Youth, Paolo Sorrentino

Φαντασμαγορική σπουδή-«χάδι» στις γερασμένες αστικές αξίες

| 15/10/2015
★★☆☆☆

Η νέα ταινία του Paolo Sorrentino που πιάνει το νήμα των μεγάλων συμπατριωτών του παρελθόντος, προβάλλεται ήδη στις αίθουσες. Και φυσικά, είναι όμορφη. Αλλά αυτή η ομορφιά, μήπως είναι ένα απλό make up, σε ένα πρόσωπο άτονο, άγονο και ανέκφραστο;

Η ειρωνική διάθεση του, φυσικά, συνεχίζει και παραμένει ακμαία χαρίζοντας μας άλλη μια σπουδή χαρακτήρων και των αστικών τους αξιών. Τα γεράματα είναι σε διαρκή πάλη με την αιώνια νεότητα, ωστόσο, δυο χρόνια μετά τη βραβευμένη και συμπυκνωμένη από άποψη περιεχομένου «Μεγάλη Ομορφιά», μπρος μας έχουμε μια, γεμάτη άσπρες τρίχες, ψυχή, αλά Μαγιακόφσκι ή αλλιώς ένα παραφουσκωμένο εικαστικά μπαλόνι που σκάει αφήνοντας πίσω του κενό αέρα.

Τι και αν από το πρώτο πλάνο, έχουμε μπρος μας ένα απαράμιλλο στυλ, ένα ύφος αρτίστα τύπου Fellini, τι και αν όλα είναι τόσο προσεγμένα και καλογυαλισμένα; Και η απολαυστική κινηματογράφιση πεσιμιστικής ομορφιάς και δυνατών ερμηνειών από τους Harvey Keitel, του Michael Keaton και της Rachel Weisz, είναι μπρος στο πανί σε πλήρη εξέλιξη. Το Youth, ενώ προσδίδει με σκωπτική ευθυμία μια κριτική στον υπάρχοντα κοινωνικό μικρόκοσμο καταλήγει να αφηγείται με συμπάθεια το ξεπεσμένο γυάλινο σύμπαν του μεγαλοαστικού αδιέξοδου και του κενού αξιακού συστήματος του. Και δυστυχώς, έχω ενίοτε μια κάποια αλλεργία με τα…πολιτικώς σωστά. Παράλληλα, σε επίπεδο φόρμας παραδίδεται σε μια αφήγηση σαν σύνολο υποσημειώσεων και outtakes του σεναρίου της Μεγάλης Ομορφιάς. Με συνέπεια να έχουμε μπρος μας μια κριτική ματιά της ματαιότητας, της αυτοσυγχώρεσης, και της αυτογνωσίας μπρος στο προδιαγεγραμμένο τέλος του ανθρώπου, που θα μπορούσε από μόνο του να αποτελέσει υλικό για μελέτη, μα το έχουμε ήδη δει καλύτερα στο πρόσφατο παρελθόν και έτσι μοιάζει με επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Εδώ, ο δαφνοστεφανωμένος δημιουργός ξεχνάει ή συνειδητώς αμελεί να διεισδύσει κάτω από την επιφάνεια.

youth

Θα μπορούσαμε εύκολα να το αναγνωρίσουμε ως κινηματογραφικό –μιλώντας τεχνικά- αριστούργημα, να πούμε κιόλας πως φόρμα και περιεχόμενο αλληλοεξυπηρετούνται και φυσικά σε αυτό κανείς δεν μπορεί να έχει αμφιβολία. Είναι φωτογραφικά και ρυθμικά άψογο, δίνει επιτέλους δυο σπουδαίους ρόλους σε δυο τεράστιους ηθοποιούς που μοιάζουν με φορείς μιας ολόκληρης γερασμένης τάξης και τους φέρνει αντιμέτωπους με την υπαρξιακή τους κρίση μέσα από ένα σύστημα πνευματωδών διαλόγων γκρίζων τόνων. Και ναι, αυτή η φόρμα μιας περιρρέουσας μελαγχολίας είναι το κατάλληλο σχήμα για να τονίσει την «ανυπαρξία» της αστικής τάξης, που μπρος στα γεράματα αντιλαμβάνεται το μάταιο της σπουδαιοφάνειας της και της αποστολής της.

Αλλά τί να το κάνουμε, όταν όλη η ελαφράδα των νοημάτων στηρίζεται σε φιλοσοφικά και οντολογικά ερωτήματα, που μοιάζουν με συμβάσεις μέσα στην κοινοτοπία τους. Για το Sorrentino όμως, μάλλον, αυτές οι κοινοτοπίες μοιάζουν με σύστημα που χρίζει βαθιάς ανάλυσης. Και εδώ βρίσκεται το πρόβλημα. Πως το ίδιο το αντιλαμβανόμενο ως περιεχόμενο της κινηματογραφικής του ιδέας είναι άνευ μεγάλου ενδιαφέροντος και σινεματικά ρηχά αναπτυγμένο. Στο ψηλό του πύργο –μετά τις βραβεύσεις και τις εμπορικές ανάγκες που αυτές γεννούν-, ο σκηνοθέτης χάνει την σχέση με την πολυεπίπεδη πραγματικότητα και τα πραγματικά συγκρουόμενα ζητήματα με τα οποία ασχολείται.

Ναι, η ταινία βλέπεται με μεγάλο ενδιαφέρον. Και φυσικά, βλέπουμε μπρος μας το δημιούργημα ενός επαγγελματία που δουλεύει με πλήρη επαγγελματισμό. Αλλά στην τέχνη δεν αποζητούμε μονάχα αυτό. Αυτή τη φορά ο Sorrentino μας απογοητεύει. Με αγκαλιά τα βραβεία που του άφησε το πρόσφατο του παρελθόν, κάνει επιπόλαιες επαναλήψεις των προηγούμενων σκέψεων του, αλλά προβεβλημένες ανίσχυρα και ανώδυνα σε  φαντασμαγορικό καδράρισμα, δίχως τσαγανό, παραμένοντας, εν τέλει, μέρος του παλιού, συντηρώντας και (υπερασπιζόμενος) την ίδια του την αστική του προέλευση.

[hr]

Διαβάστε επίσης την πρόσφατη συνέντευξη του P. Sorrentino εδώ:

Πάολο Σορεντίνο: Η «Νιότη», η Νάπολι και ο Μαραντόνα 

[hr]

Γεννημένος το 1984 στην Λάρισα, εγκλωβισμένος για κάποια χρόνια στην Ιταλία, αντί να μάθει να ξυπνάει στις αίθουσες δικαστηρίων έμαθε να βρίσκεται στις αίθουσες κινηματογράφου καθώς και πίσω από φωτογραφικές μηχανές. Έκτοτε γράφει για ταινίες και για σινεμά (καθώς και για ό,τι άλλο σκέφτεται) και φωτογραφίζει για φωτορεπορτάζ και για ευχαρίστηση. Είναι μέλος του ΔΣ της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ), της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) και της Επιτροπής κρίσης και αξιολόγησης του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ).