Το μετέωρο βήμα της Τουρκίας (α' μέρος)

Τι κρύβει η ατάραχη στάση της γειτονικής χώρας;

| 19/10/2014

Οι δρόμοι της Τουρκίας φλέγονται από την οργή και το αίμα των Κούρδων. Στρατός, απαγόρευση κυκλοφορίας στις  «κουρδικές» επαρχίες. Δυόμισι χιλιόμετρα από τα νότια σύνορα, στην κουρδική πόλη Κομπάνι (Αϊν αλ Άραμπ στα αραβικά) βρίσκεται σε εξέλιξη μια από τις σκληρότερες πολιορκίες της σύγχρονης ιστορίας. Μια πολιορκία στην οποία συμμετέχουν ακραίοι ισλαμιστές, σε μεγάλο βαθμό μισθοφόροι, του «Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ και στο Λεβάντε» και από την άλλη πολιτοφύλακες του ισχυρότερου, στη Συρία, κουρδικού κόμματος, του κόμματος της Δημοκρατικής Ένωσης –PYD. Μια  σκληρότατη μάχη με εξαιρετικά μεγάλη στρατηγική και συμβολική σημασία.

Η Άγκυρα προκλητικά ατάραχη παρακολουθεί τις εξελίξεις. Τι θα κάνει τελικά η τουρκική ηγεσία με τον πόλεμο στο κατώφλι της και τις «παράπλευρες απώλειές του» μέσα στο ίδιο της το σπίτι; Όπως φαίνεται θα συνεχίσει να «παζαρεύει», να ζητάει ανταλλάγματα, να εκβιάζει και να προσπαθεί να πατήσει σε «δύο βάρκες».  Όπως δηλαδή κάνει όλα τα τελευταία χρόνια αλλάζοντας «στρατόπεδα» με ιδιαίτερη ευκολία και καταφέρνοντας, τελικά, παρά τις διαβεβαιώσεις του αρχιτέκτονα της ακολουθούμενης εξωτερικής πολιτικής, νυν πρωθυπουργού, Αχμέτ Νταβούτογλου, περί «μηδενικής έντασης» με τους γείτονες, να έχει προκαλέσει την οργή των πάντων: «συμμάχων» και εχθρών.

Η εκλογή του ΑKP και του Ερντογάν στην πρωθυπουργία  της χώρας αποτέλεσε την πολλοστή και πετυχημένη, όπως αποδείχτηκε, προσπάθεια ανάληψης της εξουσίας από το λεγόμενο μετριοπαθές Ισλάμ, δηλαδή το τουρκικό παρακλάδι των «Αδελφών Μουσουλμάνων». Δεν ήταν ούτε 15 ημέρες στην πρωθυπουργία όταν η νέα κυβέρνηση ήρθε στην πρώτη, αδιανόητη για τα τότε δεδομένα, ρήξη με τις ΗΠΑ: η Άγκυρα αρνήθηκε να χρησιμοποιηθεί η αεροπορική βάση του Ιντσιρλίκ και ο εναέριος χώρος της για την επίθεση στο Ιράκ, τον Μάρτιο του 2003. Αυτό έγινε κυρίως, όπως φαίνεται, γιατί η νέα ηγεσία δεν ήταν διατεθειμένη, από κεκτημένη ταχύτητα, να μπλέξει σε μια ιστορία δίπλα στα σύνορά της με απρόβλεπτες συνέπειες και ανοιχτό ακόμη και το ενδεχόμενο τριχοτόμησης του Ιράκ και δυναμικής επανεμφάνισης στο προσκήνιο της προοπτικής κουρδικού κράτους. Βέβαια, η άρνηση της Άγκυρας κατέστησε πολύτιμους συμμάχους της «συμμαχίας των προθύμων» του Μπους του νεότερου, τους Κούρδους του βορείου Ιράκ, οι οποίοι λειτούργησαν ως εμπροσθοφυλακή της επέμβασης διασφαλίζοντας την διευρυμένη αυτονομία τους και «παζαρεύοντας» και περαιτέρω προνόμια.

tourkia-filokourdikes-antikubernitikes-diadiloseis

Τουρκία: φιλοκουρδική διαδήλωση. EPA/ERDEM SAHIN

Ο «νεοθωμανισμός»

Μετά από το συγκεκριμένο περιστατικό, όντως η ηγεσία Ερντογάν ακολούθησε μια εξωτερική πολιτική «ήπιας προσέγγισης» που ως κύριο χαρακτηριστικό είχε την επίμονη διάθεσή της να αναδειχτεί σε «κρίσιμο ενδιάμεσο» ανάμεσα στις δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και τον μουσουλμανικό κόσμο. Η Άγκυρα είχε αντιληφθεί, ήδη ότι, από τις αρχές της δεκαετίας του ‘00 και πολύ περισσότερο μετά την επίθεση στους Δίδυμους πύργους, ο «χάρτης» της ευρύτερης περιοχής της Μέσης Ανατολής εισέρχεται σε φάση «ανασχεδιασμού» συνόρων, συμμαχιών και ισορροπιών.

Σε αυτές τις αλλαγές, η τουρκική ηγεσία ήθελε να είναι παρούσα.  Διόλου περίεργο αν σκεφτεί κανείς ότι το ΑΚΡ και ο Ερντογάν, εκφράζοντας το τμήμα εκείνο τής, κατά κύριο λόγο, αναδυόμενης τουρκικής αστικής τάξης που δεν είχε ταυτιστεί με το στρατιωτικό κατεστημένο, είχε ανάγκη από μια κυρίαρχη αφήγηση, ένα «εθνικό όραμα» που εκτός από συνεκτικός ιστός θα λειτουργούσε και ως πλαίσιο για να στηθεί το «οικονομικό θαύμα» της γείτονος με την «βοήθεια» των προγραμμάτων του ΔΝΤ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Χωρίς να καλύπτονται όλες οι πτυχές του, αυτή η αφήγηση  ήταν ο περίφημος «νεοθωμανισμός». Σε πολύ αδρές γραμμές θα μπορούσε κανείς να πει ότι πρέσβευε τον τερματισμό της αντιμετώπισης της Τουρκίας ως απλώς το «τσιράκι» των ΗΠΑ στην περιοχή, την βελτίωση της εικόνας της προς τον μουσουλμανικό κόσμο που την έβλεπε ως ένα εντελώς εκδυτικισμένο κράτος, την προώθηση του μοντέλου διακυβέρνησης του «μετριοπαθούς» Ισλάμ ως ιδανικού προτύπου που συνδυάζει τα «ανατολικά μουσουλμανικά χαρακτηριστικά (σε επίπεδο καθημερινότητας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών) με τις ανάγκες της καπιταλιστικής αγοράς» τηρώντας τις απαραίτητες ισορροπίες, τη σταδιακή ανάδειξή της σε κρίσιμο περιφερειακό παίχτη στην ευρύτερη περιοχή.

Αυτόν τον στόχο προσπαθεί, μέχρι σήμερα, να υπηρετήσει η ηγεσία Ερντογάν. Ερχόμενη σε «ρήξη» με τις ΗΠΑ κατά την εισβολή στο Ιράκ το 2003 έριξε «γέφυρα» επικοινωνίας με την αραβική κοινή γνώμη. Το σημαντικότερο: έθεσε τις βάσεις στενότερης συνεργασίας με το Ιράν, κίνηση με μακροπρόθεσμο στόχο, δεδομένης της σιιτικής πλειοψηφίας στο γειτονικό Ιράκ και τη σχεδόν βέβαιη επικράτηση σιιτικών πολιτικών δυνάμεων μετά την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν. Για χρόνια η Τουρκία κατάφερε σε σημαντικό βαθμό να είναι ο «χρήσιμος» ενδιάμεσος στην «κόντρα» της Τεχεράνης με τη Δύση και ιδιαίτερα τις ΗΠΑ.

Ταυτόχρονα, η Άγκυρα καλλιέργησε τις σχέσεις της και με το Ισραήλ. Ήταν κάτι που ήθελαν οι ΗΠΑ (για να υπάρχει άξονας «συμμάχων» στην κρίσιμη γεωστρατηγικά και ενεργειακά περιοχή) αλλά και η ίδια, καθώς κέρδισε έναν σημαντικό εμπορικό και τουριστικό εταίρο, έναν καλό συνεργάτη σε επίπεδο αμυντικής βιομηχανίας, μια καλύτερη εικόνα του τι συμβαίνει στις αυτόνομες περιοχές του βορείου Ιράκ (το Ισραήλ δραστηριοποιείται στην περιοχή οικονομικά από το 2003 και κατά πληροφορίες δραστηριοποιούνται και οι μυστικές του υπηρεσίες) και έναν καλό «πελάτη» για τις υπηρεσίες διαμεσολάβησης που ήθελε να πουλήσει. Όσο οι ισραηλινο-τουρκικές σχέσεις πήγαιναν καλά, η Άγκυρα οργάνωσε επαφές και μεταξύ Ισραήλ – Συρίας με θεωρητικό στόχο τον τερματισμό τής, μεταξύ τους, εμπόλεμης κατάστασης (κάτι αδύνατο δεδομένης της συνεχιζόμενης ισραηλινής κατοχής στα συριακά υψίπεδα Γκολάν) και πέτυχε να βρεθεί στο επίκεντρο του πιο «θερμού» τριγώνου της περιοχής: Ισραήλ – Συρία- Ιράν.

αρχείο λήψης

Παλαιστινιακό – Συρία οι μεγάλες «ανατροπές» τακτικής

Όταν οι σχέσεις με το Ισραήλ βρίσκονταν  στο καλύτερο σημείο τους, η Άγκυρα προέβη σε μια θεωρητικώς αντιφατική ενέργεια: ο Ερντογάν «εξερράγη» δίπλα στον Σιμόν Πέρες στο φόρουμ του Νταβός «πνιγόμενος από το δίκιο του παλαιστινιακού λαού» (2009). Το 2010 ήρθε η αιματηρή ισραηλινή επέμβαση στο Μαβί Μαρμαρά. Η απόπειρα «υιοθέτησης» του Παλαιστινιακού από την Άγκυρα, ιδιαίτερα μετά την εκλογή της «Χαμάς» (επίσης παρακλάδι των ισλαμιστών «Αδελφών Μουσουλμάνων») ενόχλησε τόσο την Τεχεράνη όσο και το Τελ Αβίβ για διαφορετικούς λόγους: την πρώτη για λόγους ανταγωνισμού (ένιωθε ότι γίνεται προσπάθεια να της αποσπαστεί ο προνομιακός ρόλος του υποστηρικτή της παλαιστινιακής υπόθεσης και μάλιστα από σουνιτική πλευρά), το δεύτερο προφανώς και μόνο λόγω της υποστήριξης στους Παλαιστινίους. Ταυτόχρονα, βέβαια, έριχνε ακόμη περισσότερες «γέφυρες» με την αραβική κοινή γνώμη.

Turquie Israel 4

Με το Ιράν η δυσφορία κορυφώθηκε με τη στάση της Άγκυρας απέναντι στο καθεστώς Άσαντ στη Συρία. Μετά το ξέσπασμα των πρώτων διαδηλώσεων στη Συρία τον Μάρτιο του 2011, η ηγεσία Ερντογάν δεν χρειάστηκε ούτε έξι μήνες για να εγκαταλείψει τον στενό της σύμμαχο Άσαντ.  Η προσπάθειά της να «ηγεμονεύσει» των εξελίξεων στις αραβικές χώρες με τις ανατροπές καθεστώτων και την ανάδειξη δυνάμεων, φίλα προσκείμενων, στους «Αδελφούς Μουσουλμάνους», είχαν γίνει, ήδη, ξεκάθαρες. Τόσο ξεκάθαρες που πληροφορίες λένε ότι είχαν δυσφορήσει ακόμη και οι Αιγύπτιοι «Αδελφοί Μουσουλμάνοι», οι οποίοι είχαν ξεκαθαρίσει στον Ερντογάν όταν επισκέφτηκε το Κάιρο μετά την ανατροπή Μουμπάρακ κάνοντας «σουλτανική» εμφάνιση, ότι τον ευχαριστούν για την στήριξη αλλά θα αποφασίσουν μόνοι τους για τα δικά τους ζητήματα χωρίς παρεμβάσεις.

Η Άγκυρα χρηματοδότησε, εξόπλισε, φιλοξένησε, σχεδίασε όλες τις πρώτες μορφές έκφρασης των αντικαθεστωτικών. Αποτέλεσε το βασικό δίαυλο επικοινωνίας τους με τις ΗΠΑ που έλαβαν υπ’ όψιν τις τουρκικές εκτιμήσεις για γρήγορη ανατροπή Άσαντ και ισχυρή «αντιπολίτευση». Δέχτηκε δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες και, κατά πληροφορίες, επί τουρκικού εδάφους υπό την επιτήρηση της CIA εκπαιδεύτηκε σημαντικό κομμάτι των Σύρων αντικαθεστωτικών. Συνεργάστηκε στενά με τις πετρελαιομοναρχίες για τον εξοπλισμό  και ακραίων ισλαμιστικών οργανώσεων, όπως το «Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ και στο Λεβάντε», για να αποκτήσει πρόσβαση και σε αυτούς ενώ τα τουρκικά σύνορα, ακόμη και σήμερα, παραμένουν ίσως το πλέον δημοφιλές πέρασμα για ισλαμιστές μισθοφόρους και μαχητές στο συριακό έδαφος αλλά και για το λαθρεμπόριο που ενίσχυσε οικονομικά το «Ισλαμικό Κράτος».

«Αντιθετικά» μηνύματα

Erdogan-OTAN-400x267

Η ηγεσία Ερντογάν «έπαιξε» καλά το ρόλο της στην περαιτέρω περικύκλωση της Συρίας αλλά και στην ενίσχυση της ΝΑΤΟϊκής παρουσίας στην Μέση Ανατολή (εξέλιξη που ενόχλησε περαιτέρω και τη Ρωσία και το Ιράν, που, ούτως ή άλλως, βρίσκονταν «απέναντι» στηρίζοντας τον Άσαντ), αναπτύσσοντας νατοϊκούς Patriot στα σύνορά της για «προστασία από τη συριακή αεροπορία». Και ενώ όλα αυτά δημιουργούν την αίσθηση ότι η Άγκυρα «ευθυγραμμίζεται» και πάλι με τους ισχυρούς, πέραν του Ατλαντικού, συμμάχους της, ταυτόχρονα έρχεται και απέναντί τους. Το παιχνίδι των αντιφάσεων και των ισορροπιών συνεχίζεται.

Η Άγκυρα συγκρούστηκε με την Ουάσινγκτον για την ανατροπή Μούρσι στην Αίγυπτο, η οποία αποτέλεσε καίριο πλήγμα στο νεοθωμανικό «όραμα» της ηγεσίας Ερντογάν. Η ανταγωνιστική σχέση που πλέον διαμορφώνεται για το ποιος θα επηρεάσει περισσότερο τον αραβικό κόσμο (Τουρκία – Αίγυπτος) κορυφώθηκε με την ανταλλαγή κατηγοριών ανάμεσα στον Ερντογάν και στον στρατηγό αλ Σίσι (για στήριξη τρομοκρατίας κατηγόρησε τον Ερντογάν ο αλ Σίσι, για ωμή παραβίαση δικαιωμάτων τον κατηγόρησε ο Ερντογάν) στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ πριν λίγες εβδομάδες.

Και συγκρούστηκε, πάλι, με την Ουάσινγκτον όταν η δεύτερη διαπίστωσε ότι γίνονται και πράγματα που δεν γνωρίζει όσον αφορά στη δράση και στον εξοπλισμό των αντικαθεστωτικών στη Συρία. Αυτό άρχισε να γίνεται εμφανές το 2012, όταν πρωτοεμφανίστηκαν οι μισθοφορικές ισλαμιστικές οργανώσεις στη Συρία (γνωστότερες το «Μέτωπο αλ Νούσρα» και το «Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ και στο Λεβάντε»).  Η εναλλακτική που είχε «στήσει» η Άγκυρα για την αντικατάσταση του Άσαντ, το «Εθνικό Συριακό Συμβούλιο» που μετεξελίχθηκε σε «Εθνική Συριακή Συμμαχία», δεν είχε κανένα έρεισμα και στρατιωτική ισχύ εντός Συρίας. Ως εναλλακτική στον Άσαντ εμφανίζονταν μόνο οι ακραίοι ισλαμιστές. Η προοπτική δεν ενθουσίασε την Ουάσινγκτον που, δια μέσου όλων των δυνατών διόδων, εξέφρασε τη δυσφορία της για την απόπειρα «χειραγώγησης» της κατάστασης σε συγκεκριμένη κατεύθυνση κυρίως από την Άγκυρα, τη Σ. Αραβία και το Κατάρ.

Η ολοένα πιο έντονη θρησκευτική χροιά της διαμάχης (σουνίτες – σιίτες), οι φρικαλεότητες των ισλαμιστών που από τα τέλη του 2012 άρχισαν να δημοσιοποιούνται και στα δυτικά ΜΜΕ, η απροκάλυπτα έντονη πίεση της Τουρκίας (και των άλλων πετρελαιομοναρχιών) για στρατιωτική επέμβαση ακόμη και με προβοκάτσιες (όπως αποκαλύφτηκε στα τέλη του 2013, από καταγεγραμμένες συνομιλίες του αρχηγού των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών Χακάν Φιντάν με τον τότε πρωθυπουργό Ερντογάν και τον τότε ΥΠΕΞ Αχμέτ Νταβούτογλου που μιλούν για «σχεδιασμό» επίθεσης με όλμους από συριακό σε τουρκικό έδαφος) προκάλεσαν, εκ νέου, δυσφορία στην Ουάσινγκτον. Όχι γιατί έχει ηθικό πρόβλημα συνεργασίας με τους ισλαμιστές, αλλά γιατί πιεζόταν, μέσα από τη διαμόρφωση δεδομένων στο έδαφος, να προβεί σε ενέργειες που δεν θα εξυπηρετούσαν κατά προτεραιότητα τους σχεδιασμούς και τα συμφέροντά της, σε μια ιδιαίτερα ευαίσθητη περιοχή με ανοιχτά σημαντικά θέματα όπως π.χ. την προσέγγιση με το Ιράν.

Στο β΄ μέρος: Πώς η ηγεσία Ερντογάν έπαιξε το χαρτί του διχασμού απέναντι στους Κούρδους και, ως ένα βαθμό, κέρδισε. Γιατί, αν και προφανώς αντιφατική, η εξωτερική πολιτική της Άγκυρας είναι μονόδρομος για την αστική της τάξη.

Ανάμεσα στις δύο μεγάλες αγάπες, την ψυχολογία και τη δημοσιογραφία, την μία την σπούδασε και την άλλη την έκανε επάγγελμα. Καμβάς το διεθνές ρεπορτάζ. Eκεί που δυστυχώς οι ζωές γίνονται ακόμη αριθμοί. Αγαπημένη ερώτηση: γιατί. Αγαπημένο μέσο: οι λέξεις, γραπτές ή ραδιοφωνικές. Μετά κόπων και βασάνων, κατάφερε να ολοκληρώσει διδακτορική διατριβή, όπου αποπειράθηκε να συνδυάσει πολιτική φιλοσοφία και σύγχρονες εξελίξεις.