To ελληνικό σινεμά στο 60ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
Οι ελληνικές ταινίες που ξεχώρισαν στην φετινή διοργάνωση και αναμένουμε την ευρεία κυκλοφορία τους στην μεγάλη οθόνη.
Με επιτυχία ολοκληρώθηκε η επετειακή 60η διοργάνωση του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, που πραγματοποιήθηκε από 31 Οκτωβρίου μέχρι 10 Νοεμβρίου σε μια σειρά ιστορικών σινεφίλ χώρων της πόλης. Στο πρόγραμμα συνδυάστηκαν ταινίες του εγχώριου σινεμά και διεθνούς φήμης που κάνουν τον γύρο του κόσμου στα διάφορα φεστιβάλ, βαλκανικά αριστουργήματα και θεματικά αφιερώματα. Ο αντισταρ John Waters ήταν το τιμώμενο πρόσωπο για φέτος, προσδίδοντας τον απαραίτητο cult τόνο στον χαρακτήρα του φεστιβάλ. Ο ελληνικός κινηματογράφος, τόσο στο μεγάλου μήκους όσο και στο μικρού μήκους κομμάτι του, κατάφερε να έχει μια αξιοπρεπή παρουσία, ωστόσο λιγότερο ριζοσπαστικά πολιτική σε σχέση με πέρσι. Αυτό μπορεί να είναι τυχαίο γεγονός, ωστόσο δεν μπορεί να παραβλεφτεί το γενικότερο πολιτικό πλαίσιο στο οποίο διεξάγεται το φεστιβάλ.
Στις πιο αμφιλεγόμενες επιλογές κατατάσσεται το «Γεννημένος 8η Μαρτίου» του Λυμπέρη Διονυσόπουλου που, παρά την όποια «περιπαικτική» διάθεση για την εξάλειψη του ανδρικού φύλου από γυναίκες φεμινίστριες, παραμένει μια μισογύνικη δυστοπία και μια αμήχανη, ερασιτεχνική προσπάθεια. Στο ίδιο κλίμα, το «Δε Θέλω να Γίνω Δυσάρεστος, Αλλά Πρέπει να Μιλήσουµε για Κάτι Πολύ Σοβαρό» του Γιώργου Γεωργόπουλου για έναν ιό που σκοτώνει γυναίκες και με έναν γιάπι λευκό στρέιτ άντρα ως πρωταγωνιστή, δεν αφήνει ως σενάριο τις καλύτερες εντυπώσεις. Η «Περσεφόνη» του Κώστα Αθουσάκη αν και έμοιαζε πολλά υποσχόμενη, καθώς επιδίωξε να γίνει μια ελληνο-ιαπωνική σινε-οπερέττα του μύθου της Περσεφόνης, τελικά καθηλώθηκε από το φλύαρο ποπ σουρεάλ ύφος της. Ο «Απόστρατος» του Ζαχαρία Μαυροειδή, με πρωταγωνιστή τον εγγονό ενός απόστρατου του ελληνικού στρατού, προσπαθεί να αναδείξει τις «εθνικές μας πληγές» με όρους «εθνικού διχασμού», που μειώνουν το συνολικό αποτέλεσμα. Τέλος, το «Cosmic Candy» της Ρηνιώς Δραγασάκη είναι μια αισθητικά ευχάριστη ιστορία ενηλικίωσης και μια ιδιαίτερη επιλογή στο Φεστιβάλ.
Πιο αναλυτικά οι ταινίες που μας τράβηξαν περισσότερο το ενδιαφέρον:
Winona του the Boy
Μια καλοκαιρινή ιστορία τεσσάρων κοριτσιών ποτέ δεν φαντάζει τόσο ειλικρινά γλυκόπικρη. Η σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Βούλγαρη μοιάζει με γενναία βουτιά στα άδυτα μιας όχι και τόσο ανέμελης κοριτσοπαρέας που επιλέγει να περάσει μερικές μέρες σε παραλία κάπου στις Κυκλάδες .Ένας τρυφερός αποχαιρετισμός στην ήδη χαμένη αθωότητα των μετεφηβικών χρόνων, μια σιωπηλή υπόσχεση και ένα ανοιχτό τραύμα μοιάζουν να βαραίνουν το σύνολο της ταινίας. Οι τέσσερις πρωταγωνίστριες(Ανθή Ευστρατιάδου, Σοφία Κόκκαλη, Ηρώ Μπέζου, Δάφνη Πατακιά) με τα ιδιαίτερα μυωπικά γυαλιά και τις τόσο διαφορετικές ψυχοσυνθέσεις σηκώνουν επάξια όλο το υποκριτικό βάρος, δίνοντας ροή σε μια πλοκή αρκετά αυτοσχεδιαστική και μινιμαλιστική. Οι μικρές σινεφίλ αναφορές, τα καλοκαιρινά παιχνίδια στην άμμο, οι αστείες ιστορίες από πρώτα ραντεβού, η χνουδωτή αγκαλιά ενός σκύλου και τα μπουζουκοτράγουδα γυρισμένα σε φιλμ 16mm προσδίδουν ένα προσωπικό στοιχείο, πιο κατασταλαγμένο και ώριμο σε σχέση με προηγούμενες δουλειές του the Boy. To αποτέλεσμα είναι τόσο νοσταλγικά φωτεινό, που άθελά της η ταινία έφερε ένα καλοκαιρινό αεράκι στην κινηματογραφική αίθουσα.
Το Θαύμα της Θάλασσας των Σαργασσών του Σύλλα Τζουμέρκα
Σκοτεινό και καθηλωτικό, το νέο φιλμ του Σύλλα Τζουμέρκα δεν διηγείται απλά την ιστορία μιας ξεπεσμένης επαρχίας κάπου στην Στερεά Ελλάδα, αλλά ψυχογραφεί όλη την βαλκανική μικροαστική επιρροή που την κατακλύζει. Ανάμεσα σε θρησκευτικά οράματα στην θάλασσα του Μεσολογγίου και ξεραμένους εμετούς σε τουαλέτες θλιβερών τριτοδεύτερων κλαμπ, η δολοφονία ενός ξιπασμένου τραγουδιστή θα ανασύρει όλες τις μύχιες, αταβιστικές σκέψεις των κατοίκων. Την υπόθεση αναλαμβάνει μια μέθυσος αστυνομικός (Αγγελική Παππούλια) με θολή κρίση και προβληματικό παρελθόν, η οποία προσπαθώντας να υπερβεί όλους τους προσωπικούς δαίμονες καταλήγει να ξετυλίγει ένα επικίνδυνο κουβάρι παλαιών υποθέσεων που θα προτιμούσαν να μείνουν στο συρτάρι. Παράλληλα με αυτήν, ο θεατής παρατηρεί την ζωή της αδερφής του θύματος, μιας υποτακτικής γυναίκας που βρίσκει καταφύγιο στην πίστη για να ξορκίσει ένα εξίσου μαύρο παρελθόν. Ποτέ άλλοτε η γεωγραφική ιδιαιτερότητα της λιμνοθάλασσας και της τοπικής παραγωγής χελιών δεν προσομοίαζε περισσότερο με τον προσωπικό βούρκο και το υπαρξιακό «σύρσιμο» που βιώνουν ένας προς ένα όλοι οι χαρακτήρες.
Zizotek του Βαρδή Μαρινάκη
Ένα λιτό αφήγημα για την σημασία της οικογένειας, ιδωμένο από μια νατουραλιστική σκοπιά, αυτό είναι με λίγα λόγια η νέα ταινία του σκηνοθέτη, μετά το «Μαύρο Λιβάδι». Το παχύ, ομιχλώδες δάσος στην Βόρεια Ελλάδα μετατρέπεται στον κατάλληλο καμβά προκειμένου μια αινιγματική μητέρα(Πηνελόπη Τσιλίκα) να παρατήσει στυγνά τον γιο της μετά από ένα τοπικό πανηγύρι. Ο μικρός θα βρει καταφύγιο μετά από ώρες περιπλάνησης σε ένα άντρα που έχει πάρει όρκο σιωπής, ο οποίος θα τον προστατεύσει μέχρι τελευταία στιγμή αγνοώντας για την κατηγορία αρπαγής ανηλίκου που θα του φορτώσουν οι τοπικές αρχές. Ο τίτλος της ταινίας αν και εμφανίζεται διάσπαρτα σε διάφορα σημεία της ταινίας δεν έχει κάποια συγκεκριμένη σημασία ή μετάφραση, οπότε σύμφωνα με τον σκηνοθέτη θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε. Συνδέεται ωστόσο με την παρουσία μιας αρκούδας στο δάσος, η οποία ντύνει εξίσου αινιγματικά τον επίλογο της ιστορίας. Η δυνατή ερμηνεία του μικρού αγοριού σε συνδυασμό με τα στοιχεία μαγικού ρεαλισμού και βαλκανικής αισθητικής συντελούν σε ένα μυσταγωγικό αποτέλεσμα και μια αθώα εξύμνηση της οικογενειακής θαλπωρής και αγάπης.