αυτούς τους λόγους, το αποτέλεσµα της εν λόγω δίκης δεν ήταν αυτό που επιθυµούσαν οι κυρίαρχες δυνάµεις. Η δεύτερη δίκη, η οποία θα προσδιοριστεί αµέσως µετά το τέλος της πρώτης, θα αφορά µικρότερο αριθµό κατηγορουµένων µε πολύ µεγαλύτερο βαθµό εµπλοκής και µε το πιο «βαρύ» κατηγορητήριο της κατασκοπείας. Το χαρακτηρίζουµε ως πιο «βαρύ» τόσο γιατί περιλάµβανε τη θανατική ποινή χωρίς τη δυνατότητα αυτόµατης µετατροπής της ποινής µέσω κυβερνητικής ρύθµισης αλλά µέσω παροχής χάριτος από το Συµβούλιο Χαρίτων ή από τον Βασιλιά, όσο και γιατί µια δίκη βάσει του 509 ουσιαστικά σήµαινε την ποινικοποίηση της µετεµφυλιακής συµµετοχής στο ΚΚΕ, αλλά µία δίκη βάσει του νόµου περί κατασκοπείας ήταν κάτι που δηµιουργούσε σαφώς µεγαλύτερες δυνατότητες νοµιµοποίησης των καταδικών. Έτσι διενεργήθηκε στη βάση της ύπαρξης των ασυρµάτων και πάνω σε καταδόσεις, µαρτυρίες προσώπων, παρακολουθήσεις κ.λπ.

Η δεύτερη δίκη είχε δύο διαστάσεις. Η πρώτη αφορούσε την πάλη ενάντια στο κοµµουνιστικό, ελληνικό και διεθνές, κίνηµα, και εδώ δεν υπάρχει διαφορά σε σχέση µε τη δεύτερη. Η δεύτερη διάσταση σχετιζόταν µε την προσπάθεια κάθετου διαχωρισµού µε τις δυνάµεις που µπορεί να επιδίωκαν όχι συνεργασία αλλά έστω και κάποιου είδους επαφή µε το ΚΚΕ. Βασικός άξονας ήταν η παρουσία Μπάτση στη δίκη. Ο Μπάτσης δεν είχε κάποια σχέση µε τους ασυρµάτους αλλά µόνο µε τη διακίνηση των οικονοµικών πόρων του παράνοµου µηχανισµού.

Ωστόσο, θα καταδικαστεί ακριβώς λόγω της καταγωγής και της επιστηµονικής του δραστηριότητας. Με το Η βαριά βιοµηχανία στην Ελλάδα αποδεικνύει πως µπορεί να υπάρχει ένας εναλλακτικός δρόµος παραγωγικής ανασυγκρότησης για τη χώρα εντελώς διαφορετικός από αυτόν που χάραζε η άρχουσα τάξη. Η αστική του καταγωγή έδειχνε πως η επιρροή του ΚΚΕ µπορούσε να διεµβολίσει ακόµη και γόνους της αντίπαλης τάξης. Ουσιαστικά, το νόηµα που έχει η καταδίκη Μπάτση είναι το εξής: καµία συνεργασία µε κανένα τρόπο µε το κοµµουνιστικό κόµµα. Έχει γραφτεί πως η πλευρά αυτή είχε µια συµβολική διάσταση. Τούτο αληθεύει εν µέρει, διότι η πολιτικο-πρακτική πλευρά της καταδίκης Μπάτση έχει επίσης µια ιδιαίτερη σηµασία. Πρόκειται για την παγίωση του αντικοµµουνισµού ως βασικού δια­χωριστικού στοιχείου και την καταδίκη των οποιωνδήποτε επαφών προο­δευτικών αστικών κοµµάτων µε το ΚΚ. Το ΚΚΕ δεν έπρεπε να έχει τη νοµιµοποίηση να χρησιµοποιεί διαύλους. Ο Μπελογιάννης, αλλά και το ΠΓ του ΚΚΕ, µε σχετική ανακοίνωσή του κατά τη διάρκεια της δίκης, απαντώντας σε αυτό, επιβεβαιώνουν τις επαφές µε ανώτερα στελέχη της κυβέρνησης, ενώ ταυτόχρονα έχει αρχίσει µια έντονη φηµολογία πως µέρος των σηµάτων Βαβούδη δεν έχει δοθεί στη δηµοσιότητα ακριβώς επειδή βεβαιώνει αυτές τις επαφές, ενώ πλανάται στον αέρα η φήµη πως το όνοµα Φουστανελάς που περιέχεται στον κώδικα Βαβούδη αντιστοιχεί στον Πλαστήρα. Από την πλευρά Μπελογιάννη-ΚΚΕ, η ενέργεια αυτή σήµανε πως όσες απαγορεύσεις και αν έθετε η άρχουσα τάξη, είναι τέτοια η εµβέλεια του Κοµµουνιστικού Κόµµατος που αναγκαστικά θα γίνονται επαφές µε προοδευτικά τµήµατα του αστικού πολιτικού προσωπικού.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο Μπάτσης δεν αρκεί να αποκηρύξει το ΚΚΕ, ούτε να διατρανώσει την πίστη του στο αστικό καθεστώς και στις ΗΠΑ ζητώντας να τον στείλουν να πολεµήσει στην Κορέα, ούτε ακόµα το να αναφέρει συνεργάτες του στον παράνοµο µηχανισµό του ΚΚΕ. Πρέπει να φτάσει ένα βήµα παραπέρα, να συµµετάσχει ενεργά στη σκευωρία των αεροπόρων καταγγέλλοντας την υποτιθέµενη κοµµουνιστική συνοµωσία στο στράτευµα. ∆εν αρκεί, δηλαδή, να πει ό,τι γνωρίζει, ούτε να µεταµεληθεί, θα πρέπει να παίξει ενεργό ρόλο στους περαιτέρω σχεδιασµούς λέγοντας ψέµατα.

Έτσι, σε ατοµικό επίπεδο, οι Μπελογιάννης, Καλούµενος και Αργυριάδης θα εκτελεστούν λόγω των νευραλγικών θέσεων που κατείχαν στον µηχανισµό του ΚΚΕ (άσχετα αν οι δύο τελευταίοι θα διαχωρίσουν στη δίκη τη θέση τους σε σχέση µε το ΚΚΕ) ενώ ο Μπάτσης ως αποστάτης αστός που δεν δέχτηκε να συνεργαστεί µέχρι το τέλος, που δεν αποδέχτηκε να πει την ψευδή «αλήθεια» που έλεγε η τάξη του.

Εν κατακλείδι, θα µπορούσε να υποστηριχθεί πως, δεδοµένων δύο παραµέτρων, οι δύο δίκες ήταν αναµενόµενο να καταλήξουν σε πραγµατοποίη­ση εκτελέσεων. Οι δύο παράµετροι είναι από τη µία η ένταση του Ψυχρού Πολέµου µέσα από την εκτύλιξη του πολέµου στην Κορέα και από την άλλη η ανάγκη αποκρυστάλλωσης ενός θωρακισµένου ελληνικού πολιτικού συστήµατος που να µη διαπερνάται από τα βασικά αιτήµατα του ΚΚΕ. Από ορισµένες πλευρές έχει διατυπωθεί η άποψη πως ίσως να ήταν διαφορετική η εξέλιξη αν ο Ζαχαριάδης δεν χαρακτήριζε την περίφηµη επιστολή Πλουµπίδη, µε την οποία ο τελευταίος αναλάµβανε την ευθύνη της λειτουργίας του παράνοµου µηχανισµού του ΚΚΕ, ως ψευδή και χαφιέδικη. Ωστόσο εµείς πιστεύουµε πως η δυναµική των πραγµάτων ήταν τέτοια ώστε οι εκτελέσεις θα γινόντουσαν ακόµα κι αν θεωρούνταν από όλες τις πλευρές ως αληθής η δήλωση Πλουµπίδη. Άλλωστε κανείς δεν κατηγόρησε ποτέ τους Αργυριάδη και Καλούµενο πως ήταν σε καθοδηγητικά πόστα αλλά αυτό δεν απέτρεψε την εκτέλεσή τους. Βεβαίως, αυτό σε καµία περίπτωση δεν µπορεί να δικαιολογήσει την κατοπινή στάση του ΚΚΕ απέναντι στον Ν. Πλουµπίδη όπου, όταν εκείνος εκτελούνταν φωνάζοντας «ζήτω το ΚΚΕ», ο σταθµός του κόµµατος µε ανακοίνωσή του υποστήριζε πως µε τη βοήθεια της Ασφάλειας ο «Μπάρµπας» είχε διαφύγει στις ΗΠΑ. Στην πραγµατικότητα, η απόδοση της ρετσινιάς του «χαφιέ» στον Πλουµπίδη δεν αποτελεί παρά την τραγική κατάληξη µιας µεγάλης σειράς αλληλοκατηγοριών που ξεκίνησαν από τα ∆εκεµβριανά και έφτασαν µέχρι την 6η Ολοµέλεια του 1956. Το ερώτηµα αν ήταν ο Σιάντος πράκτορας της Ιντέλιτζεντ Σέρβις, όπως, µετά θάνατον τον κατηγόρησε το ΚΚΕ το 19509 θα έχει ως απόληξή του το ερώτηµα για το αν ο ίδιος ο Ζαχαριάδης ήταν πράκτορας και πώς γλίτωσε σώος και αβλαβής από το Νταχάου10. Στο ενδιάµεσο είχαν αποκληθεί πράκτορες ή είχαν εγερθεί σοβαρές κατηγορίες για τους Παρτσαλίδη11, Καραγιώργη12, Χατζηβασιλείου13, Βαφειάδη14, Πλουµπίδη. Αν σε όλα αυτά προσθέσουµε το γενικό πολιτικό πλαίσιο της ήττας, του µη καταλογισµού πολιτικών ευθυνών για τη γραµµή που ακολουθήθηκε και τη διείσδυση της Ασφάλειας στο εναποµείναν τµήµα του ΚΚΕ στην Ελλάδα, τότε µπορούµε να κατανοήσουµε πως το θέµα της «πρακτορολογίας» δεν αφορούσε µόνο τους προαναφερόµενους αλλά και πλήθος άλλων στελεχών και απλών µελών του ΚΚΕ που µέσα στο κλίµα της ήττας και της ανασφάλειας αποκαλούνταν «πράκτορες» από τους µέχρι τότε συντρόφους τους15.

Αναµφίβολα κάθε σηµαντική ιστορική εποχή έχει τα µεγαλεία και τις τραγωδίες της. Στα µεγαλεία συγκαταλλέγουµε τη στάση όλων όσοι, ακόµη και µε κίνδυνο της ζωής τους, δεν πρόδωσαν τα πιστεύω τους, αγωνιζόµενοι για την έξοδο της κοινωνίας µας από την ανθρώπινη προϊστορία. Στις τραγωδίες περιλαµβάνονται όλα τα λάθη που διέπραξαν ηγετικές µορφές του κοµµουνιστικού κινήµατος. Ωστόσο, κι αυτά δεν έγιναν παρά για να επιβεβαιώσουν τη γνωστή ρήση του Καρλ Μαρξ από τη 18η Μπρυµέρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη:

Αντίθετα, οι προλεταριακές επαναστάσεις… κάνουν αδιάκοπη κριτική στον ίδιο τον εαυτό τους, διακόπτουν κάθε στιγµή την πορεία τους, γυρίζουν πάλι σε κείνο που φαίνεται πως έχει πραγµατοποιηθεί για να το ξαναρχίσουν από την αρχή, χλευάζουν µε ωµή ακρίβεια τις ασυνέπειες, τις αδυναµίες και τις ελεεινότητες που παρουσιάζουν οι πρώτες δοκιµές τους, φαίνονται πως ξαπλώνουν κάτω τον αντίπαλό τους µόνο για να αντλήσει καινούριες δυνάµεις από τη Γη και να σηκωθεί µπροστά τους πιο γιγάντιος, οπισθοχωρούν ολοένα µπροστά στην απροσδιόριστη απεραντοσύνη των ίδιων των σκοπών τους, ώσπου να δηµιουργηθούν όροι που κάνουν αδύνατο κάθε ξαναγύρισµα…

[hr]

1. Στην εισήγησή του στην 3η συνδιάσκεψη του ΚΚΕ αναφέρει τα εξής: «…θα πρέπει να κάνουµε γρήγορα την ανασύνταξη και αναδιάταξη των δυνάµεών µας για να είµαστε στην καινούρια κατάσταση έτοιµοι για τους καινούριους αγώνες. Βασικό σ’ αυτή την κατάσταση είναι το γεγονός ότι η ήττα µας στο Βίτσι-Γράµµο δεν ήταν αποφασιστική. Ότι εµείς σταµατήσαµε µόνοι τον αγώνα. Έτσι διατηρήσαµε σώο το µεγάλο µέρος των κύριων δυνάµεων και αυτό το πράγµα είναι που βάζει βασικά τη σφραγίδα του, όχι µόνο για σήµερα, αλλά και στις προοπτικές των αυριανών αγώνων στην Ελλάδα» (Ζαχαριάδης 1952: 70-71).

2. Όπως εύστοχα παρατηρεί η Ι. Παπαθανασίου: «Είχε ως αντικείµενο την υποστήριξη του ηττηµένου και πρόχειρα στρατοπεδευµένου στρατού του, στις όµορες χώρες εν όψει της οριστικής µετακίνησης και εγκατάστασής του στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης και στην ΕΣΣ∆» (Παπαθανασίου 2002: 144).

3. Τις πρώτες µέρες του Σεπτέµβρη του 1949 (ο Γούσιας αναφέρει πως ο Ζαχαριά­δης αναχώρησε για την ΕΣΣ∆ στις 4/9/49) ο γγ του ΚΚΕ συνάντησε τον Ι. Στάλιν σε µια βίλα στη λίµνη Ρίτσα στην Αµπχαζία. Ο λόγος ήταν η ανάγκη ύπαρξης ενός ντοκουµέντου που να αναφέρεται στα αίτια της ήττας του ∆ΣΕ. Ο Ζαχαριάδης παρουσίασε µια πρώτη εκδοχή και ο Στάλιν κυρίως επέµεινε στην απάλειψη της εκτίµησης πως «η υποχώρηση του ∆ΣΕ είναι προσωρινή». Τελικά το κείµενο εγκρίθηκε από τον Στάλιν ο οποίος το προσυπέγραψε δείχνοντας µε αυτό τον τρόπο τη συγκατάθεση του ΚΚΣΕ για τις περαιτέρω ενέργειες του ΚΚΕ. Μεταξύ άλλων, στο συγκεκριµένο κείµενο αναφέρονται «1. Ύστερα από την ήττα του ∆ΣΕ (∆ηµοκρατικού Στρατού Ελλάδας) στο Βίτσι-Γράµµο, η κατάσταση στην Ελλάδα άλλαξε, πράγµα που υποχρεώνει το ΚΚΕ να αλλάξει την πολιτική του γραµµή… Στην καινούρια κατάσταση που δηµιουργήθηκε, η καθοδήγηση του ΚΚΕ ενέργησε σωστά αποκρούοντας την τυχοδιωκτική “τακτική συνέχισης της επίθεσης ό,τι και να γίνει” µε την αναπόφευκτη συνέπεια της συντριβής των στελεχών και εφαρµόζοντας την τακτική της υποχώρησης που έδωσε τη δυνατότητα να σωθούν τα στελέχη από τα χτυπήµατα και να φυλαχτούνε για τους µελλοντικούς αγώνες». Στο εν λόγω κείµενο στηρίχτηκε λίγες µέρες µετά η απόφαση του ΠΓ του ΚΚΕ καθώς και η απόφαση της 6ης Ολοµέλειας της 9ης Οκτώβρη 1949 (http://www.rizospastis.gr/static.do?page=/history/dse/DSE_MEROS_83_09-02-97_12.jsp προσπέλαση στις 10/4/2016).

4. Ο Μάρκος Βαφειάδης, ως µέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και σηµαντικό στέλεχος του ΕΛΑΣ, διαφώνησε µε τον Βελουχιώτη στην προοπτική επίθεσης εναντίων των Άγγλων και µε τον Ζαχαριάδη το 1946 για την επανέναρξη των µαχών. Τον Οκτώβριο του 1946 ανέλαβε αρχιστράτηγος του ∆ηµοκρατικού Στρατού και το 1947 πρωθυπουργός της Προσωρινής ∆ηµοκρατικής Κυβέρνησης. Το 1948 τάχθηκε µε την άποψη περί υιοθέτησης παρτιζάνικου αγώνα µε σκοπό τον συµβιβασµό µε τους Άγγλους και ήρθε σε σύγκρουση µε τον Ζαχαριάδη. Καθαιρέθηκε από κάθε αξίωµα, διαγράφηκε από το ΚΚΕ και εξορίστηκε στην ΕΣΣ∆.

5. Ο Καραγιώργης, ο οποίος διετέλεσε διευθυντής του Ριζοσπάστη και µέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, άσκησε δριµύτατη κριτική στον Ζαχαριάδη και στην ηγεσία του ΚΚΕ µιλώντας για βαρύτατα λάθη που ξεκινούσαν από τον Λίβανο και έφταναν µέχρι το λάθος της αποχής από τις εκλογές του ’46, τον Εµφύλιο και την «τυχοδιωκτική», όπως τη χαρακτήριζε, διεξαγωγή του, ενώ αναφέρθηκε και στην έλλειψη εσωκοµµατικής δηµοκρατίας.

6. Η Χατζηβασιλείου ήδη πριν από τα ∆εκεµβριανά τασσόταν υπέρ µιας συµβιβαστικής λύσης µε τους Εγγλέζους. Το ίδιο υποστήριξε και στην κρίσιµη συνεδρίαση που έγινε στα Τρίκαλα πριν τη Βάρκιζα, θεωρώντας αδύνατη τη δηµιουργία Λαϊκής ∆ηµοκρατίας στην Ελλάδα. Στο ίδιο µήκος κύµατος, διαφώνησε µε τη δηµιουργία του ∆ΣΕ.

7. Μετά τον Εµφύλιο, ο Παρτσαλίδης κατηγόρησε την καθοδήγηση Ζαχαριάδη για πληθώρα λαθών: αποχή του ’46, επιµονή στον τακτικό πόλεµο από την πλευρά του ∆ΣΕ, υπερτονισµό της σηµασίας που είχε το κλείσιµο των συνόρων από τον Τίτο ως καθοριστικός παράγοντας της ήττας του ∆ΣΕ, λάθη χειρισµών στο «Μακεδονικό» κ.ά.

8. Τον Σεπτέµβριο του 1941 ο Αποστόλου, ως εκπρόσωπος του ΚΚΕ, υπέγραψε το ιδρυτικό κείµενο του ΕΑΜ. Στην πρώτη µεταπολεµική περίοδο υποστήριξε τον µετασχηµατισµό του ΚΚΕ σε πλατύ αντιφασιστικό κόµµα εργαζοµένων. Μετά τον Εµφύλιο διαφώνησε µε τον Ζαχαριάδη ο οποίος τον κατηγόρησε ως συνεργάτη του Καραγιώργη και διαγράφηκε από το κόµµα.

9. Όπως αναφέρει στο πόρισµά της στις 13/10/1950 η σχετική επιτροπή που είχε συσταθεί για να µελετήσει το θέµα Σιάντου: «Η επιτροπή… καταλήγει στη διαπίστωση ότι ο Σιάντος είναι παληός χαφιές που τρύπωσε στο κόµµα και έφτασε µέχρι τα ανώτατα πόστα…» (3η Συνδιάσκεψη 1988: 349).

10. Για πρώτη φορά τέτοια ερωτήµατα ήγειρε ο Βαφειάδης µε επιστολή του το φθινόπωρο του 1948 προς το ΚΚΣΕ. Η 7η Ολοµέλεια του 1957 αποφάσισε «να γίνει συστηµατική και λεπτοµερειακή παραπέρα έρευνα από το Κόµµα πάνω σ’ ολόκληρη τη ζωή και τη δράση του Ζαχαριάδη» (ΚΚΕ 1997: 176). Η 7η Ολοµέλεια της ΚΕ (9-13 Απριλίου 1964) ενέκρινε το πόρισµα της επιτροπής «για την υπόθεση του Νίκου Ζαχαριάδη» σύµφωνα µε το οποίο πολλές από τις ενέργειες του Ν. Ζαχαριάδη «δηµιουργούν σοβαρότατα ερωτηµατικά για το πρόσωπό του σαν ύποπτο, εχθρικό και επικίνδυνο στοιχείο για το Κόµµα και το λαϊκό κίνηµα […] οδηγούν αναπόφευκτα σε πράξεις που αντικειµενικά δεν προκαλούν µικρότερη ζηµιά στο Κόµµα και στο λαϊκό κίνηµα από τις πράξεις πρακτόρων του εχθρού» (Γιαννικόπουλος-Γραµµένος 2001: 163).  

11. Για τον Παρτσαλίδη θα αναφέρει ο Ζαχαριάδης στην εισήγησή του πως «παραµένει στις επάλξεις του εχθρού. Θέλει να πατά µε το ένα πόδι στο κόµµα και µε το άλλο στον εχθρό» (3η Συνδιάσκεψη 1988: 69). Ως αποτέλεσµα, η 3η Συνδιάσκεψη θα τον καθαιρέσει από µέλος του ΠΓ και της ΚΕ και λίγο αργότερα θα διαγραφεί από το ΚΚΕ. Θα επανέλθει µετά την 6η Ολοµέλεια του 1956.

12. Ο Καραγιώργης, σύµφωνα µε σηµείωµα που θα φτάσει στην ΚΕ, κατηγορείται, µεταξύ άλλων, «για το σπάσιµό του σαν αγωνιστή-κοµµουνιστή», «για φραξιονισµό», «για διπροσωπία», «για προσπάθεια εξαπάτησης του κόµµατος», «για τακτική κατασυκοφάντησης των στελεχών και της ηγεσίας του κόµµατος», «για απόπειρα να περάσει στον ταξικό εχθρό» (3η Συνδιάσκεψη 1988: 432-438). Έτσι θα καθαιρεθεί στις 9/6/50 από µέλος της ΚΕ και θα διαγραφεί. Τελικά θα συλληφθεί από τη ρουµανική αστυνοµία και θα πεθάνει στη φυλακή.

13. Στα µέσα του 1948 αντικαταστάθηκε από υπεύθυνη της καθοδήγησης των οργανώσεων του ΚΚΕ στην Αττική επειδή θεωρήθηκε πως απέτυχε να στείλει στελέχη και µέλη του ΚΚΕ στον ∆ΣΕ. Σύµφωνα µε το εισηγητικό άρθρο του Ζαχαριάδη, η Χρύσα Χατζηβασιλείου κατηγορείται γιατί «κράτησε συµφιλιωτική και στην ουσία ενθαρρυντική στάση απέναντι στην οπορτουνίστικη και φραξιονιστική εκδήλωση του Βαφειάδη» καθώς και για «το µακροχρόνιο φραξιονιστικό κουτσοµπολιό της µε τον Καραγιώργη» (3η Συνδιάσκεψη 1988: 28). Τελικά, στην απόφασή της, η 3η Συνδιάσκεψη «καταδικάζει… την οπορτουνιστική γραµµή, το συµφιλιωτισµό προς τον οπορτουνισµό και τον αντικοµµατικό δίχως αρχές φραξιονιστικό κουτσοµπολιό που εκπροσωπεί και καλλιεργεί στο ΚΚΕ η Χρύσα Χατζηβασιλείου» (3η Συνδιάσκεψη 1998: 333). Θα πρέπει πάντως να σηµειωθεί πως η Χατζηβασιλείου, «χτυπηµένη» από τον καρκίνο, δεν κατάφερε να παρευρεθεί στη Συνδιάσκεψη αλλά έστειλε µια επιστολή αυστηρής αυτοκριτικής προς το ΠΓ στις 2/10/50. Σε αυτή, µεταξύ άλλων, παραδεχόταν πως οι ταλαντεύσεις της απέσπασαν κόσµο από τον ένοπλο αγώνα, ότι διαφωνούσε µε τις απόψεις Παρτσαλίδη ενώ αναγνώριζε πως ο Καραγιώργης είχε εξελιχθεί σε προδότη (Ιστορία του ΚΚΕ, Β΄τόµος, 2011: 220).

14. Είδαµε πως από το 1948 ο ίδιος ο Βαφειάδης κατηγορούσε τον Ζαχαριάδη ως προδότη. Στις 10 Οκτωβρίου 1950 θα γίνει µια συνάντηση αντιπροσωπείας του ΚΚΕ µε τον Μάρκο, όπου ο τελευταίος θα χαρακτηρίσει ξανά τον Ζαχαριάδη ως συνεργάτη του εχθρού. Ύστερα από αυτό η Επιτροπή θα αναφερθεί σε «αντικοµµατικό οχετό» του Βαφειάδη, για «ανοιχτά εχθρική ενέργεια» που «µόνο ένας συνειδητός εχθρός του κόµµατος και του ελληνικού λαού µπορεί να κάνει». Και ακόµα «…Ο Μάρκος Βαφειάδης παρουσιάζει έκδηλα σηµάδια ανισορροπίας…», αποτελεί «δεδηλωµένο εχθρό» του κόµµατος, «υποκείµενο» που δεν πρέπει «να λερώσει το ανώτατο αυτό σώµα του κόµµατός µας» (3η Συνδιάσκεψη 1988: 346).

15. Η Ι. Παπαθανασίου συµπυκνώνει το σχετικό κλίµα µέσα στο οποίο αναπτύχθηκε η χαφιεδολογία: «Ο εχθρός είναι παντού, ο εχθρός είναι ο σύντροφός µας. Ένα σηµαντικό µέρος του παράνοµου κοµµατικού δυναµικού αποµονώθηκε από το ίδιο το κόµµα µετά τις επιτυχίες της Ασφάλειας, άλλοι ως δυνάµει ένοχοι, δηλαδή ως “ύποπτοι”, άλλοι ως ένοχοι, χαφιέδες» (Παπαθανασίου 2002: 149). Ίσως το αποκορύφωµα της τραγωδίας να είναι η απάντηση που ο ίδιος ο Ζαχαριάδης φέρεται να έδωσε στον Λ. Αποστόλου λίγο µετά την καθαίρεσή του. ∆ιηγείται λοιπόν ο Αποστόλου: «στο τέλος τον ρώτησα (τον Ζαχαριάδη): Εάν µε τα ίδια κριτήρια µε τα οποία εσύ έκρινες πολιτικά τον Σιάντο, τον Πλουµπίδη, τον Καραγιώργη, έκρινες και τον εαυτό σου, πώς θα τον χαρακτήριζες; Μετά από σύντοµη σιωπή, ο Νίκος Ζαχαριάδης µου απαντά µε κυνικότητα σταλινικού ηγέτη: “Θα τον έβγαζα χαφιέ”» (Αποστόλου 1986: 56).

etsi-agapame-emeis-tin-ellada_front