Το ανεκπλήρωτο Λαχταρώ της Σάρα Κέιν

Κραυγή ενάντια στην ασφυκτική, πετυχημένη ζωή

| 21/02/2017

Ήταν 20 Φεβρουαρίου 1999 όταν η αγγλίδα θεατρική συγγραφέας Σάρα Κέιν μετά από μακροχρόνια μάχη με την κατάθλιψη αυτοκτόνησε κρεμασμένη από τα κορδόνια των παπουτσιών της σε μια τουαλέτα στο London’s King’s College Hospital

Γεννήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου του 1971, στο Μπρέντγουντ του Έσσεξ. Σπούδασε θέατρο στο πανεπιστήμιο του Μπέρμινχαμ. Έγραψε πέντε θεατρικά έργα: Blasted, Phaedra’s Love, Cleansed, Crave, 4.48 Psychosis.

Πρόκειται για την επιφανέστερη εκπρόσωπο του θεατρικού κινήματος «In-yer-face theatre», που ξέσπασε στη Βρετανία, από τη δεκαετία του ’80 με αποκορύφωμα τη δεκαετία του ’90, βγάζοντας αυθάδικα τη γλώσσα στη mainstream βρετανική θεατρική σκηνή, των ανέφελων μιούζικαλ και των ελαφρών κωμωδιών. 

Με έργα ωμά, προκλητικά, με σκοπό να ταρακουνήσουν κυριολεκτικά τον θεατή, μια ομάδα νέων συγγραφέων του Ρόγιαλ Κορτ (Σάρα Κέιν, Τζο Πένχολ, Τζεz Μπάτεργουορθ, Άντονι Νίλσον), μεγαλωμένοι στη Θατσερική Αγγλία, έδωσαν δείγματα μιας άλλης θεατρικής γραφής, που αρχικά σόκαρε, εγείροντας συντηρητικές αντιδράσεις, δεν άργησε όμως να καταξιωθεί. Δύο δεκαετίες μετά την αυτοκτονία της Σάρα Κέιν, τα έργα της συνεχίζουν να ανεβαίνουν συχνότατα σε όλο τον κόσμο, ενώ κανένας άλλος θεατρικός συγγραφέας της γενιάς της δεν έχει αναλυθεί τόσο πολύ.   

Χαρακτηριστικό του θεάτρου που έκανε η Κέιν είναι το δριμύ της κατηγορώ απέναντι στις κοινωνίες του θεάματος και της αλλοτρίωσης, που βρίσκεται στο τελευταίο της έργο Ψύχωση 4.48

 «να επιτυγχάνω στόχους και φιλοδοξίες/ να ξεπερνώ εμπόδια και να επιτυγχάνω υψηλές επιδόσεις/ να αυξάνω τον αυτοσεβασμό με την επιτυχή άσκηση του ταλέντου/ να υπερνικώ τους αντιπάλους/ να ασκώ έλεγχο και επιρροή στους άλλους/ να υπερασπίζω τον εαυτό μου/ να υπερασπίζω τον ψυχολογικό μου χώρο/ να δικαιώνω το εγώ/ να προσελκύω την προσοχή/ να φαίνομαι και να ακούγομαι/ να συγκινώ, να καταπλήσσω, να γοητεύω, να αιφνιδιάζω, να διεγείρω, να ψυχαγωγώ, να διασκεδάζω ή να ξελογιάζω τους άλλους/ να είμαι ελεύθερη από κοινωνικούς περιορισμούς/ να αντιστέκομαι στην καταπίεση και στον καταναγκασμό/ να είμαι ανεξάρτητη και να δρω ανάλογα με τις επιθυμίες μου/ να περιφρονώ τους τύπους/ να αποφεύγω τον πόνο/ να αποφεύγω την ντροπή/ να ξεπλένω παλιές ταπεινώσεις αναλαμβάνοντας εκ νέου δράση/ να διατηρώ τον αυτοσεβασμό μου/ να καταστέλλω το φόβο/ να ξεπερνώ την αδυναμία/ να ανήκω/ να είμαι αποδεκτή/ να πλησιάζω και να επικοινωνώ ευχάριστα με τους άλλους/ να συνομιλώ φιλικά, να λέω ανέκδοτα, να ανταλλάσσω συναισθήματα, ιδέες, μυστικά/ να επικοινωνώ, να συνομιλώ/ να γελάω και να κάνω καλαμπούρια/ να κερδίζω τη στοργή του επιθυμητού Άλλου/ να προσκολλώμαι και να παραμένω πιστή στον Άλλο/ να απολαμβάνω αισθησιακές εμπειρίες με αυτόν τον καθεξόμενο Άλλον/ να τρέφω, να βοηθώ, να προστατεύω, να ανακουφίζω, να παρηγορώ, να υποστηρίζω/ να νοσηλεύω ή να θεραπεύω/ να με τρέφουν, να με βοηθούν, να με προστατεύουν, να με ανακουφίζουν, να με παρηγορούν, να με υποστηρίζουν, να με νοσηλεύουν ή να με θεραπεύουν/ να σχηματίζω αμοιβαίως ευχάριστες, μόνιμες, συνεργατικές και ανταποδοτικές σχέσεις με τον Άλλον, με έναν όμοιο/ να με συγχωρούν/ να με αγαπούν/ να είμαι ελεύθερη»,

κραυγάζει η Κέιν τον μακρύ κατάλογο μιας «επιτυχημένης» ζωής, μέσα στην οποία ασφυκτιά. Και την ίδια στιγμή, στο προτελευταίο της έργο, το Λαχταρώ, τολμάει να μας περιγράψει τον έρωτα και την ίδια τη λαχτάρα για ζωή μέσα από τον πιο ανθρώπινο, αντι-Χόλιγουντ και αντι-επιβεβλημένο τρόπο.

“…Και να ξεπαγιάζω όταν μου παίρνεις τις κουβέρτες, και να ζεσταίνομαι όταν δεν μου τις παίρνεις, Και να λιώνω όταν χαμογελάς και να διαλύομαι όταν γελάς, Και να μην καταλαβαίνω όταν λες ότι σε απορρίπτω, Και ν’ αναρωτιέμαι πώς σου πέρασε ποτέ απ’ το νου ότι εγώ θα μπορούσα ποτέ να σε απορρίψω, Και ν’ αναρωτιέμαι ποια είσαι αλλά να σε δέχομαι έτσι όπως είσαι, Και να σου λέω για το μαγεμένο δάσος, τον άγγελο του δέντρου, το αγόρι που πέρασε πετώντας τον ωκεανό επειδή σ’ αγαπούσε, Και να σου γράφω ποιήματα, και να αναρωτιέμαι γιατί δεν με πιστεύεις, Και να σ’ αγαπάω τόσο βαθιά που να μην μπορώ να το βάλω σε λόγια…” (μετάφραση Τζένης Μαστοράκη)