«Σκυφτοί περάσανε», του Γιάννη Ατζακά

Πεθαμένες καλησπέρες

| 10/11/2021

Ο ψυχαναγκασμός που επιμένει, η θύμηση που μένει και το σώμα που παλεύει. Τα χτυπήματα όμως δύσκολα αποτρέπονται και το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να τα δεχθείς. Το παρελθόν πάντα αόρατο, πάντα ύπουλο και πάντα δίκαιο μας επιτρέπει να ζούμε μαζί του. Μας επιτρέπει να ζούμε το παρόν και να ψάχνουμε το μέλλον. Δραστηριοποιείται και αυτενεργεί όταν οι εικόνες του μπαίνουν σε κίνηση, όταν το ανθρώπινο βλέμμα βρίσκει το σταθερό σημείο που κρύφτηκε από το πέρασμα του χρόνου, από την εξέλιξη, την ανθρώπινη δημιουργία. Τότε τα φεγγάρια διπλασιάζονται και οι σκιές πολλαπλασιάζονται, ράθυμα όμως προχωράνε, η πλάτη τους πονά από τα παλιά χρώματα, τα αρώματα, τα ατόφια συναισθήματα που επιμένουν και γραπώνονται από λοξές ματιές, άναρχες σκέψεις και «αθώα» αντικείμενα. Το κύπελλο για το νερό, το κρασοπότηρο, η πέτρα φυσικός καμβάς κι άλλα που «σέρνονται» αθόρυβα κι ένας ήχος ξαφνικός τα μετατρέπει σε σημεία σύνδεσης εποχών, διαστάσεων, λησμονημένων στιγμών. Μια χωροχρονική ρωγμή αρκεί για να κάνει τη διαδρομή μέχρι τέλους ο άνθρωπος, τη διαδρομή που καλύπτει τα άγνωστα σημεία της αρχής και εμφανίζει αυτά που τον περιμένουν. Ο Γιάννης Ατζακάς μας χάρισε μια τέτοια ρωγμή με το βιβλίο του «Σκυφτοί περάσανε» (Εκδόσεις Αγρα).

Τα εφτά διηγήματα του Ατζακά είναι οι πεθαμένες καλησπέρες που κανείς δεν γουστάρει να ακούσει από φίλους που τρέμει μην τον θυμηθούν. Οι ιστορίες του έχουν κάτι βαθιά λαϊκό και ανθρώπινο, κάτι μοναδικό που όμως μπορεί να ανήκει στον καθένα μας. Η πρόθεση και το ύφος του κάνουν τις λέξεις του ανάσες που ακούγονται και οι ήρωες του στέκονται δίπλα μας, μιλούν μέσα μας. Ο Ατζακάς εκμεταλλεύεται τη φόρμα του διηγήματος για φτιάξει την οικεία αίσθηση του δωματίου, του καφενείου, της αναζωογονητικής ανοιχτωσιάς που σου δίνει η φύση, της παρέας… Ο λόγος του εντοπίζει την ανύποπτη στιγμή που ο άνθρωπος σχεδόν παραιτείται, είναι έτοιμος να μοιραστεί κάθε του αγωνία, βάρος, γλυκόπικρη ανάμνηση. Δεν υπάρχει τέλος συμβατικό, πιο πολύ αφαιρετικό είναι το φινάλε και αφήνει μια απορία που μένει μέσα στην ψυχή του αναγνώστη.

Όπως αναφέρεται και στο οπισθόφυλλο «αρκεί μια μικρή ρωγμή…» και το εύθραυστο περίβλημα σπάει και μένει η σάρκα γυμνή και η ψυχή κρυώνει και η πιο δυνατή κραυγή είναι ο ψίθυρος. Και λίγο πριν τα λόγια χαθούν με το φύσημα του ανέμου, ο Ατζακάς είναι εκεί και τα σώζει, μας τα προσφέρει. Ο πόνος που επιμένει, η ανάγκη να πιστέψεις, να αποδράσει η ύπαρξη, η πολύτιμη φιλία, η απαραίτητη συνομιλία. Το φευγαλέο βλέμμα της ζωής βρίσκεται στο βιβλίο του Ατζακά και είναι πάντα όμορφο όταν το συναντάς.

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε αθλητική δημοσιογραφία και παρά την αγάπη και την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, συνεχίζει να ασχολείται με το αθλητικό ρεπορτάζ. Έχει εργαστεί σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικούς σταθμούς, κάνοντας βιβλιοπαρουσιάσεις