"Φιλιά απαλά σαν ψιλόβροχο"-Μια ακόμη ανάγνωση για «Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη»

Ο συγγραφέας Τζανφράνκο Καλίγκαριτς αφηγείται τον ανεκπλήρωτο έρωτά του για την Αιώνια Πόλη

| 14/04/2022

Θα έπρεπε να περάσουν σχεδόν πενήντα χρόνια για να έρθει ξανά στην επιφάνεια το μυθιστόρημα του Τζανφράνκο Καλίγκαριτς που ανακάλυψε πρώτη, το 1973, η Νατάλια Γκίνσμπουργκ και έπεισε τον εκδότη Garzanti να το κυκλοφορήσει -ενώ είχε απορριφθεί πολλάκις. Επαινέθηκε και  πούλησε, αλλά σε σύντομο χρονικό διάστημα χάθηκε από τα βιβλιοπωλεία. Ο Καλίγκαριτς γεννήθηκε στην Ασμάρα της Ερυθραίας, ανατράφηκε στο Μιλάνο  για να εγκατασταθεί στην Ρώμη. Δημοσιογράφος και σεναριογράφος, με πολλές συνεργασίες στην Rai -ιδρυτής του Teatro XX Secolo- ο Καλίγκαριτς εξελίχθηκε σε δεινό συγγραφέα. «Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη» (Eκδ. Ίκαρος) -σε μετάφραση της Δήμητρας Δότση, πέραν των ελληνικών μεταφράστηκε πρόσφατα σε 20 γλώσσες.

Ο ήρωας, Λέο Γκατζάρα, έρχεται και αυτός  εκ Μιλάνου, αρχές των 70’sστην Città Eterna, την Αιώνια Πόλη. Ως δημοσιογράφος δουλεύει περιστασιακά ενώ έχει μια μάλλον μόνιμη απασχόληση ρουτίνας σε γνωστή αθλητική εφημερίδα: απομαγνητοφωνεί συνεντεύξεις άλλων. Συχνάζει σε κύκλους διανοουμένων μεσοαστών, εισβάλλει στον κλειστό τρόπο ζωής τους, όντας ένας μελαγχολικός και φτωχός μποέμ. Οι gente per bene, οι «καλοί άνθρωποι», του δανείζουν τα αυτοκίνητα, τα σπίτια ακόμη και τις γυναίκες τους. Το πέρασμα του χρόνου καταγράφει φτηνά ξενοδοχεία, πλουσιοπάροχα δείπνα, πλήθος βιβλίων και πολύ αλκοόλ. Είναι καλοκαίρι, ο Γκατζάρα κλείνει τα τριάντα και «η πόλη είναι τόσο άδεια, που άκουγες τα κτίρια να γερνάνε.» Στην κάψα της νύχτας γνωρίζει την Αριάννα, αιώνια φοιτήτρια Αρχιτεκτονικής, πλάσμα γοητευτικό αλλά απόμακρο. Η έλξη είναι αμφίδρομη. Η βαρετή και καθημερινότητα του Λέο διαταράσσεται. Μαζί της παίζει ερωτικό κρυφτό καθώς τριγυρίζουν την Ρώμη: Πιάτσα Ντι Σπάνια, Πιάτσα Ναβόνα, Κάμπο Ντέι Φιόρι,  Πιάτσα Ντελ Πόπολο. Η ζέστη καίει τα σώματα και «τα τραπεζομάντιλα των καφέ… φαντάζουν σαν φούστες έτσι όπως τα ανασηκώνει ο άνεμος.» Πάντοτε αμίλητος και προσαρμοστικός στην εκάστοτε κατάσταση ο Λεό μοιάζει πρωταγωνιστής στο “La Notte”, -στην «Νύχτα» του Μικελάντζελο Αντονιόνι. Εκεί όπου ο Μαρτσέλο Μαστρογάνι συσχετίζεται με την θεά Μόνικα Βίτι και όπως ο εξαιρετικός ηθοποιός αισθάνεται πλήρως αποξενωμένος από την ζωή γύρω του. Η Αριάννα παίζει μαζί του ερωτικά, μοιράζονται το ίδιο κρεβάτι αλλά όχι τα σώματα. Συγχρωτίζονται με την οικογένεια Ρέντσο Ντιάκονο, παραγωγού στην τηλεόραση και τον Γκρατσιάνο Καστέλβέκιο που τον συντηρεί η πλούσια αμερικάνα σύζυγός του, ο οποίος τον μυεί στην φιλήδονη ζωή της πρωτεύουσας. Παρεμβάλλεται η Κλαούντια και άλλες αλλά πάντοτε γυρίζει στην Αριάννα. Στην παραλία «τα χείλη της ήταν δροσερά σαν το στήθος της» και τα «φιλιά απαλά σαν ψιλόβροχο.»

Ο Καλίγκαριτς εμμέσως πλην σαφώς συμβολίζει στον ανεκπλήρωτο έρωτα των δυο νέων την σχέση των ανθρώπων με την Ρώμη που, «κουβαλάει μέσα της μια πρωτόγνωρη μέθη που κατακαίει τις αναμνήσεις. Πιο πολύ κι από πολύ είναι ένα μυστικό κομμάτι του εαυτού σου, ένα κρυμμένο αγρίμι. Δεν υπάρχουν ημίμετρα μαζί της. Ή θα γίνει ο έρωτας στη ζωή σου ή θα πρέπει να την παρατήσεις, διότι ένα πράγμα απαιτεί το γλυκό αγρίμι: να το αγαπήσεις.”

Πραγματικά το τελευταίο μοιραίο καλοκαίρι του Λέο Γκατζάρα.

Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Βιολογία στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Παράλληλα, έπαιξε ως μουσικός παραγωγός σε πολλά ραδιόφωνα για πολλά χρόνια και έγραψε ως μουσικός κριτικός σε μια σειρά περιοδικά. Αυτό συνεχίζει μέχρι και σήμερα.