Σκέψεις πάνω στην επιδημία. Του Giorgio Agamben

| 01/04/2020

Αναδημοσιεύουμε από τον ιστότοπο “σφίγγα και άλλες χίμαιρες σε δύσκολους καιρούς

[Δημοσιεύθηκε στις 27 Μαρτίου στο quodlibet.gr. Μετάφραση από την αγγλική εκδοχή από Ίρια Γραμμένου]

Οι παρακάτω σκέψεις δεν αφορούν την επιδημία, αλλά αυτό που μπορούμε να καταλάβουμε από τις αντιδράσεις των ανθρώπων απέναντί της. Δηλαδή, το ζήτημα είναι να σκεφτούμε την ευκολία με την οποία μία ολόκληρη κοινωνία έχει συναινέσει να νιώθει χτυπημένη από την επιδημία, να αυτο-απομονώνεται στο σπίτι και να αναστέλλει τις κανονικότητες της ζωής της, τις σχέσεις της που αφορούν την εργασία, τη φιλία, τον έρωτα, ακόμα και τις θρησκευτικές και πολιτικές της πεποιθήσεις. Γιατί άραγε δεν έχουν υπάρξει διαμαρτυρίες και αντιδράσεις, όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις; Η υπόθεση εργασίας που προτείνω είναι ότι, με κάποιον –έστω ασυνείδητο– τρόπο, η επιδημία ήταν ήδη εδώ: είναι φανερό ότι οι συνθήκες ζωής των ανθρώπων είχαν γίνει τέτοιες ώστε ένα ξαφνικό σημάδι ήταν αρκετό για να τις φανερώσει στην πραγματικότητά τους – δηλαδή ανυπόφορες, ακριβώς όπως μια επιδημία. Και, κατά μίαν έννοια, αυτό είναι το μόνο θετικό γεγονός που μπορεί να εξαχθεί από την παρούσα κατάσταση: αργότερα, ίσως οι άνθρωποι αρχίσουν να αναρωτιούνται εάν ο τρόπος της ζωής τους ως τώρα, ήταν σωστός.

Είναι εξίσου σημαντικό να σκεφτούμε την ανάγκη για θρησκεία, την οποία η παρούσα κατάσταση καθιστά προφανή. Ενδεικτικά, και ιδιαίτερα στον αμερικανικό Τύπο, η ορολογία αντλείται από το εσχατολογικό λεξιλόγιο, το οποίο μανιωδώς χρησιμοποιεί τον όρο «αποκάλυψη» για να περιγράψει το φαινόμενο, και συχνά επικαλείται το τέλος του κόσμου. Είναι λες και η θρησκευτική ανάγκη, την οποία η Εκκλησία δεν μπορεί πλέον να ικανοποιήσει, πάσχιζε να βρει έναν άλλον τόπο να εγκατασταθεί και τον βρίσκει σε αυτό που έχει γίνει η θρησκεία της εποχής μας: στην επιστήμη. Όπως όλες οι θρησκείες, η επιστήμη μπορεί να γεννήσει προκατάληψη και φόβο ή, τουλάχιστον, να χρησιμοποιηθεί για τη διάδοσή τους. Ποτέ πριν δεν είχαμε γίνει μάρτυρες του θεάματος (χαρακτηριστικού για τις θρησκείες σε καιρούς κρίσης) τόσο διαφορετικών και αντικρουόμενων απόψεων και προτροπών: αυτές κυμαίνονται από την μειοψηφική αιρετική θέση (την οποία όμως υιοθετούν ακόμα και καταξιωμένοι επιστήμονες) που αρνείται τη σοβαρότητα του φαινομένου, μέχρι τον κυρίαρχο ορθόδοξο λόγο που την επιβεβαιώνει, παρά τις, συχνά ριζικές, διαφωνίες σε σχέση με την αντιμετώπισή του. Και, όπως συμβαίνει πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις, ορισμένοι ειδικοί ή αυτοαποκαλούμενοι ειδικοί καταφέρνουν να εξασφαλίσουν την εύνοια του μονάρχη που –όπως την εποχή που οι θρησκευτικές διαμάχες διαιρούσαν τη Χριστιανοσύνη– αποφασίζει, ανάλογα με τα συμφέροντά του, να συνταχθεί με το ένα ρεύμα ή το άλλο και να προχωρήσει στην επιβολή μέτρων.

Η ολοφάνερη κατάρρευση κάθε κοινής βεβαιότητας και πίστης είναι κάτι ακόμα που μας προσκαλεί να σκεφτούμε. Οι άνθρωποι μοιάζουν να μην πιστεύουν πια σε οτιδήποτε πέραν μιας γυμνής βιολογικής ύπαρξης, η οποία πρέπει να σωθεί με κάθε κόστος. Όμως ο φόβος της απώλειας της ζωής δεν μπορεί να είναι παρά το θεμέλιο της τυραννίας, εκείνου του τερατώδους Λεβιάθαν που κραδαίνει το ξίφος του.

Αυτός είναι ο λόγος που –μόλις κηρυχθεί η λήξη της έκτακτης ανάγκης, της επιδημίας– δεν πιστεύω ότι, τουλάχιστον όσοι διατήρησαν μιαν ελάχιστη διαύγεια, θα μπορούν να επιστρέψουν στη ζωή όπως ήταν πριν. Και αυτό είναι ίσως το πιο απελπιστικό πράγμα σήμερα – ακόμα κι αν, όπως λέγεται, «υπάρχει ελπίδα μόνο για όσους δεν τρέφουν πια καμία».