Δημιουργοί του Διεθνούς Φεστιβάλ Μικρού Μήκους Δράμας μας μιλούν...

Μέρος πρώτο

| 16/09/2021
Τα κινηματογραφικά φεστιβάλ είναι διοργανώσεις και οι διοργανώσεις δεν μπορούν να υπάρχουν χωρίς τους δημιουργούς. Και όταν λέμε δημιουργούς, εννοούμε τους ανθρώπους πίσω από τις κάμερες, οι οποίοι πέφτουν με πάθος στις μικρές αφηγήσεις, στις ταινίες μικρού μήκους και που το Φεστιβάλ Μικρού Μήκους Δράμας είναι η βάση τους.
Μικρές αφηγήσεις λοιπόν, σημαίνει αφηγούμαι κινηματογραφικά ιστορίες και ιδέες σε μικρό, σε πυκνό χρόνο. Τα νοήματα δεν σημαίνει αναγκαστικά οτι μπορούν να χαρακτηριστούν έτσι. Αν ήταν άλλωστε έτσι δεν θα ασχολούμασταν περαιτέρω. Και ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, την ανάγκη να προσεγγίσουμε το ουσιώδες πίσω από τα ολιγόλεπτα αυτά καλλιτεχνικά έργα, κάνοντας ταυτόχρονα τις αναγκαίες ερμηνείες και συνειρμούς από τις ταινίες που παρακολουθούμε στο φεστιβάλ, δίνουμε φωνή για όσα αναδείχθηκαν σε μια ταινία και πήραν τον δρόμο τους εκτός, στην επικοινωνία και στη συζήτηση, μέσα στην κοινωνική τους υπόσταση. Παρουσιάζουμε λοιπόν δημιουργούς μετά το έργο τους.

Ο Νίκος Αυγουστίδης με το “Apallou”

Ένας εγγονός που επιστρέφει στο χωριό των προγόνων του για να ξεχειμωνιάσει. Ένας παππούς που επιστρέφει από το θάνατο για να δει για μια τελευταία φορά τον εγγονό του. Ένα χωρίο ανήμπορο να διαχειριστεί επιστροφές που έγιναν από αγάπη.

Ο φόβος μπροστά στον ξένο, και γενικότερα μπρος το ανοίκειο, το μη συνηθισμένο. Αν και ιστορία σας, που αφηγείστε με έντονη αίσθηση κινηματογραφικής απειλής και τρόμου, βασίζεται ως πλοκή σε μια προσωπική σχέση εγγονού και παππού, μπορεί, σε δεύτερο επίπεδο, να ερμηνευτεί ως σχόλιο για τη στάση μιας πλευράς της κοινωνία μπροστά στους πρόσφυγες. Θεωρώ πως σε μια μερίδα του κοινού, μια τέτοια ερμηνεία έρχεται κάπως αναγκαστικά. Ήταν μια τέτοια ερμηνεία, μέσα στις προθέσεις σας;

Ο κάθε θεατής θα πάρει από την ταινία αυτό που τον τρωει μέσα του. Μπορεί να δει αναφορά στο προσφυγικο, μπορεί στην βία των πολλών απέναντι σε κάθε τι άγνωστο, είτε αυτό είναι ένας ξένος, είτε μια νεα ιδέα, που νομίζουν ότι απειλεί την ρουτίνα τους και την κοσμοθεωρία τους, ή μπορεί να δει απλά την ιστορία μιας συνάντησης που αψηφά τους νόμους της φυσης. Στην κατασκευή της ταινίας μια ήταν η πρόθεση μου. Να αφήσω ανοιχτές πόρτες που θα μπορεί ο θεατής να διαλέξει όποια του ταιριάζει και να εισχωρήσει στα άδυτα της ιστορίας σε μονοπάτια τελείως δικά του.

Βλέπουμε, στην ταινία, μια άγρια σκηνή κοινωνικού κανιβαλισμού. Έναν λιθοβολισμό. Πιστεύετε ότι πέρα από τον κυριολεκτικό λιθοβολισμό, που έχει εκλείψει ευτυχώς στις μέρες μας, συνεχίζει να υπάρχει άλλου τύπου «εξοστρακισμός», και της βίας που αυτός παράγει, πάνω στους ανθρώπους;

Σαφώς. Οι κοινωνικές,οι φυλετικές κι οι ταξικές ανισότητες κι αποκλεισμοί δεν έχουν εκλείψει. Δε χρειάζεται να είσαι ένας νεκρός που επιστρέφει για να λιθοβοληθεις. Οι “πέτρες” που δέχονται καθημερινά οι γυναίκες, άνθρωποι διαφορετικού σεξουαλικου προσανατολισμου απο τον κοινωνικά αποδεκτό ή άνθρωποι διαφορετικού χρώματος στις τοξικές κοινωνίες όπου επικρατεί η ημιμάθεια κι η θρησκοληψια, πονάνε. Πονάνε αφάνταστα.

Γυρίσατε την ταινία στον τόπο σας. Οι συντελεστές δεν ήταν επαγγελματίες ηθοποιοί. Στη συνεργασία μαζί τους, μιας και άνθρωποι μιας κλειστής κοινωνίας, πόσο επηρέασαν και την δική σας οπτική σε σχέση με το θέμα;

Την ταινία την γύρισα στην Ελάτα Χίου. Είναι το χωριό των γονιών μου. Έχω περάσει πολλά καλοκαίρια μικρός εκεί. Οι κάτοικοι του χωριού με βοήθησαν πάρα πολύ τις μέρες των γυρισμάτων και τους ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου. Οι σκηνές που συμμετέχουν είναι ιδιαίτερες και δύσκολες. Προτίμησα να να μην κάνω πολλές πρόβες για τις συγκεκριμένες σκηνές. Ήθελα να πατήσω περισσότερο στον αυθορμητισμό τους. Τα κατάφεραν πέρα από τις προσδοκίες μου. Σε αυτό βοήθησε βέβαια και η πλαισιωση τους με τους εξαιρετικούς επαγγελματίες ηθοποιούς Μικε Γλύκα και Γιάννη Κοκιασμενο και τους ντόπιους ερασιτέχνες με μεγάλη εμπειρία και ταλέντο Στέλιο Μακριά, Ευτυχία Καρανικόλα και Δημήτρη Αυγουστίδη.

Η Δήμητρα Κονδυλάτου με το “LUXENIA”

Μια ρεσεψιονίστ, μια σερβιτόρα και μια καμαριέρα εργάζονται κατά τη διάρκεια της καλοκαιρινής σεζόν στο ξενοδοχείο Luxenia. Μια μέρα μια μικρή παύση των εργασιών τους, διαταράσσει την αυτοματοποιημένη καθημερινή τους ρουτίνα. Το Luxenia παρουσιάζει την σκηνοθετημένη εικόνα και τις παρασκηνιακές αντιφάσεις της «βιομηχανίας του τουρισμού».

Θέλει θάρρος να μιλήσεις για πράγματα όπως αποικιοκρατία, εκμετάλλευση εργαζομένων, έμφυλο ζήτημα και τον εθνικό μύθο του τουρισμού και της φιλοξενίας. Ακριβώς γιατί βγαίνει έξω από το πλαίσιο των προσωπικών μικρόκοσμων και των απολιτίκ αφηγήσεων στην οποία μας έχουν υποβάλλει, σαν γενιά και σαν λαό, τα τελευταία χρόνια. Υπό αυτό το πλαίσιο, τι είναι αυτό ακριβώς που σας έκανε όχι μονάχα να δημιουργήσετε την ταινία αλλά και να αποφασίσετε να την υποβάλλετε σε ένα φεστιβάλ;

Η επαγγελματική απασχόλησή μου στον τουριστικό κλάδο, η σχέση και οι συζητήσεις μου και με άλλους ανθρώπους που εργάζονται σε αυτόν, η παρατήρηση των αλλαγών που επιφέρει ο τουρισμός σε έναν τόπο, ήταν κάποιοι από τους λόγους που με οδήγησαν να κάνω την ταινία. Ο τουρισμός στην Ελλάδα παρουσιάζεται απροβλημάτιστα ως προσοδοφόρα ανάπτυξη, η λύση στην κρίση, ή το μέλλον της χώρας, χωρίς να συζητιούνται εκτενώς οι κοινωνικές και οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της αυξανόμενης παρουσίας του. Νομίζω πως το θάρρος χρειάζεται όχι τόσο για να μιλήσεις για τα ζητήματα που ανέφερες, αλλά για να το κάνεις σε μια μικρή διάρκεια. Η ταινία θίγοντάς τα, επιχειρεί να τοποθετήσει το ξενοδοχείο LUXENIA και τις τρεις υπαλλήλους του σε ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, το οποίο διαμορφώνει τα προσωπικά τους βιώματα και τη συμπεριφορά τους. Όσο ο κυρίαρχος λόγος για τη σημασία του τουρισμού δείχνει προς την κατεύθυνση της συνεχούς ανάπτυξής του, τόσο νιώθω πως έχει μεγάλη σημασία να σκεφτούμε και τι προκαλεί. Αφού έκανα την ταινία, με ενδιέφερε πολύ να έχει θεατές, να τη συζητήσω. Ο κινηματογράφος είναι ένα μέσο με μεγαλύτερη απεύθυνση εν δυνάμει από το χώρο των εικαστικών από όπου προέρχομαι, και γι’ αυτό αποφάσισα να τη στείλω σε φεστιβάλ και χαίρομαι που την επέλεξαν.

Μας αποστασιοποιείς από χαρακτήρες και δεν υπάρχει δραματουργία. Ωστόσο ταυτόχρονα μπαίνουμε άμεσα στο θέμα και ανοίγονται πυκνά οι ιδέες της ταινίας, μέσα από τη φόρμα της μικρού μήκους ταινίας. Ποιες είναι οι αναφορές σου κινηματογραφικές ή σε άλλες τέχνες;

Στην ταινία δεν υπάρχει δραματουργία, ανάπτυξη χαρακτήρων ή ένα αυστηρά δομημένο σενάριο. Το αφηγηματικό πλαίσιο διαμορφώνεται μέσα από τις καθημερινές εργασιακές ρουτίνες των τριών γυναικών και από φωνές που δεν απευθύνονται μόνο σε εκείνες, όπως αυτές της ραδιοφωνικής εκπομπής και του σεμιναρίου για τις εργαζόμενες της ξενοδοχειακής αλυσίδας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο παρουσιάζονται οι συνθήκες, τα σύμβολα, οι διαδικασίες και οι χειρονομίες που συνθέτουν τον κόσμο του τουρισμού, ή τουλάχιστον ένα μέρος του. Ενδιαφέρομαι για τα κινηματογραφικά και τα καλλιτεχνικά είδη που βρίσκονται στα όρια μεταξύ διαφορετικών πεδίων, καλλιτεχνικών ή επιστημονικών, μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας, και στα οποία συναντιούνται διαφορετικές καταστάσεις, πεδία, αισθητικές φόρμες και αφηγηματικά μέσα, όπως το essay film και το video essay, η Νouvelle Vague, ιδίως η Rive Gauche της, το docufiction, η performance art.

Αποφεύγοντας να κάνουμε γνωστή την πλοκή, μια χαρακτήρας της ταινίας “εξεγείρεται” με τον τρόπο της. Στο χώρο της εργασίας στον τουρισμό και με τους κανόνες “ευπρέπειας” και “φιλοξενίας” τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα για τους εργαζόμενους και ειδικά τις γυναίκες. Πιστεύεις πως μπορεί το σινεμά να πυροδοτήσει στη ημερήσια διαταξη, ως συζήτηση τουλάχιστον αλλά σε βάθος, στο πραγματικό κόσμο, μια εξωκινηματογραφική αντίσταση ενάντια στα κάθε λογής Luxenia;

Ακριβώς με ενδιέφερε να εστιάσω στο κομμάτι της συναισθηματικής εργασίας που υπάρχει στη λεγόμενη “βιομηχανία της φιλοξενίας” – ένας όρος ήδη αντιφατικός. Σε αυτή τη βιομηχανία οι έμφυλες ιεραρχίες και στερεότυπα είναι κυρίαρχα και η αναπαραγωγική εργασία ανατίθεται συχνότερα στις γυναίκες, καθώς θεωρείται ότι η καθαριότητα ή η φιλοξενία είναι κάτι που μπορούν να κάνουν “φυσικά”. Στην πράξη, από τη μία υπάρχει η σκηνοθετημένη επιτελεστικότητα των εργαζόμενων που ορίζει μια συγκεκριμένη συμπεριφορά, από την άλλη η διάδραση με τους εργοδότες και τους πελάτες, που μπορεί να δημιουργεί εσωτερικές συγκρούσεις και πιέσεις. Στην ταινία ενώ οι δύο εργαζόμενες κάπως αποσύρονται, η τρίτη αντιδράει με το δικό της τρόπο σε αυτή τη συνθήκη. Η αντίδρασή της ήταν κάτι που σκέφτηκα αρκετά όταν έκανα την ταινία. Μια πολύ ριζική αλλαγή στο LUXENIA θα ήταν παράταιρη και ουτοπική, αλλά μια μικρή, ανατρεπτική και απρόβλεπτη πράξη θα μπορούσε να είναι η αρχή για μια σειρά αλλαγών. Με έναν παρόμοιο τρόπο σκέφτομαι πως η τέχνη ή ο κινηματογράφος προτείνουν την αναθεώρηση των πραγμάτων όπως τα ξέρουμε, τουλάχιστον σε επίπεδο συζήτησης και προβληματισμού. Αυτό μπορεί να ενισχυθεί και με τον προγραμματισμό προβολών εκτός των αυστηρά καλλιτεχνικών ή κινηματογραφικών πλαισίων και αιθουσών, που μπορούν να προσκαλέσουν ένα κοινό που ενώ δεν είναι απαραίτητα σινεφίλ, μπορεί να ενδιαφέρεται για τα ζητήματα που θίγει η ταινία. Σε κάθε περίπτωση, νομίζω πως είναι σημαντικό που σιγά σιγά και με ασφάλεια επιστρέφουμε στη συλλογική θέαση που επιτρέπει τη συζήτηση και τη συνάντηση, γιατί οι πρωτοβουλίες που συγκροτούνται με αφορμή την τέχνη, μέσα ή έξω από αυτή, χρειάζονται και άλλους ανθρώπους.

*Οι συζητήσεις με δημιουργούς θα συνεχίζονται καθ’ όλη τη διάρκεια του φεστιβάλ.

Γεννημένος το 1984 στην Λάρισα, εγκλωβισμένος για κάποια χρόνια στην Ιταλία, αντί να μάθει να ξυπνάει στις αίθουσες δικαστηρίων έμαθε να βρίσκεται στις αίθουσες κινηματογράφου καθώς και πίσω από φωτογραφικές μηχανές. Έκτοτε γράφει για ταινίες και για σινεμά (καθώς και για ό,τι άλλο σκέφτεται) και φωτογραφίζει για φωτορεπορτάζ και για ευχαρίστηση. Είναι μέλος του ΔΣ της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ), της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) και της Επιτροπής κρίσης και αξιολόγησης του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ).