Σώπασε επιτέλους, Μαρία Αντουανέτα!

[Για τη σύγκρουση στο Πανεπιστήμιο.]

| 29/11/2014

Στον «Περίεργο μη θάνατο του νεοφιλελευθερισμού», ο άγγλος κοινωνιολόγος Κόλιν Κράουτς προσπαθεί να εξηγήσει γιατί ο νεοφιλελευθερισμός, ενώ αμφισβητήθηκε έντονα με το ξέσπασμα της κρίσης, το 2008-2009, τελικά δεν ηττήθηκε. Στην προσπάθεια αυτή, ανατρέχει στην περίοδο μετά την κρίση του ’20 – μετά δηλαδή την τραγική αποτυχία της φιλελεύθερης καπιταλιστικής οικονομίας με τις ελάχιστες κρατικές παρεμβάσεις, που οδήγησε στην ύφεση, και τελικά στην «έξοδο» διά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου:

 Η πίστη στα πλήρη ιδιοκτησιακά δικαιώματα, στα χαμηλά επίπεδα ρύθμισης και στη χαμηλή φορολογία», γράφει, «παρέμενε έντονη σε ορισμένα πολύ πλούσια άτομα, που είχαν πάντα τη διάθεση να χρηματοδοτήσουν τα πνευματικά σχέδια του οικονομικού φιλελευθερισμού και να στηρίζουν τους πρωταγωνιστές του στα δύσκολα χρόνια. Επιπλέον, καθώς η αλήθεια για τις συνθήκες ζωής και την απουσία ελευθερίας στις χώρες του κρατικού σοσιαλισμού της ανατολής έγινε ευρύτερα γνωστή, υπήρχε πλέον κάτι που θύμιζε διαρκώς όλους τους κινδύνους της κρατικής εξουσίας […] Έτσι δημιουργήθηκε μια μερίδα στην κοινή γνώμη που ταύτιζε σχεδόν κάθε κυβερνητική δράση στην οικονομία και την κοινωνία με τον κομμουνισμό, και απαιτούσε άμεση δράση για να απομακρυνθούν από τη δημόσια ζωή όλα τα άτομα που θα μπορούσαν να συνδεθούν με τέτοιες τάσεις [Τη δεκαετία του ’50, υπό την καθοδήγηση του γερουσιαστή Γιουτζήν Μακάρθυ] η υπεράσπιση του οικονομικού φιλελευθερισμού είχε γίνει άκρως αντιφιλελεύθερη [1].

Μολονότι ο «κρατικός σοσιαλισμός της ανατολής» έχει καταρρεύσει από καιρό, μολονότι οι ενεχόμενοι σε υποθέσεις πολιτικής διαφθοράς την τελευταία εικοσαετία ήσαν δεδηλωμένοι πολέμιοί του, και μολονότι ο υποτιθέμενος «ελληνικός κρατισμός» τελειώνει κάπου στα μέσα του ’80, η υπεράσπιση του οικονομικού φιλελευθερισμού γίνεται και πάλι αντιφιλελεύθερη – ακριβώς όταν όλοι καταλαβαίνουν ότι κάτι δεν πάει καλά με το νεοφιλελευθερισμό. Αυτές τις μέρες, την τιμητική του έχει το Πανεπιστήμιο.

Στόχος δεν είναι οι κομμουνιστές, τουλάχιστον όχι ρητά: «Οι απόπειρες μεταρρύθμισης των πανεπιστημίων τα τελευταία χρόνια», λέει η Βάσω Κιντή στηνΚαθημερινή (23.11.2014), «συνάντησαν σφοδρή αντίδραση γιατί επεχείρησαν να αφαιρέσουν τη διοίκηση των ΑΕΙ από ομάδες συμφερόντων (πολιτικές, συντεχνιακές, οικογενειακές, τοπικιστικές) που είχαν υφαρπάξει τον θεσμό και τον χρησιμοποιούσαν κατά τις επιδιώξεις τους». Προσφέροντας τον τίτλο του ρεπορτάζ της εφημερίδας, ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου της Νομικής Σχολής κ. Σταύρος Τσακυράκης καταλήγει: «Δεν υπάρχει άλλη λύση από τη σύγκρουση».

Επεισόδιο αυτής της σύγκρουσης ήταν η στοχοποίηση του φοιτητή Νομικής Χρήστου Ξαγοράρη από το ηλεκτρονικό Πρώτο Θέμα, λίγο μετά την απόθεση σκουπιδιών από φοιτητές στο γραφείο του πρύτανη Θ. Φορτσάκη. Δεν υπαινίσσομαι ότι η στοχοποίηση αυτή «καθοδηγήθηκε» από κάποιο ενιαίο πολιτικό κέντρο. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ως ιδεολογία και ως αισθητική απηχούσε «παραδόσεις» ξένες με τον φιλελευθερισμό, τουλάχιστον στη «δικαιωματική» εκδοχή του, με την οποία οι νέοι φιλελεύθεροι νιώθουν εμφανώς άβολα.

Μια από τις παραδόσεις αυτές πάει πίσω στο 1958, στο γνωστό νόμο 4000 της κυβέρνησης Καραμανλή «περί τεντυ-μποϊσμού», που αφορούσε κατηγορούμενους για πράξεις εξύβρισης. Χάρη στο Διαδίκτυο, οι σύγχρονοι τεντυ-μπόυς δεν χρειάζεται πια να εκτίθενται σιδηροδέσμιοι και κουρεμένοι στους δρόμους της Αθήνας. Για το σωφρονισμό τους αρκεί η δημοσίευση και η διακίνηση φωτογραφιών τους σε ιδιωτικές τους στιγμές, που χάρη και στην ταχύτητα του μέσου, μπορούν να φτάσουν με βεβαιότητα σε περισσότερους.

Η δεύτερη πηγή …έμπνευσης έρχεται από τη Βρετανία των αρχών του ’90 και λέγεται RedWatch. Το «Παρατηρητήριο των Κόκκινων» ξεκίνησε τον Μάρτιο του 1992, σε έντυπη μορφή, από τη νεοναζιστική παραστρατιωτική οργάνωση Combat 18. Στην ηλεκτρονική του εκδοχή «στήθηκε» από τον Σάιμον Σέπαρντ, πρώην μέλος του ακροδεξιού ΒΝP. Μέχρι τον Δεκέμβρη του 2008, οπότε  «έπεσαν» η κεντρική ιστοσελίδα και τα παρακλάδια της, το RedWatch δημοσίευε φωτογραφίες και προσωπικά στοιχεία αντιφασιστών, συνδικαλιστών και μελών ομάδων νομικής βοήθειας, με προφανή στόχο το στιγματισμό και τον εκφοβισμό τους. Σημειωτέον ότι, μέχρι το 2008, η βρετανική κυβέρνηση θεωρούσε την πρακτική αυτή μη εγκληματική.

* Υπάρχει και μια τρίτη «παράδοση», σήμα-κατατεθέν των ιδιωτικών μέσων ενημέρωσης, που ως τέτοια, δηλαδή ιδιωτικά, δεν έχουν λόγους να υπερασπίζονται το δημόσιο Πανεπιστήμιο. Πρόκειται για τη συνθήκη που ο αμερικανός κοινωνιολόγος Ρίτσαρντ Σένετ περιγράφει ως «τυραννία της οικειότητας»: την πρόταξη του προσωπικού και του ιδιωτικού στοιχείου, υπό το πρόσχημα της αμεσότητας, με σκοπό, υποτίθεται, τη μείωση των αποστάσεων ανάμεσα στην πολιτική και τους «απλούς πολίτες». Για τα ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης, και δη της υποστάθμης τουΠρώτου Θέματος, η σύγκρουση που εκτυλίσσεται στο Πανεπιστήμιο παραείναι περίπλοκη (ή βαρετή) για να εξηγηθεί με αναλύσεις, αντιπαράθεση επιχειρημάτων κ.ο.κ.. Για την ευκολότερη λοιπόν πρόσληψη (όχι απαραίτητα κατανόηση), αυτήν δηλαδή που εγγυάται και μεγαλύτερο κοινό, άρα μερίδιο στις διαφημίσεις, αποδώ είναι οι ευπρεπείς ακαδημαϊκοί, αποκεί οι τεντυ-μπόυδες μαλλιάδες που πετάνε σκουπίδια στα γραφεία των ακαδημαϊκών.

fortsakisdutse

***

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός των μέσων ενημέρωσης για να αντιληφθεί πώς χρησιμοποιήθηκε η εικόνα «φοιτητές πετάνε σκουπίδια στο γραφείο του πρύτανη». Το κυβερνητικό μπλοκ βρήκε σ” αυτήν ένα επικοινωνιακό αντίβαρο για τις εικόνες των τραυματισμένων από τα ΜΑΤ φοιτητών, που τις μέρες της επετείου του Πολυτεχνείου έκαναν το γύρο του κόσμου – άλλο αν η εξίσωση της φυσικής βίας της ΕΛ.ΑΣ με μια συμβολική ενέργεια φοιτητών προϋποθέτει απίστευτη διανοητική εξαχρείωση (όση επέτρεψε σε μια ορισμένη σχολή σκέψης να εξισώνει μούτζες Αγανακτισμένων και μαχαιριές χρυσαυγιτών…). Εκ των υστέρων, εξάλλου (και χωρίς ούτε εδώ να υπήρξε κάποιο σκοτεινό σχέδιο), το θεαματικό τεκμήριο της «ανομίας που μαστίζει τα πανεπιστήμια» λειτούργησε και αλλιώς: ως τέλειος αντιπερισπασμός, ενώ η κοινοβουλευτική πλειοψηφία υπερψήφιζε την τροπολογία Λοβέρδου, επιτρέποντας σε κάθε κολέγιο να βαφτίζεται στο εξής ιδιωτικό Πανεπιστήμιο. Τι εννοείτε το άρθρο 16 το απαγορεύει;

***

Η φρίκη των επιγόνων της Μαρίας Αντουανέτας, με την οποία στηλιτεύτηκαν οι «ακρότητες» των φοιτητών, δεν άφησε χώρο για κριτική στην ακροδεξιάς έμπνευσης στοχοποίηση ενός από αυτούς. Το σημαντικότερο: ανεξαρτήτως προθέσεων, συνέβαλε στην αποσύνδεση των όρων με τους οποίους διεξάγεται σήμερα η σύγκρουση στο Πανεπιστήμιο (λοκ-άουτ, αστυνομική βία, απαγόρευση γενικών συνελεύσεων, στοχοποίηση φοιτητών) από το διακύβευμα της σύγκρουσης αυτής. Μπορούσε κανείς να κατακεραυνώνει τον «ακτιβισμό» στο γραφείο του πρύτανη με όσα κοσμητικά επέλεγε – πάντοτε όμως με την ίδια αδιαφορία για το πώς και το γιατί της μετάβασης των «μεταρρυθμιστών», από τη νηφαλιότητα και τη μετριοπάθεια, όχι απλώς σε συγκρουσιακά λεξιλόγια, αλλά στην αντι-δραση. Οι γνωστές δηλώσεις του (πρώην) αντιπρύτανη του ΑΠΘ δεν ήρθαν από το πουθενά.

***

 Οι όροι με τους οποίους διεξάγεται σήμερα η σύγκρουση στο Πανεπιστήμιο, και το διακύβευμα αυτής της σύγκρουσης, πηγαίνουν μαζί. Η διαμόρφωση, δηλαδή, ενός Πανεπιστημίου

φτηνού για το κράτος (γιατί να πληρώνει «ο φορολογούμενος» την εκπαίδευση των φτωχών, όταν αυτοί μπορούν κάλλιστα να δουλεύουν;),

ακριβού για τους φοιτητές-πελάτες του (αλλιώς πώς θα εξασφαλίσει τα λειτουργικά του έξοδα, με δεδομένη την υποχρηματοδότησή του;),

εξαρτημένου από την αγορά (οικονομικά, μέσα από τα κάθε λογής «προγράμματα», αλλά και ως προς την κάλυψη κρίσιμων λειτουργικών αναγκών)

με κακοπληρωμένους και φοβισμένους εκπαιδευτικούς (κακή αξιολόγηση και συνεχόμενες αποτυχίες εξέλιξης σημαίνουν απόλυση),

με πειθαρχημένους και φοβισμένους φοιτητές (με το άγχος της ανεργίας και της ανταπόκρισης στην «αγορά», αλλά και υπό τον εκβιασμό της διαγραφής)

* με αποψιλωμένο διοικητικό προσωπικό (ελέω μνημονιακών δεσμεύσεων για τις προσλήψεις)

με συγκεντρωτικές και χειραγωγήσιμες από την κυβέρνηση διοικήσεις(βασικό μέλημα της θέσπισης των «Συμβουλίων» και του ορισμού των πρυτανικών αρχών)

με στόχο, όχι πια τη δημοκρατική κριτική της κοινωνίας, και το αντιστάθμισμα των κοινωνικών «χασμάτων», αλλά την «αριστεία»

σημαίνει αριστοκρατική μετάλλαξη του δημόσιου Πανεπιστημίου: μια διαδικασία με αντιδημοκρατικό περιεχόμενο, που φιλοδοξεί να επιβάλει το «τέλος της Μεταπολίτευσης» και στο Πανεπιστήμιο, και  προφανώς δεν μπορεί να επιβληθεί δημοκρατικά.

 Η αναγνώριση αυτής της πραγματικότητας δεν απαλλάσσει το φοιτητικό κίνημα από την υποχρέωση να βρει μορφές αγώνα που να υπερασπίζονται τη δημοκρατία, τόσο ως πολιτική στοχοθεσία (περιεχόμενο) όσο και ως μορφή. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, υπενθυμίζει ότι ο αυταρχισμός της «έκτακτης ανάγκης» δεν περιμένει συμβολικές ενέργειες σαν και της περασμένης Δευτέρας για να ενεργοποιηθεί. Το λοκ-άουτ ενόψει επετείου του Πολυτεχνείου θα αρκούσε για να πειστεί και ο πλέον δύσπιστος.

Όσες και όσοι λοιπόν, ζήλεψαν τη δόξα της Μαρίας Αντουανέτας, σπεύδοντας να καταγγείλουν την ακαλαισθησία και τις «απρέπειες» των φοιτητών –οι ίδιοι, πιθανότατα, που στην πρώτη Μεταπολίτευση θα κατήγγελλαν το φοιτητικό κίνημα για «αριστεροχουντισμό»–, ας βρουν να πουν κάτι και γι” αυτά, πέρα από κοινότοπες ηθικολογίες περί «ανομικών μειοψηφιών», που παραμπιπτόντως διαψεύδονται σε κάμποσες γενικές συνελεύσεις. Γιατί, κατά τα άλλα, η στοχοποίηση αγωνιστών που έχουν δίκιο, και δη με ρεπερτόρια ακροδεξιάς έμπνευσης, περισσότερο ως ενίσχυση λειτουργεί, παρά ως εκφοβισμός. Αυτή η εγκατάλειψη της φιλελεύθερης μετριοπάθειας των «μεταρρυθμιστών», από την επαγγελία της σύγκρουσης (με τη συνδρομή των ΜΑΤ) ως τις προτροπές για «φασιστικοποίηση», ίσως δείχνει ότι αυτό που φοβούνται πλησιάζει. Ας το ξέρουμε.

Στον Χ.Ξ και τη Θ.Φ, με ευχαριστίες

Famous Prisoners: Marie Antoinette on her way to the guillotine

[1] Κόλιν Κράουτς, Ο περίεργος μη θάνατος του νεοφιλελευθερισμού (μτφρ.: Αλέξανδρος Κιουπκιολής), Εκκρεμές 2014