Πόσο κοστίζει η Νοσταλγία ;  

Η Νοσταλγία στην Ποπ μουσική βοηθά τις πωλήσεις και τον εφησυχασμό των ακροατηρίων

| 12/07/2018

 Γράφαμε και πιο παλιά για την τακτική της Ποπ των τελευταίων δεκαετιών να ταξιδεύει όλο και πιο πολύ στο παρελθόν. Διασκευές ιστορικών άλμπουμ, επανασυνδέσεις, επανακυκλοφορίες με επιπλέον κομμάτια και ενίοτε καινούριες digital εμπλουτισμένες εκδόσεις από ξεχασμένες σε μαγνητοταινίες, εκδοχές γνωστών τραγουδιών – μια τεράστια ποικιλία στιγμών έντονης «Νοσταλγίας».

Λέμε, «Νοσταλγίας» μιας και πίσω από όλα αυτά κρύβεται αυτό το επίμονο συναίσθημα που όσο κάποιος απομακρύνεται από την νεανική ηλικία τόσο πιο πολύ το νιώθει. Τι άλλο από νοσταλγία πουλάνε – εδώ και δεκαετίες – οι Rolling Stones;  Δεν υποδύονται συνεχώς και αδιαλείπτως τη νεανική τους έξαψη- την πάλαι ποτέ αστείρευτη δημιουργικότητα τους; Αν η Ποπ δοξολογεί το εφήμερο, αν ομνύει σε αυτό που συμβαίνει εδώ και τώρα, τότε ποιος ο λόγος αέναης επιστροφής στα παλιά;

Ας πούμε, η θεσπέσια Patti Smith  παρουσίασε, πριν λίγα χρόνια,  ολόκληρο το “Horses”, έργο σταθμός του Πανκ, αλλά για το 1975! Το ίδιο και διάφοροι άλλοι ικανοί τραγουδοποιοί. Προσέξτε, δεν αναφερόμαστε στις σύγχρονες δημιουργίες βετεράνων μουσικών αλλά στην εμμονή – δική τους ή των  δισκογραφικών– να παίζουν και να ξαναπαίζουν ζωντανά, τριάντα και χρόνια μετά, έργα όπως το “The Wall”- που το 1980 λειτουργούσε στην σκηνή ως πρωτότυπο έργο μουσικής τέχνης – σθεναρό αίτημα πολιτικό και προσωπικό – ενώ σήμερα, μάλλον, είναι σαν να μοιράζουν στο πλήθος μια παλιά μουσική καρτ ποστάλ . Είναι η τάση επιστροφής στην εφηβεία, στη νεανική ηλικία που οδηγεί στο να επιδιώκει κανείς το γνωστό και το οικείο, εκείνο που τον κάνει να νιώθει ασφάλεια – καταφύγιο απ’ τον σκληρό κόσμο ευθύνης των ενηλίκων. Πολύ δε περισσότερο στην Ποπ, τα βιώματα καθοδηγούν τα ακροατήρια και παράλληλα περιορίζουν τις δυνατότητές τους- στενεύουν τους αισθητικούς τους ορίζοντες- τον ορίζοντα προσδοκιών τους κατά τον θεωρητικό Γερμανό Χανς Γιάους- με την φανατική προσκόλλησή  σε γνωστά ηχητικά σήματα.

Σε αυτή την κατεύθυνση δουλεύουν τα μίντια αποκλείοντας σχεδόν πάντοτε καινούριες, διαφορετικές προσεγγίσεις, της μουσικής με το πρόσχημα του μη εμπορικού αλλά και με το φόβο της δημιουργίας  κοινού που δεν μπορεί, ίσως, να ελεγχθεί και να οδηγηθεί  σαν πρόβατο, στις μεγάλες σάλες και στα στάδια όπου  θα ακούει για χιλιοστή φορά, από βαριεστημένους ποπ αστέρες, τραγούδια που έλαμψαν στη νιότη τους. Είναι, βέβαια, και τα ίδια τα ακροατήρια που εκ των προτέρων  περιμένουν τι θα ακούσουν και δεν επιτρέπουν στους μουσικούς ουδεμία ηχητική παρέκκλιση. Όλοι περιμένουν τα χιτ, τα τραγούδια που άκουγαν στα μικρά τους χρόνια για οδηγηθούν ξανά εκεί. Καμιά διάθεση να αφεθούν στην δημιουργική φαντασία του καλλιτέχνη.

Η συνταγή: οτιδήποτε παλιό μπορεί να πουλήσει αρκεί να ερεθίσουμε το λεπτό συναισθηματικό νεύρο των ενηλίκων – την νοσταλγία τους φυσικά. Ιδιαίτερα, σε καιρούς μεγάλης κοινωνικής και πολιτιστικής κρίσης όταν τα πάντα τριγύρω καταρρέουν – όταν το κοινό νιώθει απογοητευμένο και απροστάτευτο, έρχεται, όχι η μουσική που γεννιέται στην κρίση και λειτουργεί – γόνιμη και αληθινή- που μεταφέρει δυνατά συναισθήματα, ενίοτε δε καινοτόμες ηχητικές φόρμες – όχι καθόλου- αλλά το σίγουρο προϊόν, το καταφύγιο των νεανικών χρόνων. Για τούτο και οι αειθαλείς Scorpions εμφανίζονται συχνά πυκνά στο φιλοθεάμον ελληνικό κοινό και μάλιστα φέτος το καλοκαίρι εμφανίζονται για πρώτη φορά – από τις προηγούμενες εκατό- στο Καλλιμάρμαρο. Με αυτόν τον τρόπο σχηματίζονται μεγάλα ακροατήρια που απορρίπτουν τον διαφορετικό ήχο, ο,τιδήποτε δεν συνάδει με τις αισθητικές συντεταγμένες που όπλισαν κάποτε τον ψυχισμό τους.

Πιο χαρακτηριστικοί των τελευταίων καιρών οι Γάλλοι Nouvelle Vague, που έπιασαν απόλυτα το πνεύμα  της εποχής -και έκαναν ολόκληρη σχολή-παίζοντας γνωστά κομμάτια του πανκ ροκ και νιού γουέϊβ  στη φόρμα της lounge μουσικής. Ακόμη και το όνομα του γκρουπ παραπέμπει στο Νέο Κύμα των Γάλλων κινηματογραφιστών του ’60.  Εν τέλει η εμπορική βουτιά στο παρελθόν είναι μεγάλη σε αριθμούς άλμπουμ και συναυλιών- ένα ακατάπαυστο reload μουσικής που έσφυζε από ενέργεια και πάθος στην εποχή της. Για τούτο, πιο βολικό εμπορικά  θα ήταν να δημιουργηθεί στα ράφια των δισκάδικων και στον απέραντο ωκεανό των διαδικτυακών μαγαζιών μια μεγάλη κατηγορία μουσικών προϊόντων με την ετικέτα «Νοσταλγία».

[Το κείμενο αποτελεί διασκευή άλλου… παλιότερου]

Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Βιολογία στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Παράλληλα, έπαιξε ως μουσικός παραγωγός σε πολλά ραδιόφωνα για πολλά χρόνια και έγραψε ως μουσικός κριτικός σε μια σειρά περιοδικά. Αυτό συνεχίζει μέχρι και σήμερα.