44 χρόνια μετά: Το πείραμα και το μάθημα της Χιλής
Το πιο… προφανές πραξικόπημα της CIA που έθεσε τέλος στις αυταπάτες περί «ειρηνικής συνύπαρξης» και μας «γνώρισε» τι σημαίνει ΔΝΤ
«Ισως αυτή είναι η τελευταία μου ευκαιρία να σας μιλήσω… Είναι μια ιστορική στιγμή και θα πληρώσω με τη ζωή μου για την αφοσίωση του λαού μου… Ούτε το έγκλημα, ούτε η βία μπορούν να διακόψουν την κοινωνική εξέλιξη. Η Ιστορία είναι δική μας, η Ιστορία γράφεται από τους λαούς… Πιστεύω ότι θα ξεπεράσουμε αυτές τις πικρές, γκρίζες ώρες της προδοσίας. Πιστεύω ότι, αργά ή γρήγορα, οι μεγάλες λεωφόροι θα ξανανοίξουν και ο ελεύθερος άνθρωπος θα τις διαβεί για να χτίσει μια καλύτερη κοινωνία…».
Με αυτά τα λόγια ο Σαλβαδόρ Αλίεντε αποχαιρέτισε τον χιλιανό λαό. Ήταν 11 Σεπτέμβρη 1973. Ο Πρόεδρος Αλιέντε έπεφτε νεκρός μέσα στα συντρίμμια του βομβαρδισμένου προεδρικού Μεγάρου, και μια από τις αιματηρότερες δικτατορίες της ανθρωπότητας αναλάμβανε τα ηνία της χώρας με τις ευλογίες της Ουάσιγκτον και της CIA. Και όλος ο πλανήτης θα μάθαινε μέσα από το αίμα χιλιάδων ανθρώπων, τι σημαίνει «νεοφιλελευθερισμός» και ΔΝΤ.
Η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει περίπου μία 20ετία νωρίτερα. Το 1953, ο Σαλβαδόρ Αλιέντε, ένας από τους ιδρυτές του Σοσιαλιστικού Κόμματος Χιλής, έχανε για τρεις, μόλις, εκατοστιαίες μονάδες τις εκλογές για την Προεδρία. Στην Ουάσινγκτον χτύπησε «καμπανάκι» και η προετοιμασία άρχισε. Από το 1961, δύο επιτροπές από αξιωματούχους της CIA, του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του Λευκού Οίκου (η μία στην Ουάσιγκτον, η άλλη στο Σαντιάγο της Χιλής) απεργάζονταν το πώς θα ανακόψουν την πορεία «των ανατρεπτικών στοιχείων» προς την εξουσία.
«Η παρέμβασή μας στα εσωτερικά της Χιλής , από το 1964 και μετά ήταν κραυγαλέα και αισχρή», ομολογεί ένας από τους αρμόδιους αξιωματούχους της CIA, περιγράφοντας εκτενώς την αποστολή εκατοντάδων πρακτόρων, που ανέλαβαν να προετοιμάσουν τις εξελίξεις, «θεμελιώνοντας μακροχρόνιες επιχειρηματικές σχέσεις με τα πολιτικά κόμματα, κατασκευάζοντας μηχανισμούς προπαγάνδας, εκπαιδεύοντας και οργανώνοντας αντικομμουνιστικές ομάδες σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, συνδικάτα και ενώσεις». Ακολούθησε η ανάδειξη στην Προεδρία της Χιλής του Εντουάρντο Φρέι, του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, που έγινε δεκτή με ικανοποίηση στην Ουάσιγκτον. Η CIA εκτίμησε ότι «η αντικομμουνιστική εκστρατεία υπό τον τίτλο “ένα σφυροδρέπανο στο μέτωπο του παιδιού σου” αποτέλεσε μια από τις αποτελεσματικότερες προπαγανδιστικές δραστηριότητές της». Η ικανοποίηση, όμως, δεν κράτησε πολύ.
Το 1969, ο Αλιέντε πρωτοστατεί στην ίδρυση της «Λαϊκής Ενότητας», όπου συμμετέχουν το ΚΚ Χιλής, το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Ριζοσπαστικό Κόμμα, η Κίνηση Ενωμένης Λαϊκής Δράσης, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και η Ανεξάρτητη Λαϊκή Δράση. Στις 4 Σεπτέμβρη 1970, η «Λαϊκή Ενότητα» επικρατεί στις προεδρικές εκλογές με τη σχετική πλειοψηφία του 36,3%. Στις 3 Νοέμβρη του ίδιου χρόνου, ο Αλιέντε αναδεικνύεται πρόεδρος με το Κογκρέσο να συμφωνεί συμπεριλαμβανομένου του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος της χώρας.
Κίσινγκερ: Δεν θα αφήσουμε μια χώρα να γίνεται κομμουνιστική εξαιτίας της ανευθυνότητας του λαού της
Ο τότε Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ και μετέπειτα υπουργός Εξωτερικών, όμως, Χένρι Κίσινγκερ, είχε δώσει το μήνυμα ήδη δύο μήνες πριν από τις εκλογές του 1970: «Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να μείνουμε αδρανείς, παρακολουθώντας μια χώρα να γίνεται κομμουνιστική, εξαιτίας της ανευθυνότητας του ίδιου του λαού της»! Εντεκα μέρες μετά τη νίκη της «Λαϊκής Ενότητας», σε σύσκεψη του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, στην Ουάσιγκτον, αποφασιζόταν το σχέδιο ανατροπής της κυβέρνησης Αλιέντε, το οποίο τέθηκε αμέσως σε εφαρμογή: Οικονομικό μποϊκοτάζ, αόρατος αποκλεισμός στην παγκόσμια αγορά, κυρίως του χαλκού (βασικό εξαγωγικό προϊόν της χώρας), εκκαθάριση σταδιακή, αλλά ριζική, όλων των προοδευτικών στοιχείων από το στράτευμα, ροή πακτωλού χρημάτων προς όλες τις οργανώσεις, ενώσεις και κόμματα, που η CIA είχε, ήδη, καταφέρει να εδραιώσει εντός της χώρας όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα.
Παρ’ όλα αυτά, η δυναμική της «Λαϊκής Ενότητας» βρίσκεται σε διαρκή ανοδική πορεία. Το Μάρτη του 1971, στις δημοτικές εκλογές, συγκεντρώνει την απόλυτη πλειοψηφία με 50,86% και τον Ιούλη του ίδιου χρόνου προχωρά, διά μέσου νομοσχεδίου, στην κρατικοποίηση των ορυχείων χαλκού, πετώντας εκτός νυμφώνος την αμερικανική εταιρία ΙΤΤ. Το 1973, το Μάρτη, και ενώ η προπαγάνδα της CIA έχει κλιμακωθεί αξιοποιώντας, με το μέγιστο δυνατό τρόπο, τις καθημερινές δυσκολίες, που αντιμετωπίζει ο χιλιανός λαός, τόσο λόγω των μεταρρυθμιστικών μέτρων της κυβέρνησης, αλλά, πολύ περισσότερο, λόγω του εμπάργκο, που, ουσιαστικά, έχει επιβληθεί από τις ΗΠΑ, η «Λαϊκή Ενότητα» κερδίζει το 45% των ψήφων, και πλέον έχει και τον πλήρη κοινοβουλευτικό έλεγχο. Ο κύβος είχε ριφθεί, η Ουάσινγκτον αποφασίζει ριζική παρέμβαση.
«Για τους Αμερικανούς, ο Αλιέντε δεν αντιπροσωπεύει ούτε στρατιωτική, ούτε οικονομική απειλή, αλλά μια καθαρά ιδεολογική, ψυχολογική απειλή, ένα παράδειγμα προς μίμηση”, ενός δημοκρατικά εκλεγμένου σοσιαλιστή, που εξακολουθεί να κυβερνά σύμφωνα με το Σύνταγμα της χώρας… Οι ΗΠΑ δεν έχουν συμφέροντα ζωτικής σημασίας στη Χιλή . Η παγκόσμια στρατιωτική ισορροπία δε θα διαταραχτεί σημαντικά από ενδεχόμενη διακυβέρνηση του Αλιέντε… Μια επικράτησή του, όμως, θα σηματοδοτήσει καθοριστική οπισθοδρόμηση για τις ΗΠΑ σε ιδεολογικό επίπεδο και θα δώσει ψυχολογικό πλεονέκτημα στις μαρξιστικές ιδέες»...
Σ’ αυτά τα αποσπάσματα έκθεσης της CIA, που φέρει την ημερομηνία της 7ης Σεπτέμβρη 1970, λίγο μετά την εκλογική νίκη της «Λαϊκής Ενότητας», συμπυκνώνονται οι αιτίες για τις οποίες η Ουάσιγκτον κήρυξε έναν τόσο δριμύ και ανελέητο πόλεμο στον Σαλβαδόρ Αλιέντε. Το ιμπεριαλιστικό μένος καταγράφεται και στις ιδιόχειρες σημειώσεις του διευθυντή της CIA, Ρίτσαρντ Χελμς, κατά τη διάρκεια συνεδρίασης, με θέμα την αντιμετώπιση της εκλογικής νίκης της «Λαϊκής Ενότητας», το 1970: «Μπορεί να έχουμε μία πιθανότητα στις δέκα να σώσουμε τη Χιλή!.. δε με νοιάζουν τα οποιαδήποτε ρίσκα… 10 εκατομμύρια δολάρια είναι διαθέσιμα άμεσα, και πολύ περισσότερα αν χρειαστεί… κάντε την οικονομία τους να βογκήξει…». Αυτό, άλλωστε, είχαν συμβουλεύσει και οι διευθυντές της αμερικανικής ΙΤΤ, που έχασε διόλου αμελητέα κέρδη λόγω των κρατικοποιήσεων της κυβέρνησης Αλιέντε.
Τα μηνύματα και η αυταπάτη
Απέναντι στον ανοιχτό πόλεμο των ΗΠΑ και της CIA η «Λαϊκή Ενότητα» και ο Σαλβαδόρ Αλιέντε επέλεξε να τηρήσει στάση απόλυτης αστικής νομιμότητας, μια στάση που εκ των υστέρων έγινε αντικείμενο προβληματισμού, διαλόγου και αντιπαραθέσεων ως προς το κατά πόσο ήταν η ενδεδειγμένη ιδιαίτερα καθώς αποδείχτηκε και αναποτελεσματική. Αδιαμφισβήτητα, στη Χιλή, υπό την κυβέρνηση της «Λαϊκής Ενότητας», έλαβε χώρα, ίσως, η πιο ολοκληρωμένη και συνειδητή προσπάθεια ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού διά της κοινοβουλευτικής οδού. Ο ίδιος ο Αλιέντε είχε δεσμευτεί σε ένα «δημοκρατικό δρόμο προς το σοσιαλισμό», ενώ η κυβέρνηση «Λαϊκής Ενότητας» υποσχέθηκε «προσήλωση στη συνταγματική νομιμότητα».
Στο όνομα της δέσμευσης στην αρχή της νομιμότητας και της συνειδητής συμμετοχής στον κοινωνικό μετασχηματισμό, η κυβέρνηση της «Λαϊκής Ενότητας» δεν προχωρεί σε κανενός είδους παρέμβαση στον κρατικό μηχανισμό, στο μηχανισμό των σωμάτων ασφαλείας, αλλά και στο δικαστικό σώμα. Στόχος είναι οι αλλαγές αυτές να «έρθουν από τα μέσα, με συνειδητές αποφάσεις και επιλογές». Η θέση αυτή δεν αλλάζει καθόλου, ακόμη και όταν οι κινήσεις μέσα στο στράτευμα είναι ολοένα περισσότερο αποκαλυπτικές ως προς το πραξικόπημα που έρχεται: Η δολοφονία του στρατηγού Σνάιντερ, αρχηγού του ΓΕΣ, δύο μέρες πριν ανακηρυχτεί Πρόεδρος ο Αλιέντε από το Κογκρέσο, τον Οκτώβρη του 1970, ήταν ένα από τα ηχηρότερα μηνύματα και ήταν απλώς η αρχή.
Θα ακολουθήσουν δύο αποτυχημένες απόπειρες δολοφονίας του Αλιέντε (το 1971 και το 1972), αποκάλυψη σχεδίου στρατιωτικής ανατροπής από φασιστική οργάνωση (το 1972), η απόπειρα πραξικοπήματος από στάση σε τάγμα τεθωρακισμένων που κατεστάλη από τον αρχηγό ΓΕΣ, στρατηγό Πρατς (τον Ιούλιο του 1973) και η παραίτηση του Πρατς (τον Αύγουστο 1973) με αυτές ακριβώς τις καταγγελίες. Ο Πρατς θα δολοφονηθεί στην Αργεντινή λίγες μέρες μετά την ανατροπή του Αλιέντε. Ολα αυτά συμβαίνουν, ενώ εντός των σωμάτων ασφαλείας γίνονται, ανοιχτά, «εκκαθαρίσεις» όσων κατώτερων ή ανώτερων αξιωματικών συμπαθούν την κυβέρνηση «Λαϊκής Ενότητας» και δηλώνουν πίστη στο Σύνταγμα. Ταυτόχρονα, εντός της χώρας, θεριεύει η προπαγάνδα που υποκινεί η CIA, σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο.
Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση της «Λαϊκής Ενότητας» είχε την απόλυτη νομιμοποίηση και τη λαϊκή στήριξη να διαλύσει τη Βουλή με δημοψήφισμα που θα άνοιγε το δρόμο για νέες εκλογές με στόχο να αλλάξει το Σύνταγμα υιοθετώντας μέτρα που θα την βοηθούσαν να ελέγξει το στράτευμα, την αστυνομία και το δικαστικό σώμα, δεν το έκανε. Αν το έκανε, είναι προφανές ότι η ταξική πάλη θα οξυνόταν και η σύγκρουση με την αστική τάξη της χώρας και την εξουσία της θα ήταν σφοδρή και αναπόφευκτη. Κάποιες δυνάμεις στο εσωτερικό της «Λαϊκής Ενότητας», που εκπροσωπούσαν κυρίως μικροαστικά στρώματα, επέμειναν στην «ήπια προσαρμογή».
Ιδιαίτερη αξία έχει το πώς «βλέπουν» οι ίδιοι οι συμμετέχοντες στην κυβέρνηση της «Λαϊκής Ενότητας» το ζήτημα. Κατά τον Λουίς Κορβαλάν, πρώην ΓΓ του ΚΚ Χιλής, η κυβέρνηση του Αλιέντε «είχε πολλές ευκαιρίες για να λάβει μέτρα κατά των αντιδραστικών δυνάμεων, αλλά δεν τις αξιοποίησε ποτέ». Οπως αναφέρει στο βιβλίο «Η άλλη 11η Σεπτεμβρίου – Η δολοφονία του Αλιέντε και χιλιάδων Χιλιανών πριν από 30 χρόνια», «αρχικά οι ιδεαλιστικές αντιλήψεις του Αλιέντε ήταν ισχυρότερες από την επιθυμία του να περιορίσει και να καταστείλει την αντίδραση. Οταν πλέον ήταν έτοιμος να την απωθήσει… η κατάσταση είχε, ήδη, οξυνθεί τόσο, που απέμενε μόνον η λύση του δημοψηφίσματος. Κάτι τέτοιο, πιθανώς, να έσωζε πολλές ανθρώπινες ζωές και να διέσωζε μερικά δημοκρατικά επιτεύγματα, αλλά δε θα μπορούσε να εμποδίσει το τέλος της συγκεκριμένης διακυβέρνησης», καταλήγει.
Ο Κορβαλάν υποστηρίζει ότι το συγκυβερνών ΚΚ Χιλής είχε, επανειλημμένως, προτείνει τη λήψη αυστηρότερων μέτρων κατά της αντίδρασης. Προσθέτει πάντως με νόημα ότι η κυβέρνηση Αλιέντε δεν ανατράπηκε εξαιτίας των λαθών της, αλλά εξαιτίας των μεγάλων επιτυχιών της, που ήταν εν δυνάμει επικίνδυνες για τις αντιδραστικές δυνάμεις, εκτός συνόρων της χώρας λόγω της μεγάλης επιρροής που θα μπορούσαν να ασκήσουν.
Ενα άλλο στέλεχος του ΚΚ Χιλής , ο Χόρχε Ινσούνσα, και ενώ τα γεγονότα είναι ακόμη νωπά, το 1977, σε σειρά άρθρων στο περιοδικό «Προβλήματα της Ειρήνης και του Σοσιαλισμού», εκτιμά, και με αυτοκριτική διάθεση, ότι η «Λαϊκή Ενότητα» είχε «απολυτοποιήσει τον ειρηνικό δρόμο… η τακτική έγινε στρατηγική. Ταυτόχρονα, ο όρος “ειρηνικός” ταυτίστηκε με τη δράση μόνον εντός του πλαισίου των νομίμων αστικών μορφών». «Η πείρα, καταλήγει ο Ινσούνσα, μας επιβεβαίωσε ότι οι δρόμοι της επανάστασης, ειρηνικοί ή μη ειρηνικοί, δεν μπορούν και δεν πρέπει να αποκλείουν ο ένας τον άλλον. Οι μπολσεβίκοι, από τον Απρίλη έως τον Οκτώβρη του 1917, άλλαξαν 4 φορές εκτίμηση για το αν θα πρέπει να κάνουν ένοπλη ή όχι εξέγερση. Τελικά, ήταν έτοιμοι και για τις 2 μορφές».
Εξαιρετικά γλαφυρό για το «πείραμα της Χιλής » είναι το σχόλιο ενός απόστρατου στρατηγού της KGB, του Νικολάι Λεόνοφ, ο οποίος συμμετείχε στις επαφές που είχε ο Αλιέντε όταν μετέβη στη Μόσχα. «Ο Αλιέντε φαινόταν να χαϊδεύει το “πόδι της τίγρης”, για να μην την εξαγριώσει. Η πείρα, μας έχει διδάξει ότι με έναν τέτοιο ιδεαλισμό είναι αδύνατο να κρατήσεις την εξουσία απέναντι στις αντιδραστικές δυνάμεις».
«Η πλέον δραματική αντίφαση στη ζωή του Αλιέντε, σημειώνει ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές, δεν ήταν παρά η εκ γενετής εχθρότητά του στη βία, ενώ την ίδια στιγμή ήταν παθιασμένος επαναστάτης. Πίστευε ότι θα επιλύσει αυτήν την αντίφαση με μια ειρηνική εξέλιξη προς το σοσιαλισμό, θεωρώντας ότι οι συνθήκες στη Χιλή ευνοούν κάτι τέτοιο» (162 χρόνια συνεχούς κοινοβουλευτικής ζωής το 1973, ήταν όντως ένας άθλος για τη Λατινική Αμερική).
«Και όλα αυτά εντός του συστήματος της αστικής δημοκρατικής νομιμότητας. Η εμπειρία τον δίδαξε πολύ αργά…. ότι ένα σύστημα δεν αλλάζει από την κυβέρνηση… Προφανώς, συμπεραίνει ο Μαρκές, αυτή η καθυστερημένη συνειδητοποίηση τον οδήγησε να υπερασπιστεί, με ένα όπλο που έπιανε για πρώτη φορά, το Προεδρικό Μέγαρο, το σύμβολο ενός συστήματος, που ο ίδιος είχε δεσμευτεί να αφανίσει χωρίς να ρίξει ούτε μία σφαίρα».
Λίγους μήνες μετά την άνοδο του Πινοσέτ αντιπροσωπεία του ΔΝΤ, με επικεφαλής τον Κάρλος Σανσόν, φθάνει στο Σαντιάγκο. Το Φλεβάρη του 1974, πέντε μήνες μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα, το ΔΝΤ δίνει το πρώτο δάνειο στη Χιλή, με επιτόκιο μεγάλης τοκογλυφίας. Η χούντα κάλεσε γρήγορα τον «πάπα» του μονεταρισμού, Μίλτον Φρίντμαν, για λήψη κι άλλων αντιλαϊκών μέτρων… Το ΔΝΤ ανησυχούσε επειδή οι μισθοί ήταν αρκετά μεγάλοι, το κράτος πολύ μεγάλο, και όλα τα γνωστά! Συνιστούσε μεγαλύτερη λιτότητα. Η εφαρμογή του προγράμματος του ΔΝΤ από την χούντα του Πινοτσέτ συνδυάστηκε με μαζικές εκτελέσεις, ανείπωτα βασανιστήρια, εξαφανίσεις χιλιάδων και διώξεις άνευ προηγουμένου.
Το 1976 το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν έπεσε κατά 18%. Η ανεργία είχε άνοδο 22%. Η βιομηχανική παραγωγή έπεσε κατά 26%. Οι μισθοί δεν ήταν πια μεγάλοι, κάθε άλλο. Χιλιάδες μικρομεσαίοι χρεοκοπούν. Και το ΔΝΤ χαιρετίζει τα μέτρα ως «ένα μέγιστο επίτευγμα της οικονομικής πολιτικής της Χιλής»! Το 1980 η Διεθνής Τράπεζα δίνει συγχαρητήρια στη χούντα «για το χωρίς προηγούμενο οικονομικό επίτευγμα στην ιστορία της Χιλής»!