Δημιουργοί του Διεθνούς Φεστιβάλ Μικρού Μήκους Δράμας μας μιλούν...

Μέρος δεύτερο

| 17/09/2021
Τα κινηματογραφικά φεστιβάλ είναι διοργανώσεις και οι διοργανώσεις δεν μπορούν να υπάρχουν χωρίς τους δημιουργούς. Και όταν λέμε δημιουργούς, εννοούμε τους ανθρώπους πίσω από τις κάμερες, οι οποίοι πέφτουν με πάθος στις μικρές αφηγήσεις, στις ταινίες μικρού μήκους και που το Φεστιβάλ Μικρού Μήκους Δράμας είναι η βάση τους.
Μικρές αφηγήσεις λοιπόν, σημαίνει αφηγούμαι κινηματογραφικά ιστορίες και ιδέες σε μικρό, σε πυκνό χρόνο. Τα νοήματα δεν σημαίνει αναγκαστικά οτι μπορούν να χαρακτηριστούν έτσι. Αν ήταν άλλωστε έτσι δεν θα ασχολούμασταν περαιτέρω. Και ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, την ανάγκη να προσεγγίσουμε το ουσιώδες πίσω από τα ολιγόλεπτα αυτά καλλιτεχνικά έργα, κάνοντας ταυτόχρονα τις αναγκαίες ερμηνείες και συνειρμούς από τις ταινίες που παρακολουθούμε στο φεστιβάλ, δίνουμε φωνή για όσα αναδείχθηκαν σε μια ταινία και πήραν τον δρόμο τους εκτός, στην επικοινωνία και στη συζήτηση, μέσα στην κοινωνική τους υπόσταση. Παρουσιάζουμε λοιπόν δημιουργούς μετά το έργο τους.

Ο Θάνος Λυμπερόπουλος με το “Μπιούτι”

Η Κάλλη μια νεαρή άνεργη κοπέλα που ζει με την καταπιεστική μητέρα της, βρίσκει διέξοδο στον γεμάτο γκλίτερ μα σκληρό, κόσμο του youtube και των καλλυντικών, ώσπου θα φτάσει στα άκρα για να ικανοποιήσει τους λιγοστούς subscribers , διατηρώντας την τέλεια εικόνα της.

Ασχολείσαι με ένα πολύ σοβαρό, αρκετά καθημερινό και κυρίαρχο θέμα, την στάση των νέων μπροστά στη ναρκισσιστική απειλή των socialmedia, που όσο pop και mainstream, δεν μπορούμε να κρύψουμε ότι από πίσω κρύβουν μια ουσιαστική απειλή για την ψυχολογία τους και ως εκ τούτου για τη στάση ζωής τους. Έχουν γίνει πολλές ταινίες, παγκοσμίως, όπου σχολιάζουν αρνητικά την κυριαρχία των socialmedia στη ζωή μας. Πιστεύεις ότι μπορεί η τέχνη να μας ταρακουνήσει σε σχέση με αυτές τις συμπεριφορές και κυριότερα να βρούμε τρόπο να τις αλλάξουμε;

Πάντα η τέχνη ακολουθεί και σχολιάζει την ίδια τη ζωή. Είναι είτε ένα μέσο να ξορκίσουμε δυσάρεστες μνήμες, είτε να κατανοήσουμε γεγονότα μέσω άλλων οπτικών, είτε ένας καθρέφτης για να δούμε τον εαυτό μας. Θεωρώ ότι μέσα από ταινίες σαν αυτές που αναφέρεις, ίσως πετύχουμε λίγο αυτό το τελευταίο. Μέσα στην καθημερινή χρήση των social media, την αδιαμφισβήτητη χρησιμότητα και τον κυρίαρχο ρόλο τους στη σημερινή λειτουργία της κοινωνίας, νομίζω ότι μόνο ως θεατές μπορούμε να πάρουμε την απόσταση και να εκτιμήσουμε την απειλή που κρύβουν για την ψυχολογία και την αυτοεκτίμηση μας. Και πολύ περισσότερο για νέα παιδιά, που έχουν μάθει να ζουν μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα.

Η ταινία σου κλείνει κάπως αινιγματικά αφήνοντας στο θεατή να σκεφτεί συνειρμικά για το ποια θα είναι η συνέχεια της ιστορίας της νεαρής πρωταγωνίστριας. Σε σχέση με το υπόλοιπο κορμό της ταινίας, πιο στοχευμένου, και καλοπροαίρετα μιλώντας, πιο «διδακτικού», ποια είναι η πρόθεση του φινάλε της ταινίας; Να αμφιβάλλουμε για την εγκυρότητα της άποψης σου πάνω στο θέμα;

Να αμφιβάλλετε για ότι ακούτε από μένα, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Η ταινία είχε άλλη μια ατάκα, που κόπηκε στο μοντάζ. “Χελλόου μπιούτιζ!” Για μένα η ουσία του φινάλε, είναι ότι όσο διδακτική που λες κι εσύ και να είναι πριν η ταινία, στο τέλος δεν αλλάζει τίποτα, η πρωταγωνίστρια μας (ίσως και εμείς οι ίδιοι), δεν παίρνει κάποιο μάθημα, δεν αλλάζει η κοσμοθεωρία της, επιλέγει να εθελοτυφλεί και να συνεχίζει όπως ξεκίνησε. Και αυτό το πιο σκοτεινό πράγμα για μένα. Όχι να μην κάνουμε λάθη, αλλά συνειδητά να μη μαθαίνουμε από αυτά ή να μην μπορούμε να ξεφύγουμε από αυτά.

Σκέφτομαι ότι οι νέοι συνεχίζουν να είναι κολλημένοι σε μια μικρή οθόνη. Και ταυτόχρονα θυμάμαι την ρήση του Andy Warhol για τα «15 λεπτά δημοσιότητα». Θεωρώ ότι θα πρέπει να κλείσει μια οθόνη για να δοθεί χώρος για μια άλλη, την κινηματογραφική όπου μπορεί να προσφέρει 15 λεπτά τέχνη και ουσία. Θέλω, αν γίνεται, ένα σχόλιο πάνω σε αυτό, που αφορά στο πώς αντιλαμβανόμαστε το μέλλον της κινούμενης εικόνας του κινηματογράφου μπρος στο κατακλυσμό της κινούμενης εικόνας του youtube.

Δυστυχώς, δεν είμαι και πολύ αισιόδοξος. Τα τελευταία χρόνια και με μια επιτάχυνση λόγω πανδημίας, εισπράττω μια διαρκεί υποβάθμιση της τέχνης σε content, που εθιζόμαστε να το καταναλώνουμε με μανία και ταχύτητα, εύκολα, αβάδιστα, αβίαστα, κάνοντας μεγάλες εκπτώσεις όμως στα μέσα και την προσοχή που δίνουμε. Είναι μια μεγάλη κουβέντα για ένα φαινόμενο που λειτουργεί πολύ αργά στην ιστορία, που έχει να κάνει με το ότι μορφές τέχνης, φεύγουν από το mainstream, γίνονται απλά μια μάζα για τη μάζα και μένει μόνο ένα εκλεκτικό κομμάτι την κοινωνίας, να ασχολείται βαθιά μαζί τους. Ένα παράδειγμα είναι η ζωγραφική, που μεσουράνησε μέχρι τις αρχές του προηγούμενου αιώνα και τώρα για τους περισσότερους είναι ένας πίνακας από τα IKEA που ταιριάζει με τον καναπέ μας. Σιγά σιγά συμβαίνει με τη μουσική που για όλο τον 20ο αιώνα διαμόρφωνε συνειδήσεις, προωθούσε επαναστάσεις και επηρέαζε βαθιά ανθρώπους, ενώ τώρα είναι απλά μια playlist για το τρέξιμο, το αμάξι ή τη βραδινή διασκέδαση. Και τέλος βλέπω το ίδιο μοτίβο με το σινεμά, που απογυμνωμένο από την αίθουσα, υποχείριο της απόσπασης προσοχής μας και του άπειρου content γίνεται κάτι να βλέπουμε όσο τρώμε. Αλλά πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που θα το αγαπούν, θα εργάζονται γι αυτό και θα δημιουργούν αριστουργήματα. Απλά θα αφορά ένα πολύ μικρότερο μέρος του κοινού.

Ο Σπύρος Σκάνδαλος με το “Horsepower”

H Μαξ είναι μια νέα καλλιτέχνης που χάνεται στον κόσμο των φαντασιώσεων ενώ προσπαθεί να ξεμπλοκάρει τη σεξουαλικότητά της.

Βαθιά σεξουαλικότητα. Μια ταινία δομημένη με αυτή στο επίκεντρο. Ωστόσο από πίσω της βλέπουμε, μια πιο κοινωνική διάσταση, μια απουσία επαφής των ανθρώπων. Ισχύει μια τέτοια προσέγγιση; Δεν πιστεύω ότι είναι απλά σημείο των καιρών και της καραντίνας. Μήπως είναι μια γενικότερη κατάσταση των πραγμάτων;

Η ταινία επιτίθεται κατά μέτωπο στην πεποίθηση πως η γλώσσα μπορεί να προσεγγίσει την απόλυτη ειλικρίνεια και να εκφράσει το αληθινό βάθος των κοινωνικών σχέσεων. Εξερευνά, με εικόνες, το ρόλο της ζωώδους καταγωγής μας στις ανθρώπινες κοινωνίες και την έλλειψη ισορροπίας μεταξύ των ενστίκτων και του πολιτισμού. Ενός πολιτισμού που πρέπει να δομηθεί ξανά στη βάση της αλληλεγγύης, της ισότητας και της συμπερίληψης. Η ακραία απομόνωση των lockdown απλά μας υπενθύμισε την επιτακτικότητα αυτών των αιτημάτων.

Έχεις μια σπουδαία και έντονη εικαστικά απεικόνιση πολλών ανθρώπων που χορεύουν γυμνοί μπροστά στη κάμερα αποφεύγοντας ωστόσο ένα χυδαίο, συχνά, αισθησιασμό για εντυπωσιασμό και κατανάλωση. Πώς το κατάφερες αυτό και επίσης πώς προσέγγισες και κατάφερες να αποκτήσεις την εμπιστοσύνη τόσων συνεργατών όπου το γυμνό, ηθικολογικά μιλώντας, επιστρέφει και πάλι ως ταμπού;

Σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Πιστεύω ότι είναι ζήτημα προθέσεων. Ο τρόπος που βλέπω το σώμα είναι ο τρόπος που βλέπω τον άνθρωπο. Προσεγγίζω την ανθρώπινη κατάσταση με τρυφερότητα και κατανόηση. Δεν έκανα συμβατικό casting για αυτές της δύσκολες σκηνές. Με τη βοήθεια της Ιωάννας Διγενάκη μίλησα με την κάθε μία και τον κάθε ένα ξεχωριστά. Εξήγησα τον στόχο της ταινίας και τον τρόπο που θα δουλέψουμε. Επίσης, είχα απόλυτη εμπιστοσύνη στη χορογράφο Ξένια Θέμελη, η οποία εκτός από τη συμβολή της στο στήσιμο των σωματικά απαιτητικών σκηνών, κατάφερε όλοι αυτοί οι άνθρωποι να αναπτύξουν σχέση μεταξύ τους και να λειτουργούν ως ομάδα.

Με απασχόλησε ιδιαίτερα το ταμπού στην απεικόνιση του γυμνού. Την προηγούμενη εβδομάδα αντιμετωπίσαμε τη λογοκρισία των social media που κατέβασαν μία εικόνα της ομάδας του φεστιβάλ που περιείχε ένα καρέ από την ταινία μας. Εντοπίζω μια λογική που θέλει τα σώματα που εναρμονίζονται με τα πρότυπα ομορφιάς να ανήκουν αποκλειστικά στη βιομηχανία του πορνό και τα υπόλοιπα να αποκρύπτονται και να λοιδορούνται. Αν δεν σταματήσουμε να βλέπουμε το σώμα ως πεδίο άσκησης εξουσίας ή ως αντικείμενο προς κατανάλωση δεν θα ξεμπερδέψουμε ποτέ με τη βία μέσα στις κοινωνίες.

Η ταινία σου κινείται σε μοτίβα σκληρά, σκοτεινά και συναισθηματικά βίαια. Βλέπεις τον κόσμο υπό μια τέτοια οπτική; Θεωρείς πως ζούμε σε ένα κλειστό κόσμο όπου δεν υπάρχει καμιά διέξοδος προς τα έξω;

Είμαι φύσει αισιόδοξος. Θεωρώ πως και η ταινία, στο τέλος, αφήνει να περάσει μια ανταύγεια φωτός μέσα από το σκοτάδι του κυνισμού και της συναισθηματικής βίας. Όμως, αυτό γίνεται με την καταστροφή του παλιού και τη δημιουργία νέων ταυτοτήτων και σχέσεων.

θα ήθελα να μάθω λοιπόν και ποιες είναι οι αναφορές σου. Αρχικά στην τέχνη. Τι έχει επιδράσει πάνω σου; Κι αν όχι στην τέχνη, μήπως πρέπει να το ψάξουμε στην πραγματικότητα;

Το έναυσμα για αυτή την ταινία ήταν η φιλοσοφία του παραλόγου, ο υπαρξισμός και ο Μπέκετ. Επίσης, αγαπώ τη ζωγραφική του Φράνσις Μπέικον και τη ζωγραφική της πρώιμης Αναγέννησης. Στο σινεμά το πράγμα περιπλέκεται γιατί συνήθως βλέπω πολύ διαφορετικές ταινίες από αυτές που κάνω.

Ο Γιώργος Τελτζίδης με το “Souls All Unaccompanied”

Ο Μπαχάρ είναι ένας δωδεκάχρονος που φιλοξενείται σε έναν ξενώνα για ασυνόδευτους ανήλικους πρόσφυγες. Η Κάτια, μια πρώην κατάδικος που προσπαθεί να βάλει την ζωή της σε τάξη, εργάζεται εκεί ως φροντιστής. Όταν τα πράγματα ζορίσουν για τον Μπαχάρ, η Κάτια θα είναι δίπλα του.

Το προσφυγικό ζήτημα μπορεί να μοιάζει, μπροστά σε νέα γεγονότα, ότι έχει φύγει από την επικαιρότητα. Ωστόσο εσύ επιστρέφεις σε αυτό. Και συμφωνώ ότι είναι ανάγκη να επιστρέφουμε. Γιατί πιστεύεις ότι πρέπει να συνεχίζουμε να το θεωρούμε ένα μείζων κοινωνικό θέμα;

Σαφώς η επικαιρότητα και η ιστορική συγκυρία του βιώματος μου με επηρεάζει σαν σεναριογράφο, αλλά δεν κάνω ταινίες για να ακολουθήσω τα γεγονότα της εποχής.  Στους συγκεκριμένους χαρακτήρες βρήκα συναρπαστικά δραματουργικά αρχέτυπα που θα μου έδιναν την ευκαιρία για μια πιο πυκνή αφήγηση, λειτουργώντας με σχήματα τα οποία είναι διαχρονικά. Εννοώ πως η αφετηρία σου δεν μπορεί να είναι πως θα ξεκινήσεις να κάνεις μια ταινία για το προσφυγικό ή οποιοδήποτε άλλο μείζων ζήτημα της εποχής. Αυτό οδηγεί σχεδόν με μαθηματική ακρίβεια σε στερεοτυπικές απεικονίσεις. Πρώτα έρχεται ο χαρακτήρας, το πρόσωπο και στην συνέχεια το φορτίο που κουβαλά. Η ίδια ιστορία, για ένα παιδί και μια γυναίκα που έχασαν τον δρόμο και ψάχνουν κάπου να πιαστούν για λίγο και να πάρουν μια ανάσα, θα μπορούσε να είχε μεταφερθεί σε μια βίλα των βόρειων προαστίων και να λειτουργήσει ακριβώς με τον ίδιο τρόπο εγκλωβισμού.  Εγώ επέλεξα να μιλήσω για αυτούς τους χαρακτήρες, γιατί μου είναι πιο οικείοι, πράγμα που έκανε εύκολο να καταλάβω και τα κίνητρα τους.

Αυτό  που βρίσκω προβληματικό δεν είναι το πόσες ταινίες γίνονται ή δεν γίνονται με θέμα το προσφυγικό ζήτημα, αλλά το γεγονός πως έχει φύγει από τον δημόσιο διάλογο, σαν να αποδεχτήκαμε την ήττα μας απέναντι σε ένα ζήτημα που έχει παγκόσμιες διαστάσεις. Ίσως αυτό να δίνει και έναν εργαλειακό ρόλο στο σινεμά, το να σε κάνει να γυρνάς το κεφάλι σε μέρη που ξέχασες ή έκανες πως δεν θυμάσαι ότι υπάρχουν δίπλα σου.

Αν και πολλοί καλλιτέχνες προσπάθησαν να αφηγηθούν την ζωή των σύγχρονων προσφύγων, και ειδικότερα των ασυνόδευτων παιδιών, συχνά αυτό γινόταν με όρους προνομιούχας φιλανθρωπίας και ελεημοσύνης. Εσύ αφηγείσαι μια ιστορία ενός παιδιού και ακολουθώντας τον μέσα σε δομές «φιλοξενίας» όπου αρχίζουμε να βλέπουμε ένα πρόσωπο αυτών, καθόλου οικείο. Τι συμβαίνει; Η ουσιαστική αλληλεγγύη έχει χάσει την θέση της στην κοινωνία;

Η έρευνα υπήρξε βασικό κομμάτι αυτής της ταινίας. Ήταν μια διαδικασία που ξεκίνησε με το γράψιμο και συνεχίστηκε ακόμη και τις μέρες των γυρισμάτων. Κάθε φορά που ενα νέο δεδομένο μου τραβούσε την προσοχή, προσπαθούσα με οργανικό τρόπο να το εντάξω στην ταινία. Ένα από αυτά τα δεδομένα ήταν ο τρόπος που λειτουργούν οι δομές φιλοξενίας. Παρότι γνώρισα αρκετούς ανθρώπους που εργάζονται εκεί, οι οποίοι ήταν γεμάτοι καλοσύνη και πάθος για το επάγγελμα τους, το ίδιο το σύστημα των δομών μου μοιάζει τρομερά ανεπαρκές για να εξυπηρετήσει τις ουσιαστικές ανάγκες αυτών των παιδιών. Η πρόταση που άκουγα πολύ συχνά ήταν η εξής: «εμείς τους δίνουμε φαγητό και νερό, για τα υπόλοιπα είναι μόνοι τους». Αυτό μεταφράζεται πως θα πρέπει να βρουν τρόπους να υπάρχουν, να επιβιώσουν, μέχρι να βρεθεί μια διέξοδος. Η δυστυχία που συνάντησα κάνοντας αυτή την ταινια είναι κάτι που με σημάδεψε για πάντα. Μια ολόκληρη κοινωνία παιδιών παρατημένων στην τύχη τους, με την κοινωνική αλληλεγγύη της πολιτισμένης Δύσης, να ξεκινά  σε ένα πιάτο φαγητό και να τελειώνει σε ένα κρεβάτι για ύπνο.

Δούλεψες με παιδιά και εφήβους πρόσφυγες. Πώς δέχτηκαν την όλη προσπάθεια και διαδικασία, έχοντας υπόψη ότι κατά κάποιο τρόπο αναπαριστούσαν την ζωή τους;

Ξεκινώντας την ταινία, μου παρουσιάστηκαν πολλά ηθικά διλήμματα. Από τον τρόπο προσέγγισης, μέχρι τον τρόπο αναπαράστασης αυτού του κόσμου. Αυτό που δεν ήθελα σε καμία περίπτωση ήταν να νιώσουν ότι γινόμαστε παρεμβατικοί στην καθημερινότητα τους ή και καταχρηστικοί απέναντι στην αξία του βιώματος τους. Προσπαθώντας να υπηρετήσω την ρεαλιστική απεικόνιση με τον καλύτερο τρόπο, ήξερα πως έπρεπε να τους κάνω να νιώσουν πως όλοι είμαστε εκεί ισότιμα και ο μόνος στόχος μας είναι να αφηγηθούμε την ιστορία τους με τις καλύτερες προθέσεις και ειλικρίνεια. Πολλά βιώματα τους και ιστορίες τελικά μπήκαν στην ταινια και βλέποντας τους να το κάνουν με τόσο θάρρος και όρεξη, δεν μπορούσα παρά να σκέφτομαι πως η όλη εμπειρία λειτούργησε ως κάθαρση για όλους μας.

Θέλω να δηλώσω πώς αρχικά είχα ενδοιασμούς για την ταινία, λόγω του θέματος της, που, όπως είπα παραπάνω, έχει γίνει συχνά αντικείμενο καλλιτεχνικής εκμετάλλευσης. Ωστόσο η ταινία σου, βαθιά ρεαλιστική και αποφεύγοντας έντεχνα κάθε αισθητικοποίηση της τραγωδίας και του πόνου, και δίχως επιπλέον να λησμονάει τους ανθρώπους και τα συναισθήματά τους, γίνεται μια πολιτική δήλωση. Συμφωνείς με μια τέτοια εκτίμηση, να πούμε πως η ταινία σου είναι πολιτική και εν τέλει πιστεύεις ότι υπάρχει ανάγκη για πολιτικό κινηματογράφο σήμερα;

Δεν ξέρω αν κάνω πολιτικό σινεμά, δεν μου αρέσουν οι ταμπέλες, το σινεμά είναι ένα. Με συγκινούν το ίδιο πολλά και διαφορετικά είδη σινεμά. Κάθε φορά που γράφω κάτι, στον μόνο που νιώθω ότι πρέπει να είμαι πιστός είναι ο εαυτός μου και τα βιώματα μου. Οι χαρακτήρες που συντροφεύουν όλες τις ταινίες μου ανήκουν στο ίδιο σύμπαν. Είναι οι άνθρωποι με τους οποίος μεγάλωσα και έζησα στην Σταυρουπολη Θεσσαλονίκης. Οι γονείς μου είναι πρόσφυγες δεύτερης γενιάς από την Μαύρη Θάλασσα και την Κωνσταντινούπολη. Οπότε το βίωμα του πόνου της αναγκαστικής μετακίνησης υπήρχε έντονο στις αφηγήσεις τους. Μάλλον αυτός είναι και ο λόγος που επιστρέφω συχνά σε χαρακτήρες που ψάχνουν τα βρουν τη θέση τους σε αυτό τον κόσμο, μεταφορικά και κυριολεκτικά και να νιώσουν ότι ανήκουν κάπου. Το πολιτικό πρόσημο στις ταινίες μου έχει να κάνει με τον τρόπο που η ταξική θέση των χαρακτήρων μου, ορίζει τις ανάγκες και τα θέλω τους. Γιατί είναι σαφώς πολιτικός ο λόγος που στις υποβαθμισμένες δυτικές συνοικίες Θεσσαλονίκης και σε κάθε αντίστοιχη γειτονιά, ζουν οι εργάτες και οι μετανάστες αυτού του κόσμου, αποκλεισμένοι από τα μέσα παραγωγής του κεφαλαίου και τον πλούτο τους και σε συντριπτική πλειοψηφία, αποκλεισμένοι από ίσες ευκαιρίες, πρόσβαση σε ανώτερη παιδεία και περίθαλψη.  Δεν μιλάω γι’ αυτούς από ταξικές ενοχές ή για να φτιάξω μια κοινωνική αγιογραφία. Μιλάω γι’ αυτούς γιατί είναι το μόνο που ξέρω.

*Οι συζητήσεις με δημιουργούς θα συνεχίζονται καθ’ όλη τη διάρκεια του φεστιβάλ. Διαβάστε εδώ το πρώτο μέρος των συζητήσεων

Ο Χρήστος Σκυλλάκος είναι κριτικός και θεωρητικός κινηματογράφου, φωτογράφος, εικαστικός, επιμελητής εκδόσεων και εισηγητής σεμιναρίων θεωρίας & ιστορίας κινηματογράφου. Αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και μέλος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) και του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ). Γεννημένος το 1984 σπούδασε Νομική.