Δημιουργοί του Διεθνούς Φεστιβάλ Μικρού Μήκους Δράμας μας μιλούν...

Μέρος τρίτο

| 18/09/2021
Τα κινηματογραφικά φεστιβάλ είναι διοργανώσεις και οι διοργανώσεις δεν μπορούν να υπάρχουν χωρίς τους δημιουργούς. Και όταν λέμε δημιουργούς, εννοούμε τους ανθρώπους πίσω από τις κάμερες, οι οποίοι πέφτουν με πάθος στις μικρές αφηγήσεις, στις ταινίες μικρού μήκους και που το Φεστιβάλ Μικρού Μήκους Δράμας είναι η βάση τους.
Μικρές αφηγήσεις λοιπόν, σημαίνει αφηγούμαι κινηματογραφικά ιστορίες και ιδέες σε μικρό, σε πυκνό χρόνο. Τα νοήματα δεν σημαίνει αναγκαστικά οτι μπορούν να χαρακτηριστούν έτσι. Αν ήταν άλλωστε έτσι δεν θα ασχολούμασταν περαιτέρω. Και ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, την ανάγκη να προσεγγίσουμε το ουσιώδες πίσω από τα ολιγόλεπτα αυτά καλλιτεχνικά έργα, κάνοντας ταυτόχρονα τις αναγκαίες ερμηνείες και συνειρμούς από τις ταινίες που παρακολουθούμε στο φεστιβάλ, δίνουμε φωνή για όσα αναδείχθηκαν σε μια ταινία και πήραν τον δρόμο τους εκτός, στην επικοινωνία και στη συζήτηση, μέσα στην κοινωνική τους υπόσταση. Παρουσιάζουμε λοιπόν δημιουργούς μετά το έργο τους.

Ο Βασίλης Καλαμάκης με το “Ο Φοιτητής”

Στις 17 Νοεμβρίου 1973, το καθεστώς της Χούντας διέταξε τον στρατό να επέμβει προκειμένου να λήξουν οι 3ήμερες διαδηλώσεις εναντίον του. Άρματα μάχης έφτασαν και απέκλεισαν το Πολυτεχνείο, και ένα εξ’ αυτών εισέβαλλε στον προαύλιο χώρο γκρεμίζοντας την κεντρική πύλη. Βρισκόμαστε μέσα στο άρμα αυτό, στα τελευταία λεπτά που διαδραματίστηκαν πρίν πέσει η πύλη.

Βλέπουμε για πρώτη φορά μια άλλη αθέατη πλευρά μιας από τις πιο σημαντικές σελίδες της ιστορίας του λαού μας, της γενιάς μας, και αυτό είναι από μόνο του κάτι το ουσιώδες. Θεωρείτε πώς μια τέτοια απεικόνιση, όσο μυθοπλαστική κι αν χαρακτηρίζεται, θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως μια συμφιλίωση με το τραγικό παρελθόν κάτω από την φασιστική εξουσία, εφόσον πούμε ότι οι φαντάροι που χτυπήσαν τους άοπλους εξεγερμένους φοιτητές παίρνανε, ιεραρχικά και ο καθένας με την σειρά του, μονάχα εντολές;

Καμμία συμφιλίωση δεν μπορεί να υπάρχει με τη φασιστική εξουσία, αυτό είναι εξ ορισμού αδύνατο, εκτός αν μιλάμε για ανθρώπους που υπηρετούν συγκεκριμένες ”ιδεολογίες”. Για να το ξεκαθαρίσω, η ταινία δεν παίρνει ίσες αποστάσεις. Οι φαντάροι έπαιρναν εντολές, και αυτό ακριβώς αναδεικνύει η ταινία, τον ανθρώπινο παράγοντα πίσω από τα ιστορικά γεγονότα, και αν κάποιος δεν έχει βιώσει μια ακραία φασίζουσα εξουσία όπως αυτή, δεν μπορεί να προβλέψει ή και να ξέρει πως θα αντιδρούσε. Το θέμα της ιεραρχείας και των διαταγών σε ένα δικτατορικό καθεστώς θα μπορούσε να αιτιολογήσει ενδεχομένως κάποιες συμπεριφορές αλλά όχι να τις ξεπλύνει.

Επιλέξατε ως φόρμα ένα αποπνικτικό κλειστό χώρο, το άρμα μάχης, και μέσα εκεί αναπτύξατε την δραματουργία. Στον ήχο της ταινίας ακούμε απ’ έξω τα ιστορικά ηχητικά ντοκουμέντα των ημερών της εξέγερσης. Ποια ακριβώς πρόθεση υπήρχε εκ μέρους σας, για αυτή την έντονη αντίστιξη όπου συνδιαλέγεται το ιστορικό με το μυθοπλαστικό; Θέλατε να ρίξετε το βάρος στην ψυχολογική θέση των χαρακτήρων ή υπήρχαν και άλλοι λόγοι σύνδεσης με την πραγματική ιστορία, που όλοι γνωρίζουμε;

Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να βγει η κλειστοφοβική αίσθηση που υπάρχει σε έναν χώρο που μετά βίας χωρούν 4 άτομα και να ενταθεί με αυτόν τον τρόπο η ένταση ανάμεσά τους. Με ενδιαφέρουν οι ανθρώπινες ιστορίες, οι αποφάσεις, οι φόβοι και τα διλήμματα που προκύπτουν κάτω από συνθήκες πίεσης. Χρησιμοποιώ την ιστορία σαν όχημα, σαν ένα τρένο που όλοι μας γνωρίζουμε τον προορισμό του αλλά αποφασίζω να ασχοληθώ με τους επιβάτες του τρένου.

Μαθαίνουμε πως τον «Φοιτητή» θα θέλατε να τον αναπτύξετε, καλώς εχόντων, σε ταινία μεγάλου μήκους. Ποιο είναι ακριβώς το καλλιτεχνικό, και αν θέλετε το προσωπικό σας, ενδιαφέρον με την συγκεκριμένη πλευρά της πραγματικής μας πολιτικής ιστορίας;

Με ενδιαφέρουν όπως είπα οι ανθρώπινες ιστορίες πίσω από την ιστορία, και αυτό ήταν που μου έλλειπε πάντα από τα μέσα που μας ενημέρωναν από τα σχολικά μου ακόμα χρόνια. Βεβαίως και αναφέρομαι πολιτικά και κάνω σχόλια που συμβαίνουν παράλληλα με τις ανθρώπινες ιστορίες οι οποίες βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα που έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην έκβαση των διαδηλώσεων κατά της χούντας, αποτέλεσμα μιας 10ετούς έρευνας δικής μου, καθώς και μαρτυριών από ανθρώπους κλειδιά της εποχής.

Ο Άρης Καπλανίδης & ο Ηλίας Ρουμελιώτης με το “Από το μπαλκόνι”

Μια μεσήλικη γυναίκα παρατηρεί τον μικρόκοσμο μιας αθηναϊκής γειτονιάς από το μπαλκόνι της με μικτές αντιδράσεις από όσους -διαρκώς- παρατηρεί, ώσπου δεν είναι πια εκεί και αυτός ο μικρόκοσμος αλλάζει για πάντα.

Καιρό είχα να δω μια ελληνική ταινία που και ως θεατής και ως κριτικός την απόλαυσα κινηματογραφικά. Ακριβώς γιατί εμπεριείχε ένα λεπτό χιούμορ, μια λαϊκή ενεργητικότητα και μια συναισθηματική ομορφιά πάνω στους χαρακτήρες και τις καταστάσεις τους. Αποφύγατε την «μαυρίλα» της καθημερινότητας, διατηρώντας ταυτόχρονα βάθος στις θεματικές σας. Πώς προσεγγίσατε, λοιπόν, τους ανθρώπους μιας γειτονιάς σαν την Νέα Φιλαδέλφεια που έγιναν το κινηματογραφικό σας υλικό;

Θέλαμε ο θεατής να γνωρίσει τους χαρακτήρες μέσα από μια «φευγαλέα ματιά». Σαν να είσαι σε ένα αυτοκίνητο που περνάει μέσα από τη γειτονιά χωρίς τη δυνατότητα να προσέξεις τις λεπτομέρειες. Σε ένα πλαίσιο που θα σου τράβαγαν την προσοχή οι πιο φασαριόζικες, οι πιο επιθετικές, οι πιο υπερβολικές συμπεριφορές. Και όλα ξεκίνησαν από τις φωνές τους. Ο τρόπος ομιλίας τους ήταν ο πυρήνας γύρω από τον οποίο δημιουργήθηκαν οι χαρακτήρες. Το τι θα έλεγαν και πως θα φέρονταν στις δεδομένες στιγμές γέννησε την προσωπικότητά τους, το ρόλο τους στην συνολική ιστορία, αλλά και την πλοκή.

Η «μαυρίλα» της καθημερινότητας που υπάρχει στο φόντο (κλειστά μαγαζιά, βρωμιά, ανεργία, ναρκωτικά, βία, καταπιεσμένη -και μη- οργή) ορίζει τη διάθεση και προδιάθεση των χαρακτήρων. Όμως δεν μιλούν για αυτό που όντως τους χαλάει τη διάθεση, αλλά ασχολούνται με τη γειτόνισσα, κάτι που τους κάνει οικείους… με αστείο τρόπο! Εμείς ως αφηγητές ξέρουμε ότι κάτι βαθύτερο (κοινωνικά ή προσωπικά) τους απασχολεί και συμπεριφέρονται έτσι. Και για μας είναι ελαφρυντικό, έτσι μπορούμε να τους αγαπήσουμε.

Η ταινία σας είναι animation και όπως ξέρετε υπάρχει ακόμη, στο μη στενά κινηματογραφικό κόσμο, μια αντίληψη πως το animation είναι κινούμενα σχέδια που δεν οφείλουμε να προσεγγίζουμε με την σοβαρότητα που του αξίζει. Θεωρείτε ότι αλλάζει αυτό, μέσα στα χρόνια; Μπορεί μια ταινία animation να παίρνει την θέση της αισθητικά, μορφικα και περιεχομενικά δίπλα στις ταινίες μυθοπλασίας;

Είναι στο χέρι των δημιουργών να κερδίσουν μια πιο σοβαρή αντιμετώπιση από το ευρύτερο κοινό. Αν μια ταινία κινουμένων σχεδίων είναι οικεία και χρησιμοποιεί τα εργαλεία μιας λαϊκής ταινίας που απευθύνεται σε ενήλικους, σίγουρα μπορεί να κερδίσει το -εκτός κινηματογραφικού κόσμου- κοινό. Αν το περιεχόμενο και η φόρμα της είναι δουλεμένες, οι χαρακτήρες της θυμίζουν ανθρώπους που γνωρίζει ο κόσμος και το κλίμα αφουγκράζεται μια «κανονική» κινηματογραφική αφήγηση, τότε είναι πιο πιθανό το κοινό να αναγνωρίσει και μια ταινία κινουμένων σχεδίων… ως «κανονική» ταινία!

Βλέπουμε ένα χαρακτήρα, ψηλά στο μπαλκόνι, την Λίνα, όπου είναι το επίκεντρο όλης της αφήγησης όπως και το επίκεντρο ανάπτυξης όλων των υπόλοιπων χαρακτήρων. Η ταινία σας, ταυτόχρονα ίσως ερμηνεύεται πως μιλάει και για την απουσία και για την απώλεια. Πιστεύετε πως ως άνθρωποι έχουμε ανάγκη ένα σημείο αναφοράς, ένα επίκεντρο όπου με βάση αυτό στήνουμε και δημιουργούμε την ζωή μας;

Το επίκεντρο της ζωής μας υπάρχει, όμως πολλές φορές δεν είναι υπό τον έλεγχό μας και μπορεί αντίθετα με την θέλησή μας να ορίζεται από την καθημερινότητα. Έτσι και στη ταινία: Είναι η μαύρη καθημερινότητα -που αναφέραμε προηγουμένως- το επίκεντρο πάνω στο οποίο είναι στημένη η ζωή όλων των χαρακτήρων. Το σημείο αναφοράς τους. Απλά, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι, δεν μιλούν για αυτό. Και η αφήγηση το σέβεται.

Η Λίνα δεν εξωτερικεύει τους φόβους της για το γιό της ή τα προβλήματα που της έχει προκαλέσει η απόλυσή της (και δεν έχει προτεραιότητα για μας ως αφηγητές, ανήκει στο δεύτερο επίπεδο)… φαίνεται μόνο αυτό που κάνει: Κάθεται στο μπαλκόνι της και παρακολουθεί όλη την γειτονιά, γεννώντας έτσι τις αντιδράσεις των γειτόνων, άρα και την ίδια την ταινία. Στο τέλος η απώλειά της δεν εκφράζεται με λέξεις από την ίδια, ούτε καταγράφεται από τον κινηματογραφικό φακό/πένα στο πρόσωπό της, αλλά με την απουσία της. Η εικόνα του μπαλκονιού χωρίς εκείνη είναι αυτό που εξωτερικεύει… αυτό που φαίνεται και το μόνο που μας επιτρέπει η ίδια να δούμε. Άρα όταν κρύβεται από τη κοινή θέα το επίκεντρο της ιστορίας, τελειώνει και η ταινία.

Από ό,τι μάθαμε η ταινία σας ταξίδεψε στο εξωτερικό, έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Φεστιβάλ του Σαράγεβο και το κοινό εκεί την απόλαυσε. Κρατώντας λοιπόν την τοπικότητα και την ελληνικότητα της ως αφήγηση, ποια πιστεύετε ότι είναι η ουσία της ταινίας σας την οποία άνθρωποι άλλου χώρου και πολιτισμού, μπόρεσαν να την προσεγγίσουν;

Θεατές της ταινίας που μας μίλησαν στο Σαράγιεβο, μας είπαν ότι τους θύμισε την γειτονιά τους. Και αυτό μας συγκίνησε πάρα πολύ γιατί πιστεύουμε ότι όσο πιο τοπική είναι μια ταινία τόσο πιο παγκόσμια η απήχησή της. Και κρίνουμε από εμάς σαν θεατές. Ταινίες όπως αυτές του Elia Suleiman αλλα και οι πρώτες ταινίες του Martin Scorsese και του Spike Lee μας αρέσουν και ας μην έχουμε καμία προσωπική επαφή με την Παλαιστινιακή, την Ιταλο-Αμερικάνικη ή την Αφρικανο-Αμερικάνικη νοοτροπία. Όμως τους ανθρώπους στις ταινίες αυτές τους γνωρίζουν οι ίδιοι οι δημιουργοί και μας δίνουν σαν θεατές πέρα από ένα παράθυρο στον κόσμο τους, μια βαθύτερη -πιο ανθρώπινη- ταύτιση με τις συμπεριφορές τους, τα προβλήματα και τις σχέσεις που μας ορίζουν όλους.

Η Αλεξάνδρα Ματθαίου με το “A Summer Place”

Το καλοκαίρι είναι η μόνιμη νοοτροπία στη Λεμεσό – μια κάποτε μικρή παραθαλάσσια πόλη της Κύπρου που έχει μετατραπεί σε ολιγαρχικό παράδεισο της Μεσογείου. Όντας μέλος και θύμα του μετασχηματισμού αυτής της πόλης ως στιλίστρια τροφίμων, η Τίνα βιώνει κατάθλιψη. Την ημέρα των γενεθλίων της είναι έτοιμη να εγκαταλείψει τα πάντα, έως ότου μια ασυνήθιστη συνάντηση της αλλάζει τη ζωή.

Μας υπενθυμίζεις πως ζούμε σε μια πολύ ταξική κοινωνία και μας το δείχνεις με μια, σαφή αισθητικά, αντίθεση εξαρχής στη ταινία σου. Όχι μόνο στο πώς ιεραρχούνται οι άνθρωποι μέσα σε αυτή αλλά και στο πώς κατασκευάζονται τα πρότυπα και τα στερεότυπα συμπεριφοράς, ευτυχίας και κοινωνικοποίησης. Αυτό με φέρνει στο ερώτημα, ορμώμενος από την ταινία: Βιώνουμε την μιζέρια μας κρυμμένη πίσω από λαμπερά πιάτα στημένα σαν food styling;  

Σκέφτομαι πολλές φορές ότι μ’ένα περίεργο τρόπο, οι δυστοπίες που βλέπουμε στις ταινίες ή στη λογοτεχνία λειτουργούν κάπως παρήγορα για εμάς, μιας και το χειρότερο δυνατό σενάριο φαίνεται να έχει ήδη συντελεστεί για την ανθρωπότητα σ’ένα χωροχρόνο που μας επιτρέπει να το κοιτάξουμε από ασφαλή απόσταση. Η αγωνία όμως στο πώς βιώνουμε το παρόν, συνδέεται με τον παραλυτικό φόβο του τι έπεται μετά. Είναι οι μέρες που ζούμε μια ασύλληπτη δυστοπία ή κοιτάζοντας πισώ θα τις αναπολούμε τελικά με νοσταλγία; Παρόλα αυτά, και μάλλον ακριβώς επειδή βιώνουμε το τέλος κάθε βεβαιότητας – ειδικά μετά την πανδημία – αισθάνομαι ότι γίνεται σιγά σιγά μια μετατόπιση που δείχνει έναν άλλο δρόμο, πολύ μακριά από αυτές τις ασφυκτικές κοινωνικές κατασκευές που εύστοχα περιγράφετε. Έχουμε άλλωστε πια και μια τόσο κυνική πρόσληψη της πραγματικότητας, που όλες αυτές οι επιφάσεις ευτυχίας που βλέπουμε γύρω μας, μοιάζουν με κατάλοιπα μιας εποχής που έχει παρέλθει εδώ και καιρό. Μέχρι όμως να βρούμε το θάρρος να ακολουθήσουμε αυτόν τον άλλο άγνωστο δρόμο, θα εξακολουθούμε να παραμένουμε όμηροι των ανησυχιών μας, μισο-αστείες φιγούρες με βαρίδια φορεμένα στην πλάτη και κάποιον να μας φωνάζει επιτακτικά: κολυμπήστε!

Μαθαίνουμε ότι η ταινία είναι γυρισμένη στη Λεμεσό και μας αποκάλυψες ότι θέλουν να μετατρέψουν την πόλη σε Ντουμπάι. Σε ένα προκάτ πλαστό theme park, δηλαδή. Αυτή η αίσθηση βγαίνει άλλωστε από όλη την ταινία σου. Το gentrification (εξευγενισμός) είναι ήδη εδώ, λοιπόν. Το σινεμά μπορεί να έχει κάποιες απαντήσεις σε αυτή την αγοραία πολιτική που αλλάζει τον κοινωνικό ιστό και τις σχέσεις των ανθρώπων μέσα σε αυτόν; 

Το σινεμά δεν είναι εύκολο να δώσει απαντήσεις και η γνώμη μου είναι οτι αυτός δεν είναι μάλλον και ο ρόλος του. Έχει όμως μια δύναμη ισχυρή. Σου επιτρέπει να φωτίσεις κάτι και να προσπαθήσεις να στρέψεις την προσοχή της ανθρώπινης ματιάς σε αυτό το κάτι. Είναι ένα κατ’εξοχήν πολιτικό εργαλείο το σινεμά, γιατί στον χρόνο που θα σου αφιερώσει ένα κοινό – είτε παρακολουθώντας μια μικρού μήκους 2 λεπτών είτε μια τηλεοπτική σειρά 8 κύκλων – σου δίνεται το προνόμιο να θέσεις εσύ την ατζέντα. Και όταν δεν το κάνουν αυτό οι ταινίες, εγώ στενοχωριέμαι γιατί το βλέπω σαν μια χαμένη ευκαιρία.

Αποφεύγεις πλήρως τον διδακτισμό και με έξοχους κινηματογραφικούς όρους στήνεις μια σχέση δυο γυναικών που γνωρίζονται αναπάντεχα και βιώνουν μια ιστορία στο περιθώριο της κοινωνικής ένταξης. Υπάρχει summer place για τις εργαζόμενες γυναίκες και μιλάω για όλες, όλων των εθνών και πολιτισμών;

Ευχαριστώ και χαίρομαι πολύ που το επισημαίνετε, γιατί πολύ συνειδητά προσπάθησα να μείνω μακριά από τον διδακτισμό, δεν με αφορά ως ύφος. Μου φαίνεται πολύ πιο ενδιαφέρουσα η επιστράτευση σουρεαλιστικών στοιχείων και ο τρόπος που αυτά φλερτάρουν με τον ρεαλισμό μέσα στο σύμπαν της ταινίας.

Όσο για το αν υπάρχει ένα κάποιο ‘summer place’ για όλες τις γυναίκες εργαζόμενες ή μη, δεν ξέρω αν μπορώ να απαντήσω με αισιοδοξία σε αυτό όταν διαβάζω ότι στο Αφγανιστάν, τα κορίτσια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης μόλις έχουν αποκλειστεί από το σχολείο. Η τυχαιότητα του να έχεις γεννηθεί σ’ένα μέρος στο οποίο είσαι μάλλον προορισμένη να δυστυχήσεις εξαιτίας του παραλογισμού της βίας είναι οτι πιο σπαρακτικό μπορώ να αναλογιστώ αυτή τη στιγμή. Και επιβεβαιώνει με τον χειρότερο τρόπο την συλλογική μας αποτυχία να κάνουμε κάτι γι’αυτό. Δεν χρειάζονται συνεπώς ιδεατά ‘summer places’ παρα μόνο ασφαλείς τόποι, δρόμοι και γειτονιές για να υπάρξει ένα κορίτσι ή μια γυναίκα και να μπορεί να ονειρεύεται.

Δομείς μια φιλία και μια συντροφικότητα με τον τρόπο που στήνεις τις δύο κύριους χαρακτήρες του έργου σου. Η συντροφικότητα είναι μια προσωπική επιλογή ή τελικά, και κατ’ επέκταση, κυρίως πολιτική;

Ο καιρός μας ξεπερνάει πολύ γρήγορα σε όσο διαρκεί η μικρή ζωή μας και η συντροφικότητα – στον έρωτα, στη φιλία, στους οικογενειακούς δεσμούς μας – είναι πρώτα και κύρια μια πράξη επιβίωσης, οπότε εξ’ορισμού και πολιτική επιλογή, ναι. Η συγκινησιακή ενεργοποίηση που γεννιέται σε εμάς από οποιοδήποτε συντροφικό σχήμα είναι σαν μια ζωογόνος δόνηση. Και στην τέχνη ακόμα την ίδια, η συνεχής αναζήτηση αυτού του συναίσθηματος είναι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πάντοτε και το ζητούμενο.

*Οι συζητήσεις με δημιουργούς θα συνεχίζονται καθ’ όλη τη διάρκεια του φεστιβάλ. Αυτό είναι το τρίτο μέρος των συζητήσεων. Διαβάστε εδώ τις υπόλοιπες.

Ο Χρήστος Σκυλλάκος είναι κριτικός και θεωρητικός κινηματογράφου, φωτογράφος, εικαστικός, επιμελητής εκδόσεων και εισηγητής σεμιναρίων θεωρίας & ιστορίας κινηματογράφου. Αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και μέλος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) και του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ). Γεννημένος το 1984 σπούδασε Νομική.