Σκαλίζοντας τα χρόνια της ανθοφορίας

[μια διασταύρωση επιθυμιών, κανόνων και αναπολήσεων]

| 26/09/2014


                  Τêtebêche ονομάζεται η αντίστροφη τοποθέτηση γραμματοσήμων έτσι ώστε η κορυφή του ενός να κοιτάζει τη βάση του άλλου. Αυτός ήταν ο τίτλος ενός κινέζικου μυθιστορήματος που παρουσίαζε την αλληλοδιαπλοκή των ιστοριών ενός ηλικιωμένου άντρα από τη Σανγκάη και μιας νεαρής κοπέλας απ’ το Χονγκ-Κονγκ, οι οποίοι κατά τ’ άλλα δεν γνωρίζονταν. Αυτό το μυθιστόρημα αποτέλεσε σημαντική έμπνευση για την ταινία In the Mood for Loveτου Wong Kar Wai, η οποία κυκλοφόρησε τέτοιες μέρες πριν από 14 χρόνια. Η κατάληξη στον τίτλο της ταινίας ήταν μια περιπέτεια αφού ο σκηνοθέτης ξεκίνησε με ένα υποτυπώδες σενάριο το οποίο άφησε να ωριμάσει κατά τη διάρκεια των μακρών γυρισμάτων. Αρχικά η πρόθεσή του ήταν να ονομάσει την ταινία “Καλοκαίρι στο Πεκίνο” αλλά έπειτα έκλινε διαδοχικά προς το “Τρεις ιστορίες για το φαΐ”  κι αργότερα στο “Μια ιστορία για το φαΐ”. Λίγο πριν από την πρώτη δημόσια προβολή της ταινίας διάλεξε τον τίτλο “Μυστικά”,  όμως τον απέρριψε μετά από παραίνεση του Φεστιβάλ των Καννών λόγω κοινοτοπίας. Εν τέλει επέλεξε το In the Mood for Love, το οποίο εμπνεύστηκε από την ομώνυμη μπαλάντα του Bryan Ferry. Η ταινία μεταφράστηκε στα ελληνικά ως “Ερωτική Επιθυμία”, ενώ ο αυθεντικός της τίτλος μεταφράζεται από τα κινεζικά ως “Η εποχή της ανθοφορίας”. Κατά τη γνώμη του γράφοντος πρόκειται για την κορυφαία ερωτική ταινία από το γύρισμα του αιώνα έως σήμερα. Ερωτική;  Ναι, με έναν περίεργο τρόπο…

Προλεγόμενα 

Το In the Mood for Love είναι μια ταινία νοσταλγίας. Εκτυλίσσεται στο Χονγκ-Κονγκ της δεκαετίας του ’60, εποχή που ο συγγραφέας, ως 5χρονο παιδί, μετανάστευσε εκεί με τη μητέρα του από τη Σανγκάη. Όλη η σύλληψη του Wong Kar Wai διαπερνιέται από το δίπολο Σανγκάης-Χονγκ Κονγκ ή αν θέλετε Κίνας-Χονγκ Κονγκ. Άλλωστε, είναι η πρώτη ταινία του μετά την επιστροφή του “βρετανικού” Χονγκ-Κονγκ στην Κίνα, το 1997.

Ο Wong Kar Wai εμπνέεται το βασικό μοτίβο τού In the Mood for Love από την κινεζική ταινία του ’40 “Άνοιξη σε μια μικρή πόλη” αλλά και από το μυθιστόρημα Τêtebêche του Liu Yichang από όπου χρησιμοποιεί χωρία. Ο Lieu Yichang, όπως κι ο Wong Kar Wai, είναι Κινέζος συγγραφέας από τη Σανγκάη που έζησε εκπατρισμένος στο βρετανικό Χονγκ-Κονγκ. Επιπλέον, η ταινία ντύνεται με παλιές παραδοσιακές μουσικές του Χονγκ-Κονγκ και της Κίνας αλλά και από δυτικά κομμάτια που ο σκηνοθέτης άκουγε μικρός στο ραδιόφωνο. Ο κινεζικός τίτλος της ταινίας είναι δανεισμένος από ένα νοσταλγικό τραγούδι του ’40 (εποχή της ιαπωνικής κατοχής), της Κινέζας αοιδού Zhou Xuan, γνωστής και ως “το αηδόνι της Σανγκάης”. Τα παραπάνω στοιχεία, μαζί με την προσεκτική λαογραφική (π.χ. τα πάνω από 40 πολύχρωμα φορέματα που αλλάζει η πρωταγωνίστρια στη διάρκεια της ταινίας) κι ανθρωπολογική πλευρά της ταινίας, πετυχαίνουν πλήρως την αναβίωση της αίσθησης της εποχής του ’60 στο Χονγκ-Κονγκ.

 

Η εποχή της ανθοφορίας, τα μαγευτικά χρόνια//Το πνεύμα της σελήνης//Η επιδεξιότητα του πάγου και του χιονιού//Μια όμορφη ζωή, παιδιά με πάθος, μια επιτυχημένη οικογένεια//Ξαφνικά αυτή η ζωή είναι ένα μοναχικό νησί, τυλιγμένη σε μια άθλια ομιχλώδη κατήφεια, άθλια ομιχλώδη κατήφεια//Ω! Αγαπημένη μου πατρίδα, πότε θα μπορέσω να πέσω στην αγκαλιά σου;//Βλέπω μέσα απ’ την ομίχλη καθώς σκορπίζουν τα σύννεφα//Βλέποντας ξανά το λαμπερό, φανταχτερό φως που εκπέμπεις//Η εποχή της ανθοφορίας, τα μαγικά χρόνια//Το πνεύμα του φεγγαριού.

 

Το In the Mood for Love είναι επίσης μια ταινία με βασικό άξονα τον χρόνο. Όχι μόνο από την άποψη της αναφοράς στο παρελθόν αλλά σκηνοθετικά και μουσικά κινείται σε ένα ιδιαίτερο tempo, το tempo αυτό που μάλλον ταιριάζει σε μια μακρά, σχεδόν ονειρική, αναπόληση του παρελθόντος και των βιωμάτων των παιδικών χρόνων από έναν μεσήλικα. Ο Wong Kar Wai αφήνει την ταινία του με ελάχιστους σύντομους διαλόγους και δε διστάζει να επιβραδύνει ακόμα περισσότερο τους ρυθμούς κάθε φορά που το ζευγάρι των πρωταγωνιστών συναντιέται σε σκάλες και διαδρόμους. Είναι ενδεικτικό των τελικών διαθέσεων του συγγραφέα ότι αρκετές σκηνές διαλόγων, που διευκρίνιζαν τα “σκοτεινά” κομμάτια του σεναρίου, κόπηκαν στο τελικό μοντάζ δίνοντας στο έργο μια πιο αφηρημένη και μυστηριώδη υφή.  Σχολιάζοντας ο ίδιος τι είναι γι’ αυτόν το Τêtebêche από χρονική άποψη, το περιγράφει ως μια χρονική διασταύρωση: “για παράδειγμα, νεανικά μάτια σε ένα πρόσωπο που γερνάει, δανεισμένα λόγια σε όνειρα που ξαναεπισκεπτόμαστε”. Είναι, λοιπόν, το In the Mood for Love μια εκ νέου επίσκεψη σε μια παρελθούσα, από κάθε άποψη, εποχή.

 ερωτ επιθ


Πολλά μικρά πράγματα, φαινομενικά ξεχασμένα, ξεπηδούσαν περιστασιακά απ’ τη μνήμη του. Ήταν σαν μετεωρίτες το καλοκαίρι, που έσβηναν στιγμιαία.

 

Αντικατοπτρισμοί και διασταυρώσεις 

Το In the Mood for Love είναι μια ταινία ψυχολογίας. Η πλοκή περιστρέφεται γύρω από δύο ζευγάρια της μεσαίας τάξης τα οποία νοικιάζουν διπλανά διαμερίσματα. Οι βασικές φιγούρες, κος Chow και κα Chan, ανακαλύπτουν μετά από ένα μπαράζ συμπτώσεων πως οι σύζυγοί τους διατηρούν μεταξύ τους παράνομο δεσμό. Έτσι, τα δύο ζευγάρια σχηματίζουν μεταξύ τους την εικόνα του Τêtebêche, δομικού στοιχείου του έργου του Wong Kar Wai. Το ένα ζευγάρι, αυτό των απατημένων, αποτελεί ουσιαστικά έναν ανάποδο αντικατοπτρισμό του έτερου ζευγαριού, αυτού των εξαπατητών. Ο σκηνοθέτης εδώ διαλέγει να αφηγηθεί την ιστορία των απατημένων αφήνοντας το παράνομο ζευγάρι κυριολεκτικά στην αφάνεια (αφού τελικά ακόμα κι οι ίδιοι τους οι σύζυγοι γνωρίζουν τόσο λίγα γι’ αυτούς). Οι απατημένοι σύζυγοι, κος Chow και κα Chan σοκαρισμένοι από την αλήθεια μοιάζουν κολλημένοι στο σημείο της αποκάλυψής της. Από ψυχαναλυτική σκοπιά, όπως σημειώνει ο Tony Hughes-d’Aeth (βλ. τέλος κειμένου), πρόκειται για την σκηνή

ερωτ επιθυμ

…(αδύνατον να ειδωθεί ή να ειπωθεί) κατά την οποία ένα άτομο με φρίκη συνειδητοποιεί (αναδρομικά λειτουργώντας ως αβοήθητος μάρτυρας) την ανεπάρκειά του για την ικανοποίηση του άλλου. Τόσο ο κος Chow, όσο κι η κα Chan είναι, κάτω από τα γλυκά τους νάζια, παραλυμένοι από μια μοναδική, καταστροφική ιδέα: Δεν είμαι αρκετός για τον άλλον. Εδώ η μητέρα/πατέρας ικανοποιείται ανηλεώς από έναν άλλον και κάθε παιδί/εραστής αρνείται να αποσπαστεί.”

Αντί, λοιπόν, να προχωρήσουν -όπως σχεδόν τους ικετεύει η συγκυρία- σε έναν ερωτικό δεσμό χωρίζοντας από τους συζύγους τους ή έστω να τους διεκδικήσουν πίσω δυναμικά, παραμένουν προσκολλημένοι στη σκηνή της απόρριψης ξεκινώντας ένα παράξενο παιχνίδι αμοιβαία ενισχυόμενων φαντασιώσεων. Προς έκπληξή μας, λοιπόν, επιλέγουν να προσπαθήσουν βήμα-βήμα να συνθέσουν το ψηφιδωτό της μυστικής σχέσης μεταξύ των συζύγων τους κοιτάζοντας “να αποκτήσουν ως ηδονοβλεψίες μέσα στην ερμητική τους φαντασίωση ό,τι έχουν απωλέσει ως συμμετέχοντες μέσα σε μια πραγματικά ενδεχομενική -και πάντα ανεπαρκή- πραγματικότητα.” Έτσι, ο καθένας υποδύεται τον σύζυγο του άλλου σχεδιάζοντας διαλόγους και σκηνές με έμφαση ακριβώς στη στιγμή που οι σύζυγοί τους υποκύπτουν στην επιθυμία τους. Μέσα από αυτή την αναπαράσταση επιστρέφουν μαζοχιστικά στο κρίσιμο σημείο παγώνοντας τον χρόνο και με έναν τρόπο βιώνουν τη στιγμή πραγμάτωσης της επιθυμίας των συζύγων τους -που ταυτόχρονα αποτελεί σημείο απόρριψης για τους ίδιους- ως δική τους. Κατά τον Tony Hughes-d’Aeth:

Μέσα στον αμοιβαία ενισχυόμενο χώρο της φαντασίωσής τους, οι δύο “ηθοποιοί” αντισταθμίζουν την έλλειψη που υποπτεύονται για τους εαυτούς τους.” ή με άλλα λόγια “το προσποιούμενο ζευγάρι ψάχνει τον τρόπο να απαρνηθεί μέσω της στρατηγικής της διαστροφής, την πραγματική του ανησυχία για την απόλαυση του συντρόφου τους στα χέρια του Άλλου.”

Η εμμονή στην ακριβή -κατά τη γνώμη τους πάντα- αναπαράσταση της αμοιβαίας αποπλάνησης είναι τόσο μεγάλη που ενίοτε διακόπτουν ο ένας τον άλλον υποδεικνύοντας το πώς πιστεύουν ότι θα φερόταν ο/η σύζυγός τους [“ο άντρας μου ποτέ δεν θα ‘λεγε κάτι τέτοιο!”.] Υπό μία έννοια γίνονται οι εραστές των συζύγων τους που δεν είναι…

Σε αντίθεση με την ιστορία των συζύγων τους όμως, στη δική τους πραγματικότητα, οι δύο πρωταγωνιστές, παρά την εμφανή έλξη μεταξύ τους, δεν θα περάσουν ποτέ το όριο ώστε να μετουσιώσουν την ερωτική τους επιθυμία σε ερωτική πράξη: αντί να δράσουν ώστε ν’ αλλάξουν μια σκηνή, θέτουν ο ένας τον άλλον σε ετοιμότητα στο έργο της διατήρησης μιας φαντασίωσης μέσω της επανάληψής της ως “παιξίματος”. Η μοναδική επαναλαμβανόμενη απόλαυση που επιτρέπουν στους εαυτούς να μοιραστούν είναι το φαγητό (εξ ου κι η αρχική ιδέα για τον τίτλο της ταινίας). Για κάποιους το φαγητό που μοιράζονται σε διάφορες περιστάσεις αποτελεί τόσο ισχυρό συμβολισμό που η ταινία θα έπρεπε να ονομαστεί In the Mood for Food. Είναι ακριβώς ο αυστηρός κοινωνικός περίγυρος σε συνδυασμό με την προσωπική τους ψυχολογική κατάσταση που περιορίζουν την απόλαυση στο συμβολικό επίπεδο. Ο Wong Kar Wai πετυχαίνει να αποδώσει σκηνοθετικά αυτόν τον εγκλωβισμό: στενοί διάδρομοι, στενά σοκάκια, κλειστά δωμάτια, κανένα ανοιχτό πλάνο, κανένα ανοιχτό παράθυρο στο φως…

Επίλογος

ερωτ επιθυμια

                                                                                                “τα συναισθήματα τρυπώνουν ύπουλα”

 

Βέβαια, καθώς οι φανταστικοί κόσμοι κι οι τεχνητές άμυνες συνήθως δεν αντέχουν για πολύ, ο κος Chow αρχίζει να ερωτεύεται τη συναισθηματικά επιφυλακτική -προφανώς και λόγω κοινωνικής θέσης- κα Chan. Πάνω όμως που η σύμβαση μεταξύ των δύο αρχίζει να σπάει και τα όρια αμφισβητούνται, ο κος Chow επιλέγει μετά από μια ερωτική εξομολόγηση να φύγει για τη Σιγκαπούρη μην αντέχοντας τα κουτσομπολιά που ήδη έχουν αρχίσει να φτάνουν στ’ αυτιά τους αλλά κυρίως μην αντέχοντας το γεγονός πως, όπως όλα δείχνουν, η κα Chan δεν πρόκειται να αφήσει τον άντρα της. Για άλλη μια φορά οι κοινωνικές συμβάσεις διασταυρώνονται με τις αληθινές επιθυμίες των πρωταγωνιστών και θριαμβεύουν πάνω σ’ αυτές. Ο σκηνοθέτης διαλέγοντας να μη μας δώσει κάποια ανατροπή παίρνει έξυπνα θέση πάνω σ’ αυτό το δίπολο αφήνοντας τους πρωταγωνιστές του να πληρώσουν το ψυχικό τίμημα της στάσης τους. Από τη στιγμή που το συναίσθημα πρώτα εκδηλώνεται -και εκδηλώνεται πίσω απ’ την κλειστή πόρτα του δωματίου 2046 που θα στοιχειώνει τον πρωταγωνιστή και στην επόμενη ταινία του σκηνοθέτη- και έπειτα συντρίβεται μπροστά στην αδυναμία υπέρβασης των ηθικών και ψυχολογικών ορίων των πρωταγωνιστών, η ταινία θα λέγαμε σβήνει, και σβήνει γρήγορα ή, μάλλον, το σύστημα που συντηρεί τον έως τότε ρυθμό καταρρέει. Εξάλλου για να παραμείνει μια σχέση πλατωνική, προαπαιτούμενο είναι η μη-εκδήλωση ερωτικής επιθυμίας. Οι δυο τους προσπαθούν άτσαλα να καλύψουν αυτή την εισβολή της επιθυμίας στο προσκήνιο κάτω από τα λόγια Εμείς δεν θα γίνουμε σαν τους άλλους”. Όμως απαραίτητη προϋπόθεση για την τήρηση αυτής της συμφωνίας και τη μη σύγκρουση με τις ηθικές αρχές και τους κοινωνικούς κανόνες είναι πλέον ο αποχωρισμός. Και αυτός που φεύγει είναι ο κος Chow. Πριν φύγει προτείνει στην κα Chan να τον ακολουθήσει. Κυριαρχεί όμως η διακριτικότητα και όχι η έμφαση. Με άλματα στα επόμενα χρόνια, βλέπουμε τους πρωταγωνιστές εμφανώς σημαδεμένους από το ανεκπλήρωτο του έρωτά τους να κυνηγούν ο ένας τον άλλον σαν φαντάσματα, πραγματοποιώντας ταξίδια κι επισκέψεις στη Σινγκαπούρη και το Χονγκ-Κονγκ αντίστοιχα. Αυτή τους η “αναζήτηση” όμως παραμένει και πάλι διακριτική. Τόσο διακριτική ώστε η συνάντηση να μην πραγματοποιηθεί ποτέ. Και πάλι με τα λόγια του Tony Hughes:

η αποτυχημένη συνάντηση -η απουσία που είναι να γεμίσει με τη φαντασίωση- συνιστά την “αληθινή” ικανοποίηση τώρα στη λιμπιντική οικονομία των δύο μερών … ο κος Chow κι η κα Chan εξακολουθούν να ασχολούνται ο ένας με τον άλλον ως ψυχαναγκαστικές μυθοπλασίες, όπου η ίδια η ενασχόληση έχει γίνει η ουσία της φαντασίωσης. Το τελευταίο πράγμα που θέλουν τώρα είναι να συναντήσουν ο ένας τον άλλον, για να μην αναφέρουμε το να ζήσουν ο ένας με τον άλλον, να αγαπήσουν στην πραγματικότητα”

Οι τελευταίες σκηνές της ταινίας δείχνουν την κα Chan να επισκέπτεται την παλιά τους κατοικία στο Χονγκ-Κονγκ κρατώντας απ’ το χέρι ένα (5χρονο;) αγόρι. Ο κος Chow εμφανώς βασανισμένος εμφανίζεται στο επιβλητικό μνημείο της Angkor Wat όπου διαλέγει να ξεθυμάνει ακολουθώντας την παράδοση και ψιθυρίζοντας το μυστικό του σε μια πέτρινη εσοχή την οποία καλύπτει με λάσπη.

Το In the Mood for Love  όπως ένα θρίλερ που ο φόνος δε γίνεται ποτέ, παρ’ όλα αυτά μας κάνει να φοβόμαστε, είναι μια ταινία για τον έρωτα, χωρίς έρωτα. Μια ιστορία όπου όμορφοι άνθρωποι, με όμορφα ρούχα, ακούγοντας ωραία τραγούδια και τρώγοντας γευστικό φαγητό χορεύουν ένα αργό πένθιμο βαλς μπροστά στην αδυναμία τους να υπερβούν τους εαυτούς τους και την εποχή τους.

ερωτ επιθυΕίναι μια ανήσυχη στιγμή//Αυτή κρατάει το κεφάλι της χαμηλωμένο/για να του δώσει την ευκαιρία να έρθει πιο κοντά//Αλλά αυτός δεν μπόρεσε, από έλλειψη κουράγιου//Αυτή γυρνάει και φεύγει.

Αυτή η εποχή έχει περάσει//Τίποτα απ’ όσα ανήκαν σ’ αυτή δεν υπάρχει πλέον.

Αυτός θυμάται εκείνα τα χαμένα χρόνια//Σαν να κοιτάζει μέσα από ένα σκονισμένο τζάμι, το παρελθόν είναι κάτι που μπορούσε να δει αλλά όχι ν’ αγγίξει//Και ό,τι βλέπει είναι θολό και ακαθόριστο.

 

Περαιτέρω ενασχόληση:

-Το site της ταινίας: http://www.wkw-inthemoodforlove.com/

-In the mood for love: intersection’s of Hong Kong’s modernity: https://minerva-access.unimelb.edu.au/bitstream/handle/11343/34511/67071_00002787_01_Yue003.pdf?sequence=1

In the mood for love: Like a ritual in transfigured time: http://sensesofcinema.com/2001/wong-kar-wai/mood/

Tony Hughes d’ Aeth: Psychoanalysis and the scene of Love: http://muse.jhu.edu/login?auth=0&type=summary&url=/journals/film_and_history/v043/43.2.hughes-d-aeth.html

 

Υ.Γ.

Όποιος μπορέσει να βρει και να παρακολουθήσει τις κομμένες σκηνές της ταινίας θα μπορέσει να μάθει λίγες παραπάνω λεπτομέρειες της υπόθεσης που ενδεχομένως να του επιτρέψουν να καταλάβει καλύτερα την άτυπη τριλογία των Days of Being Wild”-”In the Mood for Love”-”2046”. Παρ’ όλα αυτά όσοι προτιμούν να ξεχάσουν την άσχημη κατάληξη της ιστορίας μπορούν να δοκιμάσουν να θυμούνται τους πρωταγωνιστές έτσι:

Εξάλλου ποιος ξέρει τι πραγματικά συνέβαινε πίσω απ’ την κλειστή πόρτα του δωματίου 2046…