48ωρη απεργία για τον ΕΔΟΕΑΠ: Στο νήμα με «σημαδεμένα» χαρτιά
Ούτε είδηση ο επιθανάτιος ρόγχος του δημοσιογραφικού ταμείου
Το Περιοδικό για τη διατάραξη της κοινής ησυχίας συμμετέχει στη διήμερη απεργία που κήρυξαν οι δημοσιογραφικές ενώσεις (ΕΣΗΕΑ, ΕΣΠΗΤ, ΕΠΗΕΑ, ΕΣΗΕΜΘ και ΕΠΗΕΘ) ζητώντας από την κυβέρνηση να σταματήσει τις κωλυσιεργίες και να προχωρήσει άμεσα στην ψήφιση νομοθετικής ρύθμισης για να διασωθεί, όπως διατείνονται, ο ΕΔΟΕΑΠ – ο Ενιαίος Δημοσιογραφικός Οργανισμός Επικούρισης Ασφάλισης και Περίθαλψης. Αύριο Τρίτη 24 Οκτώβρη, πρώτη μέρα της 48ωρης απεργίας, συγκεντρωνόμαστε έξω απο την ΕΣΗΕΑ στις 11πμ. Για να στηρίξουμε, ανάμεσα στα άλλα και τις τρεις συναδέλφισσες απεργούς πείνας, για τις οποίες δεν έχει μιλήσει κανένας δημοσιογράφος από “επίσημα” ΜΜΕ.
Θεωρούμε, παράλληλα, σημαντικό να σημειώσουμε ότι πρόκειται για ρύθμιση που έχει συζητηθεί πίσω από κλειστές πόρτες με τους εργοδότες, οι οποίοι παρά του ότι αποκτούν λόγο στο ΔΣ του ΕΔΟΕΑΠ (στον οποίο η πλειοψηφία ούτε θυμάται τι χρωστά είτε από το Αγγελιόσημο είτε και από ασφαλιστικές εισφορές μετά από τα τόσα «κανόνια» χωρίς να διασφαλίζεται με κανέναν τρόπο ότι θα πληρώσουν επιτέλους) δεν είναι βέβαιο ότι συμφωνούν, πιέζοντας για ακόμη μεγαλύτερες υποχωρήσεις από πλευράς εργαζομένων, για ακόμη μεγαλύτερες περικοπές στις παροχές προς τους ασφαλισμένους, με άγνωστη ακόμη την τύχη των χιλιάδων ανέργων, που μέχρι σήμερα είχαν τη δυνατότητα να καλύπτονται ιατροφαρμακευτικά. Μιας ρύθμισης η οποία έχει συζητηθεί, πίσω από κλειστές πόρτες, και με την τρόικα η οποία τη δέχτηκε κατά το ήμισυ, επιμένοντας ουσιαστικά στην κατάργηση του αυτοδιοίκητου του ΕΔΟΕΑΠ.
Μιας ρύθμισης της οποίας το περιεχόμενο η πλειοψηφία της διοίκησης των δημοσιογραφικών ενώσεων έχει επισταμένα αποφύγει να συζητήσει ανοιχτά με τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους, τους δημοσιογράφους, σε ανοιχτή συνέλευση και μέσα στα «μαγαζιά». Σέρνει το θέμα σε συζητήσεις κεκλεισμένων των θυρών εδώ κι ένα χρόνο, «χαϊδεύοντας αυτιά» και πουλώντας κούφιες υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις στους ασφαλισμένους. Και με τον ίδιο ακριβώς τρόπο προκήρυξε την απεργία. Χωρίς ούτε ένα συγκεκριμένο μέτρο που να διασφαλίζει την επιτυχία της. Χωρίς συντονισμό και συσπείρωση όλων των εργαζομένων στα ΜΜΕ. Πόσο μάλλον χωρίς κάποια πρόβλεψη για το ποιο θα είναι το επόμενο βήμα ανάλογα με τις αντιδράσεις εργοδοτών και κυβέρνησης.
Παράλληλα, η πλειοψηφία της διοίκησης της ΕΣΗΕΑ, μετά από χρόνια απραξίας και κώφευσης, αποφάσισε να εντάξει στους κόλπους της τους εργαζόμενους στις ηλεκτρονικές ιστοσελίδες, μόλις πριν από λίγες εβδομάδες, με διαδικασίες ανάλογες με αυτές που ίσχυαν παλαιόθεν για όλους τους δημοσιογράφους (βεβαιώσεις τριών χρόνων δημοσιογραφικής εργασίας εφόσον υπάρχει πανεπιστημιακό πτυχίο και πέντε χρόνων σε κάθε άλλη περίπτωση) αποδεικνύοντας, ουσιαστικά, ότι δεν έχει καμία επαφή με την τωρινή πραγματικότητα των συνθηκών εργασίας των δημοσιογράφων, ιδιαίτερα των ιστοσελίδων. Αλήθεια, πόσοι δημοσιογράφοι εργάζονται με την ιδιότητά τους αυτή σε ιστοσελίδες και όχι ως ιδιωτικοί υπάλληλοι στην καλύτερη περίπτωση; Και επιπλέον πόσοι έχουν κάποια σύμβαση όταν δουλεύουν σε ιστοσελίδες; Μα ούτε στα άλλα ΜΜΕ, σχεδόν, δεν υπάρχουν αυτές οι προϋποθέσεις πια. Η ΕΣΗΕΑ δεν έκανε καν τον κόπο πρώτα να ελέγξει τους χώρους δουλειάς για να διαπιστώσει επί του πρακτέου πόσο εκτός πραγματικότητας είναι οι προϋποθέσεις που έθεσε και παρέπεμψε το θέμα στο απώτερο απροσδιόριστο μέλλον.
Ήδη, εδώ και περίπου 10 ημέρες, πέντε δημοσιογράφοι ξεκίνησαν απεργία πείνας έξω από την ΕΣΗΕΑ για το θέμα του ΕΔΟΕΑΠ. Οι τρεις συνεχίζουν. Μπορεί το γαλλικό ραδιόφωνο να έκανε ρεπορτάζ, αλλά κανένα μεγάλο ελληνικό ΜΜΕ δεν ασχολήθηκε. Δηλαδή οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι των μεγάλων ΜΜΕ, δεν τόλμησαν να απαιτήσουν να γίνει θέμα η απεργία πείνας των συναδέλφων τους για το ταμείο όλων.
Το Periodiko.GR, στα τέλη Ιουλίου, όταν είχε αρχίσει, ήδη, να γίνεται εμφανέστατο ότι οι μεθοδεύσεις για διάλυση του ΕΔΟΕΑΠ μπαίνουν σε μια κρίσιμη τελική ευθεία είχε δημοσιεύσει το ακόλουθο σχετικό άρθρο:
«Το Ταμείο εδώ και περίπου ένα μήνα έχει, πρακτικώς, κηρύξει στάση πληρωμών. Οι επικουρικές δεν καταβάλλονται, οι εργαζόμενοι δεν πληρώνονται, η περίθαλψη και τα φάρμακα δεν αποζημιώνονται. Κοινώς, περίπου 18.500 άνθρωποι βρίσκονται επί ξύλου κρεμάμενοι. Μεταξύ αυτών, πολλοί άνεργοι και πάρα πολλοί, ουσιαστικά, ημιαπασχολούμενοι. Θεραπείες ζωής και θανάτου έχουν μείνει στην μέση, επεμβάσεις έχουν παγώσει, φάρμακα ζωτικής σημασίας αγοράζονται με ό,τι περισσευούμενο υπάρχει ή δεν αγοράζονται.
Το αυτοδιαχειριζόμενο και, ουσιαστικά, αυτοχρηματοδοτούμενο από τους δημοσιογράφους, κάποτε, εύρωστο ταμείο, δεν υπάρχει πια. Το PSI και η κατάργηση του αγγελιόσημου, δηλαδή του ποσοστού επί των διαφημιστικών εσόδων των εφημερίδων (γιατί που να τρέχει τώρα κανείς να ψάχνει και τηλεοράσεις και ραδιόφωνα, πόσο μάλλον διαδίκτυο) που ήταν και η μοναδική πραγματική συμβολή των εργοδοτών, αποτέλεσαν τα θανατηφόρα πλήγματα. Σήμερα, οι ασφαλισμένοι του βρίσκονται, πρακτικά, ήδη, εκτός επικούρισης (πολλοί εξ αυτών έχοντας πληρώσει χρόνια ολόκληρα δεν πρόκειται να πάρουν τελικά ούτε φράγκο αφού δεν είχαν την τύχη να φτάσουν στη σύνταξη) και χωρίς γιατρούς, φάρμακο και περίθαλψη. Και χωρίς σαφή πρόβλεψη μετάβασης σε κάποιον άλλο φορέα. Έστω για ένα πρώτο μεταβατικό στάδιο. Οι δεκάδες εργαζόμενοί του βρίσκονται στο χείλος της ανεργίας.
Ακούσατε κάτι για το θέμα; Μάθατε κάτι γι αυτό; Κι όμως, οι άμεσα ενδιαφερόμενοι είναι αυτοί που καταγράφουν τις ειδήσεις. Είναι αυτοί που μεταδίδουν τις ειδήσεις. Είναι αυτοί που θα μπορούσαν να έχουν κάνει, αν όχι πρώτο, αλλά τουλάχιστον γνωστό το θέμα. Όχι όμως. ΔΕΝ κουνιέται φύλλο!
Το θέμα δεν είναι της αρεσκείας των αφεντικών των «μαγαζιών» της ενημέρωσης. Γιατί να είναι άλλωστε; Καμία διάθεση να πληρώσουν κάτι για τους εργαζόμενούς τους δεν είχαν ούτως ή άλλως. Ούτε φυσικά να πληρώσουν όσα υπέρογκα χρωστούν από το καταργημένο, πλέον, αγγελιόσημο. Ο ΕΔΟΕΑΠ είναι ένα απομεινάρι ενός παρελθόντος αξιοπρεπούς εργασίας που δεν έχει καμία θέση στο σκηνικό πραγματικής γαλέρας και δουλεμπορίου, ένα σκηνικό ζούγκλας εκτός του οποιουδήποτε ελέγχου, που έχει διαμορφωθεί στον ευρύτερο χώρο του Τύπου. Οι τηλεοπτικές άδειες είναι μείζον. Και γι αυτές έδωσαν μάχη και οι εργαζόμενοι.
Ναι οι ευθύνες των διοικήσεων, όχι μόνο του ΕΔΟΕΑΠ αλλά και των δημοσιογραφικών ενώσεων είναι τεράστιες. Για το απίστευτο, αδιανόητο ξεπούλημα. Και κυρίως για την καλλιέργεια και διαιώνιση μιας ελιτίστικης λογικής «συναλλαγής» με αφεντικά, υπουργεία, βουλευτές.
Μιας λογικής που ήθελε τους δημοσιογράφους να θεωρούν εαυτούς κάτι διαφορετικό από τους άλλους εργαζόμενους επειδή είχαν την ψευδαίσθηση της χρυσόσκονης της εξουσίας λόγω του ίδιου του αντικειμένου της δουλειάς τους και της πρόσκαιρης λάμψης της φάτσας τους, της φωνής τους ή της υπογραφής τους. Μιας λογικής που μετέτρεψε την ΕΣΗΕΑ (και τις άλλες ενώσεις) σε ένα τερατούργημα όπου συνταξιούχοι, εργαζόμενοι και άνεργοι, κανιβαλίζονται για το ποιανού οι προτεραιότητες θα επικρατήσουν (ναι, των συνταξιούχων επικρατούν, αφού κυριαρχούν σε εκλεγμένες θέσεις και σε δυνατότητα ατελείωτων ωρών αερολογικών συζητήσεων την ώρα που πλέον οι περισσότεροι δημοσιογράφοι κάνουν 5 δουλειές για να πληρωθούν το 1/3 όσων έπαιρναν παλιότερα από την μία).
Σε ένα τερατούργημα όπου αφεντικά – πρώην δημοσιογράφοι βρίσκονται μαζί με τους νυν υφιστάμενους – δουλοπάροικούς τους. Σε ένα τερατούργημα, που ακόμη και σήμερα θεωρεί ότι επειδή μερικές εκατοντάδες έχουν καταφέρει να κρατήσουν κάποιου είδους μεροκάματο (κάποιοι λίγοι περισσότερο από μεροκάματο επιβεβαιώνοντας, ως ένα βαθμό, το γνωστό σύνθημα με τα συνθετικά «αλήτες, ρουφιάνοι…», οι πάρα πολλοί ένα ξεροκόματο, και οι ακόμη περισσότεροι στις λίστες των ανέργων), έχει την πολυτέλεια να συνεχίσει να ελιτίζει. Ένα τερατούργημα που αρνείται, ουσιαστικά παρά τις αυξανόμενες πιέσεις από τα κάτω, να αγκαλιάσει τους εργαζόμενους στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ (πλήθος πλέον υπό ανείπωτες συνθήκες εργασίας και τρομοκρατίας) και ταυτόχρονα να προχωρήσει σε ένα ευρύ συνδικάτο Τύπου, με όλους τους τεχνικούς (εικονολήπτες, ηχολήπτες, μοντέρ, τυπογράφους και πολλούς άλλους) αλλά και διοικητικούς. Ένα συνδικάτο που όταν θα έκανε απεργία, πραγματικά θα έπεφτε μαύρο. Και τότε θα ήταν απεργία και όχι εκδρομή στην Ακαδημίας. Ένα συνδικάτο Τύπου που δεν θα παρακαλούσε, δεν θα επαιτούσε, θα ΑΠΑΙΤΟΥΣΕ.
Σε ένα τερατούργημα που δεν θεώρησε, αν και δήθεν εκπροσωπεί εργαζομένους, ντροπή και όνειδος τη στάση πολλών μελών του που ταύτισαν τη θέση τους με τα αφεντικά τους και λοιδορούσαν τους εργαζόμενους άλλων κλάδων όταν πάλευαν να κρατήσουν την ανθρώπινη υπόστασή τους. Που έπαιξαν το ρόλο του μεγαφώνου της καταστολής γιατί «πληττόταν ο τουρισμός», γιατί «όλοι μαζί τα φάγαμε», γιατί «έχουν δίκιο οι δανειστές», γιατί το «ΟΧΙ» είναι καταστροφή. Που συνεχίζουν να παίζουν αυτόν τον ρόλο «φτιάχνοντας» ειδήσεις, αποσιωπώντας άλλες, λέγοντας μισές αλήθειες, και περισσότερο από μισά ψέματα. Που έχουν δεχτεί ότι είδηση είναι «αυτό που θέλει το μαγαζί» και δεν δίνουν πια καμία μάχη ούτε καν για τον συνάδελφο που τολμά ακόμη να θεωρεί ότι η είδηση είναι είδηση, ασχέτως του τι θέλει το «μαγαζί». Που γλείφουν ανοιχτά τα ολοένα και λιγότερα χέρια στα οποία συγκεντρώνονται τα ΜΜΕ, άρα και η ενημέρωση (τι; Δεν είναι καλή η ελεύθερη οικονομία; Ο ελεύθερος ανταγωνισμός; Ενημερωθείτε τώρα από ένα και μόνο αφεντικό, αφού αυτός είναι ικανός και σκάστε…)
Και ναι προφανώς έχουν ευθύνη και οι ίδιοι οι απλοί δημοσιογράφοι. Κι αυτοί που δεν έγλειψαν, που δεν μετέδωσαν ψέματα, που έτρεχαν μια ζωή για να κάνουν τη λάτζα των αστέρων ή των.. ακριβώς από πάνω (γιατί αν σε ένα επάγγελμα υπάρχει αυστηρή ιεραρχία είναι η δημοσιογραφία), που έβγαζαν απλώς ένα μεροκάματο, που ύπηρξαν και είναι και σήμερα έντιμοι και δουλευταράδες. Που προσπάθησαν και προσπαθούν πολύ, και σήμερα, να κάνουν τη δουλειά τους.
Εκείνοι, όμως, που ψιλοκατάπιαν το παραμύθι ότι δεν είναι απλοί εργαζόμενοι, όπως οι άλλοι. Που αρκέστηκαν σε μια απεργία-τουφεκιά και σε μια διαδήλωση – κηδεία έτσι για τα μάτια του κόσμου. Που έκαναν απεργία φοβούμενοι μη διαγραφούν από την ΕΣΗΕΑ, πλένοντας το στόμα τους χίλιες φορές στις λέξεις «διεκδίκηση, αγώνας..» Συναίνεσαν με την απουσία και τη σιωπή τους στη διαιώνιση της λογικής «δεν μας αγγίζουν εμάς αυτά, κάπου θα τα βρούμε πίσω από τις πόρτες των υπουργείων, έχουμε αυτό το προνόμιο». Που σνόμπαραν ή απείχαν από διαδικασίες, επιτρέποντας τον απόλυτο ευτελισμό τους από εκείνους που είχαν το χρόνο, το χρήμα, τις ισχυρές πλάτες και το συμφέρον να είναι εκεί. Που πίστεψαν ότι με κάποιο μαγικό τρόπο, η κρίση θα άγγιζε όλους τους άλλους αλλά θα άφηνε εμάς ανέγγιχτους για να καταγράφουμε τη δυστυχία τους. Που ψήφισαν και ξαναψήφισαν λαμόγια στις διοικήσεις των ενώσεων και του ΕΔΟΕΑΠ στη βάση πελατειακής λογικής. Που ήξεραν τα ρουσφέτια και την αιμορραγία στον ΕΔΟΕΑΠ αλλά έκαναν ότι δεν ξέρουν γιατί ήταν ο…… ξέρεις τώρα, τι να πω, ήταν πολύ ισχυρός τότε. Κι εμείς φταίμε γιατί δεν καταφέραμε να τους πείσουμε.
Ναι έχουν ευθύνη και οι απλοί δημοσιογράφοι. Γιατί αυτοί σήμερα βρίσκονται με το ένα πόδι στο δρόμο εντελώς, αν δεν είναι ήδη. Κι όμως, ακόμη και σήμερα ανέχονται την απίστευτη μπουρδολογία από τις υφιστάμενες πλειοψηφίες στην ηγεσία του ΕΔΟΕΑΠ και της ΕΣΗΕΑ. Την μπουρδολογία που επιμένει στο δρόμο του κομπρεμί, του γλειψίματος, της συναλλαγής, των συναντήσεων πίσω από κλειστές πόρτες και λοιδορεί, ακόμη και σήμερα, το δρόμο του αγώνα, της αλληλεγγύης και συνεργασίας με τους άλλους εργαζομένους στον Τύπο. Έχουν ευθύνη γιατί ακόμη και σήμερα δεν έχουν «καβαλήσει τα κάγκελα» έστω για το απλό: ΠΟΙΟΣ ΕΧΕΙ ΕΥΘΥΝΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ ΚΑΝ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ του ΑΓΓΕΛΙΟΣΗΜΟΥ επί χρόνια; Έχουν ευθύνη γιατί αρνούνται να συνειδητοποιήσουν τη δεινή θέση που έχουν περιέλθει. Γιατί αρνούνται να διεκδικήσουν τα δίκια τους, να ζητήσουν την παραδειγματική τιμωρία όσων από ηγετικές θέσεις ευθύνονται για την κατάντια, όσων, και τώρα την ύστατη ώρα, τους κοροϊδεύουν κατάμουτρα, όσων τους «κλέβουν» την ίδια τη ζωή τους.
Έχουν ευθύνη γιατί μέσα στην πορεία αυτού του δύσκολου και υπό συνθήκες συναρπαστικού αυτού επαγγέλματος, ενός επαγγέλματος που είναι τρόπος ζωής, ανέχτηκαν, (όχι απαραίτητα για τους εαυτούς τους αλλά για το διπλανό τους), αντί να γίνουν το μάτι, το αυτί και η φωνή της κοινωνίας προς την εξουσία, να γίνουν το ακριβώς αντίστροφο. Ή και ακόμη χειρότερο: του αφεντικού τους προς την κοινωνία. Το είδαν, το έζησαν αλλά σιώπησαν. Κι έτσι δεν έχασαν απλώς το ρόλο τους. Έχασαν την αλήθεια και την πραγματικότητα. Τις έχασαν τόσο πολύ, που σήμερα αδυνατούν ν’ αντιδράσουν απέναντι στην ίδια τη ζοφερή πραγματικότητα της δικής τους πια ζωής…»