1939 ή 1945; Οι πόλεμοι της μνήμης γίνονται για το σήμερα και μας αφορούν
Κάθε κράτος συγκροτεί πολιτική για την ιστορία που μεταφράζεται ως “πολιτική μνήμης” δηλαδή το με ποιον τρόπο “θυμάται” η “κοινή γνώμη”, ο “μέσος πολίτης” γεγονότα του παρελθόντος. Το αν παραδείγματος χάριν στην Ελλάδα θα γίνεται λόγος για “Μικρασιατική Καταστροφή” ή για “Μικρασιατική (ιμπεριαλιστική) εκστρατεία και καταστροφή” έχει σημασία. Αν ο μέσος πολίτης θα θυμάται τον εμφύλιο πόλεμο ως “κομμουνιστοσυμμορίτικη ανταρσία” ή ως “μας έβαλαν οι ξένοι να σκοτωθούμε” έχει επίσης σημασία, το αν το “Όχι” ήταν του Μεταξά, του ελληνικού λαού ή της ελληνικής αστικής τάξης υπό βρετανική πίεση παίζει επίσης ρόλο. Τα παραδείγματα είναι αμέτρητα.
Αν ρίξουμε μια “ευρωπαϊκή ματιά” θα δούμε ότι στο κέντρο της αντιπαράθεσης για την ιστορία ή αλλιώς στο κέντρο των “πολέμων της μνήμης” βρίσκεται η περίοδος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι “πόλεμοι της μνήμης” γύρω από τα γεγονότα του, αν και έχουν βαθύτερες ρίζες, μαίνονται ιδιαίτερα οξυμένοι εδώ και περίπου μια δεκαετία κι αποτελούν πλευρά των οξυνόμενων διακρατικών ανταγωνισμών στο φόντο της συστημικής κρίσης. Ας εξετάσουμε το ζήτημα της κρατικής πολιτικής μνήμης γύρω από την ιδιαίτερη και ταυτόχρονα πολύ ενδιαφέρουσα ρωσική περίπτωση.
Με την είσοδο στο 2020 το περιοδικό “Russia in Global Affairs“, ένα ρωσικό think-tank αντίστοιχο του αμερικανικού περιοδικού “Foreign Affairs”, διοργάνωσε ένα στρογγυλό τραπέζι συζήτησης μεταξύ Ρώσων ακαδημαϊκών, διανοούμενων και δημοσιογράφων υπό τον τίτλο: “Ιστορική μνήμη: Ένας ακόμη χώρος όπου επιλύονται πολιτικά ζητήματα“. Τα πρακτικά της συζήτησης είναι ιδιαιτέρως διαφωτιστικά για το πώς η κρατική πολιτική αξιοποιεί την ιστορική μνήμη για τις τρέχουσες εσωτερικές αλλά και εξωτερικές πολιτικές της προτεραιότητες.
Κοινός τόπος των συμμετεχόντων ήταν ότι η 75η επέτειος από το τέλος του Β’ Π.Π. θα βρει την Ευρώπη σημαντικά μετατοπισμένη όσον αφορά στην αντιμετώπιση του παρελθόντος της. Όπως επισημαίνουν, το ευρωπαϊκό κέντρο βάρους έχει μετατοπιστεί από τον κοσμοπολίτικο εορτασμό τού τέλους του πολέμου και το “Ποτέ Ξανά Φασισμός” στην ανταγωνιστική καταδίκη των “δύο ολοκληρωτισμών” (ναζισμού-κομμουνισμού) που θεωρούνται και επίσημα πλέον από την Ευρωπαϊκή Ένωση ως υπεύθυνοι για το ξέσπασμα του πολέμου. Έχουμε λοιπόν μια μετάβαση από την κοσμοπολίτικη στην ανταγωνιστική ιστορία και ως αποτέλεσμα μια προσπάθεια μετατόπισης της συζήτησης από το 1945 στο 1939. Αυτό σύμφωνα με τους συμμετέχοντες στη στρογγυλή τράπεζα αποτέλεσε μια πολύ δυσάρεστη έκπληξη για τη Ρωσία αφού οδηγεί στην πολιτική της απομόνωση.
Ωστόσο, όπως υποστηρίχτηκε από αρκετούς ομιλητές η Ρωσία μπορεί και πρέπει να καταρτίσει μια θετική ατζέντα που θα την βγάλει από την απομόνωση. Ποιοι αναγνωρίζονται ως βασικοί της σύμμαχοι στα ζητήματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου; Πρώτα και κύρια, το Ισραήλ, με το οποίο έχουν κάθε συμφέρον από την ανάδειξη των εγκλημάτων των ναζί και των συνεργατών τους. Το Ισραήλ είναι δύσκολο να επικοινωνήσει με τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης τα οποία σε πολλές περιπτώσεις τιμούν ανοιχτά τη μνήμη των συνεργατών των ναζί. Έτσι, μπορεί να δημιουργηθεί ένα ρήγμα στο ΕυρωΕνωσιακό μπλοκ. Αντίστοιχα, ποια χώρα προτείνεται ότι θα πρέπει να οδηγηθεί σε πολιτική απομόνωση; Η Πολωνία.[i]
Επιπλέον, η Ρωσία θα πρέπει να αξιοποιήσει τις αντιθέσεις εντός των ευρωπαϊκών κρατών στα ζητήματα ιστορίας και μνήμης που σχετίζονται με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ως παράδειγμα τίθεται η καταψήφιση εκ μέρους ευρωβουλευτών της Αριστεράς της πρόσφατης απόφασης του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου, του Σεπτέμβρη 2019, με την οποία επιμερίζονταν οι ευθύνες για το ξέσπασμα του πολέμου στη Γερμανία και τη Σοβιετική Ένωση. Αντίστοιχα παραδείγματα δίνονται για αντιπαραθέσεις εντός των ευρωπαϊκών κρατών με ιδιαίτερη μνεία στα κράτη του ευρωπαϊκού νότου (Ισπανία, Ιταλία, Ελλάδα) όπου οι θέσεις της Αριστεράς για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο πλησιάζουν ή εξυπηρετούν τη ρωσική εξωτερική πολιτική. Κι εδώ υπάρχει μια αξιοσημείωτη παρατήρηση.
Όπως σχολιάζει ένας εκ των συμμετεχόντων στη συζήτηση, υπάρχει μια αναντιστοιχία μεταξύ των συμμάχων της Ρωσίας στην Ευρώπη στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο, οι οποίοι συνήθως προέρχονται από τον χώρο της Δεξιάς, και εκείνων των Ευρωπαίων με τη θέση των οποίων συμπίπτουν οι ρωσικές θέσεις περί της ιστορίας και της μνήμης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι τελευταίοι συνήθως προέρχονται από την Αριστερά ή τη Σοσιαλδημοκρατία. Η Ρωσία πρέπει να επικοινωνήσει με όλα αυτά τα τμήματα που διαφοροποιούνται από το νέο ευρωπαϊκό ιστορικό αφήγημα για τον Β’Π.Π. Όμως στην περίπτωση της ευρωπαϊκής Αριστεράς, όπως σημειώνεται, αυτό δεν μπορεί να γίνει μέσω του προσώπου τού προέδρου Πούτιν. Εκεί θα έπρεπε να υπάρχει η αντίστοιχη προσωπικότητα από τον χώρο της ρωσικής Αριστεράς. Κι εκεί εντοπίζεται ένα μεγάλο έλλειμμα της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής. Τα πάντα επικοινωνούνται μέσω του προσώπου τού προέδρου της.
Η θέση αυτή, δεν είναι μόνο ενδεικτική για το πώς τα ισχυρά κράτη δομούν τις συμμαχίες τους στην εξωτερική τους πολιτική, είναι επίσης ενδεικτική για το πώς τα εξελιγμένα κράτη είναι ικανά να ενσωματώνουν διάφορες πολιτικές δυνάμεις και παραδόσεις στη χάραξη της εξωτερικής τους πολιτικής. Αυτό που περιγράφεται ως ανάγκη για την εξέλιξη και μεγαλύτερη διεισδυτικότητα και άρα αποτελεσματικότητα της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής είναι ήδη γεγονός για άλλα κράτη όπως η Γερμανία, τα οποία προωθούν την εξωτερική τους πολιτική με πολυεπίπεδο τρόπο, όχι μόνο μέσα από το πρόσωπο του ή της καγκελαρίου/προέδρου αλλά μέσα από μια σειρά κρατικά χρηματοδοτούμενα ινστιτούτα, με σχετική αυτονομία, τα οποία καλύπτουν όλο το πολιτικό φάσμα. Δε γνωρίζουμε αν αυτός είναι ένας ολοκαίνουριος τρόπος κίνησης των κρατών αλλά σίγουρα είναι μια σύγχρονη μεθοδολογία εξωτερικής πολιτικής που περνάει, κατά ομολογία των think-tanks, μέσα από τη μάχη για την ιστορία και τη μνήμη. Επομένως, ας μη μας κάνει εντύπωση το γεγονός ότι επίσημα κρατικά ή ημιεπίσημα ημικρατικά ή ιδιωτικά χρηματοδοτούμενα ιδρύματα και ινστιτούτα προηγμένων χωρών προσπαθούν να διατηρούν διαύλους και να κατευθύνουν την ιστορική έρευνα (άρα και την καλλιέργεια της μνήμης) απευθυνόμενα με διαφορετικό τρόπο σε όλο το πολιτικό φάσμα.
Όπως για τη ρωσική εξωτερική πολιτική είναι αρκετό οι Αριστεροί του ευρωπαϊκού νότου ή οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες και Αριστεροί να αναδεικνύουν τις γερμανικές θηριωδίες και την συμβολή της Σοβιετικής Ένωσης στη συντριβή του ναζισμού, αντίστοιχα και η γερμανική και η αμερικανική εξωτερική πολιτική θέτουν τους δικούς τους στόχους προσπαθώντας να δημιουργήσουν τους δικούς τους διαύλους και ερείσματα. Το παραπάνω δεν αποτελεί μία συνωμοσιολογική προσέγγιση των πραγμάτων, αλλά μια προσπάθεια αποκωδικοποίησης των κρατικών πολιτικών μνήμης με βάση τα λεγόμενα ανθρώπων που συμμετέχουν στη χάραξη αντίστοιχων πολιτικών. Ας δούμε ένα ακόμη παράδειγμα για το πώς και το παραμικρό ζήτημα γίνεται αντικείμενο υπολογισμού στους “πολέμους της μνήμης”.
Όπως αναφέρεται από έναν εκ των ομιλητών, στη Γερμανία αυτή την εποχή υπάρχει αντιπαράθεση σχετικά με τη δημιουργία ενός μνημείου για τα θύματα της ναζιστικής επέλασης στην Ανατολική Ευρώπη. Δύο προσεγγίσεις υπάρχουν. Η μία υποστηρίζει την ανέγερση ενός μνημείου για όλους τους ανατολικοευρωπαίους (των Ρώσων συμπεριλαμβανομένων) ενώ η άλλη μόνο για τους Πολωνούς. Είναι προφανές ότι η δεύτερη προσέγγιση γίνεται από όσους δίνουν προτεραιότητα στη γεφύρωση του χάσματος που έχει δημιουργηθεί μεταξύ Γερμανίας και Πολωνίας τα τελευταία χρόνια, με την μετατόπιση της τελευταίας εγγύτερα προς τις ΗΠΑ παρά προς τη Γερμανία και την Ε.Ε. Ταυτόχρονα αυτή η άποψη επικοινωνεί με την πολωνική εξωτερική πολιτική, η οποία σε καμία περίπτωση δεν θα ‘θελε να δει τη Ρωσία να συγκαταλέγεται στα θύματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δίπλα στην Πολωνία. Από τη ρωσική πλευρά αυτό που προτείνεται ως ενδεδειγμένη παρέμβαση στην αντιπαράθεση είναι η δημιουργία με πρωτοβουλία της Ρωσίας ενός μπλοκ κρατών από τη Λευκορωσία ως την Ουκρανία και το Καζακστάν που θα υποστηρίξουν τη θέση ότι το μνημείο πρέπει να αφορά όλους τους λαούς της Ανατολικής Ευρώπης και όχι αποκλειστικά τους Πολωνούς.
Μάλιστα η ρωσική κυβέρνηση ψέγεται για τη σκλήρυνση της στάσης της απέναντι στους Ευρωπαίους σε ζητήματα μνήμης. Η ενδεδειγμένη τακτική, όπως αναφέρεται, θα ήταν η Ρωσία να μην εμπλακεί μέσω του προέδρου Πούτιν στον ανταγωνισμό που στήνεται με στόχο την απομόνωση της Ρωσίας αλλά να δημιουργεί θετική ατζέντα συμπερίληψης της Ρωσίας μέσα από μια πολιτική μνήμης που θα έχει στόχο να ενώσει -παρά τις υπαρκτές διαφορές. Αντί λοιπόν να σηκώσει το γάντι, τακτική η οποία θεωρείται ότι απλά συσπειρώνει τους Ευρωπαίους σε αντι-ρωσική βάση, η Ρωσία θα έπρεπε να δείξει έναν άλλον δρόμο. Ας ξαναπάμε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι συμμετέχοντες στο τραπέζι συμφωνούν ότι μετά το 2014, και ως αποτέλεσμα της επίθεσης που δέχεται η Ρωσία συνολικά αλλά και μέσα από τους πολέμους της μνήμης από την Ευρώπη, η επίσημη ρωσική θέση έχει σκληρύνει. Ως εκ τούτου, ενώ ο Πούτιν προ του ’14 ποτέ δεν αναγνώριζε το σύμφωνο Μολότοφ-Ρίπεντροπ ως κάτι θετικό, πλέον το ονομάζει “νίκη της σοβιετικής διπλωματίας”. Όσο όμως και να δίνεις έμφαση στις δικές σου νίκες, αυτό δεν μπορεί να σου ανοίξει δρόμους επικοινωνίας με την άλλη πλευρά. Γι’ αυτό προτείνεται μία άλλη τακτική. Για παράδειγμα, στο ζήτημα της έναρξης του πολέμου, η ρωσική πλευρά θα πρέπει να υποστηρίξει όχι την ορθότητα του Συμφώνου Μολότοφ-Ρίπεντροπ αλλά το ότι ο πόλεμος ουσιαστικά δεν ξεκινά τότε, ούτε αποκλειστικά σε ευρωπαϊκό έδαφος. Για παράδειγμα η σύγκρουση με την Ιαπωνία ξεκινά το 1937 ενώ όταν η ΕΣΣΔ υπογράφει το Μολότοφ-Ρίπεντροπ ταυτόχρονα βρίσκεται σε πόλεμο με την Ιαπωνία που είναι σύμμαχος της Γερμανίας. Επιπλέον, η ρωσική κρατική πολιτική μνήμης όπως αυτή θα επικοινωνείται με τους Ευρωπαίους, θα πρέπει να τονίζει το υπόβαθρο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου: την ταπεινωτική για τη Γερμανία Συνθήκη των Βερσαλλιών, το στρατηγικό λάθος της απομόνωσης της Ρωσίας/ΕΣΣΔ και το συνακόλουθο αποτέλεσμα της ανάδειξης μικρών δικτατοριών και ολοκληρωτισμών στην Ανατολική Ευρώπη, φαινόμενα εξίσου επικίνδυνα και υπεύθυνα για την πορεία προς τον παγκόσμιο πόλεμο. Ορίστε, λοιπόν, πώς η συγκεκριμένη πολιτική μνήμης παράγει “διδάγματα” με στόχο τη σύγχρονη αποφυγή τού αποκλεισμού και ταπείνωσης της Ρωσίας και της τυφλής υποστήριξης χωρών όπως η Ουκρανία, οι Βαλτικές χώρες και η Πολωνία από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Μια αντίστοιχη λογική ξεδιπλώνεται και για την περίπτωση του Στάλιν, καθώς η κριτική στον Στάλιν, μετατρέπεται σε κριτική στη Σοβιετική Ένωση και μεταφέρεται στο σήμερα ως κριτική στη Ρωσία. Αυτό που προτείνεται είναι η προσωπικότητα του Στάλιν να εξετάζεται πάντοτε σε συνδυασμό με αυτές των Ρούζβελτ και του Τσώρτσιλ, τη γνώμη που είχαν αυτοί γι’ αυτόν αλλά και το τί έλεγαν αυτοί για τον Χίτλερ προ του 1939. Ακολούθως θα πρέπει να τονίζεται το γεγονός της συμμετοχής της ΕΣΣΔ στη διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών το 1942 και η υπεράσπιση της συνταγματικής νομιμότητας στην Ισπανία ενάντια στο Φράνκο. Επομένως, η σύγχρονη ρωσική κρατική πολιτική μνήμης κωδικοποιείται στο εξής: ανάδειξη του γεγονότος της συνεργασίας του Στάλιν με τη Δύση και της συμμετοχής του στη Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών, σε αντίθεση και με τον Στάλιν αν χρειαστεί: “να πνιγεί ο Στάλιν, τότε να πνιγεί μαζί με τους Τσώρτσιλ και τον Ρούζβελτ”, όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται.
Όσον αφορά στο σοβιετικό παρελθόν, προκρίνεται η κριτική αποδόμησή του εντός ενός πλαισίου όπου θα φαίνεται όμως ότι σε καμία πλευρά δεν υπήρχαν άγιοι και αναγνωρίζοντας ότι στην κρίσιμη στιγμή βρέθηκε στη “φωτεινή πλευρά” ενώ στην άλλη πλευρά υπήρχε το “απόλυτο κακό”. Για τους συμμετέχοντες στη συζήτηση “το να πετάξεις την Αριστερά εκτός” οδηγεί λογικά στην ταύτιση των δύο συστημάτων, η οποία δυσχεραίνει τη σημερινή ρωσική εξωτερική πολιτική. Ωστόσο γίνεται διάκριση ανάμεσα στην παράδοση “του μπολσεβικισμού που οδήγησε στον σταλινισμό”, η οποία δε χρειάζεται να γίνει αντικείμενο υπεράσπισης και αυτής της σοσιαλδημοκρατίας και άλλων ρευμάτων της Αριστεράς, των οποίων η παράδοση μπορεί να χρησιμοποιηθεί.
Συνολικά, υποστηρίζεται ότι η Ρωσία θα πρέπει να αναθεωρήσει την έως τώρα τακτική έμφασης στις θυσίες των Ρώσων και την πρωτοκαθεδρία του ρωσικού λαού στη νίκη εναντίον του φασισμού και να αρχίσει να συμπεριλαμβάνει ξανά και τον ασιατικό χώρο. Όχι, λοιπόν, οι Ρώσοι αλλά οι Ρώσοι, οι Αρμένιοι, οι Εβραίοι, οι Ουζμπέκοι, οι Καζάκοι κατάφεραν τη νίκη εναντίον του ναζισμού. Με αυτόν τον τρόπο η Ρωσία αναμένεται να καταφέρει να δημιουργήσει μπλοκ κρατών που θα αντιρροπήσει την ευρωπαϊκή μετατόπιση στα θέματα καλλιέργειας της ιστορικής μνήμης του Β’Π.Π.
Επιπλέον, η ρωσική πολιτική μνήμης μπορεί να συντονιστεί με την κινεζική κρατική πολιτική, η οποία αναδεικνύει την κινεζική αντίσταση απέναντι στην ιαπωνική επίθεση και συμπεριλαμβάνει πρόθυμα τη σοβιετική συμβολή, τόσο στα τέλη της δεκαετίας του ‘30, όσο και κατά το έτος 1945, όταν σοβιετικοί πιλότοι χτύπησαν στρατηγικούς ιαπωνικούς στόχους. Μάλιστα, προτείνεται η δημιουργία μίας πολεμικής ταινίας κινεζο-ρωσικής παραγωγής μέσω της οποίας να αναδεικνύεται προσεκτικά η σοβιετική συμμετοχή στον αντιφασιστικό αγώνα στην Ανατολή.
Μαζί με τα παραπάνω, η Ρωσία θα πρέπει να αξιοποιήσει πλήρως το γεγονός του Ολοκαυτώματος των Εβραίων αναδεικνύοντας τη συμμετοχή Εβραίων στον Κόκκινο Στρατό αλλά και τις διώξεις των Εβραίων από τα εθνικιστικά κινήματα των Ανατολικοευρωπαϊκών κρατών. Έτσι, είναι δυνατόν να αποδομηθεί ο ανατολικοευρωπαϊκός εθνικισμός που είναι ταυτόχρονα αντισημιτικός και αντιρωσικός.
Συνολικά, όμως, στο τέλος της συζήτησης τίθεται το ζήτημα του παραδείγματος και της μελλοντικής προοπτικής καθώς όπως εύστοχα παρατηρεί ένας εκ των συνομιλητών: “Η μνήμη λειτουργεί ως η σημερινή σύνθεση του χθες, μπορεί να είναι ωφέλιμο να θυμάσαι το “χθες” κάποιου από τη σκοπιά του τι προσδοκάται για το αύριο.” Κι εδώ τίθεται το ερώτημα. Η Σοβιετική Ένωση στον αγώνα της κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ακόμα κι όταν δεν έβρισκε ανοιχτούς διαύλους με τις κυβερνήσεις των κρατών της Δύσης, είχε μαζί της μεγάλα τμήματα των λαών της Ευρώπης, όχι μόνο της εργατικής τάξης, που αντιλαμβάνονταν αυτόν τον αγώνα ως αγώνα της ανθρωπότητας, αλλά κάθε ανθρώπου με καλή θέληση για ένα διαφορετικό μέλλον. Και το ερώτημα όπως τίθεται για τη σημερινή ρωσική εξωτερική πολιτική είναι το εξής: “Γιατί έχουν συμφέρον οι πρώην σύμμαχοι, δορυφόροι και τα αποσχισθέντα κράτη της σοβιετικής ομοσπονδίας να αποδεχτούν τη σύγχρονη ρωσική αντιμετώπιση του παρελθόντος;”. Με την ίδια λογική τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης γκρεμίζουν τα μνημεία των πεσόντων σοβιετικών για εσωτερικούς λόγους συγκρότησης, όχι, όπως ορθά σημειώνεται, για το αν ένα πρόσωπο του παρελθόντος άξιζε να μνημονεύεται μέσω ενός μνημείου αλλά εξαιτίας του τρόπου που βλέπουν το παρελθόν οι άνθρωποι σήμερα. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, η ανάσυρση ακόμα μερικών εγγράφων από τα σοβιετικά αρχεία, ένα αφιέρωμα στα ρωσικά ελεγχόμενα ΜΜΕ για την απελευθέρωση του Βερολίνου ή ένας θυμωμένος καταγγελτικός λόγος του προέδρου Πούτιν δεν μπορούν να ανατρέψουν μια κατάσταση στην Ευρώπη στην οποία φαίνεται πως το πάνω χέρι παίρνουν όχι οι δυνάμεις που πολέμησαν τον φασισμό.
“Αν δεν βλέπουμε ένα σοσιαλιστικό μέλλον για όλη την ανθρωπότητα (σημ: όπως οι Σοβιετικοί) και δεν είμαστε έτοιμοι να παραδεχτούμε ότι το προσεγγίζαμε διαφορετικά πριν τον πόλεμο και διαφορετικά μετά, τότε ποιοι είναι οι φυσικοί μας σύμμαχοι και ποια είναι η εικόνα τους για τον κόσμο;”
Τα αδιέξοδα κι οι αντιφάσεις της ρωσικής πολιτικής μνήμης γίνονται εμφανή. Πέρα όμως από τη ρωσική ιδιαιτερότητα γίνεται εμφανές ότι παράλληλα με τους οξυνόμενους διεθνείς ανταγωνισμούς τα κράτη ακονίζουν τις γραφίδες τους και ανοίγουν κεντρικό μέτωπο για την “κατάκτηση της μνήμης” των λαών της Ευρώπης (και όχι μόνο) με επίκεντρο τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο που βίωσε η ανθρωπότητα. Είναι δεδομένο ότι η ιστορία του Β’ Π.Π. θα κακοποιηθεί περαιτέρω στις κρατικές προκρούστειες κλίνες. Πολλά μπορούν να ειπωθούν επ’ αυτού αλλά ας μείνουμε σε ένα. Οι ανεξάρτητοι από τις κρατικές πολιτικές ιστορικοί οφείλουν να σηκώσουν το βάρος της κριτικής των κρατικών και υπερεθνικών πολιτικών μνήμης και την υπεράσπιση της αλήθειας του λαϊκού αντιφασιστικού αγώνα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Πηγή: https://globalaffairs.ru/global-processes/Istoricheskaya-pamyat–esche-odno-prostranstvo-gde-reshayutsya-politicheskie-zadachi-20316
[i] Για τις πρόσφατες Ισραηλινο-Ρωσικές πρωτοβουλίες σχετικά με το Ολοκαύτωμα και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την αντιπαράθεση Ρωσίας-Πολωνίας με τη συμμετοχή του Ισραήλ δείτε: http://prin.gr/?p=29185
*Ο Γιώργος Μιχαηλίδης είναι διδάκτωρ βαλκανικής Ιστορίας
.