14 χρόνια χωρίς τον Γ. Αραφάτ: και η ισραηλινή κατοχή συνεχίζει να σκοτώνει αλλά δεν είναι πια «θέμα» στις ειδήσεις
Πόσα άλλαξαν, πόσα έμειναν ίδια ή έγιναν χειρότερα στο Παλαιστινιακό και στην ευρύτερη Μέση Ανατολή
Από χθες 12 Νοεμβρίου, το απόγευμα, η γη σείεται και πάλι, στη Λωρίδα της Γάζας καθώς ο ισραηλινός σφυροκοπά από αέρος τη Λωρίδα της Γάζας υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για «αντίποινα» σε εκτοξεύσεις ρουκετών με στόχο το ισραηλινό έδαφος από τις οποίες τραυματίστηκε ένας Ισραηλινός στρατιώτης. Βέβαια είχε προηγηθεί εισβολή ολιγομελούς ομάδας των ισραηλινών ειδικών δυνάμεων στο νότο της Γάζας, την Κυριακή, κατά την οποία σκοτώθηκαν 7 Παλαιστίνιοι, όλοι, σύμφωνα με mainstream ΜΜΕ και την ισραηλινή πλευρά, μέλη της «Χαμάς».
Τα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη, εδώ και μήνες, ποτίζονται από το αίμα των Παλαιστινίων διαδηλωτών που βρίσκονται αντιμέτωποι στις διαδηλώσεις τους στο πλαίσιο των εβδομαδιαίων διαμαρτυριών για «Την Μεγάλη Πορεία της Επιστροφής». Τουλάχιστον 214 Παλαιστίνιοι έχουν σκοτωθεί και περισσότεροι από 18.000 (!) έχουν τραυματιστεί μέσα στην σχεδόν απόλυτη σιωπή των μεγάλων ΜΜΕ και της λεγόμενης «διεθνούς κοινής γνώμης».
Πριν από 14 χρόνια, στις 12 Νοεμβρίου, ο Παλαιστίνιος ηγέτης Γιάσερ Αραφάτ επέστρεφε οριστικά και αμετάκλητα στην αγκαλιά της παλαιστινιακής γης. Τότε τα διεθνή ΜΜΕ είχαν στραμμένες τις κάμερες στα παλαιστινιακά εδάφη και το ο,τιδήποτε συνέβαινε τύγχανε, τουλάχιστον, μεγαλύτερου ενδιαφέροντος. Με το θάνατο του Αραφάτ, μίας από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της πολιτικής σκηνής της Μ. Ανατολής, επί δεκαετίες, ένας ιστορικός κύκλος έκλεισε, ιδιαίτερα για τον παλαιστινιακό λαό. Σήμερα, με εξαίρεση τους ίδιους Παλαιστινίους, πιθανώς ουδείς να μην μνημόνευσε την ιστορική αυτή στιγμή αλλά και τις συνέπειες αυτής καθώς όλη η ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, με επίκεντρο τη Συρία, έχει βυθιστεί στην απόλυτη βαρβαρότητα που ήρθε με αφορμή την εμφάνιση και τη δράση του ISIS.
ToPeriodikoGR θυμίζει ορισμένα βασικά σημεία της πορείας του Γιάσερ Αραφάτ, καθώς τα γεγονότα, όπως πχ ό,τι ακολούθησε αυτά τα 14 χρόνια, ουδέποτε έρχονται από παρθενογένεση και το παρελθόν κρατά γερά το χέρι στο παρόν, έτσι ώστε ν’ αντιλαμβανόμαστε τι συμβαίνει, γιατί και προς τα πού πάμε. Ανάμεσα σε αυτά και η ιστορική πρώτη ομιλία Αραφάτ στον ΟΗΕ, πριν από ακριβώς 44 χρόνια από σήμερα.
«Κρατώ στο ένα χέρι κλάδο ελιάς και στο άλλο το όπλο του απελευθερωτικού αγώνα. Μην αφήσετε να πέσει από το χέρι μου το κλαδί ελιάς». Με αυτή τη φράση, ο Γιάσερ Αραφάτ έκλεισε την πρώτη ομιλία του ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Ήταν 13 Νοεμβρίου 1974. Η εμφάνιση που αποτέλεσε, ουσιαστικά, και την επίσημη διεθνή αναγνώριση της ΟΑΠ ως εκπρόσωπο του παλαιστινιακού λαού.
Τριάντα χρόνια αργότερα, και πάλι Νοέμβριο, η παλαιστινιακή γη αγκάλιαζε το σώμα του Αραφάτ. Μετά από βραχύχρονη νοσηλεία στο στρατιωτικό νοσοκομείο Περσί του Παρισιού όπου μεταφέρθηκε εσπευσμένα στις 29 Οκτωβρίου 2004 ο Γ. Αραφάτ άφησε την τελευταία του πνοή στις 11 Νοεμβρίου. Μαζί του έκλεισε μια ολόκληρη εποχή για τον αγώνα του παλαιστινιακού λαού για ανεξαρτησία, αξιοπρέπεια, ελευθερία.
Μια εποχή που μοιάζει να απέχει έναν αιώνα σήμερα, που το Παλαιστινιακό έχει περάσει σε δεύτερη και τρίτη μοίρα στην παγκόσμια ειδησεογραφία ως λεπτομέρεια πίσω από το αίμα και την καταστροφή που σαρώνει ολόκληρη την περιοχή της Μ. Ανατολής με χώρες να διαλύονται και εκατομμύρια ανθρώπων να ξεριζώνονται. Ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και τρομοκρατικές οργανώσεις τύπου ISIS, σαν δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος, κατάφεραν, εκτός των άλλων, αυτό που η ισραηλινή κατοχική δύναμη, παρά το αίμα, τις τις μύριες όσες παραβιάσεις διεθνούς δικαίου και αποφάσεων του ΟΗΕ, και ό,τι άλλο να πετύχει επί δεκαετίες: να …ξεχαστεί το Παλαιστινιακό, να ξεχαστεί ένα από τα μακροβιότερα ζητήματα στυγνής κατοχής στον πλανήτη.
Ποιος ήταν ο Αμπού Αμάρ
Ο Μουχάμαντ Αμπντέλ – Ραούφ Αραφάτ αλ Κούντουα αλ Χουσεϊνί, (με πολεμικό όνομα Αμπού Αμάρ) σε ηλικία μόλις 19 χρόνων συμμετείχε, το 1948, στις μάχες, που σημάδεψαν την ίδρυση του κράτους το Ισραήλ και γέννησαν το πρώτο κύμα της παλαιστινιακής προσφυγιάς. Το 1958 ίδρυσε τη «Φατάχ». Το 1964 ιδρύθηκε η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ), όπου εντάσσονται σταδιακά όλες οι πολιτικές παλαιστινιακές οργανώσεις. Ένα χρόνο αργότερα, ο Αραφάτ ανέλαβε την ηγεσία της «Φατάχ» και η εμφάνιση των πρώτων ενόπλων Παλαιστινίων ανταρτών σε συγκρούσεις με τον ισραηλινό στρατό ήταν γεγονός.
Ο πόλεμος των έξι ημερών, τον Ιούνιο του 1967 και η κατάληψη, από τον ισραηλινό στρατό, της Λωρίδας της Γάζας και της Δυτικής Όχθης καθώς και της ανατολικής Ιερουσαλήμ, ριζοσπαστικοποίησε περαιτέρω την ΟΑΠ που είδε τις γραμμές της να πληθαίνουν. Το 1968, ο Αραφάτ εκλέχτηκε Πρόεδρος της ΟΑΠ και παρέμεινε μέχρι το θάνατό του.
Το 1987, ξέσπασε στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη η πρώτη Ιντιφάντα, η πρώτη εξέγερση κατά της κατοχής. Η εξέγερση των αόπλων παιδιών με τις πέτρες και τις σφεντόνες, η εξέγερση ενός άοπλου λαϊκού κινήματος απέναντι στον πάνοπλο ισραηλινό Γολιάθ. Οι παλιότεροι μπορεί να θυμούνται αυτήν την εξέγερση από μία και μόνη εικόνα: αυτήν ενός Ισραηλινού στρατιώτη να σπάει το χέρι ενός μικρού Παλαιστίνιου στο γόνατό του. Οι νεότεροι αξίζει τον κόπο να την μάθουν. Η ΟΑΠ στήριξε την Ιντιφάντα. Ας σημειωθεί, για την ιστορία, ότι τότε η «Χαμάς» ήταν …οργάνωση αρωγής και ως τέτοια ο ισραηλινός στρατός κατοχής την εξαίρεσε από την αιματηρή τύχη που επιφύλαξε σε όλες τις άλλες παλαιστινιακές οργανώσεις.
Ο Αραφάτ, το 1988, διακήρυξε την ανεξαρτησία της Παλαιστίνης και καταδίκασε «κάθε μορφή τρομοκρατίας», επιδιώκοντας να κλείσει το κεφάλαιο των αεροπειρατειών και των ένοπλων επιθέσεων που χαρακτήρισε τον παλαιστινιακό αγώνα για περισσότερο από 2 δεκαετίες. Προχώρησε και σε αναγνώριση του δικαιώματος ύπαρξης του κράτους του Ισραήλ, εγκαταλείποντας μια θέση δεκαετιών και ανοίγοντας το δρόμο για έναρξη συνομιλιών που η ιστορία απέδειξε ότι λειτούργησαν, τελικά, σαν ένα πηγάδι χωρίς πάτο.
Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, που είχε στηρίξει την ΟΑΠ, έφερε το παλαιστινιακό κίνημα σε εξαιρετικά δύσκολη θέση αφού έχασε τους βασικούς υποστηρικτές του. Υπό ασφυκτικές αμερικανικές πιέσεις, ο Αραφάτ, το 1993, υπέγραψε τη «Συμφωνία του Οσλο». Μια συμφωνία που ασχέτως διακηρύξεων, δηλώσεων, χειραψιών και φωτογραφιών, ασχέτως και του Νόμπελ Ειρήνης που έφερε στους πρωταγωνιστές της, έθετε ουσιαστικά υπό επαναδιαπραγμάτευση όλες τις ειλημμένες αποφάσεις του ΟΗΕ, που υποχρεώνουν το Ισραήλ άνευ προϋποθέσεων ν΄ αποχωρήσει από τα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη (συμπεριλαμβανομένης της ανατολικής Ιερουσαλήμ), διαλύοντας τους εποικισμούς, και επιτρέποντας την επιστροφή των προσφύγων, στο όνομα των τετελεσμένων και της διαφύλαξης και της ισραηλινής ασφάλειας.
Η συμφωνία αποτέλεσε την αιτία για το πρώτο ρήγμα εντός της «Φατάχ» και της ΟΑΠ καθώς ακούστηκαν σφοδρές επικρίσεις, με σκληρότερες αυτές του σημαίνοντος στελέχους της «Φατάχ», Φαρούκ Καντούμι, που δεν επέστρεψε ποτέ στα παλαιστινιακά εδάφη.
Τον Ιούλιο του 2000, παρά τις επίσης ασφυκτικές πιέσεις του Αμερικανού Προέδρου Κλίντον, που εκδηλώθηκαν με την πολυήμερη παραμονή του Γ. Αραφάτ μαζί με τον τότε Ισραηλινό πρωθυπουργό Εχούντ Μπαράκ στο Καμπ Ντέιβιντ, ο Αραφάτ αρνήθηκε να υπογράψει τελική ειρηνευτική συμφωνία, μην έχοντας καμία γραπτή συγκεκριμένη δέσμευση από την ισραηλινή πλευρά, που, από το 1993, κωλυσιεργούσε διαρκώς. Η «ειρηνευτική διαδικασία» κατέρρευσε και ξέσπασε η δεύτερη παλαιστινιακή Ιντιφάντα. Η αντίδραση του ισραηλινού στρατού, εξαρχής, ήταν σκληρή. Η βία κλιμακώθηκε με συγκρούσεις, αεροπορικές επιδρομές, εισβολές και δολοφονίες στελεχών παλαιστινιακών οργανώσεων.
Την άνοιξη του 2002, ο ισραηλινός στρατός, με τη σιωπηλή συνενοχή των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, επανακατέλαβε και αιματοκύλισε τα παλαιστινιακά εδάφη της Δ. Όχθης, πολιόρκησε επί μέρες και ισοπέδωσε με μπουλντόζες προσφυγικούς καταυλισμούς, όπως της Τζενίν, και από όπου πέρασε φρόντισε (τι περίεργο) να διαλύσει δημοτολόγια, ληξιαρχεία, περιουσιολόγια, το ο,τιδήποτε αποδείκνυε τη σύνδεση του παλαιστινιακού λαού με τη γη του.
Επίσης, φυλάκισε τον Αραφάτ, στο αρχηγείο του, «Μουκάτα’α», στη Ραμάλα. Μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου 2004, οπότε μεταφέρθηκε στο Παρίσι για νοσηλεία, ο Αραφάτ δεν εξήλθε ποτέ από την περίμετρο του αρχηγείου, για την ακρίβεια σχεδόν ποτέ από το κτίριο. Και ουδείς από την «ευαίσθητη» διεθνή κοινότητα δεν θεώρησε ότι αυτό παραβιάζει φυσικά το οποιοδήποτε δικαίωμα. Όλοι όσοι «κόπτονταν» για το καλό του παλαιστινιακού λαού, όλοι όσοι πίεζαν τους Παλαιστινίους σε υποχωρήσεις, όλοι όσοι έσπευσαν να τον «αποχαιρετήσουν» μετά θάνατον, δεν βρήκαν ούτε μία λέξη να πουν τους μήνες που ο Αραφάτ έμεινε φυλακισμένος στην Μουκάτα’α και ήταν ακόμη ζωντανός.
Τα σενάρια για το θάνατό του
Η ξαφνική ασθένεια του Αραφάτ (νόσησε στις 12 Οκτωβρίου 2004) και η διαρκώς επιδεινούμενη κατάστασή του που οδήγησε τελικά και στο θάνατό του (11 Νοεμβρίου 2004) χωρίς να υπάρξει σαφώς κάποια τελική διάγνωση για τα αίτια θανάτου του καλλιέργησε πληθώρα σεναρίων και εκδοχών, εκ των οποίων αρκετές παραμένουν «ζωντανές» μέχρι σήμερα.
Ο φάκελος των αιτίων θανάτου του Παλαιστίνιου ηγέτη άνοιξε ξανά το 2012 με αφορμή έρευνα που διενήργησε το δίκτυο «al Jazeera». Το δίκτυο, σε συνεννόηση με τη χήρα του Αραφάτ, Σούχα, έδωσε για έρευνα στο Ινστιτούτο Ραδιοφυσικής του Πανεπιστημίου της Λωζάννης προσωπικά αντικείμενα του εκλιπόντος στα οποία υπήρχαν βιολογικά ευρήματα – ιδρώτας, σάλιο κλπ. Μετά από εννιά μήνες, οι ερευνητές του Ινστιτούτου ανακοίνωσαν ότι στα ευρήματα αυτά εντόπισαν ασυνήθιστα υψηλές ποσότητες του ραδιενεργού πολωνίου 210, στοιχείου που, όπως αποδείχτηκε στην περίπτωση του αποσκιρτήσαντος μυστικού πράκτορα της Ρωσίας Αλεξάντερ Λιτβινένκο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως φονικό όπλο.
Από την άλλη πλευρά, οι Γάλλοι ειδικοί στους οποίους είχε ανατεθεί από τη γαλλική δικαιοσύνη να εξακριβώσουν τα αίτια του θανάτου του Αραφάτ απέκλεισαν το ενδεχόμενο να δηλητηριάστηκε με ραδιενεργό πολώνιο και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για «γενικευμένη λοίμωξη», αγνώστου όμως αιτιολογίας.
Τα δημοσιεύματα, οι διαρροές και οι πληροφορίες επ’ αυτού είναι εκατοντάδες και τα συμπεράσματα αντικρουόμενα. Το βασικό κοινό σημείο είναι ότι ο Παλαιστίνιος ηγέτης νόσησε ξαφνικά, τα συμπτώματα έμοιαζαν με αυτά της γαστρεντερίτιδας αλλά δεν επανήλθε ποτέ ενώ αντίθετα το αίμα του παρουσίασε σοβαρή ανωμαλία που δεν μπορούσε να εξηγηθεί από το ενδεχόμενο λευχαιμίας ενώ ταυτόχρονα το συκώτι του σχεδόν έπαψε να λειτουργεί και κατέληξε από γενικευμένη εγκεφαλική αιμορραγία. Επίσης, είναι γεγονός ότι η σύζυγός του Σούχα δεν επέτρεψε, αξιοποιώντας τη γαλλική νομοθεσία, σε συνεργάτες του στενού του κύκλου και όχι τους επίσημους διαδόχους του στην ΟΑΠ, να ενημερωθούν για την ακριβή κατάσταση της υγείας του στο Παρίσι, όπως επίσης δεν επέτρεψε και στον, επί πολλά χρόνια, προσωπικό του γιατρό να τον δει ούτε στην Μουκάτα’α, ούτε στο Περσί, αλλά ούτε και να διενεργηθεί νεκροψία, κάτι που σίγουρα θα είχε αναδείξει περισσότερα στοιχεία.
Ίσως στο μέλλον, κάποια στιγμή, περισσότερα στοιχεία να έρθουν στο φως της δημοσιότητας. Ακόμη, όμως, και αν διαλευκανθούν τα αίτια της θανατηφόρας ασθένειάς του, και επιβεβαιωθούν όσοι θεωρούν ότι δεν πρόκειται για φυσικό θάνατο, δεν είναι βέβαιο ότι τα στοιχεία που θα προκύψουν θα ξεκαθαρίζουν ποιος σχεδίασε να βγει από τη μέση ο Αραφάτ : Οι ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες – η Μοσάντ είχε και στο παρελθόν αποπειραθεί να τον δολοφονήσει (καταμετρούνται σε δεκάδες οι προσπάθειες) – οι εσωτερικοί πολιτικοί του αντίπαλοι ή κάποιο άλλο κέντρο.
Η συγκεκριμένη ερώτηση μπορεί να παραμείνει χωρίς απάντηση επ’ αόριστον. Και ίσως αυτή καθ’ εαυτή δεν έχει τόσο σημασία. Αυτό που αξίζει κανείς να παρατηρήσει, 12 χρόνια μετά την απώλεια του Αραφάτ, είναι οι δραματικές αλλαγές και ανατροπές στην παλαιστινιακή πολιτική σκηνή, οι οποίες επηρέασαν και επηρεάστηκαν από τις γενικότερες εξίσου δραματικές και καταιγιστικές εξελίξεις στον αραβικό κόσμο και στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Και από την παρατήρηση αυτή και μόνο, εξάγονται πολλά συμπεράσματα για το ποιος τελικά είναι ωφελημένος.
Τελευταία πράξη
Ο Αμπού Αμάρ, ολοκλήρωνε, την Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2004, το ύστατο ταξίδι με προορισμό την αγκαλιά δεκάδων χιλιάδων Παλαιστινίων και το αρχηγείο του, τη Μουκάτα’α, στη Ραμάλα. Σύσσωμος ο παλαιστινιακός λαός τον αποχαιρέτισε με μια πρωτοφανή διαδήλωση, που έμελλε τελικά να είναι ίσως και η τελευταία πραγματική επίδειξη παλαιστινιακής ενότητας.
Ο άνθρωπος που ταύτισε την πορεία του με τον αγώνα του παλαιστινιακού λαού για ελευθερία, που κατάφερε να ενώσει τους κατακερματισμένους, στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, Παλαιστινίους, να συγκεκριμενοποιήσει τους στόχους τους και το όραμά τους, να τους εμπνεύσει να αγωνιστούν γι’ αυτό και να φέρει στο διεθνές πολιτικό προσκήνιο το ζήτημα, επέστρεψε στην πάτρια γη χωρίς να δει την ίδρυση ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους. Και τάφηκε στη Ραμάλα και όχι στην ανατολική Ιερουσαλήμ, όπως ονειρευόταν.
Οι ενστάσεις, οι διαφωνίες και οι επικρίσεις που μπορεί κανείς να διατυπώσει για τις πολιτικές θέσεις και επιλογές του Γ. Αραφάτ είναι πολλές και πιθανότατα απολύτως αποδεκτές σε αρκετά σημεία. Το βέβαιο είναι, όμως, ότι κατάφερε να αναδείξει το Παλαιστινιακό σε αυτόνομο ζήτημα στη διεθνή σκηνή μέσα από δαιδαλώδη πολιτικά και διπλωματικά παιχνίδια και ελιγμούς απαγκιστρώνοντάς το από την σκέπη άλλων αραβικών χωρών και να ενώσει τους Παλαιστινίους στον αγώνα για ανεξαρτησία με τρόπο τέτοιο, που, όπως φαίνεται σήμερα 14 χρόνια μετά, κανείς δεν κατάφερε.
Είχε επίσης καταφέρει να μετατραπεί, και λόγω ιστορικών συγκυριών πιθανώς, σε σύμβολο αγώνα κατά όσων εκμεταλλεύτηκαν και εκμεταλλεύονται τον αραβικό κόσμο και έτσι ακριβώς τον αντιμετώπιζε η αραβική κοινή γνώμη, χωρίς θρησκευτικούς μανδύες και αποπροσανατολιστικούς φανατισμούς όπως σήμερα. Τα τρία αυτά στοιχεία αποτελούσαν «αγκάθι στο μάτι» των ισραηλινών ηγεσιών που ουδέποτε έκρυψαν την οργή τους για το ρόλο αυτό του Αραφάτ, ούτε προσπάθησαν να κρύψουν τις αλλεπάλληλες προσπάθειές τους να υποσκάψουν αυτήν ακριβώς την εικόνα έχοντας ως σιωπηλό αρωγό αρκετές αραβικές ηγεσίες που δεν έβλεπαν με καθόλου καλό μάτι τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους με αστικές κρατικές δομές. Ο θάνατός του, τελικά, αποδείχθηκε ότι διευκολύνει πολύ περισσότερους από όσους αρχικά φανταζόμασταν.