Τα παιδιά της Περσεφόνης: Οι «αόρατοι» άστεγοι του Δαφνιού

Η ημιζωή της κατεστραμμένης εργατικής δύναμης, στους δρόμους

| 24/02/2021

Ο Βασίλης είναι άστεγος 20 χρόνια. Ο Χρήστος, δέκα. Κανονικά, σε αυτό το σημείο, θα έπρεπε να μπει τελεία και παύλα. Το ρεπορτάζ τέλειωσε.

Διότι, τι άλλο θα πρέπει να πεις μετά από αυτές τις λέξεις;

Τι παραπάνω να εξηγήσεις;

Αλλά σε έναν κανονικό κόσμο, ο Χρήστος, ο Βασίλης και δεκάδες ακόμη άστεγοι που ζουν γύρω από το μοναστήρι του Δαφνιού, μέχρι την Αφαία, αλλά και στις πλαγιές του Ποικίλου και του όρους Αιγάλεω, δεν θα ήταν στον δρόμο.

Δεν θα κοιμόντουσαν αγκαλιά με τα ποντίκια.

Δεν θα προσπαθούσαν να περνούν απαρατήρητοι για να μην τους ενοχλεί η αστυνομία.

Δεν θα ήταν η συμμετοχή τους ακόμη και σε ένα συσσίτιο, ένα γραφειοκρατικό, κυνικό τσίρκο.

Η έστω και αυτή μικρή κατάβαση στον Άδη, που όλο και μεγαλώνει δίπλα μας, δεν θα ήταν δυνατή δίχως τον Χρήστο. Πριν δέκα χρόνια ήρθε από την Θήβα και ζει έξω από την είσοδο του αρχαιολογικού μνημείου της Μονής Δαφνίου. Πάνω στον δρόμο των Ελευσίνιων Μυστηρίων. Εκεί που η Δήμητρα έψαχνε αλαφιασμένη την κόρη της, την Περσεφόνη. Στην πύλη του βιασμένου Θριάσιου.

Τον ακολουθούμε ενώ μας μιλάει για μια έρευνα που είχε διαβάσει, ότι πολλοί άστεγοι είναι τοξικοεξαρτημένοι και με ψυχολογικά προβλήματα. Γελάει. «Μένουν στον δρόμο ρε φίλε. Στον δρόμο! Γι’ αυτό!».

Ο Χρήστος γελάει συχνά. Έχει επιλέξει μια επιθετική στάση έναντι της πραγματικότητας, αναλύοντάς την και ψάχνοντας πώς να την αλλάξει. Δεν έχει παραιτηθεί από την ζωή, ενδιαφέρεται για ό,τι συμβαίνει γύρω του, βοηθά τους άλλους άστεγους, παίζει σκάκι με τους φίλους του κάτω από τα δέντρα. Ξέρω ανθρώπους που παρά το ίντερνετ και την τηλεόραση που διαθέτουν, δεν νοιάζονται να μάθουν τι συμβαίνει δίπλα τους. Και που δεν έχουν γελάσει ποτέ τόσο ανοιχτά και αληθινά όπως ο Χρήστος.

Αλλά, μην ξεγελιέστε. Η κόλαση δεν έχει φύγει. Απλά ο Χρήστος σε κάνει να την ξεχνάς για λίγο.

 

Άνθρωποι και ποντίκια

 

Βρίσκουμε τον Βασίλη ναυαγισμένο, στα 63 χρόνια του – τα 20 από αυτά στον δρόμο – σε ένα υπόστεγο, κρυμμένο από την λεωφόρο Αθηνών, πίσω από ψηλές ντάνες οικοδομικού υλικού. Πιο δίπλα, μέσα στα απομεινάρια μιας σπασμένης τζαμαρίας, μένει ένας άλλος άστεγος που εκείνη την ώρα λείπει. Ο θόρυβος που έρχεται από τον δρόμο αντηχεί πάνω στους τοίχους της αποθήκης και πολλαπλασιάζεται. Με δυσκολία ακουγόμαστε. Και αυτό το βασανιστήριο είναι διαρκές για εκείνον.

Τα ποντίκια βολτάρουν άφοβα στα πόδια μας και γύρω από τα σκεπάσματα του Βασίλη. Ψάχνουν με θράσος τα πράγματά του για κάτι φαγώσιμο, αδιαφορώντας επιδεικτικά για την παρουσία μας. Αυτό που με ανατριχιάζει περισσότερο και από την εικόνα ενός ανθρώπου που ζει με τα ποντίκια, είναι ότι έχω περάσει άπειρες φορές από αυτόν τον δρόμο, αγνοώντας εντελώς την ύπαρξή του.

«Είμαι Έλληνας του Καυκάσου, Γεννήθηκα στο Καζαχστάν. Οι γονείς μου ήρθαν στην Ελλάδα το 1990 κι εγώ τους ακολούθησα το 1996. Μέναμε στο Αιγάλεω. Δούλευα…».

Η ροή του λόγου του είναι σαν ένα παζλ που σε (προ)καλεί να το συνθέσεις, ώστε να βάλεις σε τάξη τις ανακολουθίες. Η μνήμη μοιάζει να βγαίνει από τον λήθαργο ενός εγκεφάλου που έχει τεθεί σε αποκλειστική λειτουργία επιβίωσης επί 20 χρόνια. Και τώρα βρήκε μια ευκαιρία, ποιος ξέρει από πότε, να ανασυνθέσει την προσωπική της Οδύσσεια.

«Μετά έχασα την δουλειά.. Και μετά εδώ».

 

Πογκρόμ

 

Το «εδώ» για έναν άστεγο είναι μια εξαιρετικά διεσταλμένη έννοια. Ο Χρήστος μας λέει ότι ο Βασίλης ζούσε στο παγκάκι του πάρκου, στην είσοδο του μοναστηριού, αλλά οι αστυνομικοί τον ενοχλούσαν συνεχώς για να φύγει.

Δεν είναι μεμονωμένη περίπτωση. Ο Χρήστος εξηγεί ότι οι παρενοχλήσεις από την αστυνομία στους άστεγους είναι πολύ συχνό φαινόμενο, κυρίως σε σημεία της πόλης που αποτελούν την «βιτρίνα» της. Οι άστεγοι αναγκάζονται συνεχώς να αλλάζουν θέσεις μέχρι που κουράζονται και τελικά αλλάζουν περιοχή ή Δήμο. Κυρίως προς το κέντρο της Αθήνας.

«Οι άστεγοι έχουν αυξηθεί. Αλλά δεν τους αφήνουν στην ησυχία τους. Συνήθως τους κυνηγάει το κράτος. Πηγαίνοντας η αστυνομία και ζητώντας τους συνέχεια χαρτιά, έλεγχο, ταυτότητα, με αποτέλεσμα να φεύγει συνέχεια πιο κει, μέχρι να τον φτάσουν στο κέντρο της Αθήνας και θα τον αφήσουν ήσυχο. Ο λόγος είναι ότι κάποιοι δήμοι ποτέ δεν πρόκειται να δημιουργήσουν δομές, οπότε σου λέει “πήγαινε στο κέντρο”. Αυτό μου λέει η πείρα μου.» λέει ο Χρήστος και συνεχίζει: «Εδώ υπάρχει και μια ψυχολογία του αστέγου. Και μένα όταν με ρωτούσαν στην αρχή δεν έλεγα ότι είμαι χρόνια εδώ. Έλεγα, “να τώρα αύριο μεθαύριο θα φύγω”. Για να αποφύγεις αυτή την ένταση, “φύγε από δω, φύγε από κει, φύγε από το παγκάκι”. Αυτό το έχω υποστεί. Έχω μετρήσει έλεγχο από την αστυνομία πρωί, μεσημέρι και βράδυ σε μια μέρα.».

Χαμογελάει πικρά. «Εμένα τώρα με μάθανε. Αλλά αυτό δεν σημαίνει κάτι. Στους άλλους κάνουν ελέγχους και τους προτρέπουν να πάνε πιο δω και πιο κει, χωρίς κανένα λόγο. Κανένας δεν θέλει να ασχοληθεί σοβαρά. Κανένας δεν θέλει να βγάλει κάποιο πρόγραμμα που να ανταποκρίνεται ουσιαστικά στους αστέγους. Σπάνια και με χίλια ζόρια ίσως επανενταχτείς. Αλλά υπάρχουν άστεγοι όπως ο Βασίλης, στα 63 του, που δεν θα τον βάλουν (σσ. σε πρόγραμμα). Και θα τον αφήσει στο δρόμο. Ο Βασίλης κοιμόταν στο παγκάκι, αλλά δεν τον άφησαν. Θέλουν να μας κρύψουν. Θέλουν γενικώς να κρύψουν τη φτώχεια.».

 

 

Αυτές οι συνεχείς μετακινήσεις γεννούν με την σειρά τους πρόσθετα προβλήματα στους άστεγους. Προβλήματα που έχουν ως αιτία την απόλυτη αδιαφορία για την ύπαρξή τους, από το κράτος. Όπως μας λέει ο Χρήστος, δεν μπορούν να διεκδικήσουν μεροκάματα ή επιδόματα διότι δεν μπορούν να επιδείξουν, ανάλογα με την περίπτωση, διεύθυνση διαμονής, φορολογική δήλωση ή IBAN. Οι δήμοι με την σειρά τους, οι οποίοι έχουν και την αρμοδιότητα για τους άστεγους, δίχως όμως κεντρική κρατική χρηματοδότηση – πάγια τακτική του κεντρικού κράτους η μεταφορά αρμοδιοτήτων δίχως πόρους, ώστε να δημιουργηθούν συνθήκες νέας φορολόγησης – ενεργοποιούνται κυρίως στις περιπτώσεις που βρεθεί κάποιο κοινοτικό πρόγραμμα, με μικρή χρονική διάρκεια βέβαια, που τελικά δεν επιφέρει καμία ουσιαστική αλλαγή στην πραγματικότητα. Επιτρέπει όμως στους εμπλεκόμενους, κατά περίπτωση, να παρουσιάσουν «έργο».

Τελικά, το αποτέλεσμα είναι, όπως συνοψίζει ο Χρήστος, από τους περίπου 30 άστεγους που ο ίδιος υπολογίζει ότι βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή, να είναι επισήμως καταγεγραμμένοι ελάχιστοι, ίσως μόνο ο ίδιος.

«Παρόλο που βγήκε μια νομοθεσία το 2012 και αργότερα συμπληρώθηκε το 2016, για τους άστεγους, για τον ορισμό του άστεγου, καθώς και μερικά προγράμματα, δεν υπάρχει κοινωνική μέριμνα» λέει ο Χρήστος. «Η αρμοδιότητα για τους άστεγους είναι στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Αλλά το μόνο που κάνει η κοινωνική υπηρεσία είναι να “δούμε αν είναι άστεγος, μετά θα κάνουμε τα χαρτιά”, δηλαδή δικαιολογίες γραφειοκρατικού τύπου. Σε όλους τους δήμους, όχι μόνο στο Χαϊδάρι. Υπάρχει ένα γραφειοκρατικό τείχος. Μπορεί κάποιος να μην έχει χαρτιά ή να μην ανταποκρίνονται με το πλαίσιο που έχει οριστεί. Για παράδειγμα, χρόνια πριν γνώρισα έναν άνθρωπο που έτρωγε από τους κάδους των σκουπιδιών. Τον ρώτησα γιατί δεν πήγαινε στην εκκλησία – τότε μόνο η εκκλησία υπήρχε – και μου είχε πει ότι του ζητούσαν κάποιο χαρτί και αυτός φαινόταν να έχει επιχείρηση. Κλειστή βέβαια, άστεγος, αλλά… Με αποτέλεσμα, αν κάποιος υπάλληλος έχει καλή διάθεση μπορεί να τον βάλει κάπου, αλλιώς τον αφήνει να γυρνοβολάει από δω κι από κει.».

 

Οδύσσεια

 

Το «από δω κι από κει» για τον Βασίλη, πριν καταλήξει στα ριζά του Ποικίλου, σε μερικές παλιές κουβέρτες, πάνω στο τσιμέντο ενός υπόστεγου ανοιχτού από την πλευρά της λεωφόρου και μοίρασμα φαγητού με τα ποντίκια, μοιάζει να έχει γραφτεί από τον Ντοστογιέφσκι, ή τον Χάμσουν. «Στα 15 μου (σσ. στο Καζαχστάν) μπλέχτηκε σε έναν καβγά. Με πήγαν στο αναμορφωτήριο. Εκεί πήρα πτυχίο ξυλουργού. Μετά κατευθείαν στο στρατό. Και από εκεί στο Αφγανιστάν. Στον πόλεμο. Πολέμησα. Τραυματίστηκα.». Βάζει την παλάμη του πάνω στο στήθος του για να μας δείξει πού ήταν το τραύμα.

Πάλι θραύσματα μνήμης. Οι Γερμανοί γείτονες – «φίλοι της Μέρκελ» -πίσω στην πατρίδα, που έμεναν σε μια εστία δίπλα στο αναμορφωτήριο και του μιλούσαν*. Ο τσακωμός με τους γονείς. Πηγαινοφέρνει βίαια το χέρι μπροστά στα μάτια του να διώξει αναμνήσεις που νόμιζε ότι τις έχει θάψει βαθιά. Σαν να ήταν η ζωή ενός άλλου. Αλλά είναι η ζωή του. Μια ζωή που, από το 1980 μέχρι και το 1996 που ήρθε στην Ελλάδα, δεν μπορεί να ανασυνθέσει. Ή δεν θέλει.

Τον ρωτάμε αν ήρθε κάποιος, από κάποια αρχή, ή δομή, ή υπηρεσία, ή οργανισμό να τον δει στον πρόσφατο χιονιά.

«Κανένας».

Το μόνο που μας ζητά ο Βασίλης είναι να τον βοηθήσουμε να βγάλει μια σύνταξη. Το πιο συγκλονιστικό είναι ότι αυτό το ζητά με όρους «ανταλλαγμάτων». Όχι σαν «χάρη». Μέσα στη σύγχυσή του μας λέει ότι αν τον βοηθήσουμε, μπορεί να «μεσολαβήσει» στην ρωσική πρεσβεία για να μας βγάλει διαβατήρια – έχοντας ίσως αποφασίσει από μόνος του ότι όντως χρειαζόμαστε κάτι τέτοιο, ή ότι είναι δελεαστικό ή απλά επειδή είναι το μόνο που νομίζει ότι μπορεί να κάνει – παρουσιάζοντας μέσα σε όλη την μεγαλοπρέπειά της, αναδυόμενη μέσα από την απόλυτη εξαθλίωση, μια αξιοπρέπεια που σπανίζει όλο και περισσότερο.

 

 

 

Το Τείχος

 

Ρωτάμε τον Χρήστο αν καταγράφει κάποιος τους αστέγους. «Δεν έχω ακούσει κάτι. Το μόνο που ακούω να διαρρέει είναι ότι “δεν έχουμε πολλούς αστέγους”, ότι είναι “πέντε – έξι” ενώ εγώ στην πραγματικότητα τους υπολογίζω σε καμιά τριανταριά. Εμένα με αναγνωρίζει. Είμαι σε δομή. Τι σημαίνει δομή για τον δήμο; Ότι μπορώ να χρησιμοποιώ το συσσίτιο και με έχει καταγεγραμμένο. Από την άλλη, όμως, δεν μπορεί να μου δώσει κάτι άλλο. Ένα πιάτο φαϊ και ότι κάπου είμαι γραμμένος. Μέχρι εκεί. Για τους άλλους ενδεχομένως θα δώσει μια φορά μια σακούλα με κονσέρβες. Αλλά όχι σε σταθερή βάση.».

Γιατί δεν καταγράφονται αυτοί; «Γιατί πιστεύω ότι δεν θέλουν να έχουν άλλες ευθύνες στο κεφάλι τους. Στο συσσίτιο όταν ήταν ανοιχτό – γιατί τώρα λόγω κορονοϊού έκλεισε και φέρνουν το φαγητό εδώ – υπήρχαν κάποιοι που ενώ ήταν στεγασμένοι, ωστόσο διαμένουν σε ακατάλληλα καταλύματα. Δίχως ρεύμα και νερό. Και αυτοί σύμφωνα με τη νομοθεσία θεωρούνται άστεγοι. Δεν είναι μόνο αυτοί λοιπόν που μένουν στον δρόμο, αλλά και εκείνοι που μένουν σε ακατάλληλες για κατοικία στέγες».

Ο Χρήστος μας λέει ότι όταν βγήκε το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης, κάποιοι μπόρεσαν ατομικά να συμπληρώσουν την πλατφόρμα και να τους παρέχονται ετησίως 1.200 ευρώ προϊόντα, 1.200 ευρώ μετρητά. «Αργότερα έμαθα ότι το ΚΕΑ μπορούσαν και δίνανε και σε αστέγους. Γιατί οι άστεγοι δεν το δικαιούνταν. Τώρα, ποια είναι ακριβώς η διαδικασία που το παίρνουν και οι άστεγοι, δεν το ξέρω. Εγώ δεν το παίρνω γιατί μπαίνω κάποιες φορές στον δήμο με σύμβαση ορισμένου χρόνου.».

Υποθέτει επίσης ότι ο Βασίλης θα μπορούσε να το πάρει το ΚΕΑ, «αλλά κανείς μας από τους αστέγους δεν έχει πρόσβαση στο ίντερνετ». Ακόμη και η ένταξη στο συσσίτιο είναι βάσανο, «Τον είχα πάει εγώ στον δήμο (σσ. Χαϊδαρίου) και τον στέλνουν στον Ασπρόπυργο. Επειδή ο Βασίλης είπε ότι κάποια φορά έμενε στον Ασπρόπυργο.».

«Όταν το κράτος αποφάσισε να οργανωθεί ηλεκτρονικά, δεν ενδιαφέρθηκε για τους ανθρώπους που μένουν στον δρόμο και δεν έχουν πρόσβαση σε ηλεκτρονικές πλατφόρμες» λέει ο Χρήστος. «Στην Εφορία μου είπαν ότι δεν μπορούν να μου κάνουν δήλωση, να πάω σε λογιστή. Δεν με ρώτησαν βέβαια αν είχα τα 5 ή τα 10 ευρώ που μου ζήτησε τότε ο λογιστής για να κάνω μια δήλωση. Περνώντας τα χρόνια λοιπόν, αν πάω να κάνω δήλωση, θα βρεθώ χρεωμένος με πρόστιμα. Βγάζει μια τροποποίηση και λέει για τους αστέγους ότι δεν θα πληρώσουν τα 100 ευρώ πρόστιμο αν δεν κάνανε δήλωση, αλλά αργότερα διαπίστωσα ότι κάνεις μια χειρόγραφη δήλωση και το μόνο που μπορεί να κάνει ο εφοριακός είναι να την περάσει στο σύστημα. Αλλά αν πέσει πάνω σε παλιό χρέος, πάλι θα αναγκαστεί να σε χρεώσει. Δηλαδή σε κάθε περίπτωση μας περιθωριοποιούν από κάθε πλευρά. Αν πάω να πιάσω δουλειά θα μου ζητήσουν IBAN, διεύθυνση κατοικία, χαρτιά. Παλιά πληρωνόσουν μαύρα. Αλλά και πάλι δεν υπήρχε το κράτος για μας. Ποτέ δεν υπήρχε. Στα χαρτιά υπήρχαν υπηρεσίες που στην πράξη δεν λειτουργούσαν.».

 

«Στον καπιταλισμό μετράνε οι αριθμοί, όχι οι άνθρωποι»

 

Ο Χρήστος λέει ότι ο λόγος που βρέθηκε στον δρόμο ήταν η ανυπαρξία εισοδήματος. «Ένας από τους λόγους που παρέμεινα εκτός εργασίας για μεγάλο διάστημα είναι ότι εκεί που δούλευα, δεν πληρώθηκα. Μπαίνοντας στη διαδικασία των επιθεωρήσεων εργασίας, ελέγχων του ΙΚΑ κλπ, κατάλαβα ότι δεν θα πληρωνόμουν. Πήγαινες για δουλειά, σε δοκίμαζε ο εργοδότης ένα δύο μήνες, άντε να φάμε και καμιά υπερωρία, άντε να σου βάλω δέκα μέρες από τις 25 του μήνα που δούλεψες πραγματικά, αυτή ήταν η πραγματική εικόνα. Το αποτέλεσμα είναι να μείνω δίχως εισόδημα και μετά βρέθηκα στον δρόμο. Στους αστέγους δεν λείπει η στέγη, Λείπει αρχικά το εισόδημα. Μετά μένεις στον δρόμο.

»Ένα πρόγραμμα απαιτούσε έναν κοινωνικό λειτουργό σε κάθε άστεγο. Ήταν αδύνατον. Αλλά όμως, επειδή τα χρήματα ήταν τότε αρκετά, δεν ήθελαν να χαθούν. Το κράτος μπορεί να επανεντάξει έναν άστεγο με πολύ λιγότερα χρήματα. Γιατί πρέπει να δώσεις σε έναν ιδιώτη λεφτά για να φιλοξενήσει έναν άστεγο; Ή για να τον πάρει για δουλειά; Και μετά, μόλις τελειώσει το πρόγραμμα θα του πει, “τέλειωσε το πρόγραμμα, άντε γεια”;».

«Αυτό είναι το πρόβλημα» συνεχίζει. «Με το να πάρεις έναν άστεγο και να τον βάλεις σε στέγη, έναν πρόσφυγα σε ένα hot spot, χωρίς πρόβλεψη τι θα τον κάνεις στο κοντινό μέλλον, είναι στα χαρτιά και δεν έχει καμία σχέση με τις ανάγκες του ανθρώπου. Τους άστεγους και τους πρόσφυγες τους δημιουργεί το ίδιο το σύστημα αλλά αργότερα δεν ξέρει τι θα τους κάνει. Κάπου διάβασα, ότι μια επανένταξη αστέγου κοστίζει από 10 έως 20.000 ευρώ. Αυτά τα χρήματα ποτέ δεν πρόκειται το κράτος να τα δώσει. Θα δίνει μόνο ένα πιάτο φαϊ και θα ανοίγει στους χιονιάδες θερμαινόμενες αίθουσες. Και τέλος.».

Υπάρχει κοινωνική αλληλεγγύη; «Αλληλεγγύη από την κοινωνία υπάρχει. Ο κόσμος πρέπει να συνεχίζει να εκφράζει αυτή την αλληλεγγύη γνωρίζοντας ότι είναι πανεύκολο να βρεθείς στον δρόμο. Να υπάρχει μία πίεση. Στο καπιταλιστικό σύστημα μετράνε τα νούμερα και δεν μετράει ο άνθρωπος. Δεν μιλάω να έρθει αύριο σοσιαλισμός. Αλλά όμως θα μπορούσες να έχεις ένα πιο κοινωνικό κράτος. Αλλά δεν τους ενδιαφέρει τι θα γίνεις. Αν θα ζήσεις ή αν θα πεθάνεις. Να βγαίνουν τα νούμερα τους ενδιαφέρει. Τίποτε άλλο».

 

 

Οι πρόσφυγες των βουνών

 

Τον ρωτάμε αν έχει εικόνα για την κοντινή προσφυγική δομή. «Υπάρχουν πρόσφυγες που ζουν ως; άστεγοι» απαντά. «Δεν ξέρω αν είναι και στο hot spot και είναι και έξω. Ξέρω όμως ότι ζουν σαν άστεγοι. Δεν θέλουν να φαίνονται. Το καλοκαίρι δεν τους καταλαβαίνεις, αλλά τον χειμώνα τους καταλαβαίνεις γιατί ανάβουν μια φωτιά για να ζεσταθούν. Πηγαίνουν σε πολύ απόμερα μέρη. Εδώ στο δάσος, όσο μπαίνεις πιο βαθιά, έχεις και χαμηλότερη θερμοκρασία. Είναι τελείως αθέατοι. Μόνο το βράδι καταλαβαίνεις ότι κάποιος ζει εκεί».

 

Η αστεγία ως φόβητρο της μισθωτής σκλαβιάς

 

«Εγώ αρχικά δεν κατάλαβα καν ότι ήμουν άστεγος» διηγείται ο Χρήστος. «Ερχόντουσαν μετά από ένα χρόνο και με ρωτούσαν τι κάνω εδώ. Δεν ήξερα τι να τους πω. Δεν θεωρούσα τον εαυτό μου άστεγο. Έλεγα κάτι θα γίνει, θα βρω δουλειά. Περνώντας όμως τα χρόνια είναι πάρα πολύ δύσκολο να επανενταχθείς. Γιατί θα αντιμετωπίσεις όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει όλος ο κόσμος και θα έχεις επιπλέον στο πίσω μέρος του μυαλού σου, μην ξαναβρεθείς στον δρόμο. Και θα είναι πολύ δύσκολο. Θα γίνεις υποχείριο, υπόδουλος στον εκάστοτε εργοδότη. Με τον φόβο μην μείνεις στον δρόμο. Εγώ πιστεύω τελικά ότι τους αστέγους τους στέλνουν στο κέντρο για να τους βλέπουν οι εργαζόμενοι και να φοβούνται ότι θα βρεθούν κι αυτοί στον δρόμο. Με αποτέλεσμα να κάνουν τα πάντα: Τετράωρα, δίωρα, μία ώρα; Να σε πληρώνω κιόλας για να δουλεύω.».

 

«Είναι πανεύκολο να πεθάνει ένας άστεγος»

 

Τον ρωτάμε τι γίνεται σε περίπτωση που κάποιος άστεγος χρειαστεί υγειονομική φροντίδα. Ο Χρήστος μας διηγείται την προσωπική του εμπειρία. Ήταν το 2018. «Δεν ένιωσα καλά. Πήγα και παρακάλεσα στο ψυχιατρείο να ειδοποιήσουν το ΕΚΑΒ. Από το ΕΚΑΒ ρώτησαν αν είμαι νοσηλευόμενος. Απάντησαν, όχι, είναι άστεγος. Το ΕΚΑΒ δεν ήρθε ποτέ εκείνη τη νύχτα. Δεν μπορούσα να πάρω ανάσα. Ο φύλακας το πρωί μου λέει “δεν είσαι καλά. Να πάρω το ΕΚΑΒ;”. Τελικά ήρθε».

Προς το τέλος της κουβέντας τον ρωτάμε αν αυτά τα χρόνια είδε θανάτους αστέγων. Μας λέει για έναν άστεγο που έμενε δεκαετίες στο παγκάκι. Ένα πρωί δεν τον είδε. Ρώτησε και έμαθε ότι τον πήγαν στο νοσοκομείο. Μάλλον δεν ζει πια. «Υπήρχε και ένας θάνατος στο δάσος. Είναι πανεύκολο να πεθάνει ένας άστεγος».

Τον αποχαιρετάμε. Ανταποδίδει με εκείνο το ακαταπόνητο χαμόγελο. «Τα λέμε».

Ναι Χρήστο. Θα τα πούμε.

***

Φωτογραφίες: Ζαχαρίας Τσούμος

*Πιθανότατα πρόκειται για για εξειδικευμένους τεχνικούς ή επιστήμονες που εργάζονταν σε τεχνικά έργα, στο πλαίσιο τέτοιων ανταλλαγών μεταξύ της τότε Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της ΕΣΣΔ. Πολλοί Σοβιετικοί επιστήμονες και τεχνικοί, όπως και από άλλες πρώην σοσιαλιστικές χώρες σχημάτιζαν μπριγάδες αλληλεγγύης για βοήθεια στη δημιουργία υποδομών, τόσο μεταξύ των χωρών τους, όσο και στην Λατινική Αμερική και την Αφρική.

Γεννήθηκε – και αυτή είναι μία από τις ελάχιστες βεβαιότητες που έχει – το 1970. Πουλούσε την εργατική του δύναμη επί χρόνια στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό Τύπο. Μέχρι που του έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι ήταν το μόνο πράγμα που φοβόταν. Τώρα «αναρρώνει» στο Περιοδικό. Ελπίζει, για πάντα.