Πωλ Σεζάν, μοναχικός και πρωτοπόρος

| 01/08/2018

Ο Paul Cezanne γεννήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 1839 στο Αιξ-αν-Προβάνς.

Ο πατέρας του αρχικά ήταν έμπορος καπέλων και στη συνέχεια ίδρυσε μαζί με έναν συνέταιρο μια τράπεζα. Η οικονομική άνεση της οικογένειας θα του επιτρέψει να σπουδάσει στο κολέγιο Bourbon λαμβάνοντας ουμανιστική και θρησκευτική κατάρτιση. Εκεί θα γνωρίσει τον Εμίλ Ζολά, ο οποίος θα γίνει ο καλύτερός του φίλος για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Τα χρόνια στην Προβηγκία ήταν ανέμελα και γεμάτα ανακαλύψεις στη φύση. Μαθήτευσε στη σχολή σχεδίου του Αιξ και αποφάσισε πως θέλει να αφιερωθεί στη ζωγραφική όμως η απόφασή του αυτή βρήκε αντίθετο τον πατέρα του, ο οποίος τον προόριζε για δικηγόρο. Μετά από οικογενειακές πιέσεις και παρά τη θέλησή του πραγματοποίησε την εγγραφή του στη Νομική Σχολή του Αιξ, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα σχεδίου στη Σχολή Καλών Τεχνών. Πολύ σύντομα όμως εγκατέλειψε τη Νομική και μετά από πολλές προστριβές με τον πατέρα του κατόρθωσε να παίρνει ένα μικρό μηνιαίο επίδομα ώστε να ασχοληθεί με τη ζωγραφική. Με  προτροπή του Εμίλ Ζολά, ο οποίος είχε εγκατασταθεί στο Παρίσι,  έφτασε και εκείνος το 1861 για να προετοιμαστεί για τις εισαγωγικές εξετάσεις στη σχολή Καλών Τεχνών. Ο Ζολά τον σύστησε στους καλλιτεχνικούς κύκλους της πόλης και τον συνόδευε στα μουσεία και τις επίσημες εκθέσεις τέχνης. Η εκκεντρικότητα του χαρακτήρα του, το ατημέλητο ντύσιμό του και η επαρχιώτικη προφορά του προκάλεσαν τα ειρωνικά σχόλια άλλων καλλιτεχνών, με εξαίρεση τον Πισαρό και τον Γκιγιωμέν οι οποίοι έδωσαν σημασία στο ιδιαίτερο ταλέντο του. Ο Σεζάν απομονώθηκε και παρόλη την επιμελή εργασία του για τις εισαγωγικές εξετάσεις δεν έγινε δεκτός. Το γεγονός αυτό τον έκανε να επιστρέψει στην Προβηγκία και να φτιάξει ένα μικρό ατελιέ. Το 1865 και το 1867 το Σαλόνι απέρριψε τα έργα του και ο τύπος του έκανε σκληρή επίθεση. Το 1870  αποφάσισε να υποβάλλει στην επιτροπή του Σαλονιού τον πίνακα

Προσωπογραφία του Achille Emperaire. O νάνος Achille Emperaire ήταν πολύ στενός φίλος του και σπούδαζε στην Academie Suisse. Η επιτροπή τον απέρριψε και πάλι θεωρώντας ότι παραβίαζε τους κανόνες προοπτικής και ανατομίας και χαρακτήρισε το έργο του ζωγραφική στα όρια του γκροτέσκου.

Το καλοκαίρι του 1870 για να αποφύγει τη στράτευση στον Γαλλο – Πρωσικό Πόλεμο κατέφυγε σε ένα μικρό ψαροχώρι κοντά στη Μασσαλία, με την  Hortense Fiquet, μοντέλο που είχε γνωρίσει στο Παρίσι. Από τη σχέση αυτή γεννήθηκε το 1872 ο γιος του Πωλ για τον οποίο έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη. Η επιστροφή του στο Παρίσι τον βύθισε σε μελαγχολία και απομόνωση⸱ ήταν εγκαταλειμμένος από τους πάντες όπως έλεγε ο Achille Emperaire. Ο Πισαρό ήταν ο μόνος που του συμπαραστάθηκε εκείνη την περίοδο προσκαλώντας τον στην εξοχή για να ζωγραφίσουν θέματα της φύσης με πιο φωτεινά χρώματα.

Το 1873 μετακόμισε με την οικογένειά του στο Auvers – sur – Oise, ένα μικρό χωριό κοντά στο Pontoise, εκεί μπορούσε να συναντιέται ευκολότερα με τον Πισαρό. Την περίοδο εκείνη φιλοτέχνησε Το σπίτι του Κρεμασμένου, ένα έργο με πολλές ιμπρεσιονιστικές επιδράσεις. Επίσης εκεί γνωρίστηκε με τον Paul Ferdinand Gachet, σοσιαλιστή γιατρό κατά τη διάρκεια της Κομμούνας του 1871 και λάτρη της τέχνης,  και έγιναν πολύ καλοί φίλοι. Φιλοτέχνησε τον πίνακα Το σπίτι του γιατρού Gachet στο Auvers, μια ελαιογραφία με νέες ιδέες για το φως, το χώρο και το χρώμα. Εκείνη την περίοδο χάρη στον Πισαρό θα γνωρίσει και τον μπάρμπα-Τανγκύ, έμπορο χρωμάτων που δεχόταν αντί πληρωμής έργα ζωγράφων. Ανάμεσά τους γεννήθηκε μια ειλικρινής σχέση.

Συμμετείχε στις εκθέσεις των ιμπρεσιονιστών δύο φορές το 1874 και το 1877. Οι πίνακές του έγιναν αντικείμενο σαρκαστικών και κακόβουλων σχολίων. Στη δεύτερη έκθεση του 1877 ο Ζολά στήριξε το έργο του με εγκωμιαστικά σχόλια ως προς το νέο ύφος που πρέσβευε.

Το 1882 έγινε δεκτός στο Σαλόνι με το έργο Προσωπογραφία του κυρίου L.A  και απέσπασε την πρώτη επίσημη κριτική.

Το 1886 παντρεύτηκε την Hortense Fiquet και την ίδια χρονιά πέθανε ο πατέρας του από τον οποίο κληρονόμησε ένα σημαντικό χρηματικό ποσό, το οποίο του επέτρεψε να ζήσει χωρίς οικονομικές δυσκολίες την υπόλοιπη ζωή του.

Την ίδια εποχή κυκλοφόρησε ένα έργο του Ζολά το οποίο εξιστορούσε τη ζωή ενός αποτυχημένου ζωγράφου, ο οποίος καταλήγει στην αυτοκτονία. Ο Σεζάν ερμήνευσε το βιβλίο αυτό ως προδοσία στο πρόσωπό του και δεν του ξαναμίλησε.

Συνέχισε τις λιτές του συνήθειες, έβλεπε σπάνια λίγους φίλους και ήταν αποκλειστικά αφοσιωμένος στη δουλειά του. Από το 1888 εμβάθυνε στη μελέτη της ανθρώπινης μορφής και φιλοτέχνησε τέσσερα έργα με θέματα εμπνευσμένα από την Κομέντια ντελ Άρτε.  Το 1890 άρχισε να δουλεύει τους Χαρτοπαίκτες και το 1897 το όρος Saint Victoire.

Το 1900 συμμετείχε στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού με τρεις πίνακες και παράλληλα έστειλε 13 πίνακες σε μια ομαδική έκθεση της γκαλερί Cassiser του Βερολίνου, όπου ο ποιητής Ράινερ Μαρία Ρίλκε θα γνωρίσει το έργο του και θα εντυπωσιαστεί.

Η αναγνώριση της αξίας της ζωγραφικής του είχε αρχίσει, οι τιμές των έργων του ανέβαιναν και καλλιτέχνες και κριτικοί εκθείαζαν το συνολικό του έργο. Πολλοί πήγαιναν να τον επισκεφτούν στην Προβηγκία και παρά την εύθραυστη ψυχική και σωματική του υγεία τους υποδεχόταν φιλικά.

Το 1907 η μεγάλη αναδρομική έκθεση στο Φθινοπωρινό Σαλόνι ήταν αφιερωμένη στον Σεζάν. Καλλιτέχνες, συγγραφείς και ποιητές γοητεύτηκαν από τα έργα του. Ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε σε γράμμα στη σύζυγό του Κλάρα στις 9 Οκτωβρίου 1907 λέει χαρακτηριστικά:      

    Τώρα γνωρίζω πόσο έχω αλλάξει, από τον τρόπο που ο Σεζάν με προκαλεί. Πορεύομαι προς το να γίνω εργάτης – μακριά θα είναι, ίσως, η πορεία- και έχω διανύσει μόνο τα πρώτα χιλιόμετρα. Όμως μπορώ κιόλας να καταλάβω το γέρο που βάδιζε κάπου μακριά μπροστά, μονάχος, ακολουθούμενος μόνο από τα παιδιά που του πετούσαν πέτρες. Σήμερα πήγα να δω τους πίνακές του ξανά. Είναι εκπληκτική η ατμόσφαιρα που δημιουργούν.

Οι απόψεις του  Σεζάν επηρέασαν όλα τα καλλιτεχνικά ρεύματα στις αρχές του 20ου αιώνα. Οι Πικάσο και Μπρακ αναγνώρισαν την πολύτιμη συνεισφορά του στην εξέλιξη της τέχνης, ο Ματίς υποστήριξε ότι ο Σεζάν είναι πατέρας όλων μας, ο Καντίνσκι έγραφε το 1912 πως ο Σεζάν δημιούργησε νέο μορφολογικό κώδικα. Οι σιωπηλές προσωπογραφίες της έκθεσης του 1907 επηρέασαν τον Μοντιλιάνι όσον αφορά στην απλούστευση και στη δύναμη της ανθρώπινης μορφής.

Η αναζήτηση του Σεζάν από τα πρώτα έργα του στράφηκε στη στέρεη κατασκευή και τη δημιουργία εντυπώσεων χώρου με μια σειρά επίπεδων έγχρωμων επιφανειών, χωρίς τη χρησιμοποίηση επιστημονικής προοπτικής. Παρότι είχε κι αυτός την ιμπρεσιονιστική του περίοδο προχώρησε στη οριστική ρήξη και προσπάθησε να δώσει στέρεη μορφή και δομή στο ζωγραφικό έργο. Έφερε επαναστατικές αλλαγές στη μορφή και το χρώμα. Απέρριψε τον παραδοσιακό τρόπο σχεδίου και έχτιζε τη μορφή μέσα από μια σειρά επιπέδων με διαφορετικό χρώμα το καθένα. Πίστευε πως όλες οι μορφές που υπάρχουν στη φύση μπορούν να εκφραστούν σαν απλά γεωμετρικά σχέδια σε μεγάλους θεμελιακούς όγκους. Το χρώμα επίσης και η μελέτη του όσον αφορά τα ζεστά και ψυχρά χρώματα έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Παρατήρησε ότι τα ζεστά χρώματα έτειναν να πλησιάζουν το ένα το άλλο ενώ αντίθετα τα ψυχρά απομακρύνονταν.

Στα τοπία του, τις απλές νεκρές φύσεις, στα πορτρέτα αγωνιζόταν να παρουσιάσει τα φυσικά αντικείμενα στη βασική μορφή τους, να δώσει τον όγκο τους και να τα διαμορφώσει μόνο με το χρώμα, χωρίς τη χρήση προοπτικής και σκιάς. Προσπαθούσε να πετύχει τη ζωγραφική ενότητα με το συνδυασμό επιπέδων και τρισδιάστατων στοιχείων στον ίδιο πίνακα. Οι ανακαλύψεις του στον τεχνικό τομέα που έγιναν κατά τη διάρκεια της απομόνωσής του στο Αιξ και στηρίζονταν σε μια επίμονη προσκόλληση στη φυσική παρουσίαση των αντικειμένων, αξιοποιήθηκαν αργότερα από τους κυβιστές, οι οποίοι όμως είχαν εγκαταλείψει την ομοιότητα προς τη φύση. Το έργο του Σεζάν συνδύαζε παραδοσιακά και επαναστατικά στοιχεία και έγινε η γέφυρα ανάμεσα σε δύο αντίθετες καλλιτεχνικές αντιλήψεις. Αυτός είναι και o λόγος που οι σύγχρονοι ζωγράφοι οφείλουν πολλά στο Σεζάν.

Πέθανε στις 22 Οκτωβρίου 1906 έχοντας αρρωστήσει από καταιγίδα που τον βρήκε λίγες μέρες πριν ενόσω ζωγράφιζε στη εξοχή το έργο Καλύβα του Jourdan.             

1898-1900, Πυραμίδα κρανίων

     

Πηγές:

  • Taschen.
  • Παγκόσμια Εγκυκλοπαίδεια της Τέχνης, εκδ.Φυτράκης, 1964.
  • Ε.Η. Gombrich. Το Χρονικό της Τέχνης, MIET, 1994
  • Βιβλιοθήκη Τέχνης, Σεζάν, Καθημερινή.

Η Κατερίνα Κοφφινά είναι πολιτισμολόγος. Σπούδασε «Ευρωπαϊκό Πολιτισμό» με μεταπτυχιακή εξειδίκευση στη Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο και Εφαρμοσμένες Εικαστικές Τέχνες στις σχολές Βακαλό και Αrtes (πρώην Δοξιάδη). Έχει εργαστεί πολλά χρόνια στον αρχιτεκτονικό χώρο. Έχει συνεργαστεί με ιδρύματα και συλλόγους στην παραγωγή καλλιτεχνικών και ιστορικών προγραμμάτων, καθώς και με τα περιοδικά «Ιστορία - Πάπυρος», «Science Illustrated», «Ιστορικά Θέματα», "Πολίτες" «Το Περιοδικό». Είναι ιδρυτικό μέλος της Ομάδας Παραγωγής Δημόσιας Ιστορίας "hιστορισταί". Επίσης είναι μέλος και γραμματέας του Δ.Σ του Συλλόγου Πτυχιούχων Ευρωπαϊκού Πολιτισμού.