Συνέντευξη του Νταμιάν Ταμπαρόφσκι σΤο Περιοδικό

Η λογοτεχνία για να είναι αριστερή, προϋποθέτει λόγο διαφορετικό από τον κυρίαρχο

| 15/06/2015

Από τους ανερχόμενους συγγραφείς της νεότερης γενιάς των Aργεντινών λογοτεχνών, ο Νταμιάν Ταμπαρόφσκι, βρέθηκε στο φετινό Διεθνές Φεστιβάλ Βιβλίου στην Θεσσαλονίκη κι εμείς αδράξαμε την ευκαιρία να τον ρωτήσουμε πράγματα καθώς πέρα από την ανάγνωση της σουρεαλιστικής υφής βιβλίου του, «Ιατρική Αυτοβιογραφία», που κυκλοφόρησε πριν λίγα χρόνια από τον εκδοτικό οίκο Πάπυρος, δεν είχαμε άλλες πληροφορίες γι’ αυτόν. Πολιτικό oν ο Ταμπαρόσφσκι δεν διστάζει να κριτικάρει τους αριστερούς λογοτέχνες για το συντηρητικό τής γραφής τους. Ο ίδιος γράφει «ανορθόδοξα» και με σαρδόνιο χιούμορ.

Ήρωάς του στο βιβλίο ο Ντάμι, που δουλεύει στην προώθηση προϊόντων στην αγορά και βλέπει την καριέρα του να καταστρέφεται -όπως και τόσων άλλων- στην Αργεντινή της κρίσης, ενώ ταυτόχρονα  παθαίνει σωρεία από αρρώστιες! Με ελλειπτική  σάτιρα και με  συνεχείς ανατροπές ο Ταμπαρόφσκι σκιαγραφεί γλαφυρά  την πτώση της μεσαίας τάξης της πατρίδας του. Έχοντας εκδώσει έξι μυθιστορήματα, πολλές μεταφράσεις, δοκίμια, άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά, ο Ταμπαρόφσκι εργάζεται σήμερα ως διευθυντής της λογοτεχνικής σειράς των εκδόσεων Interzona, ενώ βιβλία του έχουν μεταφραστεί  στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα ρωσικά και τα πορτογαλικά.

Παραθέτουμε εδώ, πριν τη συζήτηση, το άκρως ενδιαφέρον ιδιόχειρο curriculum vitae.

-Γεννήθηκα στο Μπουένος Άιρες το 1967. Στη δευτέρα τάξη του δημοτικού κυβερνούσε πια η άκρα δεξιά με δημοκρατικό προσωπείο. Το 1976 έγινε το στρατιωτικό πραξικόπημα. Το 1982 συμπλήρωσα τα 15 μου χρόνια, λίγες εβδομάδες ύστερα από τον Πόλεμο των Μαλβίνων (Φόκλαντ), τη στρατιωτική ήττα από την Αγγλία. Δυο χρόνια αργότερα ήρθε η δημοκρατία, κι εγώ μπήκα στο πανεπιστήμιο. Η στρατιωτική δικτατορία εξόντωσε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους κι έστειλε άλλους τόσους στην εξορία. Ο μοναδικός όρος τον οποίο συνεισέφερε η Αργεντινή στην πολιτική θεωρία είναι ο desaparecido (αγνοούμενος, o εξαφανισμένος), που σχεδόν σε όλο τον κόσμο χρησιμοποιείται αυτούσιος, στα ισπανικά, χωρίς να χρειάζεται να μεταφραστεί. Πτώματα δεν υπάρχουν, όπως και σχεδόν καθόλου κατάλοιπα (τους έθαβαν σε μαζικούς τάφους, ή έριχναν τα σώματα –ανθρώπων ναρκωμένων αλλά ζωντανών ακόμα– στον Ρίο ντε λα Πλάτα).

Σε όλα τα χρόνια της εκπαίδευσής μου πήγαινα σε δημόσια σχολεία, με φασίστες καθηγητές, όμως η δική μου ιστορία δεν έχει να επιδείξει ηρωισμούς. Εγώ, και η δική μου γενιά, ήμασταν οι κομπάρσοι αυτής της ιστορίας, όχι οι πρωταγωνιστές της. Η δική μου γενιά δεν έχει desaparecidos, ούτε βασανισθέντες, ούτε ενεργούς επαναστάτες. Τούτοι είναι τα μεγάλα μας αδέρφια, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία φίλοι μας. Αυτοί έχουν να αφηγηθούν μεγάλες ιστορίες, ιστορίες τραγικές, γεμάτες οδύνη. Η δική μου ιστορία είναι τετριμμένη, κοινότοπη, μικρή. Γιατί να ενδιαφέρει κάποιον;

Και ίσως γι’ αυτό –και για πάντα– συνυπάρχουν μέσα μου δύο συναισθήματα, δύο τρόποι προσέγγισης –που στην πραγματικότητα γίνονται εντέλει ένα– σε ό,τι αφορά την κατανόηση της λογοτεχνίας και της ζωής: απεχθάνομαι την αυθεντία, και με διακατέχει μια βαθιά αίσθηση ανεπάρκειας. Η λογοτεχνία είναι για μένα μια μορφή εξέγερσης ενάντια στον κοινό νου, στις κατεστημένες ιδέες, στον εξουσιαστικό λόγο.

Αυτό το ονομάζω σύνταξη. Η πολιτική λογοτεχνία μού είναι αδιάφορη: παραείναι εύκολη (καταλήγει με το να ανεβάσει κάποιον δικτάτορα, κάποιον διευθυντή του ΔΝΤ)· αντίθετα, πιστεύω ότι η λογοτεχνία πολιτικοποιεί ζώνες λόγου που, a priori, φαίνονται απολίτικες ή πολιτικά ουδέτερες. Το παιχνίδι παίζεται στη σύνταξη –στη μορφή–, ποτέ στην πλοκή ή στην εξιστόρηση πράξεων και γεγονότων.

Πιστεύω επίσης στη λογιοσύνη και την ειρωνεία ως ριζικές μορφές ανεπάρκειας απέναντι στον κόσμο.

Και βέβαια υπάρχουν οι αναγνώσεις: Φλομπέρ, οι πρωτοπορίες, η σύγχρονη φιλοσοφία, η λατινοαμερικάνικη ποίηση. Ο Μπόρχες δεν μου αρέσει πολύ, συμφωνώ όμως μαζί του σε ένα σημείο: η ανάγνωση είναι δραστηριότητα πιο ουσιαστική απ’ ό,τι το γράψιμο.

Η Συνομιλία

cover_tabarovskyΚαθώς πρόκειται για αυτοπροσωπογραφία περάσατε και ο ίδιος τις διάφορες αρρώστιες που αναφέρει στο βιβλίο σας; 

-Ευτυχώς όχι! Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο, ενώ – σχεδόν εξ ορισμού – οι αυτοβιογραφίες είναι γραμμένες σε πρώτο. Το πέρασμα στο τρίτο πρόσωπο συνεπάγεται μια ειρωνική αποστασιοποίηση (τουλάχιστον αυτό ελπίζω…) ανάμεσα στον ήρωα και την πλοκή, και ανάμεσα στον αφηγητή και εμένα τον ίδιο.

Περιγράφετε, μέσα από την περίπτωση του Ντάμι, την φτωχοποίηση της μεσαίας τάξης στην μεγάλη οικονομική κρίση της Αργεντινής. Θα μπορούσατε να μας μιλήσετε πάνω σε αυτό με όρους κοινωνιολογικούς;

-Η μεσαία τάξη ήταν το διακριτικό γνώρισμα της Αργεντινής σε σχέσης με τις γείτονες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Στις χώρες αυτές υπάρχει μια υψηλή τάξη, πολύ ισχυρή και μικρή αριθμητικά, και έπειτα μια ευρεία χαμηλή τάξη, φτωχών και περιθωριοποιημένων, ενώ δεν υπάρχει μεσαία τάξη. Η Αργεντινή, αντίθετα, από τις αρχές του 20ου αιώνα, ανέπτυξε μια δυνατή μεσαία αστική τάξη, σχετικά παρόμοια με την ευρωπαϊκή, αρκετά προοδευτική και πολύ δυναμική πολιτισμικά.

Όμως η τελευταία δικτατορία (1976-83) και η δημοκρατική κυβέρνηση του Μενέμ, νεοφιλελεύθερης γραμμής (1989-1999) προσπάθησαν, με αρκετή επιτυχία, να εξαφανίσουν αυτή τη μεσαία τάξη, και να την οδηγήσουν στην φτώχεια.

Από τότε γίνεται λόγος για «νεόπτωχους», γιατί στους παραδοσιακά φτωχούς – την ιστορικά χαμηλή τάξη –  προστέθηκαν εκατομμύρια πρώην μεσοαστών, που διατηρούν ακόμη συνήθειες και φαντασιακά της τάξης εκείνης, ευρισκόμενοι οικονομικά στη φτώχεια. Είναι αυτός ο κόσμος που, κατά πλειοψηφία, βγήκε να διαμαρτυρηθεί όταν ξεκίνησε η μεγάλη οικονομική κρίση του 2001, που τελείωσε με την έκρηξη των νεοφιλελεύθερων πολιτικών.

Ο Ντάμι, ο ήρωας του βιβλίου, διατρέχει τον κίνδυνο να είναι ένας απ’ αυτούς.

Γράψατε, λοιπόν, ένα μυθιστόρημα για την παρακμή της μεσαίας τάξης οπουδήποτε στο κόσμο;

-Είναι μια ερώτηση δύσκολο να απαντηθεί, δε θα ήθελα να γενικεύσω τόσο ώστε η απάντησή μου να γίνει αόριστη.

Σε πολλές κεντροευρωπαϊκές χώρες, το ζήτημα δεν είναι μια μεσαία τάξη που φοβάται μήπως φτωχοποιηθεί, όπως στην Αργεντινή, αλλά μια μεσαία τάξη που βλέπει να απειλείται η πολιτισμική της ταυτότητα, μέσα από την αβεβαιότητα που φέρνει η παγκοσμιοποίηση, η μετανάστευση, η έλλειψη πίστης στο μέλλον. Είναι άλλα τα προβλήματα και άλλες οι απαντήσεις για αυτές τις μεσαίες τάξεις, απαντήσεις συχνά αντιδραστικές και ευθέως ρατσιστικές.

Γι’ αυτό θα προτιμούσα να μιλήσω μόνο για την περίπτωση της Αργεντινής την οποία γνωρίζω περισσότερο. Αν τώρα το βιβλίο μου μπορεί να διαβαστεί με όρους «παγκόσμιους», ακόμα καλύτερα.

Γράφετε κάπου ότι, «αν η καριέρα ισοδυναμεί με τη ζωή τότε απόλυση και θάνατος είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα». Πώς θα το υποστηρίζατε αυτό;

-Θα προτιμούσα να μην πρέπει το να «υποστηρίξω», γιατί αυτό θα συνεπαγόταν ότι θα ήταν σωστό κάτι που δε θα μου άρεσε…

Όμως στη δεκαετία του ’90 στην οποία εξελίσσεται το μυθιστόρημα, το «πνεύμα» της εποχής, δηλαδή το μάρκετινγκ του άγριου καπιταλισμού, έλεγε ότι είσαι νικητής όντας επιτυχημένος επαγγελματικά, ενώ σε αντίθετη περίπτωση, ότι είσαι ένας «λούζερ», ένας χαμένος. Και το να είσαι επιτυχημένος ήταν να βγάζεις λεφτά, τίποτα άλλο. Από εκεί και αυτή η φράση, που είναι σχήμα λόγου.

Ποιο είναι το νόημα της «κακοτυχίας» του Ντάμι που κάθε φορά φθάνει στην πηγή της επαγγελματικής επιτυχίας και δεν προλαβαίνει να πιει από το νερό της;

-Μου αρέσει η παράδοση που ξεκινά ο Φλομπέρ στο «Μπουβάρ και Πεκυσέ», μιας πλοκής που προχωρά μέσω της επανάληψης, μέσα από χαρακτήρες που πέφτουν πάνω στην ίδια πέτρα ξανά και ξανά, που δεν μαθαίνουν τίποτα από την εμπειρία. Εκεί θα πρέπει να βρίσκεται η ειρωνεία για την οποία μιλούσα νωρίτερα. Και βέβαια, αυτού του τύπου η εξέλιξη εμποδίζει μία «κατάληξη». Όπως στον Πύργο, του Κάφκα – ο αγαπημένος συγγραφέας του Φλωμπέρ – ο στόχος δεν φτάνεται ποτέ. Πριν από το αποτέλεσμα, με ενδιαφέρει περισσότερο η διαδικασία, η αναζήτηση αυτή καθεαυτή.

Γιατί αυτής η πλήρης επιστημονική και λεπτομερειακή περιγραφή κάθε αρρώστιας που συμβαίνει στο Ντάμι;

-Θα μπορούσε να πεις κανείς ότι το ειρωνικό αποτέλεσμα προκύπτει από υπερβολή στο ρεαλισμό. Εξ’ ού και η ανάγκη να περιγραφούν όσο πιο λεπτομερειακά οι ασθένειες και άλλα ιδεοψυχαναγκαστικά χαρακτηριστικά του ήρωα.

Ο Περουβιανός Χοσέ Κάρλος Μαριάτεγκι μπορεί κατά την γνώμη σας να θεωρηθεί ενδιάμεσος μεταξύ Βάλτερ Μπένγιαμιν και Γκι Ντεμπόρ όσον αφορά στην λειτουργία της κοινωνίας του θεάματος;

-Ο Μαριάτεγκι είναι ένας από τους μεγαλύτερους λατινοαμερικάνους δοκιμιογράφους του 20ου αιώνα. Περουβιανός, ετερόδοξος μαρξιστής, καθώς επίσης και μελετητής της κουλτούρας των ιθαγενών, διαθέτει έργο τέτοιας πολυπλοκότητας και οξύτητας που δεν υπολείπεται μπροστά σε ένα Bάλτερ Μπένγιαμιν.

Στις Εκδόσεις «Mardulce» (στα ισπανικά «γλυκιά θάλασσα»), τις οποίες διευθύνω – μικρές ανεξάρτητες Εκδόσεις, με αρκετό κύρος στη Λατινική Αμερική και την Ισπανία – δημοσίευσα μία μεγάλη ανθολογία των δοκιμίων του σχετικά με τις ευρωπαϊκές πρωτοπορίες (σουρεαλισμός, ντανταϊσμός, Τσάρλυ Τσάπλιν, κ.α.)

Έτσι, παρά τις αποστάσεις τους, τις διαφορές και τις ετερότητες, μπορώ να τον διαβάσω σε έναν ίδιο ορίζοντα νοήματος με τον Μπένγιαμιν, σε σχέση με την αναζήτηση ενός ετερόδοξου ιστορικού υποκειμένου, μιας κριτικής – μέσα από το εσωτερικό του μαρξισμού – στην επίσημη υλιστική διαλεκτική, μιας υποψίας για την ψευδαίσθηση της προόδου, μιας κριτικής σκέψης πάνω στη νεωτερικότητα…

damian tabarovsky1

Το δοκίμιό σας για την «Λογοτεχνία της Αριστεράς» προκάλεσε πολλές διαμάχες στο χώρο της τελευταίας.

-Μία από τις θέσεις αυτού του δοκιμίου, είναι ότι μεγάλο μέρος των συγγραφέων που είναι αριστεροί, από λογοτεχνικής άποψης είναι συντηρητικοί. Δηλαδή, συνηθίζουν να γράφουν με μία συμβατική σύνταξη, με συμβατικές ιστορίες, με ελάχιστη αισθητική διακινδύνευση και έλλειψη πρωτοπόρου πνεύματος.

Και ότι αντίθετα, αυτό που καθιστά μια λογοτεχνία αριστερή, είναι μια κριτική εργασία με τη σύνταξη. Το να γράφει κόντρα στην κυρίαρχη σύνταξη. Ενάντια στο λόγο των μεγάλων μέσων ενημέρωσης, το λόγο της νεοφιλελεύθερης πολιτικής τάξης, το λόγο του μάρκετινγκ…

Ένα μυθιστόρημα δεν είναι πολιτικό επειδή χρησιμοποιεί ως χαρακτήρα ένα δικτάτορα, ούτε επειδή εισάγει ως χαρακτήρα τον Χάιντεγκερ × αυτό που κάνει πολιτικό ένα κείμενο είναι η δουλειά με την πρόταση. Η πολιτική ερώτηση της λογοτεχνίας είναι ποια λέξη επιλέγουμε και ποιες απορρίπτουμε, πώς αυτές οι λέξεις διαμορφώνουν μια πρόταση, πώς αυτή η πρόταση συνδέεται με μια άλλη και πώς αυτές οι προτάσεις γεννούν μια διαφορετική σύνταξη. Αυτές οι ερωτήσεις συνήθως απουσιάζουν στους αριστερούς συγγραφείς.

Προφανώς, σε πολλούς από αυτούς δεν θα άρεσε να ανακαλύψουν αυτό που είναι, δηλαδή λογοτεχνικά συντηρητικοί…

Θεωρείται τον εαυτό σας κοντά στη λεγόμενη «εκλεκτική λογοτεχνία» της Λατινικής Αμερικής, βασική φιγούρα  της οποίας είναι ο Ρομπέρτο Μπολάνιο;

 -Ο Ρομπέρτο Μπολάνιο δεν είναι ο αγαπημένος μου συγγραφέας, αν και υπάρχει ένα έργο του – «Το μακρινό αστέρι» – που το βρίσκω εξαιρετικό.

Στην Αργεντινή σήμερα έχει βελτιωθεί καθόλου η κοινωνική κατάσταση της μικροαστικής τάξης;

-Αυτή η τελευταία δεκαετία ήταν σχετικά καλύτερη από τις προηγούμενες. Αλλά όχι επαρκώς. Σταματώ εδώ, διότι διαφορετικά θα έπρεπε να ξεκινήσω να μιλώ για τον περονισμό της αριστεράς ή τον λαϊκισμό της αριστεράς, που κυβέρνησε την Αργεντινή από το 2003, και δεν θα μπορούσα παρά να παραθέσω τη διάσημη φράση του Μπόρχες: «ο περονισμός δεν είναι ούτε καλός ούτε κακός, είναι αδιόρθωτος…»

 [μετάφραση συζήτησης: Χρήστος Σιορίκης]

Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Βιολογία στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Παράλληλα, έπαιξε ως μουσικός παραγωγός σε πολλά ραδιόφωνα για πολλά χρόνια και έγραψε ως μουσικός κριτικός σε μια σειρά περιοδικά. Αυτό συνεχίζει μέχρι και σήμερα.