Στήλη: Βιβλία + Συζητήσεις

«Το σύμπλεγμα του Τηλέμαχου. Γονείς και παιδιά στην εποχή της δύσης του πατέρα»,

του Massimo Recalcati, εκδ. κέλευθος 2016, Μετάφραση: Αννα Πλεύρη - Γιοβάνα Βεσσαλά

| 25/07/2020

Η εποχή του Πατέρα-αφέντη τελείωσε προ πολλού, η εποχή του γονιού-παιδιού και του παιδιού-Νάρκισσου καταρρέει με πάταγο, έτσι όπως καταρρέουν οι Νάρκισσοι και τα ναρκισσιστικά συστήματα. Και, ίσως, αναδύεται το ερώτημα: μήπως να τελειώνουμε με τους Πατέρες; Μήπως δεν χρειάζονται;

Ο Massimo Recalcati … απογοητεύει όσους ονειρεύονται μια, ακόμα, « νέα »  εποχή αέναης παιδικότητας και προεφηβείας, όπου παιδιά, μητέρες και πατερο-μητέρες θα ζουν σε μια ευδαιμονική, αιμομικτική συγχώνευση. Ακόμη, «καθησυχάζει» και προτρέπει αυτούς, και ευτυχώς είναι πολλοί πια αυτοί οι άνθρωποι, που ξέρουν ή έστω ψυχανεμίζονται, ότι ο Πατέρας είναι, και απαραίτητος, και «αναπόφευκτος», και ευχάριστη παρουσία. Καθησυχάζει, όχι με πατερναλιστικό τρόπο ή με τον τρόπο υπερπροστατευτικής μητέρας, δηλαδή υποσχόμενος ένα « φωτεινό μέλλον », που θα εκπληρωθεί είτε αυτόματα είτε από κάποιους επαΐοντες, αλλά δείχνοντας ότι υπάρχει η δυνατότητα για  μια νέα συνθήκη, η πραγμάτωση της οποίας απαιτεί την άμεση και ενεργό συμμετοχή μας.

Κεντρική του ιδέα ο Νόμος των Νόμων ( σελ. 33 ), ο Νόμος του ευνουχισμού ή κατά τη λακανική οπτική ο Νόμος του λόγου. Δηλαδή, η αναγνώριση εκ μέρους του ατόμου ότι από τη στιγμή που εισέρχεται στον χώρο της γλώσσας, από Νήπιο ( νη = άνευ, έπος = λόγος ) γίνεται άνθρωπος. Άνθρωπος σημαίνει αναγνώριση του γεγονότος ότι είμαστε Ον μερικό, ατελές, υπό συνεχή εξέλιξη και ωρίμανση, με την πιθανότητα φάσεων παλινδρόμησης. Όν το οποίο, ναι μεν επιθυμεί τα πάντα και τα αντίθετά τους, αλλά ταυτόχρονα γνωρίζει και, κυρίως, αποδέχεται ότι, και δεν μπορεί να τα έχει αλλά και δεν πρέπει. Δεν πρέπει διότι η ικανοποίηση όλων των επιθυμιών, εάν ήταν δυνατή, είναι θανατηφόρος. Θανατηφόρος τόσο για το άτομο, μιας και θα οδηγούσε, σε στόμωμα της επιθυμίας και της φαντασίας και, έτσι, σε μια αφόρητη ανία και στην τοξικομανιακή αναζήτηση περισσότερης διέγερσης, μέχρι και θανατερής, αλλά και γιατί προϋποθέτει την εξαφάνιση των άλλων. « [ Ο Νόμος του λόγου ] επιβάλλει την παραίτηση από την άμεση απόλαυση και τη φαντασίωση της αυτοτέλειας… εισάγει μία ανταλλαγή που βρίσκεται στη ρίζα κάθε εφικτού κοινωνικού συμβολαίου » (σελ. 35-36).

Ο συγγραφέας αναφέρεται σε τέσσερεις φιγούρες του γιού.

Τον γιό-Οιδίποδα, φιγούρα της νεωτερικότητας μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ‘70.

Το άτομο βρίσκεται σε μια σύγκρουση μέχρι θανάτου με το Νόμο ( τον Πατέρα ) για να μπορέσει να ανοίξει το δρόμο για την επιθυμία του. Ο Μassimo Recalcati μας λέει ότι η οιδιπόδεια σύγκρουση είναι αδιαμφισβήτητα δομική και υπερ-ιστορική διότι η επιθυμία είναι, στον πυρήνα της, κάτι το ολοκληρωτικό, χωρίς όρια, αιμομικτικό. Επόμενα, το άτομο χρειάζεται να περάσει από τη φάση της σύγκρουσης που όμως θα φαντάζει αλλά δεν θα είναι  ολοκληρωτική. Και είναι μια φάση από την οποία θα περνά κάθε γενιά. Το πρόβλημα είναι ότι, στο κοινωνικό επίπεδο , ακολουθήθηκε μια μονοδιάστατη αντίληψη η οποία έβλεπε μόνο το συγκρουσιακό κομμάτι. Σίγουρα σε αυτό έπαιξε ρόλο η ύπαρξη του πατέρα στην οικογένεια ως πατέρα – αφέντη και στην κοινωνία,  της εξουσίας ως καταπίεση υπέρ των λίγων. Η αντίληψη αυτή οδηγούσε στην απόρριψη του πατέρα, ενώ το ζητούμενο είναι η παραίτηση από τον πατέρα (σελ. 110). Το πρόβλημα ήταν ότι « [ ο γιός-Οιδίποδας ] αντιμετώπισε τον Νόμο αποκλειστικά ως απάτη » (σελ 119).

Ο γιός–αντι-Οιδίποδας, ο οποίος είναι υποκατηγορία του προηγουμένου και υπάρχει ήδη στην καρδιά του, είναι το άτομο που θέλει να υπάρχει χωρίς το Νόμο, « αποτελεί ένα μονοσήμαντο εγκώμιο στην ακέφαλη δύναμη της ενόρμησης, που όμως τον κάνει να ολισθαίνει μοιραία σε μια προοπτική βιταλιστικής ( και κάπως φασιστικής ) φυσικοποίησης του ανθρώπου » (σελ 121 ).

Ο γιός – Νάρκισσος : είμαστε πια μετά το ΄70, στην εποχή της νεοφιλελεύθερης ισοπέδωσης ( οικονομίας, αξιών, δεσμών, ριζών, του ίδιου του πλανήτη ) μέχρι τη μεγάλη κρίση που ξεκίνησε το 2008 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. «  Η εποχή της εξάχνωσης του πατέρα είναι και εποχή της εξάχνωσης των ενηλίκων »  (σελ. 125). Η ελευθερία και η αυτοπραγμάτωση γίνονται αντιληπτές με ναρκισσιστικό τρόπο. Ξεκομμένες από τους άλλους, τον Άλλο, την ευθύνη, τη διαδοχή. Οι γονείς γίνονται παιδιά και μοιράζονται «δημοκρατικά » ευθύνες, επιθυμίες και συμπεριφορές με τα παιδιά τους (« Κεφ 2 η σύγχυση των γενεών »). Τα οποία παιδιά, με τη σειρά τους και κατά συνέπεια, γίνονται παιδιά στερημένα από την παιδικότητα/ πρόωροι ενήλικες και καταλήγουν αιώνιοι ανήλικοι (αναφορά του συγγραφέα στον Πήτερ Παν).  Η αποσύνδεση της επιθυμίας από το όριο και της ελευθερίας από την ευθύνη, η συλλήβδην καταγγελία και απόρριψη της εργασίας ως καταπίεση και μόνο, και όχι ως έναν από τους δρόμους ανθρωποποίησης και αυτοπραγμάτωσης, η φυγή από την πραγματική ελευθερία (πραγματική ελευθερία είναι η αναγνώριση του βιολογικού πεπερασμένου μας και των περιορισμών που θέτει η ύπαρξη των άλλων και η από κοινού ζωή) και η παράδοση της ελευθερίας μας στους ολοκληρωτισμούς του 20ου αιώνα (« με την καθαρότητα της Καταγωγής – Φυλής, Φύσης, Ιστορίας – να προηγείται του Νόμου του λόγου » σελ.57) και του 21ου  με την « παραίτηση από κάθε σκέψη καταγωγής » , με μοναδικό Νόμο « τον Νόμο της απόλαυσης … το παράδοξο καθήκον του [… ] όλοι τα θέλουν όλα » (σελ 57), είναι θέματα που πραγματεύεται το βιβλίο. Αυτή η κατάσταση, του παιδιού-Νάρκισσου, φέρει μέσα της τον Θάνατο διότι η απόλυτη απόλαυση οδηγεί σε αυτόν. Είναι χαρακτηριστικές οι αναφορές στην ταινία «Σαλό» του Παζολίνι.

Και φθάνουμε στην εποχή του γιού- Τηλέμαχου.

«Αν ο Οιδίποδας ενσαρκώνει την τραγωδία της παράβασης του Νόμου, ο Τηλέμαχος ενσαρκώνει την επίκληση του Νόμου, παρακαλεί να επιστρέψει ο πατέρας από το πέλαγος και εναποθέτει στην επιστροφή του την ελπίδα για απονομή δικαιοσύνης στην Ιθάκη» (σελ. 13). Όμως ο Τηλέμαχος δεν αρκείται σε μια παθητική προσμονή, κίνδυνος που ενυπάρχει στην επίκληση του Νόμου (και στην προσμονή του πατέρα). Δεν γίνεται σαν τους ήρωες του Περιμένοντας τον Γκοντό, (η αναφορά και σε αυτό το θεατρικό διατρέχει το βιβλίο) ή τους Μοιραίους του Βάρναλη. Ο Τηλέμαχος είναι ενεργός. Φεύγει προς αναζήτηση του Οδυσσέα, στην επιστροφή τον περιμένει η συνομωσία των μνηστήρων, που θέλουν να τον βγάλουν από τη μέση. Όμως ο χοιροβοσκός Εύμαιος θα κρύψει τον Τηλέμαχο, θα τον σώσει και μαζί θα περιμένουν την επιστροφή του Οδυσσέα. Ο οποίος επιστρέφει από το πέλαγος μεν, αλλά όχι όπως θα ήθελε και θέλει πάντα το παιδί που έχουμε μέσα μας. «Ωστόσο από το πέλαγος δεν επιστρέφουν μνημεία, αήττητοι στόλοι, κομματικοί ηγέτες, ισχυροί και χαρισματικοί αρχηγοί … αλλά θραύσματα, σπασμένα κομμάτια, πατέρες εύθραυστοι, ευάλωτοι, ποιητές, σκηνοθέτες, ωρομίσθιοι δάσκαλοι, μετανάστες, εργάτες, απλοί μάρτυρες του πώς μπορεί να μεταδοθεί στα παιδιά και στις νέες γενιές η πίστη στο μέλλον, η έννοια του ορίζοντα, η ευθύνη που δεν έχει σχέση με την περιουσία » (σελ 13). Ο Τηλέμαχος δεν περιμένει τον πατέρα για να τον σκοτώσει αλλά για να κληρονομήσει από αυτόν τη γη του. Να την κληρονομήσει όχι ως αυτονόητο δικαίωμα αλλά ως αποτέλεσμα του κόπου και του ρίσκου του. Και έχοντας, επίσης, ως σύμμαχο τον Οδυσσέα σε αυτήν την προσπάθεια. Το θέμα, επίσης, της κληρονομιάς, διατρέχει με έγνοια αλλά και αγωνία το βιβλίο. Στις λατινογενείς γλώσσες η λέξη κληρονόμος (Heir, erede, héritier προέρχεται από το λατινικό heres το οποίο έχει την ίδια ρίζα με το αρχαιοελληνικό χέρρος ή χέρσος: έρημος, γυμνός, ελλιπής (σελ. 54). Ο κληρονόμος είναι «ορφανός». Ορφανός, όχι κυριολεκτικά αλλά συμβολικά. Έχει φθάσει στην ωριμότητα τού να μην περιμένει την κληρονομιά του σαν κάτι το αυτοδίκαιο, το αυτονόητο  αλλά σαν αποτέλεσμα μιας κατάκτησης και στη συνέχεια ως χρέος να καλλιεργήσει και να κάνει να καρπίσει το χέρσο χωράφι.

Το πρόβλημα της εποχής μας, λέει ο M. Recalcati είναι ότι οι νέοι της εποχής δεν υπήρξανε ποτέ πρίγκηπες, οι νέοι είναι « απόκληροι »: απουσία μέλλοντος, εξαφάνιση της εμπειρίας, πτώση της επιθυμίας, σκλαβιά της βραχύβιας απόλαυσης, φτώχεια, ανεργία… τα παιδιά κληρονομούν ένα νεκρό σώμα, μια καμένη γη, μια οικονομία σε ύφεση, έλλειψη εργασίας και ζωτικού ορίζοντα. Τα παιδιά μας έχουν εξαντληθεί… [ όμως ] … Ο Τηλέμαχος είναι ο σωστός κληρονόμος, ο σωστός γιός. «Δεν είναι μόνο ένας νέος που αναζητά τον πατέρα του αλλά ένας νέος που έχει ανάγκη τον πατέρα του»… Ούτε ο Οιδίποδας καταφέρνει να είναι γιός ούτε ο Νάρκισσός..» ( σελ 13-14 ).  Ο συγγραφέας θεωρεί ότι οι νέοι της εποχής έχουν κάτι από τον Τηλέμαχο και αυτό είναι το ελπιδοφόρο στοιχείο του βιβλίου. Και σίγουρα, μας λέει ο Recalcati, ο δρόμος τους οφείλει να είναι ο δρόμος του Τηλέμαχου. «Το αίτημα για πατέρα, κομβικό στη δυσφορία της νέας γενιάς, δεν είναι αίτημα ισχύος ή πειθαρχίας αλλά μαρτυρίας…. Ένας πατέρας ριζικά εξανθρωπισμένος, ευάλωτος, ανίκανος τελικά να πει ποιο είναι το νόημα της ζωής, αλλά ικανός να δείξει μέσα από τη μαρτυρία του προσωπικού μου βίου, ότι η ζωή μπορεί να έχει νόημα» (σελ 14).

Η παρουσία του Πατέρα, του Νόμου, διαχωρίζει τη Μητέρα από το παιδί και απελευθερώνει το παιδί, αλλά και τη Μητέρα, από την αυτόματη τάση, τη φύση του ζεύγους μητέρας – παιδιού προς τον θανάσιμο εναγκαλισμό της βιολογικο-σωματικο-ψυχικής τους ταύτισης και συγχώνευσης. Σώζει έτσι το παιδί από τον ψυχοσυναισθηματικό θάνατο. Ταυτόχρονα του ανοίγει τον ορίζοντα της εξερεύνησης νέων κόσμων, ικανοποιήσεων και απολαύσεων για τις οποίες θα έχει βάλει να δουλέψουν η φαντασία του, για τις οποίες θα έχει κοπιάσει, τις οποίες θα κατακτήσει όχι μόνον μόνο του αλλά και μέσα από τη συνεργασία με τον Πατέρα. Και έτσι θα μαθητεύσει και θα αναγνωρίσει την αναγκαιότητα αλλά και τον πλούτο και την ευχαρίστηση της συνεργατικότητας.

Ο M. Recalcati ασκεί μια σταθερή και τρυφερή κριτική στα εξεγερτικά κινήματα της δεκαετίας του 60, με κύριο εκπρόσωπο τον Μάη του ’68, για την υπερβολή και τον μονοδιάστατο χαρακτήρα τους, εν τέλει, ως προς το «αντιεξουσιαστικό» κομμάτι. Αντίστοιχη κριτική απευθύνει και  στις αντι-ψυχιατρικές θεωρίες των F. Guattari και G.Deleuze και το κεντρικό τους έργο τον «Αντι-Οιδίποδα», προτρέποντας ταυτόχρονα στην ανάγνωση και εμβάθυνση στο έργο τους. Τέλος, θα ήθελα να αναφερθώ στο θέμα που αναπτύσσει, του «δεξιού» και «αριστερού» τρόπου του κληρονομείν. Ο πρώτος είναι το γάντζωμα στο παρελθόν, η ακινησία, η εξομοίωση  της κληρονομιάς με την αυτούσια επανάληψη αυτού που υπήρξε (σελ. 145). Ο δεύτερος «πρόκειται για την αποκοπή κάθε δεσμού με το παρελθόν, την απόρριψη της μνήμης, την ακύρωση ου συμβολικού χρέους που μας συνοδεύει την καταγωγής μας από τον Άλλο… Είναι η κατοπτρική αντιστροφή της λατρείας… Μια ελευθερία χωρίς ευθύνη » (σελ.152-153).

Δύο επιγραμματικές σκέψεις σε σχέση με τα ελληνικά δεδομένα:

  1. Η κριτική του στα κινήματα της δεκαετίας του 70, θα μπορούσε να είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για την πολιτική Πράξη στη χώρα μας  (εάν υπάρχουν ώτα ακουόντων), όπου ο χώρος της κοινωνικής επανάστασης (είτε αριστερός, είτε αναρχικός/ελευθεριακός) πάσχει, κατά τη γνώμη μου, βαριά από μια συμπλεγματική σχέση αφενός με τη γη, τη χώρα, την παράδοση, τα χθόνια στοιχεία της λαϊκής κουλτούρας και συναντά, άθελά του, την… άρχουσα τάξη της χώρας και τη διανόησή της, που δύο αιώνες προσπαθούν να μας βγάλουν το φέσι προς χάριν του φράκου…  ( Η αριστερά ξενολάγνα ως επί το πλείστον, είτε προς ανατολάς – ΕΣΣΔ ) είτε προς την «πολιτισμένη» Δύση. Ο αναρχικός/ ελευθεριακός χώρος, μάλλον εν κενώ ριζών). Αφ’ ετέρου, πάσχουν από μια, εξίσου, συμπλεγματική σχέση με τα όρια,  στο όνομα της δημοκρατίας  που συγχέουν με τη μη ανάληψη ευθύνης, της ελευθερίας που  συγχέουν με την ασυδοσία και της επανάστασης που συγχέουν με την εξέγερση και το μπάχαλο.
  1. Δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση ο ανδροκρατικός χαρακτήρας της κοινωνίας και της οικογένειας, με πατριαρχικά στοιχεία, κυρίως στο επίπεδο της κοινωνίας. Στοιχεία μιας «στρεβλής » πατριαρχίας, ας πούμε μεταφορικά μιλώντας, σε σχέση με μια «κλασσική», στις δυτικές κοινωνίες. Στη μεν κοινωνία, αυτή η ανδροκρατική/πατριαρχική δομή, δεν πήρε ποτέ τη μορφή ενός κάπως λειτουργικού κράτους –Δικαίου ( όπως στη Δύση μεταπολεμικά ),  αλλά παρέμεινε σε ένα μείγμα από τη μία δεσποτικού εξουσιασμού αυθαιρεσίας τύπου pater familias και « μητρικής » συγχώνευσης και συνενοχής ( ρουσφέτι, πελατειακές σχέσεις, ανομία ανεκτά και που ευοδώνονται  από την ίδια την Πολιτεία ). Στην οικογένεια, νομίζω, πως η πραγματική άσκηση της εξουσίας περιγράφεται γλαφυρά στην ταινία « Γάμος αλά ελληνικά » της Νία Βάρνταλος. Ο πατέρας είναι το πρώτο παιδί της μητέρας, χρησιμεύει ως μπαμπούλας, ευνουχισμένος και ανδρείκελο της Μαμάς.  Αυτό δεν αναιρεί την ανδροκρατία και τα πατριαρχικά στοιχεία αλλά απαιτεί μια προσέγγιση πιο « πολυεπίπεδη ». Δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με το « κλασσικό » «ευρωπαϊκό » μοντέλο.

Οι δύο παραπάνω σκέψεις γράφονται πολύ συνοπτικά. Νομίζω, όμως, ότι περιγράφουν κάποια θεμελιακά στοιχεία της ελληνικής πραγματικότητας.